Fractal

Μετάφραση: Άντον Τσέχοφ «ΟΙ ΜΟΥΖΙΚΟΙ» (1897)

Μετάφραση: Γιάννης Παπαδόπουλος // *

 

 

Generated by IJG JPEG Library

 

Άντον Τσέχοφ «ΟΙ ΜΟΥΖΙΚΟΙ» (1897)

 

Ι

Ο σερβιτόρος στο μοσχοβίτικο ξενοδοχείο «Σλαβικό Μπαζάρ», ο Νικολάι Τσικιλντέγιεβ, ήταν άρρωστος. Τα πόδια του δεν τον υπηρετούσαν και το βάδισμά του έγινε επισφαλές, έτσι που μια φορά, περπατώντας στο διάδρομο, σκόνταψε και έπεσε μαζί με τον δίσκο, που πάνω του βρισκόταν μια μερίδα χοιρινό με αρακά. Έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση του. Τα δικά του χρήματα καθώς και αυτά της γυναίκας του τα ξόδεψε σε γιατρούς και φάρμακα, για τα προς το ζην δεν περίσσεψε πια τίποτε. Του ήταν ανυπόφορο να είναι χωρίς δουλειά και συνεπώς αποφάσισε ότι θα ήταν το καλύτερο να πάει στο σπίτι, στο χωριό. Στο σπίτι η αρρώστια είναι ελαφρύτερη και η ζωή φτηνότερη και δεν λέγεται στην τύχη πως στο σπίτι κάποιον τον βοηθούν και οι τοίχοι.

Έφτασε κατά το βράδυ στο χωριό του, στο Σούκοβο(1). Στις παιδικές του αναμνήσεις η πατρική στέγη εμφανιζόταν φωτεινή, ευρύχωρη και άνετη, τώρα όμως τρόμαξε πολύ, όταν πάτησε το πόδι του στην καλύβα(2). Τόσο σκοτεινή, στενή και βρώμικη ήταν. Η Όλγα, η γυναίκα του και η Σάσα, η κόρη του, που ταξίδεψαν μαζί του, παρατηρούσαν έκπληκτες το μεγάλο βρώμικο φούρνο, που έπιανε σχεδόν τη μισή κάμαρα και ήταν μαύρος από την καπνιά και τις μύγες. Ο φούρνος είχε γείρει, τα δοκάρια των τοίχων είχαν βυθιστεί και το αγροτόσπιτο έμοιαζε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαστεί. Στη δεξιά γωνία, δίπλα στο εικονοστάσι, αντί για κάδρα υπήρχανε κολλημένες εικόνες από ετικέτες μπουκαλιών και κουρελόχαρτα εφημερίδων. Αχ, η φτώχεια, η φτώχεια, η φτώχεια!

Από τους ενήλικες δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι, ήτανε όλοι στo θερισμό. Πάνω στο φούρνο καθόταν ένα κορίτσι περίπου οκτώ χρονών, κατάξανθο, άπλυτο, αδιάφορο’ δεν τους κοίταξε ούτε μια φορά. Κάτω, μια άσπρη γάτα τριβόταν στη λαβή του αρότρου. .

«Ψιτ, ψιτ!» τη φώναξε η Σάσα, «ψιτ!»

«Δεν ακούει», είπε το κορίτσι. «Είναι κουφή.»

«Πως γίνεται αυτό;»

«Έτσι. Την ξυλοφορτώσανε.»

Ο Νικολάι και η Όλγα με την πρώτη ματιά αντιλήφθηκαν πώς θα ήταν εδώ η ζωή, δεν είπαν όμως τίποτε μεταξύ τους’ απόθεσαν σιωπηλά τους μπόγους τους και πάλι σιωπηλά βγήκαν στο δρόμο. Η καλύβα τους ήτανε η τρίτη απ’ το τέλος του χωριού και φαινόταν να είναι η πιο φτωχική και η πιο παλιά’ η δεύτερη δεν ήταν και καλύτερη, το τελευταίο σπίτι όμως είχε σιδερένια στέγη και κουρτίνες στα παράθυρα. Το σπίτι αυτό, που δεν ήταν περιφραγμένο, έστεκε απομονωμένο και φιλοξενούσε το καπηλειό. Οι καλύβες των μουζίκων σχημάτιζαν μόνο μια σειρά και ολόκληρο το χωριό, ήσυχο και ονειρεμένο με τις ιτιές, με τους θάμνους της κουφοξυλιάς και τις αγριοκυδωνιές να ξεπροβάλουν απ’ τις αυλές, πρόσφερε μια φιλική ματιά.

Πίσω απ’ τις αυλές των μουζίκων άρχιζε ο γκρεμός προς το ποτάμι, που ήταν τόσο απότομος και κρημνώδης, ώστε εδώ κι εκεί εξείχανε στη λάσπη τεράστιες πέτρες. Κατά μήκος αυτής της κατηφόρας, ανάμεσα στις πέτρες αυτές και στους γλυμμένους απ’ το νερό πήλινους λάκκους, ξεδιπλώνονταν μονοπάτια και σε σωρούς ολόκληρους βρισκόντουσαν θρυμματισμένα πιατικά, άλλοτε καφετιά, άλλοτε κόκκινα, από κάτω όμως ξεδιπλωνόταν εδώ κι εκεί μια εκτεταμένη, επίπεδη, μέσα στο φωτεινό πράσινο πεδιάδα, που ήταν ήδη θερισμένη και πάνω της έβοσκαν τώρα τα βοοειδή των μουζίκων. Ο ποταμός με την οφιοειδή κίνηση, με τις υπέροχες σγουρές σημύδες, βρισκόταν ένα βέρστ(3) απόσταση απ’ το χωριό, πίσω του πάλι μια εκτεταμένη πεδιάδα, ένα κοπάδι βόδια, μακριές σειρές από άσπρες πάπιες, μετά ξανά, όπως στην εδώ πλευρά, μια απότομη κατηφοριά, και ψηλά, πάνω στο λόφο, έστεκε η ενοριακή εκκλησία με τους πέντε τρούλους και κάπως παράμερα το σπίτι του κτηματία.

«Πόσο όμορφα είναι εδώ σε σας», είπε η Όλγα και σταυροκοπιόταν στη θέα της εκκλησίας. «πόσο ανοιχτά κι ελεύθερα, Θεέ μου!»

Ακριβώς τη στιγμή εκείνη ηχούσαν οι καμπάνες για τον εσπερινό’ ήτανε Σαββατόβραδο. Δυο μικρές κοπέλες, που κουβαλούσαν κάτω έναν κουβά νερό, κοίταξαν προς την εκκλησία για να ακούσουν τις καμπάνες.

«Περίπου αυτή την ώρα προσφέρεται στο <Σλαβικό Μπαζάρ> το δείπνο …», είπε σκεπτικός ο Νικολάι.

Και ενώ κάθονταν στην άκρη του απότομου γκρεμού, ο Νικολάι και η Όλγα κοίταζαν, , πώς έδυε ο ήλιος, πώς ο χρυσαφί και πορφυρένιος ουρανός καθρεφτιζόταν στο ποτάμι, στα παράθυρα της εκκλησίας και στον αέρα γύρω-γύρω, που ήταν ήσυχος, γλυκός και απερίγραπτα καθαρός, έτσι που στη Μόσχα δεν είναι ποτέ. Και όταν ο ήλιος έδυσε, τραβούσε το δρόμο του από μπροστά τους το κοπάδι, βελάζοντας και μουγκρίζοντας, πάπιες απ’ την άλλη όχθη πλησίαζαν πετώντας- και τα πάντα ήταν βουβά, το απαλό φως έσβηνε στον αέρα και γοργά εκτεινόταν το βραδινό σκοτάδι.

Στο μεταξύ γυρίσανε στο σπίτι οι ηλικιωμένοι, ο πατέρας και η μητέρα του Νικολάι, της ίδιας κοψιάς και οι δύο, ισχνοί, σκυφτοί, φαφούτηδες. Ήρθανε και οι γυναίκες- οι συννυφάδες, Μάργια και Φγιόκλα, που δούλευαν στην άλλη μεριά του ποταμού, στον κτηματία. Η Μάργια, η γυναίκα του αδελφού του, του Κυριάκου, είχε έξι παιδιά, η Φγιόκλα, η γυναίκα του άλλου του αδελφού, του Ντένις, που είχε καταταχθεί στο στρατό, δυο παιδιά και όταν ο Νικολάι, μπαίνοντας στο σπίτι, αντίκρισε όλη την οικογένεια, όλα αυτά τα μεγάλα και μικρά πλάσματα, που ήταν σε κίνηση στο πάτωμα, στις κούνιες και σ’ όλες τις γωνιές και όταν είδε με τι λαιμαργία έτρωγαν ο γέρος και οι γυναίκες το ψωμί, που το βουτούσαν στο νερό, , τότε σκέφτηκε ότι ήταν εντελώς ανόητο που ήρθε εδώ, άρρωστος, χωρίς χρήματα και εκτός αυτού με οικογένεια-εντελώς ανόητο!

«Και πού είναι ο αδελφός μου, ο Κυριάκ;» ρώτησε, αφού χαιρετιστήκαν.

«Ζει στο σπίτι ενός εμπόρου, δουλεύει φύλακας», είπε ο πατέρας, «στο δάσος. Δεν είναι κακός αγρότης, μόνο πίνει πολύ.»

«Τίποτε δεν κερδίζει!» είπε η γριά θρηνητικά . «Οι αγρότες μας είναι γερά ποτήρια, δε φέρνουνε στο σπίτι τίποτε παρά μόνο ξοδεύουνε. Ο Κυριάκ πίνει. Και ο γέρος το ίδιο, για ποιο λόγο να το κρύψουμε, ξέρει το δρόμο για το χάνι καλά. Η Παναγιά είναι εξοργισμένη.»

