Fractal

Το δικό μας «Δόγμα του Σοκ».

 Του Χρήστου Λάσκου //

 

Πηγή: alterthess.gr

 

590_b1e27f6442c7f62f8438365419ac305b

Όπως είναι γνωστό, τις τελευταίες μέρες προέκυψε, με επίσημο, μάλιστα, τρόπο, ένα θέμα αντιστοίχισης του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στον «κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ».

Ο μόνος τρόπος, όμως, για να βγάζει νόημα αυτό το αίτημα είναι ό,τι αφορά την εκπροσώπηση των ανέργων και των νέων, των φτωχών και της μισθωτής εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας, του λαού, δηλαδή, του ταξικότατου Όχι της 5ηςΙουλίου. Η αντιστοίχιση, λοιπόν, αυτή δεν μπορεί παρά να σημάνει αναβάθμιση της συγκρουσιακής λογικής στο κόμμα, στο μέτρο που η εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού του λαού –και όχι του λαού γενικώς- δεν μπορεί να γίνει μέσω της «αποκατάστασης της κανονικότητας».

Η αποκατάσταση της μνημονιακής κανονικότητας αντιστοιχεί στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, καθώς και μιας μάζας ιδιοκτητών κινητών και ακίνητων αξιών, για τους οποίους αυτές οι αξίες έχουν μεγαλύτερο υλικό βάρος από το καθημερινό προς το ζην.

Αντίθετα, για τη πληβειακή πλειοψηφία, δεν υπάρχει κανείς δρόμος, ο οποίος θα εκμεταλλεύονταν τα διάκενα και τις ρωγμές (sic), προκειμένου «να βελτιώσει τα πράγματα». Η ελληνική πολιτική θα καθορίζεται σε τέτοιο κολοσσιαίο βαθμό από το Μνημόνιο, που ελάχιστες «βελτιώσεις» θα είναι εφικτές χωρίς την απεμπλοκή μας και την ανάληψη ενός τεράστιου έργου αναίρεσης αυτού του καθεστώτος, που έχει αφήσει το αποτύπωμά του σε όλες τις πλευρές της ζωής μας.

Σχετικά με αυτό, λοιπόν, ο Χ. Γεωργούλας, στην προηγούμενη «Εποχή», επισημαίνει και ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα, όταν γράφει πως έχουμε «έναν ακόμη κίνδυνο που διατρέχουν και η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ: να αναλάβουν όχι την εφαρμογή μιας αναγκαστικής επιλογής, που έγινε, κατά την ομολογία του πρωθυπουργού, υπό εκβιασμό, χωρίς την προϋπόθεση της ελεύθερης βούλησης, αλλά την υπεράσπιση με γραφειοκρατική αδράνεια και υπερβάλλοντα ζήλο [της μνημονιακής] πολιτικής. […] Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι θεωρητικός. Ήδη εμφανίζονται υποστηρικτές της κυβερνητικής πολιτικής βασιλικότεροι του βασιλέως, που εκθειάζουν πλευρές της συμφωνίας μάλλον ανύπαρκτες [προσεγγίζοντας] στη λογική της απολογητικής των μνημονίων». Οι βασιλικότεροι του βασιλέως, μάλιστα, αρνούνται να παραδειγματιστούν από τον προβληματισμό του ίδιου του υπουργού Οικονομικών στη Βουλή σχετικά με το ποιά είναι η σωστότερη επιλογή.

Πράγματι, δεν είναι τυχαίο πως όλο και περισσότερο παρεισφρέουν σε πολλές τοποθετήσεις λέξεις, όπως «κόστος», «θυσίες», «μεταρρυθμίσεις» και, κυρίως, «ευθύνη». Με δεδομένο, μάλιστα, πως τα συστημικά μέσα, αίφνης, ξανάγιναν κυβερνητικά, το πλαίσιο υποστήριξης των κυβερνητικών επιλογών διαμορφώνεται σε ένα συμφραζόμενο εξαιρετικά επικίνδυνο και ολισθηρό.

Προσθέστε το γεγονός πως το βασικό επιχείρημα υποστήριξης της επιλογής είναι πως «δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική» και καταλαβαίνετε το βαθμό της ολισθηρότητας.

Γιατί, αν δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική στις 13 Ιουλίου θα πρέπει να εξηγηθεί πώς φτάσαμε σε αυτό το αδιέξοδο: το «κάναμε λάθη» δεν λέει τίποτε, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τέτοιας έκτασης ήττα –είναι πολύ χειρότερο από υπεκφυγή για μια ομάδα ανθρώπων που διαχειρίστηκε χωρίς καμία απολύτως «ενόχληση» την ιστορία της διαπραγμάτευσης επί έξι μήνες.

Αν πάλι δεν υπήρχε εναλλακτική ποτέ, τότε έχουν δίκιο όσοι κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ πως έταζε, συνειδητά και ανέντιμα, λαγούς με πετραχείλια με μόνο στόχο την κατάκτηση της εξουσίας.

Πέρα από αυτό, όμως, η επίκληση της έλλειψης οποιασδήποτε εναλλακτικής από μέρους της κυβέρνησης, ως βασικού επιχειρήματος της επιλογής που έγινε, συνιστά αθέλητη, μη σκόπιμη, συνδρομή στη λειτουργία του Δόγματος του Σοκ, αφού το μόνο που λειτουργεί στο μυαλό των ανθρώπων, σε αυτήν την περίπτωση, είναι το δέος και ο φόβος για όσα «θα συνέβαιναν», αν δεν γινόταν αποδεκτό το Μνημόνιο.

