Fractal

Θα μπορούσε να διαβαστεί σαν πολεμικό έπος αλλά υπήρξε η ζωή μας!

Γράφει ο Γιάννης Παπαγιάννης //

 

Δημήτρης Οικονόμου: «Ο τελευταίος Φύλακας», Εκδόσεις Ίκαρος

 

Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μας παρουσιάζει στην τέταρτη συγγραφική του προσπάθεια ο Δημήτρης Οικονόμου. Έχοντας πραγματοποιήσει μια έρευνα πολύπλευρη και βαθιά, (με την οποία σπάνια καταπιάνονται οι Έλληνες συγγραφείς, το οποίο είναι κρίμα, γιατί, όπως στις σπάνιες εξαιρέσεις αποδεικνύεται, η Ελληνική ιστορία έχει πολλαπλές όψεις κρυφές και φανερές κι αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια του μυθιστοριογράφου να αποκαλύψει το άβατο της ανθρώπινης ψυχής, τις διαχρονικές κοινωνικές αλήθειες, τα βάθη των ενστίκτων), γράφει ένα βιβλίο για τρείς γενιές Ηπειρωτών και τρεις γενιές ενός ίσως μάταιου αγώνα για την ελευθερία. Βασισμένο σε (δυστυχώς) αληθινά γεγονότα κι ανθρώπους, το μυθιστόρημα, αφηγηματικά δραματικό, αποδομεί διαρκώς τα εθνικιστικά και πατριωτικά στερεότυπα και μας εισάγει με ευαισθησία και σοκαριστικό ρεαλισμό στην πραγματικότητα των ηρώων, στην καθημερινότητα της ιστορίας, ακολουθώντας τη ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».

Οι τρεις γενιές ηρώων επάνω στους οποίους δομείται το βιβλίο διατρέχουν την ιστορία από την Τουρκική κατοχή μέχρι τον εμφύλιο. Ο Γιώργης Μπάκας, βαρκάρης στα Γιάννενα επί τουρκικής κατοχής, που με δίψα για την ελευθερία εντάσσεται στην Ηπειρωτική Εταιρεία, μυστική οργάνωση της εποχής με στόχο την απελευθέρωση της Ηπείρου και την ένωσή της με την Ελλάδα. Ο γιός του Ανδρέας Μπάκας, ο οποίος με πάθος θα πολεμήσει τους Ιταλούς στο Καλπάκι με όραμα επίσης την ελευθερία. Κι ο εγγονός Γιώργης επίσης, ο οποίος στην εφηβεία του θα βρεθεί ανάμεσα σε δύο στρατούς, τον αντάρτικο και τον κυβερνητικό και θα κληθεί να υπερασπιστεί την μητέρα, την αδελφή και την οικογένεια.

Δομικά το μυθιστόρημα εξελίσσεται με παράλληλη αφήγηση, της ιστορίας του Γιώργη Μπάκα και την ιστορία του γιού του, Ανδρέα, μέσα από την οποία παρουσιάζεται και η ζωή του τελευταίου της οικογένειας, του έφηβου Γιώργη, που μένει μόνος και τελευταίος φύλακας της οικογένειας.

Θα μπορούσε το μυθιστόρημα να διαβαστεί ως ένα πολεμικό έπος, αφού η δράση, οι δραματουργικές κορυφώσεις αλλά και οι χαρακτήρες, οι οποίοι εντυπώνονται στον αναγνώστη και δένονται με τον χώρο, (ο συγγραφέας μοιάζει να αισθάνεται βαθιά τον χώρο και να έχει δημιουργήσει με ενσυναίσθηση και συναίσθημα του ήρωές του), κρατούν αμείωτο συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ωστόσο, πιστεύω ότι είναι διαφορετικές οι προθέσεις του συγγραφέα και υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις κι οπτικές.