Προς τιμή των ξένων έβαλαν το σαμοβάρι. Το τσάι μύριζε ψαρίλα, η ζάχαρη ήταν φαγωμένη και γκρίζα, πάνω στο ψωμί και στα σκεύη έτρεχαν οι κατσαρίδες, ήταν αηδιαστικό να πίνεις αλλά και η συζήτηση ήταν απωθητική, συνέχεια για τη φτώχεια και για αρρώστιες. Αλλά δεν είχαν ακόμη αποτελειώσει ένα φλιτζάνι τσάι και τότε αντήχησε απ’ έξω μια δυνατή, παρατεταμένη, μεθυσμένη κραυγή: «Μά-αργια!»

«Ο Κυριάκ μοιάζει να είναι», είπε ο γέρος «είναι σαν το λύκο του παραμυθιού.» Όλοι σώπασαν. Μετά από λιγάκι ήχησε πάλι η ίδια κραυγή, άξεστη, μακρόσυρτη, σαν να έβγαινε απ’ τη γη. «Μά-αργια!»

Η Μάργια, η μεγαλύτερη νύφη, χλόμιασε και στριμώχτηκε στο φούρνο- και σου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση να βλέπεις καταπρόσωπο την έκφραση του τρόμου αυτής της δυνατής, άσχημης γυναίκας με τις φαρδιές πλάτες. Η κόρη της, το ίδιο κοριτσάκι, που είχε κάτσει πάνω στο φούρνο και έμοιαζε να είναι εντελώς αμέτοχη, άρχισε ξαφνικά να κλαίει δυνατά.

«Τι βάζεις τα κλάματα εκεί πέρα», της έβαλε τις φωνές η Φγίοκλα, μια όμορφη, δυνατή, με φαρδιές πλάτες αγρότισσα. «Δε σε σκοτώνει κιόλας!»

Από τον γέρο πληροφορήθηκε ο Νικολάι, πως η Μάργια φοβότανε να πάει να ζήσει με τον Κυριάκ στο δάσος και ότι, όταν ήταν μεθυσμένος, φρόντιζε κάθε φορά να πάει να την πάρει και με την ευκαιρία έκανε σαματά και την ξυλοφόρτωνε.

«Μά-αργια», ήχησε η φωνή ακριβώς μπροστά στην πόρτα.

Προστατεύστε με, για το όνομα του Χριστού, αγαπημένοι μου», τραύλισε η Μάργια και ανέπνεε σαν να την είχαν βάλει σε πολύ κρύο νερό, «προστατεύστε με, αγαπημένοι μου…»

Όλα τα παιδιά, όσα απ’ αυτά ήταν στην κάμαρα, άρχισαν να κλαίνε και όταν η Σάσα τα είδε, άρχισε να κλαίει κι’ αυτή. Ακουγόταν ο βήχας του μεθυσμένου και στο σπίτι πάτησε ένας ψηλός μουζίκος, με μαύρα γένια που φορούσε έναν χειμωνιάτικο σκούφο- κι επειδή στο θολό φέγγος της μικρής λάμπας δεν αναγνωριζόταν το πρόσωπό του, έμοιαζε τρομακτικός. Ήταν ο Κυριάκ. Πλησίασε τη γυναίκα του, σήκωσε το χέρι και τη χτύπησε με δύναμη με τη γροθιά στο πρόσωπο- αυτή όμως δεν έβγαλε άχνα όπως ήταν ζαλισμένη απ το χτύπημα, και μόνο έσκυψε και αμέσως έτρεξε απ’ τη μύτη ποτάμι το αίμα.

«Τι ντροπή, τι ντροπή», μουρμούρισε ο γέρος και σκαρφάλωσε πάνω στο φούρνο, «και ένας λόγος παραπάνω μπροστά στους καλεσμένους!, Τι αμαρτία!»

Ο γέρος καθόταν όμως εκεί σιωπηλός, σκυμμένος και κάτι αναλογιζόταν’ η Φγιόκλα κούναγε την κούνια… Ο Κυριάκ που προφανώς έδειχνε τρομακτικός και ήταν ευχαριστημένος γι’ αυτό, έπιασε τη Μάργια απ’ το χέρι, την έσυρε στην πόρτα και, για να δείχνει τρομακτικότερος, ούρλιαζε σαν ζώο, όμως εκείνη τη στιγμή είδε ξαφνικά τους καλεσμένους και σταμάτησε.

«Α, ήρθατε…», είπε και ελευθέρωσε τη γυναίκα του. «Ο αδελφός με την οικογένειά του.»

Προσευχήθηκε μπροστά στο εικονοστάσι τρικλίζοντας πέρα- δώθε και ανοίγοντας διάπλατα τα μεθυσμένα, κατακόκκινα μάτια του, συνέχισε: «ο αδελφός με την οικογένειά του επέστρεψε στο πατρικό… απ’ τη Μόσχα λοιπόν. Η μεγάλη πρωτεύουσα, η μητέρα όλων των πόλεων.. Παρακαλώ συγχωρέστε με…» Κάθισε πάνω στο φούρνο δίπλα στο σαμοβάρι κι άρχισε να πίνει τσάι, ρουφώντας το δυνατά απ’ το πιατάκι μέσα στη γενική σιωπή… Αποτελείωσε περίπου δέκα φλιτζάνια, σωριάστηκε πάνω στο φούρνο και άρχισε να ροχαλίζει.

Πέσανε να κοιμηθούν. Ο Νικολάι, ως ασθενής έπρεπε να ξαπλώσει πάνω στο φούρνο’ η Σάσα ξάπλωσε στο πάτωμα και η Όλγα με τις γυναίκες πήγε στoν αχυρώνα. «Λοιπόν, αγαπημένες μου», είπε και ξάπλωσε δίπλα στη Μάργια πάνω στα άχυρα, «με τα δάκρυα δεν απαλλάσσεται κάποιος απ τα βάσανα! Υπομονή- αυτό είναι το παν! Το λέει και η Αγία Γραφή: σε χτυπάει κάποιος στο δεξί μάγουλο, πρόσφερέ του τότε και το αριστερό… Ναι, αγαπημένες μου!»

Μετά διηγήθηκε χαμηλόφωνα στον τραγουδιστό μοσχοβίτικο τόνο για τη ζωή της, πώς είχε υπηρετήσει σαν καμαριέρα στο Chambres garnies.

«Και στη Μόσχα υπάρχουν μεγάλα, πέτρινα σπίτια» διηγήθηκε, «πολλές, πολλές εκκλησίες, ατελείωτος αριθμός, αγαπημένες μου, και στα σπίτια μένουν μόνον αρχοντάνθρωποι, τόσο όμορφοι, τόσο καθώς πρέπει αρχοντάνθρωποι!»

Η Μάργια είπε ότι δεν πήγε ποτέ στη Μόσχα, ούτε στην επαρχιακή πόλη της περιφέρειάς της δεν πήγε’ δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει, δεν ήξερε προσευχές, ούτε το «Πάτερ ημών» δεν ήξερε. Αυτή και η άλλη νύφη, η Φγιόκλα, που καθόταν στην άκρη και άκουγε προσεκτικά- ήταν και οι δυο τους ακραία πρωτόγονες και δεν καταλάβαιναν τίποτε. Και οι δυο τους δεν αγαπούσαν τους άντρες τους. Η Μάργια φοβόταν τον Κυριάκ και όταν καθότανε μαζί της έτρεμε από τρόμο και κάθε φορά ζαλιζόταν δίπλα του επειδή μύριζε βαριά καπνό και αλκοόλ. Και η Φγιόκλα στην ερώτηση, αν της είναι βαρετά χωρίς άντρα απάντησε εξαγριωμένη: «Αχ, ο διάολος να τον πάρει!»

Μιλήσανε λιγάκι ακόμη και μετά σωπάσανε… Έκανε ψύχρα και δίπλα στον αχυρώνα έκραζε δυνατά ο πετεινός και ενοχλούσε τον ύπνο. Όταν το γαλαζωπό πρωινό φως άρχισε να μπαίνει απ’ όλες τις χαραμάδες, η Φγιόκλα σηκώθηκε αθόρυβα, βγήκε έξω και μετά ακουγόταν, πώς για κάπου έτρεχε, χτυπώντας με τα γυμνά της πόδια.

 

ΙΙ

Η Όλγα πήγε στην εκκλησία και πήρε και τη Μάργια μαζί. Καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι προς το λιβάδι, είχαν και οι δυο χαρούμενη διάθεση. Στην Όλγα άρεσε το διάπλατα ελεύθερο τοπίο και η Μάργια ένοιωθε να βρίσκει στη νύφη της, έναν κοντινό, έμπιστο άνθρωπο. Ο ήλιος ανέτειλε. Πάνω απ’ το λιβάδι αιωρούνταν χαμηλά ένα νωχελικό γεράκι, το ποτάμι ήταν σκοτεινό, εδώ κι εκεί κυμάτιζε ομίχλη, αλλά πέρα στις αυλές εκτεινόταν μια φωτεινή ακτίνα φωτός’ η εκκλησία έλαμπε και στον επιβλητικό της κήπο έκραζαν ασταμάτητα οι κάργιες.

«Ο γέρος δεν είναι κακός», είπε η Μάργια «αλλά η γιαγιά είναι αυστηρή και συνέχεια δέρνει. Ο δικός μας ο καρπός επαρκεί μέχρι την εβδομάδα του βουτύρου (4), τώρα αγοράζουμε αλεύρι απ’ το χάνι. Είναι, όμως, κακιά. Τρώτε πάρα πολύ, λέει.»

«Ι-ι, αγαπημένη μου! Βάστα, απ’ αυτό εξαρτώνται όλα. Είναι ειπωμένο: «ελάτε προς εμέ όλοι, οι οποίοι κοπιάζετε και φορτώνεστε με βάρη.»

