Fractal

Η ζωή είναι αλλού… (Τα άνθη του καλού των βράχων)

Γράφει ο Γιάννης Βασιλακάκος // *

 

Γιώργος Βέης «Βράχια», εκδ. Ύψιλον

 

Η 14η ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη Βράχια (εκδ. “ύψιλον/βιβλία”, Αθήνα 2020) – όπως και οι έως τούδε γνωστότερες στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ταξιδιωτικές περιδιαβάσεις του –, αποτελεί μια θεματολογική συνέχεια ενός έργου εν προοόδω. (Άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής έχει επανειλημμένα δηλώσει πως δεν γράφει παρά το ίδιο βιβλίο πάντα). Μια ανακαινιστική προσθήκη και διεύρυνση των υφισταμένων ποιητικών του καταθέσεων-μαρτυριών-μεταμορφώσεων. Αν και η θεματική γκάμμα των 53 ποιημάτων των Βράχων είναι διαφορετική (π.χ. με αναφορές σε τόπους, σε μουσεία, στη γλώσσα ή μετα-γλώσσα, κλπ), το κυρίαρχο θέμα είναι αυτό της πρόσληψης και «ανάγνωσης» της φύσης (και μέσω αυτής του εαυτού και του κόσμου) και της μεταφυσικής της διάστασης. Εξού και η παρούσα κριτική μελέτη θα εστιαστεί κυρίως στην αποδελτίωση και αποκρυπτογράφηση αυτών των μυστικιστικών στοιχείων και την εμπέδωση των αληθειών τους. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο έγκυρος Τζορτζ Στάινερ,

«Η μυστικιστική παράδοση, την οποία θα μπορούσα να αποκαλέσω το κομμάτι της Ασίας μέσα στον δυτικό άνθρωπο, από την αρχή του Ευαγγελίου ίσαμε τη σύγχρονη εποχή, δεν έπαψε να επιμένει σε μια θέαση της αλήθειας πέρα από την ορθολογική κατανόηση, πέρα από τη λογική, πέρα από τον πειραματικό έλεγχο ή την αναίρεση. Υπάρχει, λένε, κάπου μια “αλήθεια υψηλότερη από την αλήθεια”, προϊόν “άμεσης μυστικιστικής αποκάλυψης”» (Νοσταλγία του απολύτου, μετφ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα, 2007).

Όπως «το πρόσωπο είναι η ψυχή του σώματος» (Βίτγκενσταϊν), το ίδιο και η φύση είναι το αποτύπωμα του σύμπαντος. Όχι ένα υποτυπώδες σκηνικό ντεκόρ, αλλά το πρόπλασμα-εκμαγείο της (κοσμικής/ποιητικής) δημιουργίας η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Διόλου τυχαίο, άλλωστε, που στο τέλος της συλλογής παρατίθενται οι στίχοι από την «Φοινικά» του Κωστή Παλαμά εν είδει οδοδείκτη, δίνοντας το γενικότερο στίγμα της: «Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο, / ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα, / βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τα απάνω, / τα απέραντα και τα άπιαστα και τα μεγάλα, / ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο, / με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα».

Όπως στην περιηγητική πεζογραφία του Βέη, το ίδιο και στην ποίηση, τα πράγματα πάλλονται και ανασαίνουν, αποπνέοντας μια λειτουργία πνευματική. Δηλαδή, οι χώροι, οι τόποι και τα τοπία, πέρα απ’ την αισθητική τους αυτοτέλεια, αυτόφωτη ιδιοσυστασία και αυταξία τους, αποτελούν σημαντικούς διαύλους (επι)κοινωνίας, καινοφανών νοημάτων (μια κλίμακα του Ιακώβ, ή μια «παγκόσμια σκάλα» που ενώνει τη γη με τον ουρανό) κι εμπέδωσης του «ωραίου». Είναι τα μαγικά κάτοπτρα μέσω των οποίων καταυγάζεται η επίγνωση μεταξύ του κοσμικού (ενθάδε) και του ουράνιου (επέκεινα) κάλλους. Στους δε μυημένους κι επαρκώς δεκτικούς προσφέρεται η προοπτική τού «δωρεάν ελάβετε» της βίωσής του. Σε ορισμένους πάντως, αν όχι σε όλους, είναι εφικτές κάποιες φευγαλέες έστω εκλάμψεις, μια στιγμιαία πρόγευση του παραδείσου μέσα από τη «σχισμή του ονείρου / για να μπορέσει να διαβεί ολόκληρη / η παράδεισος» («Επίχρυσο νυφικό γιορντάνι λαιμού», σ. 30).