Ο μόνος τρόπος, για να μην λειτουργεί έτσι το πράγμα, θα ήταν η συγκεκριμένη και σε βάθος αυτοκριτική και η διάχυση της πεποίθησης πως η μεγάλη μας συνθηκολόγηση δεν ήταν καθόλου αναπόφευκτη. Για το γεγονός ότι επήλθε υπάρχουν αιτίες, που μας βαρύνουν –δεν ήταν όλα «αντικειμενικά». Γιατί, αλλιώς, δεν είναι κατανοητό σε τι χρειάζεται η κυβέρνηση με «κορμό την Αριστερά».

Προσωπικά, συμφωνώντας με την πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίζομαι πως και υπήρχε –το σχέδιο Α΄, που ποτέ δεν υλοποιήθηκε- και μπορεί να ξαναϋπάρξει εναλλακτική. Δεν είμαι, ωστόσο, βέβαιος πόσο ομονοούμε όλοι σε αυτό. Γιατί φανερά ισχύουν όσα παραπάνω επισημαίνει ο Γεωργούλας: κάποιοι είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν και θετικά στο Μνημόνιο –και όσο θα το εφαρμόζουν θα αναγνωρίζουν όλο και περισσότερα θετικά.

Ενώ ο μόνος δρόμος, που αφήνει κάποιες, οσοδήποτε μικρές, πιθανότητες να αναστραφεί η κατάσταση, κατά τη γνώμη μου, περνάει μέσα από την παντού διακηρυσσόμενη αλήθεια πως το Μνημόνιο είναι ένα άγος που μας επιβλήθηκε, εξαιτίας της τακτικής μας και εξαιτίας του εξαιρετικά δυσμενούς συσχετισμού. Με όλο, μάλιστα, που, στην τελευταία φάση, δόθηκε μια μεγάλη μάχη, για να σωθεί ό,τι σώζονταν.

Επιπλέον, ξέρουμε πως, πέρα από τον πόνο που προοιωνίζεται για τα κοινωνικά στρώματα, που τόσο ήδη έχουν χτυπηθεί, είναι πολύ πιθανό, όπως 45 νομπελίστες και 60 δημοσιολογάδες προειδοποιούν, πως οδηγεί «σε αυτό που αποφύγαμε» κι εμείς, όπως όλοι οι προηγούμενοι από το 2010 κι έπειτα: τη χρεοκοπία και το Γκρέξιτ.

Όπως σωστά έγραψε ο Άρις Καζάκος στην προχθεσινή «Εφημερίδα των Συντακτών», «το τρίτο Μνημόνιο πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο [γιατί] ο κόσμος μας θα γίνει πολύ χειρότερος αν εφαρμοστεί…».

Άρα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για το κόμμα από το να επιλέξει καταρχήν συλλογικά και, στη συνέχεια, να σχεδιάσει οργανωμένα και συστηματικά την απεμπλοκή από αυτή τη συμφορά.

Γίνεται; Όπως τα φέραμε, κανείς δεν μπορεί να πάρει όρκο.

Τίποτε άλλο, ωστόσο, δεν είναι, στοιχειωδώς έστω, αληθοφανές και υπερασπίσιμο.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα «λειτουργίας των οργάνων του κόμματος», νομίζω, πολύ καλά το έθεσε ο Γεωργούλας στο προαναφερθέν κείμενο: «Φαίνεται πως ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη σύγκληση αποφασιστικών συνεδριάσεων των κομματικών –κοινοβουλευτικών οργάνων πριν από την ψηφοφορία. Η αποφυγή, όμως, της σύγκλησής τους και της επιδίωξης συλλογικών αποφάσεων από μέρους τους, εκτός του ό,τι δικαιολογεί πολιτικά και ηθικά τις ατομικές ή ομαδικές διαφοροποιήσεις, εξουδετερώνει και οποιαδήποτε δυνατότητα αλληλοεπηρεασμού και διαμόρφωσης ορθής συλλογικής άποψης για τόσο κρίσιμα ζητήματα».

Ξέρω πως υπάρχουν διάφοροι Ηρακλείς του Στέμματος, οι οποίοι, πολύ ευθαρσώς, ισχυρίζονται πως «τέτοια που είναι τα όργανα, καλύτερα που δεν συγκαλούνται». Επαναλαμβάνουν έτσι ένα πάγιο «επιχείρημα» όλων όσοι εκατοντάδες φορές στην ιστορία του κινήματος αντιμετώπισαν τις συλλογικές διαδικασίες ως βαρίδιο στο έργο «όσων ξέρουν να κάνουν τη δουλειά». Το τι δουλειά ήξεραν να κάνουν αυτοί οι όσοι είναι πολύ γνωστό από το παρελθόν –όπως και τα αποτελέσματα της δουλειάς.

Τέλος πάντων, και κινδυνεύοντας να ελεγχθώ επί ιδεαλισμώ μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, συνεχίζω να θεωρώ πως, σε ένα αριστερό κόμμα, η λειτουργία της χειρότερης και πιο ανεπαρκούς κεντρικής επιτροπής δίνει περισσότερα εχέγγυα για ορθές αποφάσεις από ό,τι η ανάθεση της δουλειάς στην καλύτερη και περισσότερο επαρκή μικρή ομάδα, που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top