Η Όλγα μιλούσε σοβαρά και μισοτραγουδιστά, το βάδισμά της ήταν όπως το βάδισμα μιας προσκυνήτριας, γρήγορο και βιαστικό. Καθημερινά διάβαζε το Ευαγγέλιο, το διάβαζε δυνατά, όπως στη θεία λειτουργία και αν και πολλά δεν τα καταλάβαινε, οι προτάσεις της Αγίας Γραφής τη συγκινούσαν μέχρι δακρύων και τις παλαιές λέξεις της εκκλησιαστικής γλώσσας τις έφερνε στα χείλη της με ένα γλυκό ανασκίρτημα της καρδιάς της. Πίστευε στο Θεό, στη μητέρα του Χριστού, στους Αγίους’ πίστευε πως σε κανέναν δεν επιτρέπεται να θίξει τον οποιοδήποτε στον κόσμο- ούτε τους απλούς ανθρώπους, ούτε τους γερμανούς, ούτε τους τσιγγάνους ή τους εβραίους και επιπλέον θα τους βγει άσχημα εκείνων που δεν δείχνουν συμπόνια στα ζώα. Πίστευε ότι αυτά βρίσκονται γραμμένα στην Αγία Γραφή και, εξ αιτίας τούτου, το πρόσωπό της ήταν συγκινημένο και έλαμπε, ακόμη κι όταν πρόφερε ακατανόητες γι’ αυτήν λέξεις από τις Γραφές.

«Από πού κατάγεσαι;» ρώτησε η Μάργια.

«Από το Βλαντιμίρ(5). Αλλά με έφεραν στη Μόσχα από νωρίς, όταν ήμουν οκτώ χρονών.»

Έφτασαν στο ποτάμι. Στην άλλη όχθη ακριβώς δίπλα στο ποτάμι στεκόταν μια γυναίκα και γδυνόταν.

«Η Φγιόκλα μας είναι αυτή», είπε η Μάργια, «πέρασε το ποτάμι και πήγε στην αυλή του αφέντη. Έχει μεγάλο θράσος είναι και ξεδιάντροπη!»

Η Φγιόκλα, με μαύρα φρύδια, νέα ακόμη και δυνατή σαν κορίτσι, πήδηξε με λυμένα τα μαλλιά απ’ την όχθη στο ποτάμι και άρχισε να χτυπάει τα πόδια στο νερό, έτσι που απ’ όλες της τις μεριές έβγαιναν κυματισμοί.

«Ένα πολύ θρασύ θηλυκό!» επανέλαβε η Μάργια.

Πάνω απ’ το ποτάμι ήταν τοποθετημένο ένα αιωρούμενο σανιδένιο πέρασμα και ακριβώς την ώρα που περνούσαν απέναντι, κολυμπούσαν γύρω- γύρω στο καθαρό, διάφανο νερό κοπάδια πλατυμέτωπων κυπρίνων. Πάνω στους πράσινους θάμνους που κοίταζαν το νερό, έλαμπε η πάχνη. Φυσούσε ένας ελαφρύς ζεστός αέρας, ένοιωθες ευχάριστα. Τι υπέροχο πρωινό. Και πόσο υπέροχη όμως θα μπορούσε να είναι η ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο, αν δεν υπήρχε η ένδεια, η χωρίς διέξοδο ένδεια, απ’ την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί! Τώρα δεν χρειαζόταν παρά να κοιτάξουν γύρω τους προς το χωριό και να φέρουν ζωηρά στη μνήμη τους τα χθεσινά και η μαγική εικόνα που επικρατούσε γύρω τους εξαφανίστηκε σε μια στιγμή.

Έφτασαν στην εκκλησία. Η Μάργια στάθηκε στην είσοδο και δεν τολμούσε να προχωρήσει. Δεν τολμούσε ούτε να καθίσει για λίγο, παρ ότι μόλις μετά τις οκτώ θα άρχιζαν να χτυπάνε οι καμπάνες για τη λειτουργία. Έτσι, άντεξε όλη την ώρα την ορθοστασία.

Αφού διαβάστηκε το Ευαγγέλιο, παρατηρήθηκε στο πλήρωμα της εκκλησίας μια ξαφνική κινητικότητα και έκανε χώρο στην οικογένεια του κτηματία’ ήρθαν μέσα δυο κορίτσια με λευκά φορέματα, φορώντας καπέλα με φαρδύ γείσο, μαζί τους ένα χοντρό αγόρι με κόκκινα μάγουλα και ναυτική φορεσιά. Η εμφάνισή τους συγκίνησε την Όλγα, που με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως επρόκειτο για καθώς πρέπει , μορφωμένους και όμορφους ανθρώπους. Η Μάργια όμως κοίταζε προς τα μέσα δύσθυμη, σκοτεινή, σκυθρωπή, έτσι , σαν να μπήκαν μέσα όχι άνθρωποι αλλά τερατώδεις μορφές, που θα την συνθλίβανε, αν δεν έκανε στην άκρη.

Και όταν ο διάκονος εκφώνησε κάτι με την μπάσα του φωνή, αυτή νόμιζε πως διακρίνει συνεχώς την κραυγή «Μά-αργια!» και κάθε φορά σπαρτάραγε.

 

ΙΙΙ

Στο χωριό πληροφορήθηκαν για την άφιξη των επισκεπτών και μάλιστα μετά τη λειτουργία ήρθαν πολλοί άνθρωποι στην καλύβα.

Ήρθαν και οι Λεονίτσεβς και οι Ματβάιτσεβς και οι Ιλίτσοβς, ώστε να πληροφορηθούν για τους συγγενείς τους που είχαν προσληφθεί στη Μόσχα. Όλα τα παλικαράκια του Σούκοβο, που μπορούσαν να γράφουν και να διαβάζουν, τα φέρανε στη Μόσχα να γίνουν σερβιτόροι και υπηρέτες δωματίου, όπως εκείνοι απ’ το χωριό στην άλλη μεριά του ποταμού που γίνονταν μόνο αρτοποιοί. έτσι, ήταν μια μακρά παράδοση απ’ τον καιρό της δουλοπαροικίας κιόλας, όταν ένας κάποιος Λούκα Ίβανιτς, ένας τώρα μυθικός μουζίκος απ’ το Σούκοβο, ο οποίος είχε απασχοληθεί σε μια μοσχοβίτικη λέσχη σαν μπουφετζής, έβαζε μαζί του σε θέσεις μόνο τους συμπατριώτες του. αυτοί σύστηναν, όταν φτάνανε σε αναγνώριση, πάλι τους συγγενείς τους και τους εξασφάλιζαν δουλειά σε ξενοδοχεία και ρεστοράν’ και έκτοτε δε λεγότανε το Σούκοβο μεταξύ των μουζίκων, τίποτε άλλο παρά «χωριό των λακέδων». Τον Νικολάι τον έφερε κάποιος στη Μόσχα όταν ήταν επτά χρονών και τη θέση του την εξασφάλισε ο Ιβάν Μάκαριτς από την οικογένεια των Ματβάιτσεβ, που τότε ήταν στο “Eremitage” υπηρέτης στο θεωρείο. Και τώρα έλεγε

ο Νικολάι, απευθυνόμενος στους Ματσέιτσεβς, σε διδακτικό τόνο: «Ο Ιβάν Μάκαριτς ήταν ο ευεργέτης μου και πρέπει μέρα- νύχτα να προσεύχομαι γι’ αυτόν στο Θεό, γιατί χάρη σ’ αυτόν έχω γίνει ένας χρήσιμος άνθρωπος.»

«Ξαδελφούλη», ρώτησε κλαμένη μια υψηλόσωμη γριά, η αδελφή του Ιβάν Μάκαριτς, «τώρα δεν ακούγεται πια τίποτε για τον αγαπημένο μας.»

«Το χειμώνα δούλευε ακόμη στο Haumont αλλά αυτή τη σεζόν πρέπει, έτσι ακούγεται, να έχει βρει μια θέση κάπου εκτός πόλης σε ένα κέντρο με κήπο… Γέρασε! Παλιότερα τα κατάφερνε κι έφερνε το καλοκαίρι στο σπίτι περίπου δέκα ρούβλια τη μέρα αλλά τώρα τα μαγαζιά πάνε παντού άσχημα, πρέπει πραγματικά να ταλαιπωρείται ο γέρος.»

Οι μεγάλες και οι νέες γυναίκες έριχναν ματιές στα πόδια του Νικολάι, που ήταν χωμένα σε κετσεδένιες μπότες, καθώς και στο χλωμό του πρόσωπο και έλεγαν λυπημένες: «Δεν είσαι καλά, Νικολάι Όσιπιτς! Γιατί όμως;»

Και όλοι χάιδευαν τη Σάσα. Ήταν ήδη πάνω από δέκα χρονών αλλά μικροκαμωμένη, πολύ ισχνή και, σύμφωνα με την όψη της, την πέρναγες για επτάχρονη. Όχι μεγαλύτερη. Ανάμεσα στα άλλα κορίτσια, που ήταν ηλιοκαμένα, άσχημα κουρεμένα και φορούσαν πουκάμισα κουμπωμένα μέχρι πάνω, έμοιαζε η Σάσα με το λευκό της προσωπάκι και τα μεγάλα μαύρα της μάτια, με μια κόκκινη κορδελίτσα στα μαλλιά, σαν ένα μικρό ζώο, που το έπιασαν στον αγρό και το έφεραν στο σπίτι.

«Μπορεί και να διαβάσει!» κόμπασε η Όλγα και έριξε μια τρυφερή ματιά στην κορούλα της. «Διάβασε κάτι δυνατά, κορίτσι μου!» είπε και έβγαλε απ’ το δισάκι της το Ευαγγέλιο. «Διάβασε δυνατά, όλοι οι χριστιανοί θα ακούσουνε με προσοχή.»

Ήταν ένα παλιό, βαρύ Ευαγγέλιο, δερματόδετο με φθαρμένες άκρες, και έβγαινε απ’ αυτό μια μυρωδιά, σαν να είχανε μπει στην καλύβα μοναχοί. Η Σάσα τέντωσε ψηλά τα φρύδια και άρχισε να διαβάζει δυνατά, με τραγουδιστή φωνή: «επειδή όμως αγνοούσαν το γεγονός, δες, εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου στο όνειρο του Ιωσήφ και είπε: <σήκω και πάρε το βρέφος και τη μητέρα του…>»

«Το βρέφος και τη μητέρα του», επανέλαβε η Όλγα και έγινε κατακόκκινη από έξαψη.

