Fractal

«Στα τελευταία θρανία»

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

 

Κάθε πρωί, στέκεται υπομονετικά στην άκρη της σκάλας. Η τσάντα του στα χέρια ενόσον παρακολουθεί τους μαθητές του που ανεβαίνουν αργά-αργά τα σκαλιά, με συγκρατημένο αγκομαχητό. Σαν να βαστάζουν στους ώμους τους κάποιο αόρατο φορτίο. Είναι όλα τους δεκάξι μέχρι δεκαοκτώ χρόνων · παρόλα αυτά, οι κινήσεις τους μαρτυρούν μια κόπωση που κατάντησε εδώ και πολύ καιρό τρόπος ζωής, περίπου όπως στους υπερήλικες, συμβιβασμένους ήδη με τους πόνους του σακατεμένου τους σαρκίου. Παλιότερα, χαριτολογώντας και για να ελαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα, τα πείραζε με αγάπη λέγοντας πως “στα Κ.Α.Π.Η οι γέροντες έχουν περισσότερο κέφι”. Τώρα, συλλογίζεται ότι έκλεισαν τα Κ.Α.Π.Η. Ακόμα και το αστείο του, ξεπερασμένο πια.

 

 

Οι μαθητές του, μ’ εκείνα τα νυσταγμένα και σχεδόν λυπημένα μάτια τους, πιάνουν τις γωνίες αγκαλιά με τα καλοριφέρ, ακόμα κι όταν η αίθουσα θερμαίνεται αρκετά. Στον νου του , άθελά του, έρχονται κινηματογραφικές σκηνές μεσημεριανής σιέστας: Μεξικανοί κρατώντας τα γόνατά τους κουλουριάζουν και στριμώχνουν το κορμί τους να χωρέσει κάτω από το πλατύγυρο σομπρέρο, ενώ από πάνω ο ήλιος καίει τον κόσμο κι ανάβει τις πέτρες.

Αναγκάζεται λοιπόν να επιστρατεύσει του κόσμου τα τεχνάσματα. Πρώτη κίνησή του ν’ ανάψει όλα τα φώτα και με ζωηρή φωνή να τα καλημερίσει. Έπειτα αρχίζει τα φυλλάδια: “Μοίρασέ τα εσύ, λεβέντη μου, που είσαι πιο γρήγορος”. Κάθε τόσο λέει “εδώ ας υπογραμμίσουμε, παιδιά μου, το σημείο αυτό που είναι εξαιρετικά σημαντικό”. Χίλια δυο επινοεί, όταν τα βλέπει άπραγα να βυθίζονται στην απόλυτη αποχαύνωση. Συχνά όμως, οι παρεμβάσεις του εκλαμβάνονται ως ενόχληση κι αντιδρούν, όπως περίπου διώχνει κανείς το έντομο, που επιμένει να ζουζουνίζει δίπλα στο αυτί του, στη μεσημεριανή ησυχία. Κάνει πως δε βλέπει τη δυσφορία τους · νέους τρόπους ψάχνει να φανεί το μάθημα ελκυστικό.

Και όμως, το μάθημα μιλάει για τη χαρά της ζωής και τη μαχητικότητα με την οποία ο νέος βγαίνει να αναζητήσει τη δική του “Ιθάκη”, μα όλα ηχούν στο μυαλό τους τόσο παράταιρα, τόσο ψεύτικα ή ξένα, σαν να περιγράφουν άλλους κόσμους μακρινούς της φαντασίας κι όχι “ το εδώ και το τώρα” τους. Καμιά “τρελή ροδιά” και κανένας “κορυδαλλός του πρωινού” δεν μπορεί να τα εμπνεύσει. Κι οι μαθητές, με το πικρό του οσιομάρτυρα βλέμμα που υποφέρει χωρίς να φταίει, κρέμονται από τους δείχτες του ρολογιού · κόλλησαν πάλι και δεν κινούνται. Σαν να τους καταδίκασε μιαν άδικη μοίρα να ακούν τον δάσκαλο που επιμένει να αναλύει, να επιχειρηματολογεί, να συνοψίζει, να αγωνίζεται. Σε πείσμα κάθε αναποδιάς.

