Fractal

Μετάφραση | Joseph Roth, “Άρρωστος κόσμος”

Μετάφραση: Γιάννης Παπαδόπουλος // *

 

 

 

Joseph Roth, “Άρρωστος κόσμος”

 

Joseph Roth

 

 

Άρρωστος κόσμος

 

(χωρίς ημερομηνία)

Ι

Ήταν ένα ήσυχο στενό. Όπως είναι όλα τα στενά στα προάστια. Η οχλοβοή της μεγάλης πόλης έμπαινε μέσα στο στενό σαν ένα μακρινό, παράξενο βουητό και κουδούνισμα. Στις παρυφές του μικρά σπίτια και λιτοί κήποι. Ήταν μια ήπια μέρα του φθινοπώρου και φιλική. Μια απ’ τις μέρες που πρέπει να τις απολαμβάνει κανείς με την ψυχή ήρεμη, γεμάτη στωικότητα.

Αν κάποιος συνέχιζε το περπάτημα στο στενό, τότε έφτανε κάπου στο ξέφωτο, όπου τα μικρά σπίτια δεν στριμώχνονταν πια το ένα δίπλα στο άλλο αλλά στέκονταν σκορπισμένα και ελεύθερα, όπου βρίσκονταν λιβάδια και θάμνοι, όπου σε έλκυαν μαύρα βουνά και δάση. όπου περπατούσαν ζευγάρια και έτρωγαν από σακούλες δαμάσκηνα και κρατούσαν σφιχτά τα χέρια, ώστε μέσω μιας ισχυρής και τρυφερής πίεσης, να εκφράσουν μεταξύ τους την αγάπη τους. όπου απ’ τα σπίτια κρέμονταν μπάρες με απαίσια αχυρένια χειροτεχνήματα και διαλαλούσαν ότι ήρθε ένα ακόμη φθινόπωρο με μια καινούρια, φετινή αναμελιά και επίσης με μια μέθη που φέρνει τη λησμονιά.

Όμως οι λιγοστοί άνθρωποι, που περπατούσαν αυτή τη μέρα στο στενό, δεν είχαν το χρόνο να τρέξουν προς τα λιβάδια και τα δάση, να αφοσιωθούν στην αγάπη ή στο κρασί. Στρέφονταν προς την πόλη, βάδιζαν μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας: άντρες με τα μπλε, γεμάτα γράσα ρούχα της δουλειάς, άντρες με υπηρεσιακούς σκούφους, γυναίκες με ρούχα, που ήταν φωτεινά και χρωματιστά όπως η μέρα. κρατούσαν μεγάλες τσάντες με χάρη και σιγουριά, και το άμορφο βάρος δεν μπορούσε να εμποδίσει την κομψή ομορφιά του βαδίσματός τους.

Κάποιος βάδιζε ανάμεσά τους, που δεν έμοιαζε να ανήκει στους ανθρώπους τούτου του στενού, που ήταν κάπως ξένος σ’ αυτό το στενό, που δεν φαινόταν να έχει κάποιο σκοπό όπως αυτοί. Ήταν ένας άντρας ψηλός με ένα απλό σκούρο ένδυμα, ασκεπής, κάπως σκυφτός, με λίγο ανασφαλή, ασταθή βηματισμό, σέρνοντας κάπως με κόπο το δεξί του πόδι. Κοίταζε τους περαστικούς διερευνητικά, και οι γυναίκες τρόμαζαν λίγο όταν τις συναντούσε το βλέμμα του, με μάτια μεγάλα και σκοτεινά, λίγο απλανή πάνω στο χλομό του πρόσωπο. Κοίταζε τα σπίτια το ένα μετά το άλλο και φάνηκε να αναζητά κάποιο απ’ αυτά. Αλλά προφανώς δεν είχε καμιά βιασύνη. βάδιζε εντελώς αργά, σχεδόν σαν να είχε φοβηθεί, μήπως βρει ό,τι αναζητούσε. Προς έναν σκοπό έρχεται κανείς με αργά, ασταθή βήματα: εκεί στεκόταν ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια ένα, που ήταν ψηλό και μεγαλοπρεπές, όχι έντονο, μάλλον γοητευτικό και φιλικό όπως ένα επαρχιακό σπίτι, που τους μακρινούς καιρούς εξυπηρετούσε για μικρό διάστημα έναν σπουδαίο κύριο, όταν ήθελε να ξεκουραστεί από τις έγνοιες της άσκησης της εξουσίας του. Βεβαίως η επιγραφή, που υπήρχε πάνω στη μεγάλη θύρα, δεν ήταν τόσο χαριτωμένη. «Είσοδος του Νοσοκομείου», έγραφε με μεγάλα γράμματα.

Ο ξένος άντρας στο ήσυχο στενό ανατρίχιασε λιγάκι όταν έφτασε στο σπίτι και διάβασε την επιγραφή. Στη συνέχεια βάδισε λίγο γρηγορότερα. καθαρότερα διέκρινε κανείς το σύρσιμο του δεξιού ποδιού του. Περπάτησε μπροστά απ’ το σπίτι, συνεχίζοντας στο ήσυχο στενό που οδηγούσε στο ξέφωτο, στα λιβάδια και στα δάση. Ο άντρας δεν μπορούσε να πάει στο δάσος, στο ήσυχο, ελεύθερο, πλατύ ξέφωτο. δεν το μπόρεσε χθες, δεν του επιτρέπεται να το κάνει σήμερα, ούτε αύριο.

Υπάκουσε στην εσωτερική του ανάγκη, που αόρατη τον περιέβαλλε και γύρισε πίσω στο σπίτι, που έμοιαζε με μια παλιά, ευχάριστη επαρχιακή κατοικία και έφερε την επιγραφή «Είσοδος Νοσοκομείου.»