«Και να καταφύγεις προς το βασίλειο της Αίγυπτου… και μείνετε όλοι εκεί, μέχρι να σου πω…»

Στα λόγια «όλοι εκεί» δεν μπόρεσε η Όλγα να κρατηθεί και άρχισε να κλαίει. Και η Μάργια έκλαιγε με αναφιλητά, όταν κοίταζε προς το μέρος της και μετά η αδελφή του Ιβάν Μάκαριτς. Ο γέρος άρχισε να βήχει και να ψάχνει γύρω- γύρω για να δώσει στην εγγονούλα του μια λιχουδιά, μη βρίσκοντας όμως τίποτε, έκανε μόνο μια αμήχανη χειρονομία. Και όταν η ανάγνωση είχε τελειώσει, έφυγαν οι γείτονες για το σπίτι τους, συγκινημένοι και πολύ ευχαριστημένοι με τη Σάσα.

Λόγω της γιορτής η οικογένεια έμεινε όλη τη μέρα στο σπίτι. Η γριά, την οποία όλοι, ο άντρας της, οι νύφες της και τα εγγόνια την έλεγαν με την ίδια λέξη: γιαγιά, είχε κουραστεί να τα κάνει όλα αυτή’ άναβε η ίδια το φούρνο και έβαζε το σαμοβάρι, πήγαινε η ίδια κάθε μεσημέρι στους δουλευτάδες στα χωράφια και μετά μουρμούριζε ότι πρέπει να ξεπατώνεται στη δουλειά. Και συνεχώς ήταν σε ανησυχία, πως κάποιος έφαγε ένα κομμάτι παρά πάνω, πως ο γέρος και οι νύφες τεμπελιάζουν. Μόλις που νόμιζε πως άκουγε τις πάπιες του χανιτζή πως έτρεξαν απ’ την πίσω αυλή και ήρθανε στο λαχανόκηπό της, έβγαινε τρέχοντας με ένα μακρύ μπαστούνι απ’ την καλύβα και για μισή ώρα μετά τσίριζε πάνω απ’ τα λάχανα της, που ήταν μαραμένα και ελεεινά όπως η ίδια’ μόλις της φαινόταν πως μια καρακάξα προσεγγίζει τα πουλάκια της, κατσαδιάζοντας την, της ορμούσε. Οργιζόταν και μουρμούριζε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και συχνά ύψωνε τέτοια κραυγή, που οι περαστικοί στο δρόμο κοντοστέκονταν.

Στον γέρο της δεν φερόταν φιλικά, του απένειμε τον τίτλο πότε τεμπελόσκυλο, πότε παλιοτόμαρο. Ήταν ένας ασταθής, αναξιόπιστος μουζίκος και πιθανότατα να μην είχε δουλέψει ποτέ του αλλά να καθόταν πάνω στο φούρνο και να κουβέντιαζε, αν αυτή δεν τον κινητοποιούσε συνεχώς να πάει για δουλειά. Αναλυτικά διηγείτο στο γιό του για κάποιους απροσδιόριστους εχθρούς, τους οποίους είχε, παραπονιόταν για προσβολές, τις οποίες δήθεν καθημερινά θα έπρεπε να υπομένει από γείτονές του και ήταν βαρετό να τον ακούς.

«Ναι», διηγείτο και στήριζε τα χέρια στη μέση. «Ναι… Μια βδομάδα μετά τη γιορτή της ύψωσης του Σταυρού (6) ήθελα να πουλήσω το άχυρο χωρίς μεσάζοντα για τριάντα καπίκια το πουντ(7)… Ωραία λοιπόν… κουβαλάω λοιπόν χωρίς μεσάζοντα το πρωί το άχυρο, κανένανε δεν απαντάω’ ακριβώς την ακατάλληλη στιγμή, βλέπω, βγαίνει απ’ το χάνι ο κοινοτάρχης (8}, ο Αντίπ Σεντέλνικοβ. < που το πας το άχυρο, γάιδαρε!>- και μου δίνει μια κατακέφαλα.»

Ο Κυριάκ είχε μια τρομερή κατάπτωση απ’ το μεθύσι και μπροστά στον αδελφό του ντρεπότανε.

«Τι σου κάνει όμως το ρακί. Αχ, Θεέ μου!» μουρμούριζε και κούναγε το πονεμένο του κεφάλι.

«Συγχωρέστε με, για όνομα του Χριστού, αδελφέ και αδελφή, δεν είμαι ούτε κι εγώ ο ίδιος χαρούμενος.»

Εξ’ αιτίας της γιορτής αγόρασαν απ’ το χάνι μια ρέγκα και απ’ το κεφάλι της έβρασαν σούπα. Το μεσημέρι κάθισαν όλοι για τσάι και έπιναν για ώρα, μέχρι που ίδρωσαν και ήταν απ’ το τσάι σαν πρησμένοι’ μετά ξεκίνησαν να τρώνε τη σούπα, όλοι απ την ίδια κατσαρόλα. Τη ρέγκα την είχε κρύψει η γιαγιά.

Το βράδυ ένας αγγειοπλάστης έψηνε δίπλα στο γκρεμό τα δύο του κατσαρόλια. Κάτω στο λιβάδι οι κοπέλες χόρευαν έναν κυκλικό χορό και τον συνόδευαν με τραγούδι. Κάποιος έπαιζε φυσαρμόνικα. Και στην άλλη όχθη του ποταμού άναβε ένας φούρνος και οι κοπέλες τραγουδούσαν και από μακριά έμοιαζε το τραγούδι αυτό αρμονικό και τρυφερό. Μέσα και δίπλα στο χάνι οι μουζίκοι θορυβούσαν’ τραγουδούσαν με μεθυσμένες φωνές, καθένας για τον εαυτό του και έβριζαν τόσο, που η Όλγα ανατρίχιαζε και έλεγε: «Αχ, Θεέ μου!…»

Την εντυπωσίαζε, που ακούγονταν συνεχώς βρισιές και που δυνατότερα και για μεγαλύτερη διάρκεια έβριζαν οι γέροι, οι έτοιμοι να πεθάνουν. Και τα παιδιά και οι κοπέλες άκουγαν τις βρισιές αυτές και δεν είχαν την παραμικρή αμηχανία αφού προφανώς είχαν συνηθίσει από κούνια. Πέρασαν τα μεσάνυχτα, εδώθε και εκείθε τα καμίνια των αγγειοπλαστών έσβησαν ήδη, αλλά κάτω στο λιβάδι συνεχιζόταν ακόμη η φασαρία. Ο γέρος και ο Κυριάκ, μεθυσμένοι και οι δύο, κρατούσε ό ένας τον άλλο για να στηριχθούν και πήγαν στον αχυρώνα, όπου βρισκόταν η Όλγα και η Μάργια.

«Άστο», προσπαθούσε να το συζητήσει ο γέρος με τον Κυριάκ, «άστο… ήσυχη γυναικούλα είναι… Αμαρτία είναι

«Μά-αργια!» φώναξε ο Κυριάκ.

«Άστο… αμαρτία είναι… Είναι καλή γυναικούλα.»

Στάθηκαν για μια στιγμή και οι δύο τους μπροστά στον αχυρώνα και μετά έφυγαν.

«Αγαπά-ωω τα λουλούδια του αγρού!» άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει ο γέρος με ψηλή διαπεραστική φωνή. «Μου αρέσει να τα κόβω στην ποταμιά!»

Μετά έφτυσε, άφησε να ακουστεί μια χυδαία βλαστήμια και πήγε στην καλύβα.

 

IV

Η γιαγιά είχε ορίσει τη Σάσα για τα επιτηρεί το λαχανόκηπό της και της σύστησε να δώσει προσοχή ώστε να μην μπούνε μέσα οι χήνες. Ήταν μια καυτή αυγουστιάτικη μέρα. Οι χήνες του χανιτζή μπορούσαν να εισβάλουν στον κήπο απ’ την πίσω αυλή, τώρα όμως ήταν απασχολημένες με κάτι άλλο και μπροστά στο χάνι μάζευαν τη βρώμη, κουτσομπολεύοντας ειρηνικά και μόνο ο αρχηγός του κοπαδιού σήκωνε ψηλά το κεφάλι του, ώστε να έχει εποπτεία, μήπως έρχεται η γριά με το μπαστούνι’ οι υπόλοιπες χήνες μπορούσαν να εισβάλουν απ’ την κάτω μεριά αλλά τώρα έβοσκαν μακριά, στην άλλη όχθη του ποταμού, σκορπισμένες πάνω στο λιβάδι σαν μια μακριά, λευκή γιρλάντα. Η Σάσα έμεινε εκεί για λίγο, μετά βαρέθηκε και έτρεξε προς την απότομη όχθη, αφού είδε πως οι χήνες δεν ήρθαν.

Εκεί είδε την μεγαλύτερη κόρη της Μάργιας, τη Μότγιακα, που στεκόταν ακίνητη πάνω σε μια τεράστια πέτρα και κοίταζε μακριά προς την εκκλησία. Η Μάργια είχε γεννήσει δεκατρείς φορές αλλά της έμειναν μόνον έξι παιδιά και μόνο κορίτσια, ούτε ένα αγόρι, το μεγαλύτερο κορίτσι ήταν οκτώ χρονών. Η Μότγιακα στεκόταν ξυπόλυτη στην καλοκαιρινή κάψα, φορώντας ένα μακρύ πουκάμισο, ο ήλιος την τρυπούσε κατευθείαν στο κεφάλι αλλά αυτή δεν ένοιωθε τίποτε και στεκόταν σαν μαρμαρωμένη. Η Σάσα στάθηκε δίπλα της και είπε, κοιτάζοντας την εκκλησία: «στην εκκλησία κατοικεί ο θεός. Στους ανθρώπους καίνε λυχναράκια και κεριά, στον Θεό όμως κόκκινα, πράσινα και μπλε λυχναράκια της εκκλησίας που μοιάζουν με ματάκια. Τις νύχτες ο Θεός διασχίζει την εκκλησία και μαζί του η Αγία Θεομήτωρ και ο Άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός- τουπ, τουπ, τουπ… και τον φύλακα της εκκλησίας τον πιάνει σύγκρυο, σύγκρυο! Ι-ι-, αγαπημένη μου», πρόσθεσε και μιμήθηκε τη μάνα της. «Και όταν έρθει το τέλος του κόσμου, τότε όλες οι εκκλησίες θα ανέβουν ψηλά στον ουρανό.»

