Fractal

Η ιστορία μιας βιβλιοθήκης στην καρδιά της Καππαδοκίας

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

 

 

Στον Άγιο Προκόπιο, ή Προκόπι (Urgup) είναι αφιερωμένη η σημερινή μέρα, στην επαρχία Νεβσεχίρ, στην περιοχή της Καππαδοκίας της Κεντρικής Ανατολίας της Τουρκίας. Όμορφη, γελαστή η πέριξ ατμόσφαιρα και σε τούτη την εξερεύνηση, αν και λίγο κρύα αφού η όλη περιοχή βρίσκεται απλωμένη σε υψόμετρο πάνω από χίλια μέτρα. Μικρή η πόλη, φιλοξενεί κάπου εικοσιπέντε χιλιάδες ψυχές στις σημερινές μέρες. Όπου και να απλωθεί το μάτι τριγύρω στον ορίζοντα, ο αμφιβληστροειδής χιτώνας αντικρύζει και εστιάζεται σε παλιά πέτρινα σπίτια και έναν σημαντικό κεντρικό πέτρινο λόφο, πολύ ψηλότερα από το επίπεδο χαμηλά.

 

 

Σταδιακά η πόλη, διαπιστώνω, πως αρχίζει να βιώνει και την τουριστική ανάπτυξη, στο πλαίσιο πάντα της ευρύτερης ελκυστικής περιοχής της Καππαδοκίας, ανεβάζοντας σταδιακά, όπως είναι φυσικό και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Ίσως σε αυτό να βοήθησε και το γεγονός ότι αποτέλεσε το σκηνικό για πολλά επεισόδια κάποιων τηλεοπτικών σειρών που προβλήθηκαν πριν από δύο δεκαετίες. Πολλοί την χρησιμοποιούν, τώρα, ως παραμονή για περαιτέρω εξερεύνηση της γύρω περιοχής και κυρίως των λαξευμένων εκκλησιών στους βράχους και τις υπόγειες πόλεις.

Η πόλη Ουργκούπ εμφανίζεται σε συντομία στο οδοιπορικό ‘Ένα ταξίδι στο Καρς’ (Journey to Kars: A Modern Traveler to Ottoman Lands, 1984) του Φίλιπ Γκλέιζμπρουκ (Philip Glazebrook, 1937-2007), όταν ο συγκεκριμένος περιηγητής αναγκάστηκε να παρατείνει την παραμονή του εκεί λόγω της απογραφής του 1980 που όριζε ότι κανείς δεν μπορούσε να απομακρυνθεί και εκείνη την περίοδο δεν λειτουργούσε κανένα μέσο μεταφοράς. Για τους βικτωριανούς ταξιδιώτες, ένα ταξίδι στην Τουρκία ήταν μια ξεχωριστή επιχείρηση, ένα τόλμημα και εγχείρημα στα απόκρυφα του Ισλάμ. Γοητευμένος από τις πολυποίκιλες αφηγήσεις για την απόμακρη, μακρυνή Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο μυθιστοριογράφος και περιηγητής Φίλιπ Γκλέιζμπρουκ ακολούθησε τα βήματά τους. Προορισμός του ήταν το Καρς, η πόλη με θέα στο όρος Αραράτ, που αναφέρεται στη γνωστή ιστορία της Κιβωτού. Διασχίζοντας τις παλιές σερβικές και ελληνικές επαρχίες και νησιά, μέσα από τις ερειπωμένες πόλεις της Μικράς Ασίας, στο Καρς και μετά πίσω στην Τραπεζούντα, την Κωνσταντινούπολη και τις βαλκανικές πρωτεύουσες, αυτό το βιβλίο αφηγείται με ελκυστικό τρόπο τις περιπέτειες του Γκλέιζμπρουκ.

Η ιστορία της πόλης μάλλον ανάγεται στην μακρυνή εποχή των Χετταίων, αν και δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις περί αυτού. Η συνέχειά της, όμως, όσον αφορά την βυζαντινή και ρωμαϊκή κατοχή, είναι καλά τεκμηριωμένη και φυσικά όσα αφορούν την παρουσία των Σελτζούκων. Στα τέλη της Οθωμανικής περιόδου, στο Προκόπι ζούσε ένας μικτός πληθυσμός Τούρκων και Χριστιανών και τότε χτίστηκαν και τα περισσότερα από τα μεγάλα πέτρινα σπίτια του κέντρου της πόλης, πολλά από τα οποία μετατράπηκαν τώρα σε μικρές ξενοδοχειακές μονάδες. Το 1924, ως γνωστόν, ο ελληνικός πληθυσμός του Προκοπίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή και την Τουρκία σύμφωνα με τους όρους της πασίγνωστης Συνθήκης της Λωζάνης.

Ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ (Mustafa Güzelgöz, 1921-2005) ήταν Τούρκος βιβλιοθηκάριος. Ίδρυσε και λειτούργησε μια περιοδεύουσα βιβλιοθήκη που ‘κυκλοφορούσε’ ανάμεσα σε τριάντα έξι χωριά της επαρχίας Ουργκούπ, και έγινε γνωστός ως ο ‘βιβλιοθηκάριος με τον γάιδαρο’. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του, κατάφερε να ιδρύσει δώδεκα μόνιμες βιβλιοθήκες, ενώ παράλληλα δρομολόγησε και διάφορες καινοτόμες πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως μαθήματα ραπτικής και ξυλουργικής, παραδοσιακούς χορούς, χορωδιακές και μουσικές συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές, φωτογραφικά έργα, αθλητικές οργανώσεις και ακόμα δημιουργώντας μια εφημερίδα του χωριού.

 

Από το αρχείο της βιβλιοθήκης Ταχσίν Αγά στο Ουργκούπ.

 

Ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ γεννήθηκε σε ένα χωριό της επαρχίας Ουργκούπ, της επαρχίας Νεβσεχίρ της Κεντρικής Ανατολίας, το 1921. Αναζήτησε εργασία στην Κωνσταντινούπολη και κατατάχθηκε στο στρατό το 1940, υπηρετώντας τριάμισι χρόνια στο στρατό κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του το 1944, αρχικά ήταν άνεργος. Στη συνέχεια, ενώ έπαιζε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, προσέλκυσε την προσοχή του περιφερειακού κυβερνήτη ο οποίος διόρισε τον νεαρό Μουσταφά ως επιστάτη στη βιβλιοθήκη Ταχσίν Αγά στο Ουργκούπ, μια θέση που είχε μείνει κενή λόγω της συνταξιοδότησης ενός υπαλλήλου. Ο Γκιουζέλγκεζ οραματίστηκε τη θέση του ως βιβλιοθηκάριος και όχι ως επιστάτης της ανενεργού, τότε, βιβλιοθήκης. Ανέσυρε πολλά βιβλία από τα υγρά και καταχωνιασμένα υπόγεια και έγραψε επιστολές σε διάφορους φορείς ζητώντας δωρεές βιβλίων. Παρά την επιτυχία του στην ίδρυση μιας ζωντανής βιβλιοθήκης, προσέλκυσε λίγη προσοχή, κι’ έτσι αποφάσισε ότι αφού οι άνθρωποι δεν έρχονται στη βιβλιοθήκη, πρέπει να πάει η βιβλιοθήκη σε αυτούς και δημιούργησε μια περιοδεύουσα βιβλιοθήκη η οποία θα μετέφερε τα βιβλία απευθείας στους αναγνώστες. Αυτή η κινητή βιβλιοθήκη εξυπηρετούσε ανθρώπους σε πολλά χωριά του Ουργκούπ, με το απόθεμα βιβλίων να μεταφέρεται σε ξύλινα κιβώτια στην πλάτη ενός γαϊδουριού. Τα δύο κιβώτια με την ένδειξη ‘Κιβώτια Δανεικών Βιβλίων’ (Kitap İare Sandığı) μπορούσαν να μεταφέρουν μέχρι διακόσια βιβλία. Ένα επίσημο αίτημα για πρόσληψη δύο βοηθών του και ένας προϋπολογισμός για ζωοτροφές του γαϊδουριού έγιναν δεκτά από τον κυβερνήτη, υπό τον όρο ότι θα εξυπηρετούσε τουλάχιστον πέντε χωριά με την μετακινούμενη βιβλιοθήκη του. Το επίσημο κτίριο της βιβλιοθήκης στο Ουργκούπ ήταν ανοιχτό μόνο τις καθημερινές, οπότε τα σαββατοκύριακα ο Γκιουζέλγκεζ έβγαινε στα χωριά με την βιβλιοθήκη του. Συνέχισε το έργο του με επιμονή και απτόητος, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι τον χλεύαζαν δίνοντάς του το παρατσούκλι ‘Μουσταφά. Ο Βιβλιοθηκάριος με τον Γάιδαρο’. Τα βιβλία δανείζονταν για δύο εβδομάδες και στη συνέχεια επιστρέφονταν για ένα άλλο βιβλίο όταν ο Γκιουζέλγκεζ επισκεπτόταν το ίδιο χωριό. Ο Γκιουζέλγκεζ, κατάφερε και λειτούργησε μια μετακινούμενη βιβλιοθήκη με τρία γαϊδούρια, τρία μουλάρια και δύο άλογα και εξυπηρετούσε συνολικά τριάντα έξι χωριά.