Η όποια (φωτογραφική, εικαστική, εικονιστική, ή άλλη) ανα-παράσταση ή ανα-παραγωγή των διαφόρων τόπων και τοπίων (πραγματικών και εικονικών, γεωγραφικών και ψυχικών, οικείων και ανοίκειων, φανερών και κρυφών) γίνεται πολυπρισματικά, έτσι που το μερικό να οδηγεί αναπότρεπτα σε μια πανοραμική κατόπτευση του όλου, πετώντας «πάνω από τα χαλάσματα του κόσμου / ένα καλαθάκι / αερόστατο / κήρυκας χωρίς καν λέξεις» (Ξεκαθάρισμα λογαριασμών», σ. 17). Αποτέλεσμα: τα προαναφερθέντα οικεία «τοπία» (που παρουσιάζονται αντιπαραθετικά, αντιστικτικά) να μεταμορφώνονται – μέσω των μαγικών φίλτρων και της ποιητικής μυσταγωγίας – σε ανοίκεια, πλην ποθητά τοπία της ψυχής.

Οι προαναφερθέντες δίαυλοι επικοινωνίας οδηγούν σε μια έντιμη αποκρυπτογράφηση του παλίμψηστου («[…] παλίμψηστο είναι / για να διαβάζουμε εκεί το παρελθόν / το καμένο μέλλον των βρύων / αλλά και του πλανήτη την τρελή τροχιά / όταν θα πέσει πάλι πάνω του κομήτης» («Η γέρικη γλυσίνα», σ. 22). Αλλά και στην ανάδειξη κάποιων μυστικών μηνυμάτων («μηνύματα από παντού», «Αιάντειο Σάμου», σ. 38 και «τ’ άστρα των μηνυμάτων», «Με τους ψαράδες», σ. 64) και απόκρυφων αληθειών της ύπαρξης («[…] κι όλα μυστικά γίνονται ξαφνικά / κι αληθινά…» («Καρλόβασι Σάμου», σ. 29), μέσω των αλχημειών του λόγου και της τέχνης. Το παραπάνω αμάλγαμα (υλικού και άυλου, ορωμένων και αοράτων, πραγματικού και νοερού, συγκεκριμένου και αφηρημένου), καθώς και η συνύπαρξη και διασταύρωση ελεύθερου στίχου και σονέτου, φιλοσοφικού και υπερβατικού διαλογισμού, διαμορφώνουν ένα υψηλής στάθμης μάγμα ενσυναίσθησης, αντιληπτικότητας και – κυρίως – εναργούς ενόρασης («[…] πάντως κάποια στιγμή θα τα δει μπροστά του / μόλις θα φτάσει από το αστρικό ταξίδι της /στο μαξιλάρι του δίπλα / ολόσωμη / η Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών» (Η μαρμαρυγή», σ. 20). Το εκρηκτικό αυτό μάγμα, αν κι ενίοτε δύσβατο (νοητικά) στους ποιητικά αμύητους, τελικά μπορεί να γίνει προσβάσιμο, χάρη στην αισθητική τέρψη και τους συναισθηματικούς κραδασμούς που επιδαψιλεύει η πανδαισία της ποιητικής εμπειρίας – η οποία, ευτυχώς, δεν προϋποθέτει αναγκαστικά το νοησιοκρατικό στοιχείο.

