Fractal

εκείνο που διαμελίζει το θυμικό

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

 

 

Κατερίνα Λιάτζουρα, Λευκοί Νάνοι, εκδόσεις Βακχικόν, 2022

 

Λευκοί νάνοι αλλά και κάποιοι ντυμένοι λευκοί νάνοι, πατάνε τη σκανδάλη ή το κουμπί του εκρηκτικού μηχανισμού ή δίνουν εντολή για καταστροφή με ρουκέτες, βόμβες και όλα τα “τεχνολογικά καλούδια” που σπέρνουν θάνατο. Άλλοι σιγοντάρουν. Άλλοι σιωπούν. Άλλοι κάνουν νανοπολιτική. Άλλοι προϊόντα νανοτεχνολογίας. Άλλοι νανοκαλλιέργειες. Άλλοι νανοϊστορίες.

Έχουν σχέση με όλα αυτά οι Λευκοί Νάνοι της Κατερίνας Λιάτζουρα και αν ναι τι είδους; (στη σ. 21 και στη σ. 36 κάποιες απαντήσεις).

Βαρύ το παγκόσμιο κλίμα, δεν λιώνουν μόνο οι πάγοι, λιώνουν γρηγορότερα η Ειρήνη, η Ανθρωπιά, η Αγάπη. Μέσα σε όλα αυτά μία έκδοση και μετά μία παρουσίαση βιβλίου; Ναι. Γιατί όσο ο λόγος καταφέρνει να εκτινάσσεται σε επίπεδα Λογοτεχνικά και να στεριώνει εκεί, υπάρχει Ελπίδα. Ναι. Υπό το βάρος της δεδομένης θανατερής συγκυρίας. Έχοντας πλήρη συναίσθηση. Αλλά μιλώντας. Γιατί το τοξωτό γεφύρι της Ελπίδας, το φτιάχνει ο Δίας του Λόγου, ο Διά/λογος.

Τι είναι ένας λευκός νάνος; Εξηγείται στο τέλος του βιβλίου, όπου αναγράφεται γραμμικά η εξέλιξη, από γενέσεως σύμπαντος ως την εξαφάνισή του (διάστημα από 15 δισεκατομμύρια χρόνια προ Χριστού ως 15 δισεκατομμύρια χρόνια μετά Χριστόν). Διατρέχοντάς τη, γεννήθηκε στη φαντασία μου ένα δέντρο και συγκεκριμένα μία μηλιά (έλαβα φαίνεται υπόψη την κατακλείδα του πολυσέλιδου ποιήματος που δίνει το αίμα του στο βιβλίο), με κάποια χλωρά ακόμα κλαδιά από τα οποία κρέμονται μήλα-πλανήτες. Στο ποιητικό σώμα προβλέπεται και το μέλλον, οι «διαχρονικές προσπάθειες αλληλοεξόντωσης και αφανισμού», «Πειράματα + Μεταλλάξεις», «Ανθρωποειδή ρομπότ», «Νανοπίθηκοι με τεχνητή νοημοσύνη», κλπ., ώσπου όλα να γίνουν Αστερόσκονη.

Μέσα στη σάρκα ενός συγκεκριμένου μήλου αυτού του δέντρου, τη γη, είδα να υπάρχει άλλη μία μηλιά, άλλο ένα εξελικτικό δέντρο. Περιγράφεται στην επόμενη σελίδα, πριν από τις χρήσιμες σημειώσεις. Είναι ο πίνακας ταξινόμησης των ζώων και η εξελικτική πορεία του ανθρώπου, από όπου προερχόμαστε όλοι μας, άρα και η ποιήτρια. Δίνεται έμφαση με τον τρόπο αυτό στην έννοια της ακολουθίας και στην εξάρτηση από το πριν. Ο κάθε κρίκος της αλυσίδας πιάνεται καλά από τον προηγούμενο προτού μπορέσει να γίνει με τη σειρά του προηγούμενος για τον επόμενο, κοκ, για όσο θα υπάρχει επόμενος. Φωτοτύπησα αυθόρμητα τη σελίδα του βιβλίου και άρχισα να σχεδιάζω πάνω της. Προέκυψε η Εικόνα 1. Το δέντρο της –κατά την ανθρώπινη αντίληψη– ζωής. Στον υποχώρο των θηλαστικών, στα κλαδιά που ξεκινάνε από τα ανθρωποειδή και φτάνουν ως τον σύγχρονο άνθρωπο, κρέμονται ιδιαίτερα μήλα: λευκοί νάνοι, πλανήτες ή μάλλον πλάνητες άνθρωποι. Γιατί να μη θεωρήσουμε ότι λευκός νάνος είναι ο άνθρωπος, μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος; Στην Ποίηση, όλες οι πόρτες ανοιχτές και τα παράθυρα όλα.