Ένα ξανθό κορίτσι όρμησε έξω απ’ την κεντρική είσοδο, καταδιωκόμενο από ένα παληκαράκι που άστραφτε. Στρίγγλιζε και έτρεχε στα τυφλά με ανέμελη ορμή και τράκαρε τον άντρα, που βάδιζε στο στενό. Αυτός τρίκλισε, έψαξε στήριγμα σ’ ένα κάγκελο και κοίταξε το αναψοκοκκινισμένο, νεαρό πρόσωπο. Το κοριτσίστικο γέλιο έσβησε. Τότε ήρθε κιόλας ο νεαρός, έπιασε ζωηρά τον ώμο του κοριτσιού και το οδήγησε κατά μήκος του στενού στα λιβάδια και στους θάμνους. Και το κοριτσίστικο γέλιο γέμισε πάλι το στενό και επέστρεψε στον άντρα, που στεκόταν ακόμη δίπλα στο κάγκελο και εξακολουθούσε να κοιτάζει τα ελεύθερα, χωρίς έγνοιες νιάτα, που βιάζονταν να αποφύγουν το βλέμμα του. Έμεινε για λιγάκι ακόμη το νεανικό γέλιο στο αυτί του, χλόμιασε τελικά ο τόνος του, παραμορφώθηκε και τον εγκατέλειψε.

Μετά στάθηκε ξανά μπροστά στη φιλική- σοβαρή επαρχιακή κατοικία. Μέτρησε το σπίτι με το βλέμμα του για ώρα και προσπαθούσε να διαπεράσει τους τοίχους και να διερευνήσει τα μυστικά τοu.

Είδε μια ταμπέλα, που πάνω της ήταν γραμμένο πως οι ασθενείς της πρώτης και δεύτερης θέσης επιτρέπεται να δέχονται επισκέψεις καθημερινά απ’ τις εννέα το πρωί μέχρι τις εννέα το βράδυ και οι ασθενείς της τρίτης θέσης για τέσσερις ημέρες της εβδομάδος, από τις δυο μέχρι τις τέσσερις μετά το μεσημέρι. Ένα ήξερε λοιπόν: Υπήρχε τάξη πίσω απ’ τη σκούρα πύλη. Και χάρηκε μέσα στην ωραία γνώση, πως οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση της τάξης και την επιβεβαιώνουν όπου μπορούν και όπου το θεωρούν αναγκαίο. Μόνον ο μεγάλος κόσμος, στον οποίον όλοι αυτοί, οι αδελφοί και οι αδελφές, οι τάξεις και οι ράτσες και οι λαοί, που πρέπει να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, είναι ακόμη κάπως σε αταξία. Εκεί δεν ωφελούν και πολύ ακόμη οι πίνακες με την ταξινόμηση των ανθρώπων της πρώτης και δεύτερης με εκείνους της τρίτης θέσης. Κάποτε όμως, κάποια φορά, θα δημιουργήσει βέβαια τάξη η ωραία, πάντα άγρυπνη, πάντα πρόθυμη για δράση αίσθηση της τάξης των ανθρώπων. Παντού, στις πόλεις, στις χώρες, σε ολόκληρο τον μεγάλο, όμορφο κόσμο. Σήμερα ήταν ικανοποιημένος, συνειδητοποιώντας πως η τάξη ήταν πίσω από την μεγαλοπρεπή σκούρα πύλη.

Και ο ξένος άντρας στο ήσυχο στενό προσπαθούσε λιγάκι να χαμογελάσει. ήταν όμως ένα παραμορφωμένο ψευτοχαμόγελο που η δεξιά γωνία του στόματος κρεμόταν βαθύτερα απ’ την αριστερή.

Τότε η μικρή πόρτα, που ήταν δίπλα στη μεγάλη σκούρα πύλη άνοιξε, ένας μικρόσωμος, χοντρός άντρας με σκουφάκι στο κεφάλι ήρθε έξω και είπε με επιτηδευμένη ευγένεια: «Καλημέρα, κύριε, θέλετε να έρθετε σε μας; Παρακαλώ προχωρήστε τον δρόμο σας!» Με το χέρι του έδειξε ευγενικά να ακολουθήσει τον δρόμο.

Ένα μικρό ρίγος διέτρεξε τον μακρύ, λεπτό κορμό του άντρα, αλλά ήταν ο εξαναγκασμός μέσα του και γύρω του, ο εξαναγκασμός που τον συνόδευε συχνά στα ήσυχα στενά και στους φαρδείς θορυβώδεις δρόμους και πλατείες. Και πέρασε την πόρτα και έσκυψε λιγάκι γιατί ήταν χαμηλή.

 

ΙΙ

Ο φιλικός θυρωρός έκλεισε επιμελώς την πόρτα του θεραπευτηρίου νευρολογικών νοσημάτων και συνόδευσε, ήρεμα πάντα και ευγενικά, τον ξένο άντρα σαν να ήταν επισκέπτης. Τον οδήγησε σε έναν μεγάλο, φωτεινό προθάλαμο, όπου κάθονταν και περίμεναν άνθρωποι σε πολυθρόνες, πάγκους και σε αναπηρικά αμαξίδια. Ο Χάινριχ Ράινεγκ κάθισε ανάμεσά τους και άρχισε όπως και αυτοί να περιμένει. Είναι αδιάφορο, σκέφτηκε, που περιμένει κάποιος. Κάπου, κατά κάποιον τρόπο, περιμένουμε πάντα.