Στην περίπτωση του Βέη, η ορατή, απτή φύση, ή «κτίση» (κατά την ορολογία των Αγιορειτών), δεν είναι παρά η μικρογραφία του αχανούς και ασύλληπτου σύμπαντος («[…] ο κόσμος ένα γυαλάκι μόνο / μια μπίλια χρωματιστή / που την κατάπιε πρωί πρωί κατά λάθος / το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της» («Το αίνιγμα», σ. 57). Γι’ αυτό και το κάθε ποίημα εδώ αντανακλά στιγμιότυπα-σπαράγματα κι αναλαμπές του εφήμερου, πίσω απ’ το οποίο υποφώσκουν αλάνθαστα νεύματα, σήματα, σημάδια και μηνύματα του αιώνιου, των οποίων ο εν κατανύξει καλοπροαίρετος αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί και βιώσει. Ο διαμελισμός του πραγματικού (αισθητού) σε θραύσματα (σαν «σπασμένα αγγεία των θεών από κομήτη», «Μαθήματα ανθρωπολογίας», σ. 28) αποκρυπτογραφεί και αναδεικνύει (μέσω των φιλοσοφικών καταδύσεων, των θυμοσοφικών πτήσεων και διαλογιστικών υπερβάσεων) την αδιαίρετη, ομοούσια και ακατάλυτη σχέση μεταξύ υλικού (κτιστού) και άκτιστου (πνευματικού) κόσμου όπου τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου καταργούνται. Αυτό («της μεταμόρφωσης το αίνιγμα», «Ξινομηλιές», σ. 23) συντελείται μέσω της μυστηριακής τελετουργίας της ποιητικής τέχνης, καθώς «ό,τι γλιτώνει από τα δέντρα διασώζεται γινόμενο ποίηση» («Στους θάμνους με τα μύρτιλα», σ. 16). Δεν εκπλήσσει δε που αυτή η «μυστηριακή τελετουργία» έχει σαφώς δοξολογικό χαρακτήρα, με την παράθεση Ψαλμών του Δαυίδ όπως: «ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου» («Η πάλη», σ. 27) και άλλες αναφορές στη Βίβλο («Επικαιρότητα», σ. 29).

Απ’ αυτή την άποψη, τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής αποτελούν ένα χρήσιμο εγχειρίδιο αυτογνωσίας. Μια πλοήγηση που, μέσω των εργαλείων της τέχνης, μας βοηθά να συλλαβίσουμε («Διαβάζοντας προσεκτικά […] σημάδια αλάνθαστα στο βάθος του τοπίου / οι θημωνιές, οι συλλαβές των μυστικών μας», «Αναγνωστικό δημοτικού», σ. 34), να (ανα)ψηλαφίσουμε, (ανα)στοχαστούμε και (ανα)συνθέσουμε έναν κατακερματισμένο κόσμο, συγκεράζοντας την ομορφιά της ζωής με το υπαρξιακό άγχος, κάνοντας «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» (Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την οδόν των φιλελλήνων»). Οι πολλαπλοί κόσμοι (εξωτερικών κι εσωτερικών) τόπων και τοπίων και η πολυσημία τους, το ατομικό και συλλογικό στοιχείο, δεν αποκλίνουν αλλά συγκλίνουν. Δεν λειτουργούν μονοδιάστατα αλλά πολυδιάστατα. Όχι ανταγωνιστικά, αλλά συνδυαστικά, αμφίδρομα και αρμονικά. Σε μια γόνιμη, ισοδύναμη και διαδραστική σχέση αλληλεπίδρασης και αντικατοπτρισμού: «Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς / η αγορά, η θέα, / η αγωνία του χρήματος / η μυσταγωγία του θέρους / η σύγχυση που λέγεται ζωή / στεγάζονται εδώ / αδελφωμένα, τα ενάντια / να τα μαζεύει όλα κοντά στην πείρα /  ο ρόδακας» («Φεσάκι με παράδες και συρταρωτό ρόδακα», σ. 33).