– “Μα πότε πια θα κουραστεί; Δε βαρέθηκε να λέει και να λέει; Έπειτα, τι θέλει και ρωτάει; Τι θέλει και κάθε τόσο μας δίνει τον λόγο; Ποιον λόγο και για ποιον λόγο;”

Εντούτοις, υπήρξαν εποχές που η γνώμη των μαθητών ήταν δύσκολο να εκφραστεί. Υπό το άγριο βλέμμα του παντεπόπτη και παντογνώστη δασκάλου, ένας ρόλος μόνο απέμενε στους μαθητές: αυτός, δηλαδή, του συνετού υποτακτικού που δεν πάει γυρεύοντας, που δεν κάνει αταξίες κι απρέπειες, αλλά με σκυμμένο το κεφάλι δέχεται με -προσποιητή έστω- ευγνωμοσύνη το δώρο της γνώσης. Άλλωστε η γνωστή έκφραση “παράδοση του μαθήματος” δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες: Το μάθημα ήταν εκεί έτοιμο, “πακεταρισμένο”. Έλειπε μόνο να γίνει σωστά η διανομή.

Έφερνε συχνά στο μυαλό του ένα θλιβερό περιστατικό κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που ο Θεός ξέρει γιατί δεν το κάλυψε η σκόνη του χρόνου, όπως τόσα μα τόσα άλλα. Έβλεπε ακόμα με τα μάτια του κλειστά τη σκηνή: Μαθητής της Β΄ Γυμνασίου τότε κι ο καθηγητής τους ανέλυε κάποιο ποίημα με στόμφο, μα να: κάποιος σήκωσε το χέρι να πάρει τον λόγο κι ας απαγορευόταν ρητά η διακοπή της παράδοσης!

-“ Κύριε, είπε ο μαθητής με χαρά. Υπάρχει και μιαν άλλη ερμηνεία για το κομμάτι αυτό! Τη διάβασα πρόσφατα σε ένα βιβλίο!”

Πρώτα μια σύντομη παγερή σιωπή · έπειτα ένα μούρμουρο συγκρατημένο, μαζί μ’ ανήσυχες ματιές της τάξης δεξιά κι αριστερά. Λες και μυρίζονταν ήδη στον αέρα το μπουρίνι που πλησίαζε. Ο δάσκαλος, με βλέμμα βλοσυρό και σκοτεινό και χείλη σφιγμένα άρχισε να τον κατακεραυνώνει:

-“Ποιος νομίζεις πως είσαι ρε, που τολμάς να με διορθώνεις; Διάβασε πρώτα, κακόμοιρε, τους σωρούς βιβλίων που διάβασα στη ζωή μου, μπες στο πανεπιστήμιο, τελείωσέ το, ανέβα στην έδρα κι έπειτα να ‘χεις γνώμη!”

Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα εκείνου του παλιού άτυχου συμμαθητή μα, τι σημασία είχε; Έβλεπε ακόμα τα γουρλωμένα μάτια κι άκουγε καθαρά τους πνιχτούς λυγμούς του, κάθε φορά που έφερνε αυτό το επεισόδιο στο μυαλό του. Του φαινόταν σαν να χρησιμοποιήθηκε το εν λόγω πρωινό ένας τεράστιος οδοστρωτήρας βάρους πολλών δεκάδων τόνων, για την εξουδετέρωση ενός και μόνου φτωχού μυρμηγκιού. Ποτέ του στα χρόνια που πέρασαν, κι ας συμπλήρωσε αισίως μισόν αιώνα ζωής, δεν είδε ξανά μια τόσο ανέντιμη, ανήθικη κι ανώφελη ισοπέδωση του αυθορμητισμού και του φιλότιμου: μόνο και μόνο για να περισωθεί το υπερτροφικό “εγώ” ενός ανθρώπου. Κι όμως! Αυτός μήτε είχε ψυχή μέσα του, μήτε έμελλε ν’ αποκτήσει!

-“Τι δεν πήγε καλά; Πού δεν προσέξαμε και φτάσαμε ως εδώ”, ρωτάει κάθε τόσο με αγωνία τους συναδέλφους του.

Καλώς η κοινωνία και η πολιτεία μεθόδευσαν βήμα το βήμα τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό του παλαιού αυταρχικού σχολείου. Γιατί όμως τα σημερινά παιδιά απεμπολούν τόσο εύκολα το ευγενές δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των απόψεων, δικαίωμα που φάνταζε τόσο, μα τόσο όμορφο κι άπιαστο στα δικά μας μάτια, τότε που καθόμασταν στα θρανία στη δική τους θέση; Πώς δεν θέλουν να πάρουν τον λόγο για να εκθέσουν τις απόψεις τους; Ίσως ό,τι προσφέρεται αφειδώς και χωρίς κόπο να θεωρείται ασήμαντο -ακόμα και το δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη κι έκφραση. Ίσως ο άνθρωπος να είναι έτσι φτιαγμένος · να εκτιμά και να σέβεται μόνο όσα κατακτά με ιδρώτα κι αίμα.