Διευκρίνιση οφειλόμενη: κράτησα τις λέξεις ανάποδα, να κοιτάζουν τον ουράνιο θόλο, διότι εξέλιξη σημαίνει άνοδος, πορεία προς τα άνω, προς τον ουρανό (ασχέτως αν ουρανός κάποτε για τον άνθρωπο, από δική του αφροσύνη, γίνει η καταστροφή).

 

 

Λευκός Νάνος είναι ένας Ήλιος άνευ Γης λέει η σελ. 37, χρειάζεται όμως να προσθέσουμε χοντρικά ότι σε κάποιους αστέρες, όταν καεί το Υδρογόνο τους και εξαντληθούν τα καύσιμά τους, η βαρύτητά τους δυναμώνει λόγω της απουσίας πίεσης από ακτινοβολία. Τότε συρρικνώνονται και το μέγεθός τους γίνεται όσο περίπου της γης (εξ ου και η ονομασία νάνοι) το δε χρώμα τους στην αρχή της ζωής τους είναι λευκό. Παρ’ ότι είναι νεκροί αστέρες, υπάρχουν. Κάποτε δεν ακτινοβολούν, γίνονται μαύροι.

Εδώ, στη σελ. 37, φανερά η ίδια η ποιήτρια τοποθετεί τον εαυτό της στη θέση που έχει στην κλίμακα του Χρονολογίου της Ύπαρξής της, στο έτος γέννησής της και αυτό για να τονίσει προς τα έξω αλλά και για να συνειδητοποιήσει καλύτερα και η ίδια ότι:

(α) είναι μία απειροελάχιστη κουκκίδα στο Σύμπαν, όπως όλοι μας, άρα ενσυναισθάνεται και το μεγαλείο και τις διαστάσεις της ζωής

(β) είναι και η ίδια μέρος του Όλου, αφού χωρίς αυτές τις απειροελάχιστες κουκκίδες το Όλον δεν θα υπήρχε, συνεπώς το απειροελάχιστον δεν είναι μηδέ εν, μηδέν, αλλά μέρος του Ενός

(γ) κάθε πράξη της, άρα και η ποιητική, μπορεί να μη γίνεται ευκρινώς αντιληπτή στον γαλαξία, γίνεται όμως οπωσδήποτε ενεργειακά αντιληπτή κάπου (ηλεκτρικό ρεύμα για τον υπολογιστή, τον δικό της και του εκδότη της, ηλεκτρόνια ή φως στις οπτικές ίνες για την ηλεκτρονική ταχυδρόμηση, ρεύμα του εργοστασίου χαρτοποιίας, ρεύμα του τυπογραφείου, ενέργεια για να παραχθεί το μελάνι ή ο γραφίτης, ρεύμα για την κοπτική γκιλοτίνα, ρεύμα για το ράψιμο και το κόλλημα στη βιβλιοδεσία, θερμίδες κατά τη μεταφορά, την αφή, ανάγνωση, θερμίδες κατά την απαγγελία, κύματα λόγου σε κάποια παρουσίαση, αναλόγιο, κλπ.). Πώς κουμπώνουν τούτα μεταξύ τους; Με την αρχή διατήρησης της ενέργειας.

(δ) κάθε της πράξη γίνεται εντονότερα αντιληπτή από συνανθρώπους της, και από την ίδια αντιληπτές οι δικές της και οι πράξεις εκείνων

(ε) ενταγμένη εντός ενός συμπαντικού, γήινου, κοινωνικού, στοχαστικού, πολιτικού, κλπ. «ανήκειν», έχει τη δυνατότητα σε ανθρώπινο επίπεδο να κάνει αλλαγές, να μεταπηδήσει σε κάποιο άλλο «ανήκειν» ή να επιλέξει να μην ανήκει στο χι ή το ψι ή στο ζήτα (εξαιρουμένων του υπαρξιακού και του συμπαντικού).

Στον πλανήτη Γη, ο Άνθρωπος, οράται από την Κατερίνα Λιάτζουρα από πολλές πλευρές, με τη βιολογική του πρώτη, ως θηλαστικό:

και γώ!