Είναι εντυπωσιακό πόσο ο ποιητής, σαν πολύπειρος σαμάνος, με εξαιρετικά λιτά εκφραστικά μέσα κι επιγραμματικό τρόπο, με μετρημένες σαν διαμαντάκια λέξεις, σαν τις έξι μέρες της Δημιουργίας, κατορθώνει να αλληλογονιμοποιεί, εξισορροπεί κι εναρμονίζει τις όποιες αντίρροπες δυνάμεις (διατηρώντας «αδελφωμένα τα ενάντια», σ. 33), απαλύνοντας τον φόβο του θανάτου: «Όπως βγαίνει από το πηγάδι / μαζί με το δροσερό νεράκι / το λουλούδι του Κάτω Κόσμου / τον αόρατο υάκινθο εννοώ / που θα μας φέρει τέλος την άλλη άνοιξη // έτσι βγαίνει από τα σωθικά μας / το θάρρος του θανάτου» («Ο πειρασμός της σαφήνειας», σ. 48).  Απ’ αυτή την άποψη, η ποίηση του Βέη διαψεύδει πανηγυρικά τη ρήση του Μπέκετ («Κάθε λέξη ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα») αφού οι δικές του λέξεις επιχειρούν να εκφράσουν τα σκιρτήματα της ψυχής μέσω της γλώσσας, καθώς «η γλώσσα / […] θέλει το αίμα της πίσω / να τη γλιτώσεις θέλει / έστω ως ανάμνηση των ερώτων» («Με τους ψαράδες», σ. 62), νοηματοδοτώντας το «περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο» (Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»): «[…] μαζί με τους υποψιασμένους γλάρους / ένα φτερό τώρα πετάει γύρω του / το έχουν πει ψυχή» («Αρχαία Θήρα», σ. 59).

 

Γιώργος Βέης

 

Μια ζωή αμετανόητος «φυγάς», ο ποιητής Γιώργος Βέης, αν κι επαναπατρισμένος πλέον,  δυσφορεί, ή σωστότερα αδυνατεί να ξεκουραστεί και ησυχάσει στην «Ιθάκη» του, αλλά χρειάζεται να βρίσκεται διαρκώς εν αποδράσει, μονολογώντας: «ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, ο νους μου κινδυνεύει» («Ξεριζωμένη ιτιά», σ. 35). Έτσι, ακόμη κι όταν δεν ταξιδεύει με οιονδήποτε τρόπο σε άλλους τόπους και χώρες, δεν παύει να δραπετεύει στο χώρο και το χρόνο, «στο διάστημα / εκεί ο κόσμος χωρίς βάρος / μακάρι να ήσουν  εδώ / ένα αίσιο, διαρκές απομεσήμερο Κυριακής / σύμπαν εσύ» («Εκκρεμότητες θνητών», σσ. 54-55). Να αποδρά αενάως  «εν φαντασία και λόγω».

Τι ψάχνει, τι αναζητά όμως ο ποιητής με τις επίμονες, ψυχαναγκαστικές κι ατέρμονες αποδράσεις – πτήσεις  καταδύσεις και οδοιπορίες του; Προφανώς τον ιδεαλιστικό, ανύπαρκτο «ου τόπο», δηλαδή την ουτοπία, που μόνο στη φαντασία και την ψυχή κατοικοεδρεύει. Απ’ αυτόν τον ευσεβή πόθο διακατέχεται κι αυτόν το (ανύπαρκτο) τόπο και χώρο λαχταρά κάθε φορά να επισκεφτεί κι εξερευνήσει – έστω κι αν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση. Η περιπέτεια του αγνώστου όμως εκτοπίζει κάθε ορθολογικό ενδοιασμό για το μάταιο του εγχειρήματος, καθώς η γητειά αυτής της ερεθιστικής πρόκλησης γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι, με πρόφαση και αφετηρία τα ορώμενα του κοσμικού χωρόχρονου, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αρχαιολόγου» προκειμένου να εξερευνήσει τον θαυμαστό κόσμο και τα μυστηριώδη τοπία της ψυχής: «[…] έτσι είναι τα μάτια μας πολλές φορές / λες και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία / ιδίως τα θεάματα των ημερών / υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο / για τα όνειρα των παιδιών» («Άδειοι περιστερώνες», σ. 68). Χωρίς να παραλείπει να δίνει μια πρόγευση των υπερκόσμιων μεγαλείων της άλλης (μεταφυσικής) ζωής: «Η ανενδοίαστη αυτοπεποίθηση του ημερολογίου / η κυριαρχία των μηνών / ίσως θα καταρριφθεί κάποτε / από το κορμάκι όλων των συγκινήσεων / που θα εμφανισθεί ακέραιο / όπως ποτέ πριν, / ρομφαία» («Τα γενέθλια», σ. 45). Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τους εξής σοφούς στοχασμούς του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837):