«Μαζί με τις κα-κα- μπάνες;» ρώτησε με βαθιά φωνή η Μότγιακα, τραβώντας τις συλλαβές.

«Μαζί με τις καμπάνες. Και όταν φτάσει το τέλος του κόσμου, οι καλοί θα έρθουν στον παράδεισο, οι κακοί όμως θα καίγονται σε αιώνια άσβηστη φωτιά, αγαπημένη μου. Στη μητέρα μου όπως επίσης και στη Μάργια ο Θεός θα πει: σε κανέναν δεν κάνατε κακό και γι’ αυτό ελάτε δεξιά, στον παράδεισο’ στον Κυριάκ όμως και στη γιαγιά θα πει: εσείς όμως πηγαίνετε αριστερά στην αιώνια φωτιά. Και όποιος τρώει στη νηστεία απαγορευμένα φαγητά, κι αυτός επίσης στη φωτιά.»

Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, άνοιξε διάπλατα τα μάτια και είπε: «Κοίτα στον ουρανό και μην κουνάς τα βλέφαρα- τότε φαίνονται οι Άγγελοι.»

Η Μότγιακα άρχισε κι αυτή να κοιτάει τον ουρανό και για ένα λεπτό έμεινε σιωπηλή.

«Βλέπεις;» ρώτησε η Σάσα

«Δεν μπορώ τίποτε να δω», είπε με βαθιά φωνή η Μότγιακα.

«Εγώ όμως βλέπω. Πολύ μικρά Αγγελούδια περιπλανιούνται στον ουρανό και φεύγουν σαν αστραπή με τα φτεράκια τους όπως τα κουνούπια.»

Η Μότγιακα συλλογίστηκε για λίγο, κοιτώντας το έδαφος και μετά ρώτησε: «Η γιαγιά θα καεί;»

«Θα καεί, αγαπημένη μου.»

Πάνω απ’ την πέτρα φαινόταν το έδαφος να χαμηλώνει ομοιόμορφα και μαλακά μέχρι που άρχιζε η πεδιάδα δίπλα στο ποτάμι’ ήταν σκεπασμένο με απαλό, πράσινο γρασίδι, έτσι που σου ερχόταν η διάθεση να το αγγίξεις με το χέρι ή να ξαπλώσεις πάνω του. Η Σάσα κάθισε κάτω και αφέθηκε να κυλήσει. Και η Μότγιακα το ίδιο, κάθισε κάτω με σοβαρό πρόσωπο, αναπνέοντας βαριά και κύλησε προς τα κάτω και συγχρόνως τράβηξε το πουκάμισό της ψηλά μέχρι τους ώμους.

«Πόσο χαρούμενη είμαι.» είπε η Σάσα ενθουσιασμένη.

Πήγαν πάλι προς τα πάνω για να αφεθούν να κυλήσουν άλλη μια φορά αλλά την ίδια στιγμή άκουσαν τη γνωστή τσιριχτή φωνή. Ω, ήταν τρομακτικό! Η φαφούτα, κοκκαλιάρα, καμπουριαστή γιαγιά, με κοντά, γκρίζα μαλλιά που ανέμιζαν στον αέρα, κυνηγούσε με ένα μακρύ μπαστούνι τις χήνες απ’ το λαχανόκηπο και τσίριζε: «Τσαλαπατήσατε όλα τα λάχανα, καταραμένα ζώα, τρισκατάρατα, που να τα κακαρώσετε, που να σας πάρει ο διάολος!»

Είδε τα κορίτσια, πέταξε κάτω το μπαστούνι, πήρε ένα ραβδί, άρπαξε τη Σάσα με τα στεγνά και σκληρά σαν το νεροκάστανο δάκτυλά της και άρχισε να την ξυλοφορτώνει. Η Σάσα έκλεγε απ’ τον πόνο και το φόβο της’ στο μεταξύ πλησίασε τη γριά ο αρχηγός του κοπαδιού των χηνών, πατώντας βαριά το ένα πόδι μετά το άλλο, με τεντωμένο το λαιμό και της τα έψελνε συρίζοντας και όταν επέστρεψε στο κοπάδι του, τον χαιρέτισαν επιδοκιμαστικά όλες οι κυρίες χήνες με ένα «Γκα, γκα, γκα!» Μετά η γιαγιά καταπιάστηκε να ξυλοκοπά τη Μότγιακα και στη διάρκεια του ξύλου ανέβηκε πάλι προς τα πάνω το πουκάμισο της. Η Σάσα μέσα στην απελπισία της και κλαίγοντας δυνατά πήγε στο σπίτι να παραπονεθεί.’ Η Μότγιακα, η οποία ομοίως έκλαιγε, αλλά με βαθιά φωνή και χωρίς να σφουγγίσει τα δάκρυά της, έτρεξε πίσω της και το πρόσωπό της ήταν ήδη τόσο υγρό, σαν να το είχε βουτήξει στο νερό.

«Θεέ μου!» φώναξε έκπληκτη η Όλγα δυνατά, όταν ήρθαν οι δυο τους μέσα. «Ουράνια Βασίλισσα!»

Η Σάσα άρχισε να διηγείται τι συνέβη και την ίδια στιγμή ήρθε μέσα η γιαγιά με μια διαπεραστική κραυγή και κατσαδιάζοντας’ οργίστηκε και η Φγιόκλα και μέσα στην καλύβα επικρατούσε μεγάλη φασαρία.

«Δεν πειράζει, δεν πειράζει!» τις παρηγόρησε, βαυκαλίζοντας τες, χλωμή η Όλγα και χάιδεψε την Σάσα στο κεφάλι. «Είναι η γιαγιά, το να θυμώσουμε μαζί της είναι αμαρτία. Δεν πειράζει, παιδάκια μου»

Ο Νικολάι, που ήδη ήταν βασανισμένος πολύ απ’ αυτές τις συνεχείς κραυγές, την πείνα, τη δίψα και τη βρώμα, που μισούσε και περιφρονούσε αυτή τη φτώχεια, που ντρεπόταν μπροστά στη γυναίκα του και την κόρη του για τον πατέρα του και τη μητέρα του, άφησε τα πόδια του να κρέμονται απ’ το’ φούρνο προς τα κάτω και είπε εκνευρισμένος και με κλαμένη φωνή, απευθυνόμενος στη μητέρα του: «Δεν Σας επιτρέπεται να τις κτυπάτε! Δεν έχετε το παραμικρό δικαίωμα να τις χτυπάτε.»

«Ψόφα πάνω στο φούρνο σου, ελεεινέ!» του έβαλε η Φγιόκλα οργισμένη τις φωνές. «Ο διάολος σας έφερε εδώ άχρηστοι χαραμοφάηδες.»

Η Σάσα και η Μότγιακα και όλα τα κορίτσια, όσα απ’ αυτά ήταν εκεί, στριμώχτηκαν στο φούρνο, στη γωνία πίσω απ’ την πλάτη του Νικολάι και σιωπηλά και φοβισμένα τα άκουγαν από εκεί όλα και μπορούσε κάποιος να ακούσει πώς χτυπούσαν οι μικρές τους καρδιές. Όταν σε μια οικογένεια ζει ένας άρρωστος, ο οποίος είναι ήδη από καιρό ανίατα άρρωστος, υπάρχουν τέτοιες δύσκολες στιγμές γιατί όλοι οι κοντινοί του, ντροπαλά, κρυφά, στο βάθος της ψυχής τους εύχονται τον θάνατό του’ και μόνο τα παιδιά φοβούνται το θάνατο του συγγενή και στη σκέψη του νοιώθουν τρόμο. Και τώρα τα μικρά κορίτσια κοίταζαν, κρατώντας την αναπνοή τους και με λυπημένα πρόσωπα, τον Νικολάι και σκεπτόντουσαν πως όπου νά ναι θα πεθάνει και είχαν την επιθυμία να κλάψουν και να του πούνε κάτι φιλικό και συμπονετικό.

Στριμώχτηκε στην Όλγα, σαν να ζητούσε σ’ αυτή προστασία και της είπε χαμηλόφωνα: «Όλγα, αγαπημένη μου, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Κάτι τέτοιο είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Για το όνομα του Θεού, γράψε στην αδελφή σου, την Κλαούντια Αμπράμοβα, ας τα πουλήσει και ας τα βάλει ενέχυρο όλα όσα έχει και ας στείλει λεφτά για να μπορέσουμε να φύγουμε από δω. Ω, Θεέ μου» συνέχισε σκασμένος στη στεναχώρια του. «Μόνο να μπορούσα να ρίξω μια τελευταία ματιά στη Μόσχα! Μόνο να μπορούσα να τη δω στον ύπνο μου, τη μητερούλα Μόσχα!»

Και όταν βράδιασε, όταν σκοτείνιασε στην καλύβα, τότε ήταν οι ψυχές τόσο θλιμμένες που ήταν δύσκολο να ειπωθεί μια λέξη. Οργισμένη η γιαγιά μαλάκωνε κόρες σικάλινου ψωμιού σ’ ένα φλιτζάνι και τις πιπίλαγε για ώρα. Η Μάργια, που είχε αρμέξει την αγελάδα, έφερε τον κουβά με το γάλα και τον απόθεσε πάνω στον πάγκο. Μετά η γιαγιά μετάγγισε για ώρα και σιγά- σιγά το γάλα απ’ τον κουβά σε μια στάμνα και ήταν εμφανώς χαρούμενη που τώρα, στη νηστεία για τη γιορτή της Αναλήψεως της Θεοτόκου, σε κανέναν δεν επιτρεπότανε να πιεί γάλα και εξ’ αιτίας αυτού θα έμενε ανέγγιχτο. Και μόνο λίγο, μια σταλιά, έχυσε σε ένα πιατάκι του τσαγιού για το παιδάκι της Φγιόκλα. Και κατά τη διάρκεια που η γιαγιά με τη Μάργια μαζί, έφερναν τη στάμνα στο κελάρι, αναθάρρησε ξαφνικά η Μότγιακα, σύρθηκε από το φούρνο, πήγε στον πάγκο και ρούφηξε λίγο γάλα απ’ το πιατάκι.