ένα δίποδο θηλαστικό

όρθιο και λογικό

να διασκορπίζομαι

σε πρόσκαιρες απολαύσεις·

και να επιχειρώ (σ. 17)

Μετά από αυτή την καθοριστική διάσταση, το βιβλίο επικεντρώνεται σε ορισμένα ζητήματα συνειδητού και υποσυνειδήτου, με τα οποία το θηλαστικό «άνθρωπος» πορεύεται:

  • προσωπεία:

να στέκομαι στη μέση

της ύπαρξης και να βγάζω

περούκες βαφές και προσωπεία

σιγά σιγά όμως έμεινα δίχως (σ. 16)

  • ψυχή:

γκρέμισα τον κόσμο που έχτισα στο μέσα

λάθος οικόπεδο ψυχής (σ. 16)

  • έσω σύμπαν:

να εκχερσώνω από μέσα μου το σύμπαν (σ. 16)

  • αλήθεια: ανέφικτη; Σχετική; Ξεχασμένη, ήτοι η α-λήθεια στη λήθη; Μία ή πολλές; Προσιτή ή απρόσιτη;

    • και είναι ανέφικτη

[πόσο;] ανέφικτη

[και πόσο σχετική;] αλήθεια η αλήθεια· (σ. 17)

    • στις κλειδοθήκες να κρέμονται /…/

σκονισμένες ακίνητες και ξεχασμένες

οι αλήθειες

ενός και μόνο Σύμπαντος (σ. 24)

    • Πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία;

Γιγαντώθηκες στη λογική, ποιο να’ ναι το σημάδι; (σ. 36)

  • απόλαυση:

να διασκορπίζομαι

σε πρόσκαιρες απολαύσεις·

και να επιχειρώ (σ. 17)

  • πίστη – ηθική ελευθερία – τέλμα:

ΕΓΩ·

ένα δίποδο θηλαστικό

όρθιο και λογικό

καίριο άλμα

προς την πίστη

την κακή· (σ. 17)

  • βούληση, σκέψη, αισθήματα και η σχέση τους με τη μαύρη τρύπα:

η βούληση έχει ατονήσει

η σκέψη ναυαγήσει

νεκρά είναι τα αισθήματα

μια μαύρη τρύπα όλα· (σ. 18)

  • πλούτος, κατεστημένο:

πώς πλούτος και κατεστημένο

μού όρισαν ζωή; (σ. 27)

  • λογική, αλαζονεία, ζηλοφθονία:

και στην σοφή αφαίρεση, στη λογική, χωρά η αλαζονεία; χωρά η ζήλο-; χωρά και η -φθονία; (σ. 33)

  • προδοσία:

    • (για τους προδότες δεν θα γράψω λέξη) (σ. 32)

    • Πρόδωσαν / –όμως αυτή δεν είναι η φύση των συντρόφων; δεν στο ψιθυρίσανε πατέρα;– (σ. 31)

  • τύψεις, ενοχή:

ένοχη να νιώσω κι ενοχή; τύψεις και ερινύες; it’s ok! (σ. 31)

  • τιμωρία:

    • αρκετά! με τις τιμωρίες τις ανθρώπινες! (σ. 31)

    • α, ρε καθίκι, γέρο τράγο!

ακόμη και τα αβάπτιστα θέλησες να τιμωρήσεις;

ντροπή και αίσχος! (σ. 32)

  • μοίρα:

νομοτελειακά να υποκύπτω

στην ειμαρμένη και στην τάξη

μιας αδιαμόρφωτης μάζας (σ. 17)

 

Όλα αυτά, σε διαρκή αλληλεπίδραση συνθέτουν βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου, κινούμενα στη σφαίρα του ατομικού του Είναι, του πλανήτη ΕΓΩ, δίπλα, και σε αλληλεπίδραση με άλλα ΕΓΩ, με άλλους πλανήτες, εντός του Κοινωνικού Σύμπαντος, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί υποχώρο, ήτοι υποχρονοχώρο του Σύμπαντος Κόσμου [φράση που βρίσκουμε και στον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα Σωκράτους) και είχε απασχολήσει τον Παρμενίδη, ιδίως η Αρχή του].

Άλλοι πλανήτες είναι ή φαίνονται ενεργοί, άλλοι νεκροί, καθένας

αναλόγως του χρονοχώρου του παρατηρητή– με τα δικά του χρώματα σχήματα και ψηφίδες σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο χρονοψηφιδωτό.