Μετά από λίγο συνειδητοποίησε ότι οι αναγνώστες των βιβλίων του ήταν μόνο άντρες, ίσως επειδή η επίσκεψή του ανακοινωνόταν κατά κύριο λόγο στα καφενεία του χωριού. Για να προσελκύσει, τότε, και την προσοχή των γυναικών, ο Γκιουζέλγκεζ ζήτησε από δύο κορυφαίους παγκοσμίως κατασκευαστές ραπτομηχανών μια δωρεά σε αντάλλαγμα για τη διαφήμιση των εμπορικών σημάτων τους και στη συνέχεια εγκατέστησε μια ραπτομηχανή Σίγκερ και εννέα Ζενίθ στο κτίριο της βιβλιοθήκης. Τώρα πλέον στη βιβλιοθήκη του έρχονταν γυναίκες απ’ τα χωριά για να χρησιμοποιήσουν τις μηχανές για ράψιμο και κέντημα, και εκείνος σε αντάλλαγμα τους πρόσφερε βιβλία. Οι προσπάθειές του άρχισαν να αποδίδουν καρπούς καθώς οι χωρικοί ανέπτυξαν μια πρωτόγνωρη συνήθεια ανάγνωσης και οι επιλογές βιβλίων τους βελτιώθηκαν. Σε ένα χωριό, μάλιστα, οι άνθρωποι άρχισαν να διαβάζουν κλασσικά έργα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Για να προσελκύσει περισσότερο κόσμο στη βιβλιοθήκη, σέρβιρε δωρεάν τσάι και καφέ στον κήπο της βιβλιοθήκης και τους έβαζε παράλληλα να ακούνε και ραδιόφωνο.

Ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ, ήταν φυσικά ερωτευμένος με τα βιβλία και το διάβασμα. Άρχισε να διαβάζει βιβλία σε άλλους ενώ μάθαινε ο ίδιος να διαβάζει και να γράφει. Συνηθισμένη του φράση ήταν: «Το να φέρνεις βιβλία στους ανθρώπους είναι εξ’ ίσου σημαντικό με το να φέρνεις νερό στην έρημο». Ποτέ δεν απελπίστηκε από τις όποιες κακοτοπιές που συνάντησε. Διάβαζε πολύ, ερεύνησε και εφάρμοσε όσα έμαθε με υπομονή και λογική. Η προσπάθεια του να παραδώσει κινητές βιβλιοθήκες στα χωριά έδωσε κίνητρα και για άλλες παρόμοιες δραστηριότητες, όπως η προώθηση των δημόσιων βιβλιοθηκών με ποδήλατα, την δεκαετία του 2000. Οι προσπάθειες μεταφοράς βιβλίων στα χωριά που ξεκίνησε ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ, ενέπνευσαν την ίδρυση πολλών συλλόγων ανάγνωσης βιβλίων και την ανάπτυξη κινητών βιβλιοθηκών σε όλη την Τουρκία. Η αδελφοποίηση του Ουργκούπ με τη Λάρισα, που δημιουργήθηκε με τις προσπάθειες του Αζίζ Γκιουζέλγκεζ, γιού του Μουσταφά, και του Δημήτριου Κατσίκα, αποτέλεσε παράδειγμα για νέες αδελφότητες. Για την ιστορία, η γιαγιά και ο παππούς του Δημήτρη Κατσίκα, το 1924, με τη συμφωνία ανταλλαγής, εγκατέλειψαν το Ουργκούπ και εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα.

 

Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ

 

Το 1963, η Αμερικανική Ένωση Εθελοντών του Ειρηνευτικού Σώματος τον τίμησε με το βραβείο ‘Service to Humanity’, το οποίο του απονεμήθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζων Κέννεντυ, ενώ στη συνέχεια το Ειρηνευτικό Σώμα του δώρισε ένα τζιπ του 1960 για να χρησιμοποιεί στην περιοδεύουσα βιβλιοθήκη. Η ιστορία της ζωής του, ξετυλίγεται σε ένα βιβλίο με τίτλο ‘Ο βιβλιοθηκάριος με το γάιδαρο’ (Eşekli Kütüphaneci) του Fakir Baykurt. Ο Fakir Baykurt έδωσε μεγάλη σημασία στο έργο του Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ ως υπόδειγμα άλλων παρεμφερών ενεργειών. Έδωσε επίσης μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη της φιλίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Στην παρουσίαση του βιβλίου έλεγε: «Σε αυτό το μυθιστόρημα, αγαπητέ αναγνώστη, θα βρεις τρεις ιστορίες αλληλένδετες. Δεν το έκανα για να δείξω τις συγγραφικές μου ικανότητες μπροστά σου … Η πρώτη είναι ο αγώνας μεταξύ του Δημητρίου της Λάρισας και του Αζίζ του Ουργκούπ, για να γίνουν αυτές οι πόλεις αδερφές… Η δεύτερη είναι η ιστορία του Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ του ‘βιβλιοθηκονόμου με το γάιδαρο’ στο Ουργκούπ… Η τρίτη ιστορία είναι η σύντομη ζωή του Ρεφίκ Μπασαράν (Refik Başaran) από το Ουργκούπ.