Αφότου η γιαγιά επέστρεψε στην κάμαρα, καταπιάστηκε πάλι με τις κόρες του ψωμιού της και η Σάσα με την Μότγιακα, οι οποίες κάθονταν στο φούρνο, την κοίταζαν και χαίρονταν που είχε διακόψει τη νηστεία και τώρα θα πήγαινε στην κόλαση. Είχαν ησυχάσει και ξάπλωσαν να κοιμηθούν και καθώς αποκοιμιόνταν, η Σάσα φανταζόταν τη Δευτέρα Παρουσία’ έκαιγε ένας μεγάλος φούρνος, όπως αυτοί των αγγειοπλαστών και ένας διάβολος με κέρατα σαν της αγελάδας, κατάμαυρος, έσπρωχνε τη γιαγιά με ένα μεγάλο μπαστούνι στη φωτιά, έτσι όπως σήμερα η ίδια έδιωχνε τις χήνες.

 

V

Στη γιορτή της Αναλήψεως της Θεοτόκου, μετά τις δέκα το βράδυ, τα κορίτσια και τα αγόρια, που έπαιζαν στο λιβάδι ανέμελα, σήκωσαν ξαφνικά κραυγές και ουρλιαχτά και έτρεξαν με κατεύθυνση προς το χωριό. και όσοι κάθονταν ψηλά στην άκρη του γκρεμού δεν αντιλήφθηκαν στην αρχή τι σήμαινε όλο αυτό.

«Φωτιά! Φωτιά!» ήχησε κάτω μια απελπισμένη κραυγή. «Πήρε φωτιά!»

Οι άνθρωποι που κάθονταν επάνω, κοιτούσαν γύρω τους και εμφανίστηκε μπρος τους μια τρομακτική, ασυνήθιστη εικόνα. Πάνω απ’ την αχυρένια σκεπή μιας απ’ τις τελευταίες καλύβες των μουζίκων, έχασκε μια ψηλή κολόνα, που περιδινούνταν προς τα πάνω και ξέρναγε, σαν να ήτανε σιντριβάνι, σπίθες προς όλες τις κατευθύνσεις. Και αμέσως όλο το χωριό άρχισε να τυλίγεται στις φλόγες και ακουγόταν το τσιτσίρισμα της φωτιάς.

Το φως του φεγγαριού έσβησε και όλο το χωριό ήταν ήδη πλημμυρισμένο από κόκκινο, τρεμάμενο φως, πάνω στη γη κινούνταν μαύρες σκιές, μυρωδιά καμένου εξαπλώθηκε’ και όσοι έρχονταν τρέχοντας προς τα πάνω, είχαν μείνει από ανάσα, δεν μπορούσαν να μιλήσουν απ’ το τρέμουλο, τράκαραν ο ένας με τον άλλο, έπεφταν κάτω και επειδή δεν ήταν συνηθισμένοι στο έντονο φως, έβλεπαν κακά και δεν αναγνώριζαν ο ένας τον άλλο. Ήταν τρομακτικά. Ιδιαίτερα φοβερό ήταν πως στον καπνό πάνω απ’ τη φωτιά φτερούγιζαν τα περιστέρια και στο χάνι, που δεν ήξεραν ακόμη τίποτε για τη φωτιά, συνέχισαν να τραγουδάνε και να παίζουν φυσαρμόνικα.

«Στου θείου Σέμγιον πήρε φωτιά!» φώναξε κάποιος με δυνατή, βραχνή φωνή.

Η Μάργια έτρεχε κλαίγοντας γύρω απ’ το σπίτι της, παλεύοντας με τα χέρια, χτυπώντας τα δόντια, παρότι o οργασμός της φωτιάς ήταν πέρα μακριά, στο άλλο άκρο του χωριού. Ο Νικολάι βγήκε, χτυπώντας βαριά τις κετσεδένιες του μπότες και τα παιδιά ήρθαν έξω τρέχοντας το ένα μετά το άλλο, φορώντας τα πουκαμισάκια τους, Στη καλύβα του αστυνομικού φύλακα χτυπούσαν στη σιδερένια πινακίδα. «Μπεμ, μπεμ, μπεμ…» ηχούσε στον αέρα και αυτός ο ασταμάτητα επαναλαμβανόμενος τόνος τις βασάνιζε τις καρδιές και τις πάγωνε. Οι ηλικιωμένες γυναίκες στεκόντουσαν εκεί με εικόνες αγίων. Απ’ τις αυλές οδηγούσαν στο δρόμο πρόβατα, δαμάλια και αγελάδες, κουβαλούσαν έξω βαλίτσες, προβατοπροβιές, βαρέλια. Ο μαύρος επιβήτορας ίππος, που δεν τον άφηναν μαζί με το κοπάδι γιατί κλότσαγε και τραυμάτιζε τα πρόβατα, έτρεχε γύρω απ’ το χωριό μια φορά κι άλλη μια, ελεύθερος, ποδοκροτώντας και χλιμιντρίζοντας.Μετά στάθηκε δίπλα σε μια άμαξα και άρχισε να τη χτυπάει με τα πίσω πόδια.

Κάποιος άρχισε στην από κει πλευρά του ποταμού να χτυπάει τις καμπάνες της εκκλησίας.

Δίπλα στην καλύβα που καιγόταν ήταν αποπνικτικά και τόσο φωτεινά, που φαινόταν στη γη καθαρά κάθε μίσχος του γρασιδιού. Πάνω σε μια απ’ τις βαλίτσες που κουβαλήθηκαν έξω, καθόταν ο Σέμγιον, ένας κοκκινομάλλης μουζίκος με μια μεγάλη μύτη, με ένα μπερέ τραβηγμένο μέχρι πάνω απ’ τα αυτιά, μ’ ένα σακάκι’ η γυναίκα του βρισκόταν μισοαναίσθητη με το πρόσωπο στο έδαφος και αναστέναζε. Ένας ογδοντάχρονος, μικρόσωμος, όμοιος με νάνο, γέρος με μακριά γενειάδα, ο οποίος δεν ήταν από δω αλλά προφανώς είχε αναμιχθεί άμεσα στην πυρκαγιά, πήγαινε πάνω κάτω χωρίς σκουφί με έναν άσπρο μικρό μπόγο στα χέρια’ Η φωτιά καθρεφτιζόταν πάνω στη φαλάκρα του. Ο κοινοτάρχης, ο Αντίπ Σεντέλνικοβ μαυριδερός και με μαύρα μαλλιά σαν τσιγγάνος, πλησίασε στην καλύβα με ένα τσεκούρι και έσπαγε, μη ξέροντας κανείς για ποιο λόγο, τα τζάμια των παραθύρων το ένα μετά το άλλο και μετά άρχισε να κομματιάζει τη βεράντα.

«Γυναίκες, νερό!» φώναζε. «φέρτε εδώ τη μάνικα! Πιάστε!». Οι ίδιοι μουζίκοι, που μόλις πριν από λίγο μπεκροπίνανε ακόμη στο χάνι, κουβάλησαν κοντά την πυροσβεστική αντλία. Ήταν όλοι μεθυσμένοι, κουτρουβαλούσαν κι έπεφταν, στα πρόσωπά τους έβλεπες μια αμήχανη έκφραση και στέκονταν δάκρυα στα μάτια τους.

«Κορίτσια, νερό!» φώναζε ο κοινοτάρχης, που ήταν κι αυτός μεθυσμένος. Αρπάξτε ότι προλάβετε, κορίτσια!»

Οι γυναίκες και τα κορίτσια έτρεξαν προς τα κάτω, προς την πηγή και κουβαλούσαν στην ανηφόρα κουβάδες και δοχεία γεμάτα νερό, τα άδειαζαν στη μάνικα και ξανάτρεχαν κάτω. Και η Όλγα, η Μάργια, η Σάσα και η Μότγιακα κουβαλούσαν νερό, γυναίκες και αγόρια αντλούσαν με την τρόμπα το νερό, η μάνικα σύριζε και ο κοινοτάρχης, που την έστρεφε μια στις πόρτες, μια στα παράθυρα, συγκρατούσε με το δάκτυλο τη ροή του νερού, οπότε σύριζε ακόμη δυνατότερα.

«Σβέλτο παλικάρι, ο Αντίπ!», ακούστηκαν φωνές αναγνώρισης. «Πάμε!»

Και ο Αντίπ χώθηκε στο διάδρομο, στη φωτιά και από κει φώναξε! «Βάλτε τα δυνατά σας χριστιανοί, βοηθάτε σε μια τέτοια ατυχία!»