Παρατήρησαν τον καινούργιο με περιέργεια, σχεδόν ευνοϊκά. Και κρυφομιλούσαν. Μια γυναίκα με μπλε στολή νοσοκόμας, ψηλή και σοβαρή, ήρθε και βοήθησε ένα κορίτσι, που καθόταν σε αμαξίδιο, να σηκωθεί. Το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν κομψό και λεπτό και χαμογελαστό. Eν συντομία: φαινόταν σαν να είναι τα βάσανα σε μάχη με τη χαρά. Το κορίτσι στηρίχτηκε σε δύο μπαστούνια, που στο τέλος τους είχαν μια λαστιχένια κάλυψη. Και ενώ είχε ήδη σταθεί όρθιο, τότε ένα μπαστούνι γλίστρησε στο γυαλιστερό πάτωμα και το κορίτσι έπεσε με σιγανή φωνή παραπόνου. Ο Χάινριχ Ράινεγκ, που καθόταν ακριβώς δίπλα, βοήθησε την νοσοκόμα να σηκώσει το κορίτσι. Δεν ήταν κανένας κόπος. το σώμα του κοριτσιού ήταν εντελώς ελαφρύ. Το κορίτσι κοίταξε τον ξένο άντρα στα μεγάλα, σκοτεινά, ακίνητα μάτια του. δεν φοβήθηκε όπως οι γυναίκες έξω, μπροστά από την σκούρα πύλη. Συνέχισε να χαμογελάει: χαρούμενα και με κάποια οδύνη.

Τώρα στάθηκε το κορίτσι ξανά στα λεπτά του πόδια και έπρεπε να περπατήσει. Τοποθέτησε μπροστά με δισταγμό το αριστερό πόδι, τίναξε το δεξί λίγο προς τα πάνω και μετά προς τα μπρος και προς τα κάτω. Στη συνέχεια έκανε πέντε βήματα. Η νοσοκόμα οδηγούσε το κορίτσι αργά και με υπομονή προς μια λευκή πόρτα. Ο Χάινριχ Ράινεγκ σκέφτηκε για μια στιγμή τα χαριτωμένα, ασφαλή, ελαφρά βήματα των γυναικών και κοριτσιών, που περπατούσαν έξω, στο στενό.

«Δεν θα χορέψει πια αυτή», είπε ένα άντρας που κάλυπτε το αριστερό του μάτι με έναν μαύρο επίδεσμο. του σκούραινε το ισχνό του πρόσωπο. Δεν απάντησε κανείς.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα κούναγε το μικρό της γκρίζο κεφάλι. Ήταν μια πολύ ελαφριά, αποδοκιμαστική κίνηση. Την επιτύγχανε σε τακτικά, μικρά χρονικά διαστήματα. Γιατί δεν θα έπρεπε να κουνάει το κεφάλι της, σκέφτηκε ο Χάινριχ Ράινεγκ, είναι πολύ φυσικό να το κάνει.

Χωρίς να το θέλει η ηλικιωμένη κυρία κοίταξε τον άντρα με τον μαύρο επίδεσμο. Έσκυψε στον νεαρό άντρα, που καθόταν αδιάφορος ακριβώς δίπλα της και άρχισε να ψιθυρίζει. Ο νεαρός άντρας είπε ήρεμα: « Μην ταράζεσαι, μητέρα, γιατί ταράζεσαι; Δεν συμβαίνει κάτι.» Αδιάφορα πλανήθηκε το βλέμμα του στον χώρο, στους ανθρώπους, στα αντικείμενα.

Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε το βλέμμα του καρφωμένο στα χέρια ενός μικρού, μελαχρινού κοριτσιού, που χωρίς σταματημό φυλλομετρούσαν ένα βιβλίο. Αλλά όταν το κορίτσι ένοιωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε, αυτός το απέστρεψε μένοντας ακίνητος.

Ο άντρας με τον μαύρο επίδεσμο υπέφερε κάτω απ’ την χαιρέκακη ηρεμία. Δεν καταλάβαινε γιατί δεν απαντούσαν. Η φωνή του έσπασε ανεπαίσθητα όταν είπε: «Είναι χορεύτρια. Χορεύτρια στο επάγγελμα.» Και το δεξί του μάτι κοίταζε ανήσυχα προς την πόρτα, που πίσω της βρισκόταν η χορεύτρια.

Τότε ακολούθησαν όλοι, κάπως ταραγμένοι, το βλέμμα του δεξιού ματιού του.

Και όλοι κοίταξαν προς την λευκή πόρτα. Τότε ξεκίνησε η ηλικιωμένη γυναίκα πάλι να κουνάει το κεφάλι, ήρεμα και λίγο αποδοκιμαστικά. Ο γιός της κοίταζε αδιάφορος το ρολόι. Το μελαχρινό κορίτσι συνέχιζε να ξεφυλλίζει το βιβλίο.

Αλλά έξαφνα το μελαχρινό κορίτσι έβαλε το βιβλίο με έναν μικρό κρότο πάνω στο τραπέζι, έστρεψε το μικρό της κοριτσίστικο πρόσωπο προς τον άντρα με τον μαύρο επίδεσμο και με κάποια έμφαση είπε: «Πριν από έξι εβδομάδες ούτε εγώ μπορούσα να περπατήσω. Τώρα μπορώ πάλι να περπατήσω. Άμεσα θα βγω έξω. Σε λίγο θα τριγυρίζω ξανά. Ίσως σε μια εβδομάδα κιόλας. Τώρα σε λίγο θα ακούσω, πότε επιτρέπεται να βγω έξω.» Κοίταξε προς το παράθυρο και μετά προς την άσπρη πόρτα. «Ναι.

Και η χορεύτρια θα μπορέσει κι αυτή πάλι να περπατήσει. Και να χορέψει, ναι, ίσως θα μπορέσει ακόμη και να χορέψει.» Εδώ διέκοψε. Και όλοι ήξεραν πως από μέσα της πρόσθεσε: Και ακόμη κι αν δεν μπορεί να χορέψει-! Η χορεύτρια!