 

 

Θα μπορέσουν αυτά τα παιδιά ως ενήλικες, να διεκδικήσουν με δυναμισμό και θάρρος όσα τους ανήκουν στη ζωή; Θα μάθουν να επιχειρηματολογούν, αν δεν ακονίσουν σήμερα τον λόγο και τον νου, επάνω στη σκληρή πέτρα της επιχειρηματολογίας των άλλων; Θα ζήσουν χωρίς φαντασία; Θα φτάσουν πού, χωρίς στόχους κι όνειρα; Ο άνθρωπος που δεν προασπίζεται σε κάθε ευκαιρία ευθαρσώς και δυνατά τη γνώμη του, εάν κάποτε αποφασίσει να την εκφράσει, θα συνειδητοποιήσει πως δεν έχει πια γνώμη. Πώς θα πορευτούν στη ζωή τους αυτά τα παιδιά, με τόσο: φτωχό λεξιλόγιο, χαμηλό αυτοσυναίσθημα, λίγες έννοιες στο οπλοστάσιο του μυαλού τους;

Βέβαια, δεν υπάρχει ανάγκη ν’ αποκτήσουν όλοι οι άνθρωποι ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν με εντιμότητα κι αξιοπρέπεια. Καθένας δικαιούνται να τραβήξει τον δικό του δρόμο κατά πώς η ψυχή του ποθεί. Εδώ όμως δεν εξετάζονται τρόποι με τους οποίους οι μαθητές θα επιτύχουν τη λεγόμενη “καλή σχολική επίδοση”. Ενδιαφέρει η ικανότητα του ανθρώπου να μιλά ορθά τη μητρική του γλώσσα, να αναλύει σύνθετα ζητήματα, να βάζει τις σκέψεις του σε λογική σειρά, να νιώθει βαθιά μέσα του την ομορφιά του κόσμου ή τον πόνο των άλλων, ν’ αναζητάει το Θείο με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη, να ονειρεύεται τέλος ένα καλύτερο αύριο · κυριώς να μάχεται γι’ αυτό. Αν το μυαλό παραμένει το μόνο που μας καταξιώνει έναντι των άλλων όντων, όλοι μας έχουμε την υποχρέωση στον ίδιο τον εαυτό, αλλά κι απέναντι στα χρόνια που έρχονται, να το κρατούμε πάντα σε εγρήγορση · μαχητικό και πανέτοιμο, σπαθί αστραφτερό, δίχως θηκάρι.

-“Διδάσκεις σε Επαγγελματικό λύκειο, συνάδελφε”, άκουγε συχνά την απάντηση. Αμέσως μέσα του χτυπούσαν όλοι οι συναγερμοί μαζί, στην πιθανότητα και μόνο να δεχτεί – προσωρινά έστω- αυτήν την κατηγοριοποίηση, που μόνο ρατσιστική του φαινόταν πως ήταν.

– “Όχι, όλα τα παιδιά είναι παιδιά! Δικά μας παιδιά! Πρέπει για όλους να μοχθούμε! Έχω κι εγώ καλούς μαθητές”, απαντούσε θλιμμένος. “Πάντα όμως έδειχνα μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους μαθητές των τελευταίων θρανίων, με τα παράξενα κουρέματα, τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ, που είναι πάντα τόσο μα τόσο κουρασμένοι. Στους μαθητές που παίζουν δυνατά τη “ραπ” μουσική τους -αυτόν τον ακατάσχετο πολυβολισμό λέξεων οργής απέναντι σε όλους και σε όλα. Σ’ αυτούς που βγαίνουν στο προαύλιο κι ανασαίνουν βαθιά, σαν τους κρατούμενους που απολαμβάνουν επιτέλους τη σύντομη βόλτα τους γύρω από τον ψηλό μαντρότοιχο της φυλακής. Έχω κι εγώ καλούς μαθητές. Μα πάντα ξεκινώ το μάθημα από τα τελευταία θρανία”.

 

 

* Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top