Παρά τον λευκό τίτλο, χρώματα στο βιβλίο υπάρχουν πολλά, δεν είναι όλα λευκά. Άλλωστε το λευκό, δεν περιέχει όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος; Επιπλέον αυτού, από τα βασικά χρώματα (κόκκινο, κίτρινο, μπλε) στον ποιητικό καμβά υπάρχει μόνο ένα, το μπλε. Αναλυτικά εντοπίζονται:

  1. λευκό:

  • θα προστάξω λευκό κύκνειο λαιμό προγεγραμμένης μοίρας (σ. 28)

  • τον λευκό τον θάνατο (σ. 14)

  • λευκοί νάνοι λένε φυλάνε την είσοδο (σ. 14)

  • κακιά συνήθεια σου λέω, / να σ’ αρέσει μόνο το λευκό! (σ. 12)

  • και όλα / μια θολή λωρίδα / ένα λευκό φως (σ. 12)

  1. πράσινο:

  • να ξεμακραίνει σε ανοιχτωσιές και σε αχνοπράσινα λιβάδια (σ. 13)

  • και γέμισα την μαύρη ψυχή με πράσινο / και έβαψα την μαύρη ψυχή με πράσινο / μόνο πράσινο / – ΠΡΑΣΙΝΟ- (σ. 20)

  1. μαύρο:

  • και γέμισα την μαύρη ψυχή με πράσινο / και έβαψα την μαύρη ψυχή με πράσινο (σ. 20)

  • να μαυρίζουν οι κραυγές (σ. 19)

  • λες και φταίω εγώ / για τις μαύρες τρύπες (σ. 24)

  1. μπλε:

  • μπλε εξ αρχής την γεύτηκα (σ. 29)

  • το αθάνατο μπλε το θάνατο (σ. 29)

  1. διάφορα:

χρώματα

ξέχωρα παράταιρα και ξεθωριασμένα

ξέφτια επίπονων διενέξεων

μπλεγμένων αποχρώσεων

γαλάζιου λιλά και κοβαλτίου (σ. 25)

Κάθε άτομο-πλανήτης, με όλα όσα φέρει εντός του, με το δικό του μοναδικό χρώμα, κάποια στιγμή συναντιέται με τον «άλλο», το «θάνατο» τη «σιωπή», τον «πόλεμο»:

  • Ο άλλος

συ! να με κερνάς θλίψεις πολλές / και να με ξευτελίζεις (σ. 18)

  • Ο θάνατος

    • η ψυχή σιγεί / να αφουγκραστεί … / … / το θρόισμα της φυλλωσιάς / που απέμεινε να αποτελειώσει / στο πρώτο φως την ελπίδα / των αμέριμνων / θανάτων (σ. 18, 19)

    • να κοιτάζω στους θανάτους / χεράκια να κρέμονται τριαντάφυλλα / στην πόρτα του θανάτου (σ. 20, 21)

  • Η σιωπή

και μαυρίλα, πολύ μαυρίλα απόψε, και σιωπή / σιωπή, καμένη σιωπή, γαμημένη σιγή (σ. 20)

  • Ο πόλεμος

και να μετρώ στα κορμάκια μάτια / χεράκια στόματα να ιστορούν τον πόλεμο (σ. 21)

Από τη σύγκρουση-επαφή-επίδραση, γεννιέται Ποίηση:

και συ ποιητά μου, τι μας λες; / γέννησες με έναν και μόνο πόνο; (σ. 21)

Μέσω εκείνης αναζωπυρώνεται η Ελπίδα:

το χρώμα μιας εκδιδόμενης / ονόματι Ελπίδα (σ. 22)

 

 

Από την ελπίδα, τα άτομα-πλανήτες περνάνε στον προβληματισμό για το μέλλον, μέσω του «έπειτα» της σ. 24 και φτάνουν στην επιθυμία με τη φράση «να θέλω». Από εκεί, στο «πώς» θα γίνουν αυτά που η ελπίδα, το όραμα, τα «θέλω» ζητάνε, και στην αγωνία, εκπεφρασμένη με τη συνεχή επανάληψη του δραματικού ερωτηματικού επιρρήματος «πώς» διακόσιες σαράντα (240) φορές στις σελ. 26, 27 και μία στον επόμενο στίχο, διακόσιες σαράντα μία (241)! Πώς να κατανοήσεις τον κόσμο; Πώς να βρεις τον εαυτό σου; Πώς να ισορροπήσεις; Πώς να προστατευτείς; Πώς να πορευτείς; Πώς…;

Το «πώς» καταφεύγει κάποτε στην περιπλάνηση:

να γυρνώ και να γυρνώ /και να γυρεύω τον [Α]θάνατο να γευτώ (σ. 27)

όχι μόνο σε τόπους συμβατικούς, αλλά και:

στις ανασκαφές στους τάφους και στα ανέμελα ναυάγια

της ζωής –ω! ποιος να μου το έλεγε– και ίσως της ψυχής; (σ. 27)

Ο πλανήτης «εγώ», προσπαθεί να αποτινάξει πατροπαράδοτα βάρη:

την πατρική ευχή να αφορίσω πεπρωμένο πατροπαράδοτο (σ. 28)

και να έρθει σε επαφή με το σύμβολο της πέτρας:

να αφουγκράζεσαι τον τόπο να αφουγκράζεσαι τη γη να νιώθεις τον παλμό της πέτρας (σ. 28).

Η πέτρα ως σοφία:

νομίζω σήμερα πέρασε από κοντά κάτι σαν αυτό που γνωστικοί ονομάτισαν πέτρα και πέτρωσε εντός μου και πέτρωσε εκτός μου (σ. 28)

η πέτρα ως λήθη:

δεν βαριέσαι κοτρόνα μου / [είπε] / και προσχώρησε στη λήθη– (σ. 29)

ως μνήμη:

  • πόσες χαρές και πόσες λύπες να πετρώσει (σ. 29)

  • μόλις είχε στεγνώσει το μελάνι στο πέτρινο σταυρό της μνήμης (σ. 29)

ως χτύπημα:

πόσες πέτρες να αντέξει (σ. 29)

ως πίκρα:

πέτρινη γεύση στο στόμα / η πτώση μού αφήνει (σ. 29)

 

Η πέτρα εκτός από σύμβολο, είναι και θέση για να καθίσεις και να σκεφτείς. Ιδανικός τρόπος να κάνεις απολογισμό γιατί καθήμενος σε αυτήν, έχεις γειωθεί, είσαι σε άμεση σύνδεση με τη γη και η χοϊκή σου διάσταση αισθάνεται ασφαλής, έτοιμη να αφήσει τις πύλες της διάκρισης ανοιχτές για αυτογνωσιακό απολογισμό.

Εκεί το ποιητικό υποκείμενο:

αποκτά καθαρή συνείδηση της πατριαρχικής και θρησκευτικής εξουσίας:

μάς κάρφωσαν αυτοί οι άλλοι / πατεράδες σε σταυρό / ανθρώπινο θνητό και αθάνατο (σ. 30)

βλέπει το κατασκεύασμα της κόλασης και των υπερβολών του Δάντη:

αιωνίου κολάσεως όμως; (σ. 31)

στοχάζεται γύρω από την Ιστορία (Αίαντας), τη μυθολογία (Άδης), τη Θρησκεία (Ακινάτης, Απόστολος Παύλος), την επιστήμη (Πασκάλ),

αναρωτιέται σχετικά με τα φερόμενα ως επτά θανάσιμα αμαρτήματα (Αλαζονεία, Ζηλοφθονία, Οργή, Οκνηρία, Απληστία, Λαιμαργία, Λαγνεία).

Συνειδητοποιεί ότι κάποιοι γύρω του δεν έχουν υποταχθεί, διότι συνεχίζουν να βλέπουν οράματα ή το ίδιο οραματίζεται αλλιώς τον κόσμο:

φταίει που ο κόσμος γύρω μου / άρχισε να γυρνά παράδοξα / την εποχή των οραμάτων (σ. 35)

Εξακολουθεί να αρνείται να εμπιστευτεί την «πραγματικότητα» μόνο στη λογική:

Γιγαντώθηκες στη λογική, ποιο να’ ναι το σημάδι; (σ. 36)

θεωρώντας βέβαιη την πτώση από την έλλειψη μέτρου:

Στον πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες / στον ουρανό και στον βωμό / και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες / την πτώση να αποφύγεις (σ. 36)

καταθέτοντας δε ποιητικά την άποψή του/ης, σημαίνει συναγερμό για τα ολέθρια δολώματα της σύγχρονης εποχής με τον τελευταίο στίχο του βιβλίου:

μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν; (σ. 36)

Τα παραπάνω απεικονίζονται γραφικά στο επόμενο Σχήμα που συνέταξα (ο πειρασμός ήταν μεγάλος).