Η ηλικιωμένη γυναίκα ξέχασε να κουνήσει το κεφάλι . Υπήρχε μια απαλή, χαρούμενη λάμψη στο γκρίζο της πρόσωπο. «Μείνε ήρεμη, μητέρα», μουρμούρισε αδιάφορα ο γιός της, «μείνε ήρεμη, δεν συμβαίνει κάτι.» Της αφαίρεσε το λόγο πριν εκείνη μπορέσει να μιλήσει.

Ο άντρας με τον μαύρο επίδεσμο κοίταξε οργισμένος με το δεξί του μάτι το μελαχρινό κορίτσι. «Είναι τελείως αλλιώς με εσάς», είπε, «τι σας λείπει εσάς; Εσείς έχετε κάτι τελείως διαφορετικό. Τι θέλετε να πείτε; Πάλι θα περπατήσετε. Ποιος ξέρει πού θα πάτε. Αλλά αυτή η γυναίκα-δεν θα μπορέσει πια να χορέψει.» Η φωνή του έγινε λίγο πιο βραχνή. Είπε πολλά και για πολλή ώρα. Τώρα σώπασε. Και διόρθωσε τον μαύρο επίδεσμο. Η ψηλή, σοβαρή νοσοκόμα άνοιξε τη λευκή πόρτα και οδήγησε έξω τη χορεύτρια. Προσεκτικά τοποθέτησε η χορεύτρια μπροστά το αριστερό πόδι, μετά το δεξί πήδηξε ψηλά και προς τα μπρος και προς τα κάτω. Και κατά περίεργο τρόπο ταλαντεύτηκε μαζί και το ελαφρύ της σώμα. Έτσι πηδώντας και χορεύοντας έφτασε στο αμαξίδιο. Χαμογελώντας κοίταξε τον Χάινριχ Ράινεγκ, που καθόταν βυθισμένος.

Ο μονόφθαλμος άντρας, που ήθελε να γίνει ο ιππότης της αβοήθητης χορεύτριας, προσφέρθηκε να τη μεταφέρει. Όμως στεκόταν ήδη εκεί ένας με λευκή ποδιά, που τον έσπρωξε στην άκρη και είπε. «Φύγετε! Εγώ είμαι εδώ γι’ αυτό.» Ήταν γι’ αυτό εκεί, για να μεταφέρει τα βάρη και του ήταν αδιάφορο αν ήταν ζωντανά, υπέφεραν ή ήταν πεθαμένα.

Μια ακτίνα ήλιου έπεσε στο δωμάτιο και έμεινε καρφωμένη στα κόκκινα μαλλιά της χορεύτριας. Και τα μαλλιά έλαμψαν. Αλλά το αμαξίδιο συνέχισε και η ακτίνα έπεσε στο πάτωμα, όπου δημιουργήθηκε μια λευκή, ζεστή κηλίδα.

 

ΙΙΙ

Πάλι άνοιξε η σοβαρή νοσοκόμα την πόρτα. Και ο Χάινριχ Ράινεγκ πέρασε μέσα. Δίστασε για λίγο αλλά έπρεπε να πάει. Συχνά είχαν ανοίξει μπροστά του λευκές και γκρίζες και μαύρες πόρτες. Συχνά είχε διστάσει και όμως πήγαινε γιατί έπρεπε να πάει.

Μια γυναίκα καθόταν σε ένα γραφείο και αντίκρισε, ερευνώντας ήρεμα, τον Χάινριχ Ράινεγκ. Γιατί γυναίκα; σκέφτηκε. Τι κάνει ένας άντρας όταν συναντά μια γυναίκα; Κάνει μια υπόκλιση, λιγότερο χαριτωμένη και πιο αδέξια απ’ ό,τι θα την έκανε σε κάποιον άντρα, και μετά κοιτάζει, όχι κατ’ ευθείαν μπροστά, παρά απ’ το πλάι, αν είναι νέα ή χαριτωμένη και τι χρώμα έχουν τα μαλλιά της. Συχνά κρατάει πολύ, προς τέρψη του ή προς βλάβη του, μέχρι να ανακαλύψει τον άνθρωπο.

Ήταν ο δρόμος αυτός ευκολότερος ή δυσκολότερος επειδή εδώ κάθεται μια γυναίκα; Αλλά η γυναίκα φορούσε μια άσπρη μπλούζα. Η μπλούζα έκρυβε τη γυναικεία μορφή, εξέπεμπε αμεροληψία. η λευκή μπλούζα αποφάσιζε σ’ αυτόν τον χώρο.

Στα ιατρικά δωμάτια βρίσκεται πάντα κάτι μυστηριώδες. Ορίστε, ένα κρεβάτι ανάπαυσης, που δεν υπηρετεί την ανάπαυση, εκεί είναι γυάλινα κιβώτια με γυαλιστερά πράγματα, που σε κοιτάζουν κάπως εχθρικά. Ορίστε, είναι ένας εκεί, που προετοιμάζεται, προορίζεται να ερευνήσει τι βρίσκεται στο κεφάλι ή στο στήθος ή στην κοιλιά του άλλου, αν αυτό είναι σύμφωνο με τις αρχές, τις οποίες γνωρίζει. Ο Χάινριχ Ράινεγκ σκέφτηκε έναν ωρολογοποιό, που κουνάει το ρολόι και κοιτάζει τις ροδίτσες του για ώρα και έντονα μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό, πριν ξεκινήσει τη δουλειά και σκέφτηκε και έναν μηχανικό, που θέτει σε κίνηση το μοτέρ και με τεντωμένο το αυτί επιδιώκει να διερευνήσει, αν οι χτύποι είναι κανονικοί ή υπάρχουν θόρυβοι. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν είναι ηλίθιες; Οι άνθρωποι δεν είναι ρολόγια ούτε κινητήρες μηχανών και οι γιατροί δεν μπορεί να είναι ωρολογοποιοί ή μηχανικοί.