Ο Γιώργης Μπάκας με ενθουσιασμό εντάσσεται σε μια παράνομη οργάνωση που πιστεύει ότι θα φέρει την ελευθερία στον ίδιο, την οικογένεια, τον τόπο. Ωστόσο με τον καιρό υποχρεώνεται να προβεί σε πράξεις επιλήψιμες, που είναι αμφίβολο εάν προωθούν τον στόχο του. Ουσιαστικά η αγνή πρόθεσή του για ελευθερία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε ένα εθνικό περιβάλλον που δεν είναι εκπαιδευμένο για να την δεχτεί και να την διεκδικήσει και όπου προσωπικές αντιζηλίες και οπτικές αντιμάχονται το συνολικό ιδανικό.

Ο γιός του, Ανδρέας, θα πολεμήσει και θα διώξει τους Ιταλούς. Αλλά ήδη από το πεδίο της μάχης αρχίζει να απομυθοποιεί τον ηρωϊσμό και να βλέπει ανωτέρους και φίλους να εκτελούν φαντάρους μπροστά στα μάτια του επειδή φοβήθηκαν και γενικά να δείχνουν σκληρότητα και να επιδίδονται σε πράξεις που δεν αρμόζουν στο όραμά τους. Στη συνέχεια θα αποτραβηχτεί και δεν θα ανακατευτεί στην εμφύλια διαμάχη που θα ακολουθήσει, αποδεικνύεται ωστόσο ότι αυτό ήταν το λάθος του. Θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί σε μια εποχή και σε ένα έθνος που όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Οι συνθήκες φυλάκισης και τα βασανιστήρια που σοκάρουν θα τον κάνουν να καταλάβει ότι η μόνη ελευθερία που μπορεί να πετύχει, είναι η προσωπική. Αρνείται να υπογράψει δήλωση, γιατί δεν δέχεται ότι υπήρξε ένοχος. Στην παρότρυνση πρώην φίλου και νυν δεσμοφύλακα να υπογράψει για να φύγει, απαντάει με την κατά τη γνώμη μου φράση – κλειδί του μυθιστορήματος: Μου λες ότι αν υπογράψω θα είμαι ελεύθερος. Κι εγώ σου λέω ότι πάλι φυλακισμένος θα είμαι.

 

Δημήτρης Οικονόμου

 

Ο τελευταίος της οικογένειας, ο Γιώργης ο νεώτερος, θα βρεθεί ανάμεσα στους δύο εμπλεκόμενους, αντάρτες και κυβερνητικούς, προς επίρρωση της οπτικής του πατέρα του: δεν νοείται ελευθερία στην Ελλάδα του εμφυλίου. Είσαι υποχρεωμένος να ενταχθείς σε μια από τις δυο ομάδες ή να βάλεις τη ζωή σου σε κίνδυνο ή και τα δύο. Δεν νοείται ελευθερία ούτε στην Ελλάδα του 1946. Και, υπό αυτήν την οπτική, το ερώτημα που εγείρεται στον αναγνώστη, είναι: υπάρχει άραγε ελευθερία στην Ελλάδα του 2020; Σίγουρα έχει περάσει η εποχή που εκτελούνταν ο αντίπαλος ή βασανίζονταν. Όμως έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο εθνικής συμφιλίωσης και συνεργασίας; Ή ακόμα βιώνουμε πολλαπλούς εθνικούς διχασμούς, που υποχρεώνοντας τους πολίτες να ενταχθούν σε στρατόπεδα τους στερούν επί της ουσίας την ελευθερία; Υπό αυτήν την οπτική, το μυθιστόρημα του Δημήτρη Οικονόμου αποτελεί ένα μυθοπλαστικό δοκίμιο για το σήμερα αλλά και για το χθες, για όλη την ιστορική πορεία της Ελλάδας. Ο συγγραφέας, προς τιμήν του, πουθενά δεν ηθικολογεί, δεν φιλοσοφεί, δεν γίνεται διδακτικός. Αφήνει τα γεγονότα και την αφήγηση να δείξουν και τον αναγνώστη να σκεφτεί, αφού έχει τελειώσει το βιβλίο κι αφού έχει βγει από τη δράση και την ταύτιση με τους ήρωες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top