 

 

 

Ποίηση με ενσωματωμένες ξένες εκφράσεις για να τονιστεί η αναβίωση της Βαβέλ, ευτυχώς επεξηγούμενες στο τέλος, με συχνή χρήση του ειδικού συνδέσμου «που», του –διαφόρων ειδών– συνδέσμου «να», του συμπλεκτικού συνδέσμου «και», με έκφραση βασισμένη στον προφορικό, πεζό λόγο, έρχεται ως παραληρηματικό αφήγημα, ικανό να διεκδικήσει εύσημα πρόζας. Η κειμενική σύνθεση, ποτισμένη με διακειμενικότητα, διαπιστώσεις, ερωτήματα, επιστημονικές και φιλοσοφικές αναφορές, προβληματισμούς και απόπειρες αυτοπροσδιορισμού μέσα σε ένα πολλαπλό χάος (με πρώτο το γλωσσικό, το οποίο εμπεριέχεται και εμπεριέχει το δεύτερο, το πολιτισμικό, κι αυτά με τη σειρά τους συνθέτουν και εμπεριέχουν το σύγχρονο διαδικτυακό-πληροφοριακό-τεχνολογικό, και όλα αυτά μαζί εντός του συμπαντικού χάους σε αέναη διαλεκτική με αυτό).

Το μακροσκελές ποίημα, εκμεταλλευόμενο:

  • τη θεατρική του δομή,

  • την κραυγάζουσα αγωνία ενός σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στα μεγάλα οντολογικά ζητήματα αλλά και στα τεράστια πρακτικά

  • τη σουρεαλιστική, ειρωνική, αιρετική για πολλούς θέαση του κόσμου

  • την απότομη αλλαγή ύφους

  • την ποικιλία καταστάσεων

όσο και αν δεν εκπέμπει ποιητικό ρυθμό, μπορεί κάλλιστα να σταθεί ως θαυμάσιος ποιητικός μονόλογος στο σανίδι.

Λευκοί νάνοι στην αστρονομία. Λευκοί νάνοι μεταφορικά και οι άνθρωποι, ή τουλάχιστον ένα μέρος τους. Ερχόμενοι στη ζωή, χαρίζουν, ακτινοβολούν, μοιράζουν ή σπαταλούν το λευκό φως τους και στο τέλος γίνονται μαύροι νάνοι κάτω από τη γη, στο σκότος του θανάτου, κι ας είναι για κάποιους λευκός:

μα και τον θάνατο τον λευκό τον θάνατο /…/

κοντά στην είσοδο κοντά στον άλλον κόσμο /…/

λευκοί νάνοι λένε φυλάνε την είσοδο (σ. 14)

Όπως εδώ:

κι να γίνεσαι εσύ ο κρύσταλλος·

κι εγώ, μια μαύρη τρύπα·

και ολόγυρα πανέμορφοι

όλοι οι λευκοί μας νάνοι. (σελ. 12)

 

 

Στην περίπτωση αυτή χωράει και η ερμηνεία του Έρωτα. Λευκοί νάνοι οι δύο ερωτευμένοι (εξαρτάται πόσο μακριά είναι ο παρατηρητής), για τον εαυτό τους όμως λευκοί, άσπιλοι γίγαντες και ολόγυρά τους οι λευκές απολαβές, άλλοι ολόλευκοι νανογίγαντες: ηδονή, πόθος, άγγιγμα, ολοκλήρωση, χαρά, όνειρα, από κοινού βιώματα, αναμνήσεις, κ.ο.κ.

Μήπως όμως λευκοί νάνοι είναι και οι μνήμες; Οι διεργασίες του υποσυνείδητου; Στην αρχή, Αντί προλόγου, δηλώνεται:

επιμένεις / να δρασκελήσεις αμνήμονες / στιγμές και φριχτές συνειδήσεις (σ. 9)

Θυμίζω και τις πέτρες. Νάνοι λήθης αλλά και νάνοι μνήμης.

Είναι άραγε οι πέτρες του εσωτερικού μας βυθού, οι κόκκοι του υποσυνείδητου, λευκοί νάνοι;

Γιατί να μην είναι λευκοί νάνοι και οι λέξεις, πολύ περισσότερο δε όταν μπαίνουν στο ποίημα; Γιατί, όπως υπονοείται ίσως στους δύο τελευταίους στίχους του, να μην είναι λευκός νάνος:

εκείνο που κατακλύζει ένα ποίημα

εκείνο που διαμελίζει το θυμικό (σ. 9);

Ποιο;

Αναγνώστη, καλείσαι να απαντήσεις.

 

 

 

 

* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top