Ένας γιατρός, ένας νέος άντρας με μεγάλη φαλάκρα, ήρθε στο δωμάτιο. Κοίταξε φευγαλέα και αδιάφορα τον Χάινριχ Ράινεγκ. Έκτοτε δεν τον παρατήρησε. Μιλούσε κοφτά με τη γυναίκα με τη λευκή μπλούζα για κάποιο «περιστατικό». Μερικοί ειδικοί όροι, που από πίσω τους τόσο οι υγιείς όσο και οι ασθενείς μυρίζονται κάτι απειλητικό, βούιζαν στο δωμάτιο. Μετά ήρθε ο γιατρός.

Η γυναίκα έγραψε το όνομα και την ηλικία του Χάινριχ Ράινεγκ πάνω σε μια κίτρινη κόλλα χαρτί. Μετά, τα μάτια της, που έπρεπε κανείς να τα αναζητά κρυμμένα πίσω από τα απλά της γυαλιά, συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπό του.

«Πείτε μας», είπε, «γιατί σας έστειλαν σε μας;»

Στον Χάινριχ Ράινεγκ φάνηκε, πως η φωνή της ηχούσε καλά και ήταν ζεστή και φιλική και η ερώτησή της δεν έμοιαζε με τις επαγγελματικές τετριμμένες ερωτήσεις ενός ωρολογοποιού. Αλλά η γυναίκα δεν κατανίκησε την δυσπιστία του, που ήταν πάντοτε ενεργή και παραμόνευε.

Καθόταν κλειδωμένος.

«Γιατί;» είπε, «δεν είχα άλλη επιλογή.» Αυτή δεν έχασε την υπομονή της. Όχι αμέσως. Συνέχισε να ρωτάει: «Είστε ασθενής;» Είναι ωραίο, σκέφτηκε, που μιλάει για το παρελθόν και όχι για τούτη τη στιγμή. Λιγάκι κοροϊδευτικά, ελάχιστα αντιληπτά, τρεμόπαιξαν τα χείλη του.

Ασθενής; Ναι, ναι, ήταν ασθενής. Πολλοί ήταν την εποχή, που ήταν κι αυτός άρρωστος και εξασθενημένος. Και δεν ήταν όλοι, όσοι ήταν άρρωστοι, όπως αυτός εξασθενημένοι. Αντίθετα: ήταν πολύ δραστήριοι και πίστευαν στην ισχυρή τους υγεία. Όμως εκείνη τη στιγμή του πέρασε απ το μυαλό πως θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμπτωμα ασθένειας, αν θεωρούσε άλλους άρρωστους, ακόμη πιο άρρωστους. Και δεν εξωτερίκευσε τη σκέψη του.

Ασθενής; Ναι, ναι, ήθελε κιόλας να διηγηθεί. Δεν ήθελε βεβαίως να φανεί αγενής. Όχι, γιατί αυτή ήταν μια γυναίκα. Αυτό έκανε ίσως τη συζήτηση ακόμη δυσκολότερη. Αλλά ίσως γιατί αυτή δεν ρωτούσε όπως μια ωρολογοποιός.

Αυτός μιλούσε αργά και λακωνικά. Και πολλά απ’ αυτά, που κυκλοφορούσαν στο μυαλό του, δεν τα έλεγε.

Ασθενείς; Υπήρχαν- σε όλλους τους καιρούς. Δικτάτορες, που ήταν άρρωστοι και έγιναν δικτάτορες γιατί ήταν άρρωστοι.

Δεν ήταν ο κόσμος άρρωστος; Η οικονομία του, η συγκρότησή του; Δεν σπαρταρούσε η ανθρωπότητα απ’ τα ρίγη, ήδη είκοσι χρόνια ή περισσότερο; Δεν ήταν το νευρικό της σύστημα γεμάτο επώδυνες φλεγμονές, εξερεθισμένο; Δεν έχει ένα άρρωστο μυαλό αποκλείσει όλες τις αναστολές, έτσι που διαπράττονται επικίνδυνες ανοσιότητες τέτοιου μεγέθους, μπρος στις οποίες κανένα προστατευτικό κάγκελο κρεβατιού δεν παρέχει προστασία; Υπήρξαν γιατροί, οι οποίοι, όπως συμβαίνει στην ιατρική, υπέφεραν οι ίδιοι απ’ τις αρρώστιες, τις οποίες ήθελαν να θεραπεύσουν. Υπήρξαν άλλοι, οι οποίοι ήθελαν να πολλαπλασιάσουν τον αριθμό των λευκών πινάκων με τους κανόνες για την πρώτη και δεύτερη και για την τρίτη θέση και που επιδοκίμαζαν αυτούς τους πίνακες ως μέσα θεραπείας.

Υπήρξαν τσαρλατάνοι, οι οποίοι, ντυμένοι με χρωματιστές μπλούζες, έστεκαν στις αγορές και διαλαλούσαν την τέχνη τους και υποκρίνονταν, πως αυτοί, όπως οι κομπογιαννίτες σε παλιούς και τωρινούς καιρούς, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουν ένα μπουκαλάκι με ένα κάποιο υγρό, ώστε να αναγνωρίσουν την αρρώστια και να μπορέσουν αν τη θεραπεύσουν. αυτοί είχαν τη μεγαλύτερη πέραση. Και υπήρξαν σοβαροί γιατροί, οι οποίοι έβλεπαν τα συμπτώματα των ασθενειών και αγωνίζονταν με ζήλο αλλά δεν έβρισκαν τις αιτίες τους ή δεν ήθελαν να τις βρουν γιατί είχαν άγχος μπροστά στη διάγνωση και τα συμπεράσματα, τα οποία έπρεπε να βγάλουν απ’ τις αιτίες αυτές.