«Στον ευφάνταστο και αισθαντικό άνθρωπο, που ζει – όπως κι εγώ πολύ καιρό έζησα – έχοντας άγρυπνες αδιάκοπα τις αισθήσεις και τη φαντασία του, ο κόσμος και τα αντικείμενα παρουσιάζονται σαν δισυπόστατα. Με τα μάτια βλέπει ένα πύργο, ένα τοπίο, με τα αυτιά του ακούει τον ήχο μιας καμπάνας και την ίδια στιγμή βλέπει με τη φαντασία του έναν αλλοιώτικο πύργο, μιαν άλλη εξοχή, στην ακοή του αντηχεί διαφορετικά ο ήχος της καμπάνας. Με αυτή τη δεύτερη υπόσταση των αντικειμένων, συνδέονται η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Θλιβερή η ζωή του ανθρώπου, και όπως συνήθως έτσι είναι η ζωή, θλιβερή. Του ανθρώπου που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν νοιώθει παρά απλά αντικείμενα, όσα μοναχά τα μάτια, τα αυτιά και άλλες αισθήσεις αντιλαμβάνονται».

Όπως συνάγεται εκ των ανωτέρω, η ποίηση του Βέη, εκτός από υπερβατική (δεδομένου ότι πίσω απ’ τα αισθητά φαινόμενα κρύβονται διαρκείς και αυθυπόστατες ουσίες), είναι αναχωρητική, δυνητικά ιαματική, διδακτική, με σωτηριολογικά μηνύματα, καθώς προτρέπει – όπως και οι στωϊκοί – στη μίμηση της φύσης-κτίσης που οδηγεί στη μακαριότητα: «[τα πουλιά] τ’ ακούμε, πολλά κι όμως ξεχωρίζει ο κάθε πόθος / η σοφία της λαχτάρας τους / τη νύχτα γέρνει πάνω τους ο άγριος χρόνος / αλλά μια διδασκαλία σωτηρίας και διαφυγής / θα είναι και πάλι ο τρόπος» («Στη γέρικη φτελιά», σ. 25). Δεν παύει δε να μας κρατά εν εγρηγόρσει, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς, άμεσα ή υπαινικτικά, με το «μη με λησμόνει» («Προοπτική», σ. 18), ότι η (πραγματική) ζωή είναι αλλού…: «[…] κοιτούσα συνεχώς το τοπίο να μεταμορφώνεται / […] μέσα όμως στο όνειρο ενός παιδιού / […] λες κι ήμουν εγώ ήδη μια παρένθεση /  στη ζωή ενός άλλου εαυτού […] για ένα πουλί, νευρικό, μα καλότυχο σπουργίτι / που μιλούσε με ανθρώπινη λαλίτσα / κι έλεγε πως ήμουν από έναν άλλον κόσμο» («Βέροια», σ. 65). Εξού και η παραμυθητική επαγγελία: «Όχι, δεν θα μείνουμε απόκληροι στο τέλος / […] ώς εκεί ψηλά, ώς την πύλη των αοράτων / να μην πατήσει η λησμονιά τον δρόμο αυτόν» («Κορυφογραμμές», σ. 36).

 

 

Υ.Γ.: Διόλου τυχαίο άλλωστε που δύο απ’ τα πεζογραφικά έργα του Βέη φέρουν τους συμβολικούς και μετωνυμικούς τίτλους Παντού και Εκεί. Ούτε και το γεγονός ότι όλα έχουν την εξής επίμονη επιλογική ένδειξη: «(η συνέχεια στο επόμενο)». Μια ακόμα υπόμνηση ότι εν το παν: «Αυτό το μειλίχιο φως / δεν είναι παγίδα της θεάς […] // όχι, δεν είναι πλάνη / θέλει απλώς να σε φέρει όσο πιο κοντά γίνεται / στο παν» («Ηραίον Σάμου», σ. 60). Κι ακόμη: «Ας σταματήσουμε εδώ λοιπόν / στην άκρη των κυμάτων / […] ένα με τ’ άστρα των μηνυμάτων / ένα με τα κήτη που φτάνουν ώς εδώ / ένα με το καλοκαίρι του νου…» («Με τους ψαράδες», σ. 64). Ή μήπως επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζεται – και νυν και αεί;

 

 

* Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top