 

 

 

Ο Ρεφίκ Μπασαράν πέθανε σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών. Αλλά για μισό αιώνα, η Ανατολή τραγουδούσε μαζί του, έκλαιγε μαζί του, γέλασε και έπαιζε μαζί του. Η μουσική του Ρεφίκ Μπασαράν έχτισε μια λεπτή γέφυρα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Πιστεύω ότι η αγάπη σου θα περιβάλλει αυτούς τους ανθρώπους καθώς παρουσιάζω αυτό το μυθιστόρημα, αγαπητέ μου αναγνώστη. Καλή ανάγνωση».

 

Το Πάρκο του Μεχμέτ Ακίφ Ερσόι στο Ουργκούπ.

 

Στη μυθιστορηματική αυτή βιογραφία , ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ εξηγεί την ιστορία της Βιβλιοθήκης ‘Ουργκούπ Ταχσίν Αγά’ (Ürgüp Tahsin Ağa) στον Fakir Baykurt, ως εξής: «Στην πραγματικότητα, η ιστορία της βιβλιοθήκης της Ουργκούπ είναι πολύ παλιά. Πρώτον, ήταν πάνω από τον λόφο Τεμμένι. Ο τρούλος που βλέπετε εκεί χτίστηκε από τον Ταχσίν Αγά, ο οποίος είναι από τη γενέτειρά μας αλλά εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ στην Κωνσταντινούπολη… Ο Ταχσίν Αγά εργάστηκε αρχικά ως κηπουρός στο παλάτι…. Μετά τον τοποθέτησαν στη βιβλιοθήκη του Αμπντούλ Μετζίτ. Εκεί κρατούσε τα βιβλία σε τάξη. Έπαιρνε τα βιβλία που ζητούσε ο Σουλτάνος, έφερνε πίσω αυτά που διάβαζε και τα επέστρεφε και τα τοποθετούσε στη θέση τους. Όποτε είχε χρόνο, περνούσε απ’ όλα τα παλιά βιβλία και τα διάβαζε. Τα περισσότερα από αυτά ήταν μεμονωμένα χειρόγραφα. Μερικά όμως από αυτά ήταν δύο ή τρία κάθε φορά. Ο Ταχσίν Αγά, τα είχε ήδη εντοπίσει. Είδε ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια διπλά βιβλία. Μια μέρα, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και είπε στον Αμπντούλ Μετζίτ: «… Σουλτάνε μου, αναρωτιέμαι αν μπορούσες να δωρίσεις ένα από τα δύο ή τρία βιβλία της βιβλιοθήκης σου στον υπηρέτη σου, για να ανοίξω μια βιβλιοθήκη στη χώρα μου με αυτά».

Ο Αμπντούλ Μετζίτ, ρώτησε: ‘Υπάρχει δομή για αυτό’;

Όχι, αλλά μπορούμε να φτιάξουμε’, ήταν η απάντηση του Ταχσίν Αγά.

Όταν χτίστηκε το κτίριο ψηλά στο λόφο Τεμέννι, ο Σουλτάνος ​​δώρισε 817 τόμους διπλών ή τριπλών βιβλίων. Φόρτωσαν τα βιβλία στις καμήλες και ξεκίνησαν. Έτσι, το 1854 δημιουργήθηκε στο Ουργκούπ ένας μεντρεσές όσο και μια βιβλιοθήκη, γράφει ο Fakir Baykurt, στη βιογραφία του Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ (σελ. 39-40).