Ο Χάινριχ Ράινεγκ προσπαθούσε να ρωτήσει τη γυναίκα, τη λευκή γυναίκα, που καθόταν μπροστά του, αν και η ιατρική επιστήμη πιστεύει πως κάποιος, τη στιγμή που προσωρινά καταπραΰνει τις συνέπειες της αρρώστιας, μπορεί να την αποδιώξει. Δεν το έκανε. Πιθανόν αυτή να το αξιολογούσε ως ένα σύμπτωμα της ασθένειας. Έπρεπε τελικά να μιλήσει για τη δική του αρρώστια.

Ο Χάινριχ Ράινεγκ πέρασε τη ματιά του μπροστά απ’ τη γυναίκα. Εικόνες έρχονταν και πήγαιναν στο μικρό, ιατρικό δωμάτιο. Εικόνες από τον άρρωστο κόσμο, που ξεκινούσαν απ’ τη μικρή πόρτα του ιδρύματος, που σκυμμένος είχε διαβεί. Ένα κελί φάνηκε. Δυο σιδερένια κρεβάτια έστεκαν με αχυρένια στρώματα, που ήταν μαύρα, με σκεπάσματα, που κοίταζαν επίμονα.. Έστεκε μια σόμπα, που ήταν κρύα. Ένα τραπέζι κουνιόταν. Ένας κουβάς βρωμούσε. Ένα ξύλινο παραβάν, που ήταν γύρω απ’ τον κουβά, έτριζε στην επαφή του με το πάτωμα. Ο Χάινριχ Ράινεγκ άνοιξε το παραβάν και διάβασε τα σκαλίσματα. Καταριόταν, βεβαίωναν αθωότητα, θρηνούσαν. Επαινούσαν την ελευθερία. Και τον έρωτα. Ο έπαινος του έρωτα συμπληρωνόταν με σχέδια. Με τον τρόπο που οι άνθρωποι ήδη στις σπηλιές τους στην παγωμένη προϊστορική εποχή επαινούσαν τον έρωτα.

Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο στρώμα και θρηνούσε: «Θα γίνω εγκληματίας. Εδώ θα γίνω εγκληματίας.» Ένα λουκέτο έκανε σαματά. Ένα σιδερένιο μάνταλο κροτάλισε. Μια πόρτα έτριξε. Μια στολή ήρθε και κραύγασε στον άντρα.: «Βγάλτε τα παπούτσια.»

Ο Χάινριχ Ράινεγκ μόρφασε. Ο Χάινριχ Ράινεγκ κούτσαινε μέσα στην κάμαρα. Το δεξί πόδι δεν ανταποκρινόταν, πόναγε, τον παίδευε. Ήρθε ένας γιατρός, κούνησε του κεφάλι του και έφυγε βιαστικά.

Ένα λουκέτο έκανε σαματά. Ένα σιδερένιο μάνταλο κροτάλισε.

Ένα μεγάφωνο έπαιξε. Ένας άντρας στεκόταν πάνω στο αχυρένιο στρώμα και αφουγκραζόταν. Μια γυναικεία φωνή ερχόταν σιγά και διστακτικά από μακριά. Μια γυναικεία φωνή.

Δύο άντρες ήταν ξαπλωμένοι πάνω σε μαύρα αχυρένια στρώματα. Μιλούσαν. Σιωπούσαν. Ρωτούσαν: για πόσο καιρό; Ήλπιζαν. Κομμάτιαζαν την ελπίδα. Κάπνιζαν. Κάπνιζαν χωρίς σταματημό. Μοιράζονταν τα τσιγάρα. Ήταν φίλοι και σύντροφοι. Στο κελί.

«Υπάρχουν άνθρωποι που τα βάζουν συνέχεια με τις ισχυρές πυροβολαρχίες» σάρκασε ο Χάινριχ Ράινεγκ, «δεν κάθονται ξαπλωμένοι στα κελιά.»

«Ναι», σάρκασε ο φίλος του πάνω στο αχυρένιο στρώμα, «ναι, κι εγώ- θα πω αύριο στον δεσμοφύλακα πως πρέπει να μου δώσει μια οποιαδήποτε δουλειά. Πνίγομαι. Εδώ θα γίνω εγκληματίας.»

«Δεν θα γίνεις.-Δεν σου αρκεί όμως να μεταφέρεις έξω τον κουβά;» Λογαριάζει κανείς την κάθε λέξη που λέει στο κελί όταν με κάποιον συζητάει, σκέφτηκε ο Χάινριχ Ράινεγκ, όταν κάθισε στον μικρό φωτεινό χώρο μπροστά στη γυναίκα με τη λευκή μπλούζα.

Εικόνες πηγαινοέρχονταν.

Μια κλειδαριά έκανε σαματά. Μια πόρτα έτριξε. Ένα αυτοκίνητο περίμενε έτοιμο να φύγει. Ο Χάινριχ Ράινεγκ χώλαινε. Οπλισμένοι τον συνόδευαν. Ένα αυτοκίνητο πήγαινε. Πάνω σε δρόμους, που ήταν μεγαλοπρεπώς χιονισμένοι, μέσα από χωριά, που τα ήξερε, μέσα από δάση, που αγάπησε.

Ήρθε ένα κελί, ήρθε ένας δικαστής, ήρθε ένας γιατρός. Και ώρες πέρναγαν και νύχτες, αργά, σαν οι ίδιες να ήταν αιωνιότητες.