Οι μουζίκοι στεκόντουσαν ένα σωρό, δεν έκαναν τίποτε και κοίταζαν τη φωτιά. Κανένας δεν ήξερε τι να κάνει, κανένας δεν καταλάβαινε τίποτε και ένα γύρω ήταν στοίβες από σιτηρά και άχυρο, αχυρώνες, στοίβες από ξερά φρύγανα. Και ο Κυριάκ και ο γέρο Όσσιπ, ο πατέρας του, στεκόντουσαν εκεί, φτιαγμένοι κι οι δυο απ’ το ρακί. Και ο γέρος είπε, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει την αδράνειά του, στη γυναίκα που κείτονταν στο χώμα. «Τι χολοσκάς έτσι, ξαδέλφη! Η καλύβα είναι σίγουρη- τι έχεις τότε;»

Ο Σέμγιον που μια στρεφόταν στον ένα, μια στον άλλο, διηγούνταν, πώς προέκυψε η φωτιά: «Αυτός ο γέρος με το μικρό μπόγο είναι αυλικός του στρατηγού Σούκοφ… Ήταν μάγειρας στο στρατηγό μας, ο θεός να τον αναπαύει. Ήρθε το βράδυ και με παρακάλεσε: <Άσε με να διανυκτερεύσω σε σένα>… Οπότε, φυσικά ήπιαμε μαζί ένα ποτηράκι… Η γριά μου καταπιάστηκε να βάλει το σαμοβάρι, για να φιλέψουμε τσάι το γέρο και, ατυχία, έβαλε το σαμοβάρι στο διάδρομο’ οι σπίθες όμως πετάχτηκαν αμέσως στη σκεπή, στο άχυρο και έτσι ήρθε η φωτιά. Παραλίγο θα καιγόμαστε κι εμείς’ ακόμη και το σκουφί του γέρου κάηκε’ έτσι έγινε το ατύχημα.»

Ακούραστα χτυπούσαν στον σιδερένιο δίσκο και συχνά ηχούσε η καμπάνα στην εκκλησία πάνω απ’ το ποτάμι. Η Όλγα, με το φως να την πλημμυρίζει από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς ανάσα, κοίταζε γεμάτη τρόμο τα κόκκινα πρόβατα και τα ροζ χρώματος περιστέρια που πετούσαν γύρω- γύρω και πάλι έτρεχε μια προς τα κάτω, μια προς τα πάνω. Της φαινόταν πως ο ήχος των καμπάνων της τρυπούσε την καρδιά σαν ένα μυτερό αγκάθι, πως η πυρκαγιά δεν θα τελείωνε, πως η Σάσα έχει χαθεί. Και όταν κατέρρευσε με πάταγο η σκεπή της καλύβας, την κατέλαβε η σκέψη, πως τώρα σίγουρα θα απανθρακωνόταν, πολύ εύκολα, όλο το χωριό και δεν μπορούσε να κουβαλήσει νερό αλλά καθόταν στην πλαγιά, οι κουβάδες δίπλα της’ δίπλα της και από κάτω της κάθονταν οι αγρότισσες και οδύρονταν, όπως γύρω από έναν πεθαμένο.

Να όμως, ήρθαν από την άλλη μεριά του ποταμού, από το αρχοντικό, οι επιστάτες και υπηρέτες πάνω σε δύο οχήματα και έφεραν μαζί τους και μια μάνικα. Ήρθε επίσης κι ένας πολύ νεαρός σπουδαστής, φορώντας μια άσπρη ξεκούμπωτη μπλούζα. Άρχισαν να χτυπούν με τις αξίνες, στήσανε μια σκάλα στα δεσίματα των φλεγόμενων μπαλκονιών, που πάνω της σκαρφάλωσαν με τη μία πέντε άντρες, με πρώτον όλων τον σπουδαστή, που ήταν κόκκινος στο πρόσωπο και φώναζε στον ίδιο τόνο με διαπεραστική, βραχνή φωνή, σαν να ήταν γι’ αυτόν η κατάσβεση πυρκαγιάς καθημερινή ασχολία. Αποσυναρμολόγησαν δοκάρι- δοκάρι την καλύβα, κομμάτιασαν το στάβλο, το φράχτη και τον παρακείμενο αχυρώνα.

«Μην τους αφήνετε να τα κατεδαφίσουν!» ακούστηκαν απ’ τον όχλο παρακλητικές φωνές. «Μην το επιτρέπετε!»

Ο Κυριάκ πλησίασε στην καλύβα με αποφασιστικότητα, σαν να ήθελε να αρνηθεί στους ξένους την κατεδάφιση, αλλά ένας υπηρέτης έκανε μεταβολή και τον χτύπησε στο σβέρκο. Ακούστηκαν γέλια, ο υπηρέτης τον χτύπησε άλλη μια φορά, ο Κυριάκ σωριάστηκε στα τέσσερα και σύρθηκε πίσω στον όχλο.

Απ’ την άλλη όχθη ήρθαν στην καλύβα άλλα δύο χαριτωμένα νεαρά κορίτσια, οι αδελφές του σπουδαστή. Στάθηκαν κάπως παράμερα και κοίταζαν την πυρκαγιά. Οι δοκοί που είχαν ξεμονταριστεί και κουβαληθεί μακριά δεν έκαιγαν πια, μύριζαν όμως πολύ’ ο σπουδαστής που χειριζόταν τη μάνικα έστρεφε τη ροή του νερού πότε στα δοκάρια, πότε στους μουζίκους, πότε στις αγρότισσες, που κουβαλούσαν το νερό.

«Γκεόργκ!» του φώναξαν επικριτικά και ανήσυχα τα κορίτσια. «Γκεόργκ!»

Η Φωτιά είχε σβηστεί. Και με το που άρχισαν να διαλύονται, αντιλήφθηκαν πως είχε ήδη φέξει, έτσι που όλοι έμοιαζαν χλομοί και κάπως σκοτεινοί, όπως φαίνονται οι άνθρωποι νωρίς, το πρωί, όταν στον ουρανό χλομιάζουν τα τελευταία αστέρια. Και καθώς διαλυόντουσαν, γελούσαν και κορόιδευαν οι μουζίκοι τα σχετικά με τον μάγειρα του στρατηγού Σούκοβ και τον καμένο του σκούφο. θα προτιμούσαν καλύτερα να αστειεύονται για την ένταση της φωτιάς και επιπλέον σχεδόν λυπόνταν που η φωτιά πήρε τόσο γρήγορα τέλος.

«Κάνατε θαυμάσια δουλειά με το σβήσιμο, αξιότιμε κύριε», είπε η Όλγα στο σπουδαστή. «Θα πρέπει να έρθετε σε μας, στη Μόσχα. εκεί κάθε μέρα σχεδόν υπάρχουν πυρκαγιές.»

«Είστε λοιπόν απ’ τη Μόσχα;» ρώτησε ένα απ’ τα κορίτσια.

«Μάλιστα! Ο άντρας μου ήταν υπάλληλος στο <Σλαβικό Μπαζάρ>. Και αυτή εδώ είναι η κόρη μου.» Έδειξε τη Σάσα, η οποία ήτανε ξεπαγιασμένη και τριβόταν στη μητέρα της. «Είναι κι αυτή μοσχοβίτισα.»

Τα δύο κορίτσια είπαν κάτι στο σπουδαστή στα γαλλικά και αυτός έδωσε στη Σάσα ένα νόμισμα των είκοσι καπικιών. Ο γερό Όσιπ το είδε και στο πρόσωπό του ανάλαμψε μια ελπίδα.

«Δόξα τω Θεό, εκλαμπρότατε, δεν είχε αέρα σήμερα», είπε, στρεφόμενος στον σπουδαστή, «αλλιώς σε μια ώρα θα καιγόμαστε. Η εκλαμπρότητά σας, αξιότιμοι άρχοντες», πρόσθεσε με έναν τόνο βαθύτερα, «Το χάραμα έχει κρύο, θα έπρεπε να ζεσταίνεται κανείς… κάτι απ’ την χάρη σας για ένα μισό μπουκαλάκι…»

Αλλά δεν του έδωσαν τίποτα και ξεροβήχοντας πήγε για το σπίτι. Η Όλγα στάθηκε ακόμη πολύ ώρα στην άκρη της κατηφοριάς και κοίταζε προσεκτικά, πώς τα δυο οχήματα διέσχισαν το πέρασμα του ποταμου και πώς οι άρχοντες βάδιζαν στο λιβάδια’ εκείθεν του ποταμού τους περίμενε μια άμαξα. Επιστρέφοντας στο σπίτι, μαγεμένη, τα διηγήθηκε όλα στον άντρα της.

«Και πόσο καλοί είναι! Και πόσο όμορφοι! Και οι δεσποινίδες είναι σαν τα χερουβείμ.»

«Κατά εμένα, δε μπορούσανε να ψοφήσουν!» μουρμούρισε οργισμένη η νυσταγμένη Φγιόκλα.

 

VI

Η Μάργια περνιόταν για δυστυχισμένη και φρόντιζε να λέει πως θα επιθυμούσε διακαώς να πεθάνει. αντίθετα στη Φγιόκλα άρεσε όλος αυτός ο τρόπος ζωής: η φτώχεια, η βρωμιά και το ατελείωτο υβρεολόγιο. Έτρωγε, ό,τι της έδιναν, χωρίς να πολυδιαλέγει. κοιμόταν όπου και πάνω σε ό,τι ήταν δυνατόν. έχυνε τα απόνερα ακριβώς δίπλα στη βεράντα: τα έσπρωχνε μακριά απ’ το κατώφλι και μετά τσαλαβουτούσε με γυμνά πόδια στο νερόλακκο. Και, απ’ την πρώτη μέρα, μισούσε την Όλγα και το Νικολάι, ακριβώς για το ότι, σ’ αυτούς δεν άρεσε η ζωή αυτή… «Μόνο να δω θέλω, τι θα τρώτε εδώ πέρα, καλομαθημένοι μοσχοβίτες!» έλεγε με μοχθηρία. «Μόνο να δω θέλω!»

Ένα πρωί- ήταν κιόλας αρχές Σεπτέμβρη- έφερε η Φγιόκλα από το ποτάμι δύο κουβάδες νερό. Είχε χρώμα ροζ απ’ το κρύο, ήταν υγιής και όμορφη. η Όλγα και η Μάργια μόλις είχαν κάτσει στο τραπέζι κι’ έπιναν τσάι.

«Τσάι και ζάχαρη!» είπε η Φγιόκλα κοροϊδευτικά. «Τι λεπτές κυρίες», πρόσθεσε, αποθέτοντας τον κουβά. «τόχετε κάνει μόδα, να πίνετε κάθε μέρα τσάι. Προσέξτε μόνο να μη σκάσετε απ’ το πολύ τσάι!» συνέχισε και κοίταξε γεμάτη μίσος την Όλγα. «Ανάμεσα στα τεμπελόσκυλα εκεί στη Μόσχα απέκτησες μεγάλη όρεξη, κοιλαρού!»