 

 

Ο Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 18 Φεβρουαρίου 2005, ενώ νοσηλευόταν στο κρατικό νοσοκομείο του Νεβσεχίρ. Το 2012, ένα άγαλμά του ανεγέρθηκε μπροστά από το κτίριο της Σχολής Εκπαίδευσης, Επιστημών και Γραμμάτων στην πανεπιστημιούπολη του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη, προς τιμή του. Περιπλανώμαι ήδη κάποιες ώρες στη μικρή αλλά ελκυστική Ουργκούπ. Μικρή η κίνηση στο κέντρο της. Χαμηλά σπίτια, καθαρά πεζοδρόμια, συνήθη της περιοχής καταστήματα και σε κάποιες γωνιές παραδοσιακά εστιατόρια. Κάπου στο βάθος δεν ξεφεύγει της προσοχής ότι αναδύονται τρούλοι των συνήθων δημόσιων ανατολίτικων λουτρών (χαμάμ).

 

 

Η συμερινή βιβλιοθήκη του Ουργκούπ. Στην αυλή πριν την είσοδο, το άγαλμα του Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ, με τον φορτωμένο με βιβλία γάιδαρό του.

 

Βρίσκομαι για λίγη ξεκούραση και προγραμματισμό του υπόλοιπου διαθέσιμου χρόνου μου σε έναν κεντρικό πανέμορφο χώρο, ένα είδος πλατείας που ακούει στο όνομα Πάρκο του Μεχμέτ Ακίφ Ερσόι (1873-1936), του εθνικού ποιητή της Τουρκίας και συγγραφέα των στίχων του Τουρκικού Εθνικού Ύμνου. Το περιβάλλον πλημμυρισμένο από ψηλά ανθεκτικά και κατάλληλα γι’ αυτό το υψόμετρο καταπράσινα υγιή δέντρα, αρκούντως καθαρό. Μπροστά στην πλευρά του δρόμου, ένα μνημείο που ανεγέρθηκε από τον δήμο Ουργκούπ που αφορά τη σοδειά ενός ζεύγους αγροτών με σταφύλια που ξεχειλίζουν από ένα καλάθι. Δίπλα μια βρυσούλα όμορφα διακοσμημένη από λαξεμένες πέτρες, πίσω ένα καλάθι για άχρηστα αντικείμενα. Στη μέση του πάρκου σιντριβάνι, αρκετά παγκάκια σε καλή κατάσταση και πιο πίσω ένα μουσείο της περιοχής και ένα χαμηλό κτίριο με πληροφορίες για όσους επισκέπτες έφτασαν μέχρι εδώ. Οι διάδρομοι ανάμεσα σε όλα αυτά με περίτεχνη πέτρινη πολύχρωμη επικάλυψη.

 

 

Σχεδόν απέναντι, όμως, από όλη αυτή την πολιτισμένη δομή, η αποκάλυψη της μέρας. Η σύγχρονη βιβλιοθήκη της πόλης του Ουργκούπ! Ένα απλό αλλά περιποιημένο διώροφο κτίριο. Βρίσκεται σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο που φτάνεις ανεβαίνοντας από το πεζοδρόμιο λίγα πέτρινα σκαλοπάτια. Την αναγνωρίζεις από το αναπάντεχο άγαλμα που βρίσκεται πριν την είσοδο σε αυτή τη δομή πολιτισμού. Ένας άνθρωπος βρίσκεται όρθιος δίπλα σε έναν γάιδαρο φορτωμένο. Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα ανοιγμένο βιβλίο. Το υπομονετικό ζώο φορτωμένο με δύο ανοιχτά κιβώτια παραγεμισμένα με βιβλία. Μπροστά από αυτούς ένα πληροφοριακό κείμενο σκαλισμένο πάνω σε δυό καθαρές σελίδες ενός ανοιχτού βιβλίου με το βασικό πληροφοριακό βιογραφικό σημείωμα του Μουσταφά Γκιουζέλγκεζ, στην τουρκική και την αγγλική γλώσσα. Αποφασίζω να την επισκεφτώ.

 

 

 

Στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης οι υπάλληλοι εξυπηρετικοί και πρόσχαροι, ειδικά όταν τους ανέφερα την καταγωγή μου και την πόλη που κατοικώ. Μάλιστα ο ένας έλκει την καταγωγή του από την Καστοριά, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, όταν ήρθε από εκεί ο παππούς του με την γνωστή ανταλλαγή των δύο πληθυσμών. Οι αίθουσες γεμάτες από νέο ηλικιακά κόσμο, η ησυχία και η καθαριότητα ξεχειλίζουν. Σε συζητήσεις μαζί με τους υπάλληλους, μού παρουσίασαν μια στιγμή και κάποια βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη που βρίσκονταν ταξινομημένα στα παραγεμισμένα ψηλότερα ράφια των βιβλιοθηκών. Μια ακόμα ξεχωριστή εμπειρία, ομολογουμένως, στα βάθη της κεντρικής Ανατολίας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top