Και κάποτε, κάποτε ήρθε η μέρα. Ο Χάινριχ Ράινεγκ στάθηκε στον θορυβώδη δρόμο μιας πόλης, στηριγμένος με κολλημένο πάνω του το μπαστούνι του. Αυτοκίνητα πήγαιναν. Άνθρωποι πήγαιναν. Γυναίκες χαμογελούσαν. Άντρες εργάζονταν. Γι’ αυτούς ήταν μια μέρα ίδια με τη χτεσινή.

Ελεύθερος. Ελεύθερος;

Η γυναίκα στο γραφείο κοίταζε μπροστά της και άκουγε προσεκτικά, και συχνά έγραφε βιαστικά μερικές προτάσεις πάνω στη λευκή κόλλα.

«Tι γράφετε εκεί;» ρώτησε απότομα ο Χάινριχ Ράινεγκ.

Αυτή χαμογέλασε. «Τίποτε το ιδιαίτερο. Μερικές μόνο παρατηρήσεις για την ασθένεια του δεξιού ποδιού. Τώρα είναι καλύτερα το πόδι σας, έτσι δεν είναι; Αλλά τι γίνεται με το κεφάλι;»

Κεφάλι; Ένα δύσκολο θέμα. Όσο πιο στραβά στέκεται ένα κεφάλι, τόσο ο φορέας του είναι σταθερά πεισμένος ότι όλων των άλλων τα κεφάλια είναι στραβά και το δικό του το κουβαλάει ψηλά και ίσια.

Εικόνες ήρθαν.

Ένας άντρας στεκόταν στην ομίχλη ενός άρρωστου κόσμου. Ένιωθε τα βάραθρα. Δεν μπορούσε να πάει μπροστά ούτε και προς τα πίσω. Τον είχαν πατήσει και ήταν ταπεινωμένος. Ήταν πεινασμένος. Σκέφτηκε τη ζωή του και χαμογέλασε μέσα στην ομίχλη, γεμάτος αγριάδα και χλευασμό. Γιατί εκεί υπήρχε πάντα το ίδιο και το αυτό, απροσπέλαστο: πεδιάδα, σκαρφάλωμα στον τοίχο και υπότροπος. Εκεί του ήρθαν παιδικά χρόνια χωρίς γέλιο, μια μητέρα, που την αγαπούσε και πέθανε γιατί οι μητέρες, που πεινούν και υποφέρουν, πρέπει να πεθάνουν πριν την ώρα τους από φυματίωση. Εκεί ήταν μια κοπιαστική αναρρίχηση. Έπιανε άλλους απ’ το χέρι και τους βοηθούσε να σκαρφαλώσουν. Βοηθούσε! Βοηθούσε! Σε κάθε γυναίκα που φορούσε μαντήλι και περπατούσε ταλαιπωρημένη, έβλεπε τη μητέρα του. Και βοηθούσε! Ήταν χαρούμενος. Μια ματιά. Σκαρφάλωνε. Γλίστραγε. Σκαρφάλωνε.

Γλίστραγε!

Άμμος στην ομίχλη. Φώναζε. Πολλοί στέκονταν στην ομίχλη και φώναζαν. Δεν τους άκουγε, δεν τους έβλεπε. Αλλά υπέφερε μαζί τους και αυτοί υπέφεραν με αυτόν. Έτσι ερχόταν στη δική του μικρή μοίρα το βάσανο πολλών, που χάνονταν στην ομίχλη και τον πίεζε, έτσι που έπεσε πάνω στην υγρή γη στην ομίχλη της πεδιάδας.

Εικόνες ήρθαν.

Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Αντικείμενα ανεβοκατέβαιναν: το τραπέζι, φωτογραφίες. Ένα φυτό έστεκε πάνω στο κιβώτιο. Δύο φυτά, που ήταν ένα. Ένα φυτό, που ήταν διπλό. Όταν ο άντρας έκλεινε το ένα μάτι, έβλεπε το ένα φυτό να σηκώνεται. Όταν άνοιγε και τα δύο, ήταν δύο τα φυτά, που στέκονταν σε σαφή απόσταση το ένα από το άλλο.. Ένας άντρας ήρθε. Είχε δύο κεφάλια και δύο γραβάτες. Ένας γιατρός κρατούσε ψηλά τον αντίχειρα. «Δύο είναι τα δάκτυλα, ή ένα;» Ήταν δύο. Ο άρρωστος άντρας στο κρεβάτι σκέφτηκε με δυσκολία και είπε: «Ένα είναι.» Το χέρι του έκανε να πιάσει ένα ποτήρι, ένα κουτάλι και δεν βρήκε τον στόχο.

Ο άντρας Χάινριχ Ράινεγκ ξέρασε. Χάρηκε λίγο. το θεωρούσε φυσικό και λογικό.

Ένας γιατρός φώναζε γεμάτος ανησυχία: «Όχι κάπνισμα! Αυτός δεν επιτρέπεται να καπνίζει! Μπορεί να είναι καταστροφή.» Ο Χάινριχ Ράινεγκ το άκουσε ασαφώς. του άρεσε πολύ που είπε «καταστροφή» εκείνος.

Ένας άλλος γιατρός ήρθε και είπε: «Δώστε του ό,τι θέλει!» Οργίστηκε γιατί ο φακός, με τον οποίο φώτιζε στα μάτια των ασθενών του, δεν λειτουργούσε. Διέταξε: «Πείτε Γκλέτσερρελίφ!»1

Ο Χάινριχ Ράινεγκ ήταν αποφασισμένος να το πει. Μια καινούργια διαταγή: «βγάλτε έξω τη γλώσσα!» Ο Χάινριχ Ράινεγκ το έκανε πειθήνια. γιατί να μη βγάλει τη γλώσσα του στον κόσμο; Παρέκλινε όμως αυτή προς τα δεξιά.

Ένας ιερέας ήρθε, ήταν φιλικός και στοργικός και είπε: «Η εκκλησία δεν φέρει ευθύνη.»

Και ήταν ώρες, που δεν υπήρχε τίποτε παρά ομίχλη και η υπόκωφη έκπληξη στον Χάινριχ Ράινεγκ για την ανθεκτικότητα της φλεγόμενης ζωής του.

Έρχονταν άνθρωποι και προσεύχονταν. Αγρότες άκουγαν τη θεία λειτουργία. Γυναίκες θρηνούσαν, που ήταν γριές και φτωχές. Άντρες πήγαιναν ώρες και ώρες πάνω σε δρόμους και σκάλες για χάρη ενός χαιρετισμού. Και υπήρχαν άλλοι, λίγοι, που εξωτερίκευαν τη χαρά τους για την επερχόμενη «καταστροφή».

Ο Χάινριχ Ράινεγκ όμως τέντωσε το διστακτικό του σώμα και σηκώθηκε από την υγρή γη. Στάθηκε ξανά στην ομίχλη της πεδιάδας. Και προσπάθησε, ψηλαφώντας και κλονιζόμενος και αργά, να προχωρήσει.

Η γυναίκα στο γραφείο μίλησε και έδιωξε τις εικόνες.

«Παρακαλώ πηγαίνετε στο διπλανό δωμάτιο και βγάλτε τα ρούχα σας μέχρι να μείνετε με τα εσώρουχα! Μετά ελάτε πάλι!»

Δεν του ήταν σαφές, αν αυτό ήταν φυσιολογικό ή όχι. Αλλά η λευκή μπλούζα αποφάσιζε στον χώρο αυτόν. Πήγε και επέστρεψε με το κάτω εσώρουχο και ένα πουκάμισο. Ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι ηρεμίας, που δεν υπηρετούσε την ηρεμία. Η γυναίκα τρύπησε με μια λεπτή βελόνα το κεφάλι, αριστερά και δεξιά, ως να ήθελε να εκθέσει τη μοίρα του και ρώτησε για την διαφορά της αίσθησης. Του ζήτησε να κλείσει τα μάτια και να τεντώσει τα χέρια. Τον παρακάλεσε να σφίξει τα χέρια της. Αυτός την ρώτησε χλευαστικά πόσα χέρια πρέπει να σφίγγει την ημέρα. Υπακούοντάς την πήγαινε πάνω- κάτω στο δωμάτιο. Με το κάτω εσώρουχο και το πουκάμισο. Σέρνοντας ελάχιστα το δεξί του πόδι. Είναι χαριτωμένο, σκέφτηκε ο Χάινριχ Ράινεγκ, να κάνει βόλτα ένας άντρας με το κάτω εσώρουχο μπροστά σε μια γυναίκα. Αλλά αυτή φορούσε βεβαίως μια λευκή μπλούζα, που έκρυβε τη γυναίκα. Γι’ αυτήν ο άντρας με το κάτω εσώρουχο δεν αποτελούσε ούτε χαριτωμένο ούτε μη χαριτωμένο συμβάν αλλά ήταν στοιχείο του χώρου, όπως το ρολόι που απεκδύθηκε το κέλυφός του μέσα στο εργαστήριο του ωρολογοποιού. Αλλά όχι. Υπήρχαν όμως διαφορές. Για παράδειγμα η εξής: ο ωρολογοποιός γδύνει το ρολόι μέσα στο εργαστήριο, ό άντρας πήγε στο διπλανό δωμάτιο να γδυθεί και να ντυθεί. Το πρόσωπο του Χάινριχ Ράινεγκ ήταν βυθισμένο σε σκέψεις και σκοτεινό όπως πάντα αλλά μέσα του υπήρχε o ελαφρύς χλευασμός, με τον οποίο και ο ίδιος συχνά συλλογιζόταν τον εαυτό του. Χλευασμό που τον έτρεφε σε άσχημες και προφανώς και χαρούμενες ώρες σαν μια προστασία. ίσως ήταν αυτή μια εξαπάτηση του εαυτού του.

Όταν ο άντρας φόρεσε πάλι τα κανονικά του ρούχα, η γυναίκα ρώτησε: «Τι γίνεται με τον πνεύμονα;»

Αυτός έδειξε ένα σημείωμα, που πάνω του ήταν σημειωμένη μια ιατρική αναφορά. Ο νεαρός γιατρός με τη μεγάλη φαλάκρα ήρθε εκείνη τη στιγμή, εξέτασε το σημείωμα και απεφάνθη ψυχρά: «Δεν είμαστε ίδρυμα πνευμονολογικών παθήσεων, προφανώς πρόκειται για λάθος.»

«Όχι, όχι», είπε η γιατρός, «δεν είναι λάθος, σε μας ανήκει.»

Είναι ωραίο, σκέφτηκε ο Χάινριχ Ράινεγκ, τώρα βρίσκομαι λοιπόν εκεί, όπου ανήκω.

 

1. Gletscherrelief, σημαίνει παγετωνικό απολίθωμα. Προφανώς κάποιος γλωσσοδέτης ώστε να διαπιστωθεί η άρθρωση του ασθενούς.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

* Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ζει στην Πάτμο, εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση και ασχολείται συστηματικά με μεταφράσεις, κυρίως λογοτεχνίας, από τα γερμανικά στα ελληνικά, χωρίς να είναι εξ’ επαγγέλματος μεταφραστής. Έχουν δημοσιευτεί μεταφράσεις του σχετικές με το έργο του Αλεξέι Τολστόι ,διηγημάτων του Τσέχωφ, καθώς και μεταφράσεις κριτικών για τον Κάφκα.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top