Σήκωσε το ζυγό των ώμων για τη μεταφορά των κουβάδων και χτύπησε την Όλγα πάνω απ’ τον ώμο, έτσι που οι δύο συννυφάδες μπόρεσαν μόνο να χτυπήσουν μεταξύ τους τα χέρια και να αναφωνήσουν: «Αχ, Θεέ μου!»

Μετά η Φγιόκλα κατηφόρισε προς το ποτάμι γα να πλύνει εσώρουχα και έβριζε τόσο δυνατά, που ακουγόταν μέχρι την καλύβα.

Πέρασε η μέρα. Έπεσε το μεγάλο φθινοπωρινό βράδυ. Στην καλύβα τύλιγαν μετάξι. τύλιγαν όλοι εκτός απ’ τη Φγιόκλα, που είχε πάει πέρα απ’ το ποτάμι. Το μετάξι το έφερναν απ’ το κοντινό εργοστάσιο και απ’ αυτό ολόκληρη η οικογένεια δεν κέρδιζε πολλά- έφτανε τα είκοσι καπίκια την εβδομάδα.

«Τον καιρό της δουλοπαροικίας ήταν καλύτερα», είπε ο γέρος, τυλίγοντας το μετάξι. «Δούλευες και έτρωγες και κοιμόσουν, όλα στην ώρα τους. Για μεσημέρι είχες λαχανόσουπα και σταρένιο τραχανά, για βράδυ πάλι λαχανόσουπα και πλιγούρι. Αγγούρια και λάχανο υπήρχαν όσο τραβούσε η ψυχή σου. Έτρωγες χωρίς ντροπή και όσο ήθελες. Ήταν και η ζωή πιο αυστηρή. Ήμασταν μαζεμένοι.»

Μόνο ένα λυχναράκι έλαμπε, που έκαιγε θολά και κάπνιζε. Αν κάποιος έστεκε μπροστά στο λυχνάρι ώστε να πέφτει μια μεγάλη σκιά πάνω στο παράθυρο, φαινόταν το φωτεινό φεγγαρόφωτο. Ο γερό Όσιπ διηγιόταν νωχελικά για το πώς ζούσαν πριν την ελευθερία τους απ’ τη δουλοπαροικία, πώς σ’ αυτό τον ίδιο τόπο, που τώρα είναι όλα τόσο ανυπόφορα και ελεεινά, κυνηγούσαν με κυνηγόσκυλα, με λαγωνικά τους πλεσκαουερίτες (9) και κατά την καταδίωξη οι μουζίκοι φιλεύονταν με ρακί, πώς ολόκληρα φορτία με ντουφεκισμένα πουλιά πήγαιναν στη Μόσχα για τους νεαρούς άρχοντες. πώς συνετίζονταν οι κακοί με τη βέργα ή στέλνονταν στο Τβερ, στο αγρόκτημα με το σταμνοποιείο, οι καλοί όμως ανταμείβονταν. Και η γιαγιά επίσης διηγούταν το ένα ή το άλλο. Τα θυμόταν όλα, πραγματικά όλα. Διηγούταν για την κυρία της, για μια καλή, θεοσεβούμενη γυναίκα, ο άντρας της οποίας διήγε μια έκλυτη, αμαρτωλή ζωή και της οποίας όλες οι κόρες παντρεύτηκαν η μια μετά την άλλη. Ο θεός ξέρει πώς: η πρώτη παντρεύτηκε έναν μπεκρούλιακα, η δεύτερη έναν παρακατιανό, η τρίτη κλέφτηκε κρυφά (η ίδια η γιαγιά, ακόμη κοπέλα τότε, συνέργησε σ’ αυτό) και μετά πέθαναν όλες απ’ τη θλίψη τους, όπως και η μητέρα τους. Και στη θύμηση όλων αυτών έκλαιγε κι από πάνω με αναφιλητά η γιαγιά.

Ξαφνικά κάποιος χτύπησε την πόρτα και όλοι τινάχτηκαν.

«Θείε Όσιπ, άσε με να διανυκτερεύσω σε σας!» Μπήκε μέσα ένας μικρόσωμος, καραφλός γέρος, ο μάγειρας του στρατηγού Σούκοφ, ο ίδιος που είχε καεί ο σκούφος του. Κάθισε, άκουγε προσεκτικά και άρχισε να διηγείται διάφορες ιστορίες που θυμόταν. Ο Νικολάι, ο οποίος καθόταν στο φούρνο και του οποίου τα πόδια κρέμονταν κάτω, άκουγε προσεκτικά και συνεχώς ρωτούσε για τα πιάτα που ετοιμάζονταν για τους άρχοντες. Μιλούσαν για κεφτέδες, κοτολέτες, διαφόρων ειδών σούπες, σάλτσες και ο μάγειρας, που τα θυμόταν όλα ακόμη καλά, ονομάτιζε πιάτα, που πια δεν υπήρχαν. Σ’ αυτά ήταν κι ένα φαγητό που παρασκευαζόταν από μάτια βοδιού και ονομαζόταν «πρωινό ξύπνημα.»

«Φτιάχνονταν τότε και κοτολέτες Marechal;» ρώτησε ο Νικολάι

«Όχι.»

Ο Νικολάι κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και είπε: «Αχ, τι ελεεινοί μάγειρες που ήσασταν!»

Τα μικρά κορίτσια, που κάθονταν και ξάπλωναν πάνω στο φούρνο, κοίταζαν προς τα κάτω με μάτια ορθάνοικτα. Έμοιαζαν, σαν να ήταν πάρα πολλά- σαν τα Χερουβείμ στα σύννεφα. Οι ιστορίες τους άρεσαν, αναστέναζαν, τινάζονταν και χλόμιαζαν πότε από έκπληξη, πότε από φόβο. Και τη γιαγιά, που διηγούνταν τα πιο ενδιαφέροντα, την άκουγαν προσεκτικά με κομμένη την ανάσα και φοβόνταν να σκιρτήσουν.

Πήγαν όλοι σιωπηλοί για ύπνο. και οι ηλικιωμένοι, συνεπαρμένοι και συγκινημένοι, σκέπτονταν, πόσο όμορφα είναι όμως τα νιάτα, όπως θα έπρεπε να ήταν, απ’ τα οποία όμως στη σκέψη παρέμενε μόνο η ζωηράδα, η χαρά, η συγκίνηση και πόσο φρικτός είναι ο θάνατος, που ακόμη δεν θα περιμένει για πολύ και τον οποίο καλύτερα να μην τον σκέπτονται! Το λυχναράκι έσβησε. Και το σκοτάδι και τα δύο παραθυράκια, που ζωηρά τα φώτιζε το φεγγάρι και η ησυχία και το τρίξιμο της κούνιας, θύμιζαν κατά κάποιο τρόπο μόνο, πως η ζωή πέρασε και δεν μπορεί κανείς να τη γυρίσει πίσω… Αποκοιμώνται, λησμονούν και ξάφνου κάποιος τους αγγίζει στους ώμους, τους φυσάει ελαφρά στο μάγουλο- και ο ύπνος περνάει, το σώμα σαν παραλυμένο και το μυαλό το γεμίζουν μόνον σκέψεις θανάτου, γυρίζουν στην άλλη πλευρά- ο θάνατος ξεχάστηκε κιόλας αλλά το μυαλό το διατρέχουν παλιές, ανυπόφορες και βαριές σκέψεις για την φτώχεια, για το τάισμα των βοοειδών, ότι το αλεύρι ακρίβυνε και μετά από λιγάκι σκέπτονται πάλι, πως πέρασε η ζωή και δεν μπορούν να τη φέρουν πίσω. «Ω, θεέ μου!» αναστέναξε ο μάγειρας.

Κάποιος χτύπησε σιγά- σιγά στο παράθυρο. Πιθανόν επέστρεψε η Φγιόκλα. Η Όλγα σηκώθηκε και άνοιξε με χασμουρητά, ψιθυρίζοντας μια προσευχή, την πόρτα και μετά έσπρωξε πίσω το σύρτη. Κανείς όμως δεν μπήκε μέσα, μόνο κρύος αέρας φυσούσε απ’ το δρόμο προς τα μέσα και ξαφνικά φωτίστηκε απ’ το φεγγάρι ο χώρος. Μέσα απ’ την ανοικτή πόρτα μπορούσε να φανεί ο ήσυχος και έρημος δρόμος καθώς και το φεγγάρι που τράβαγε προς τα πέρα στον ουρανό.

«Ποιος είναι;» φώναξε η Όλγα.

«Εγώ», ήχησε η απάντηση. «Εγώ είμαι.»

Στην πόρτα, στριμωγμένη στον τοίχο, στεκόταν η Φγιόκλα, εντελώς γυμνή. Έτρεμε απ’ το κρύο, τα δόντια της χτυπούσαν και στο φωτεινό φεγγαρόφωτο φαινόταν πολύ χλομή, όμορφη και παράξενη. Οι σκιές της και το φέγγος του φεγγαριού στο δέρμα της έπεφταν ζωηρά στα μάτια και με ιδιαίτερη σαφήνεια σχηματίζονταν τα μαύρα φρύδια της και το νεανικό σφριγηλό της στήθος.

«Στην απέναντι όχθη οι παλιάνθρωποι με έγδυσαν και με παράτησαν…», είπε. « Ήρθα χωρίς ρούχα στο σπίτι… όπως με γέννησε η μάνα μου. Δώσε μου κάτι.»

«Έλα στην καλύβα!» είπε η Όλγα σιγά, που κι αυτή άρχισε να τρέμει.

«Μόνο να μη δούνε τίποτε οι γέροι.»

Και όντως η γιαγιά έγινε ήδη ανήσυχη και μουρμούριζε, ο δε γέρος ρώτησε: «ποιος είναι εκεί;» Η Όλγα έφερε το πουκάμισό της και τη φούστα της, έντυσε τη Φγιόκλα και μετά μπήκαν και οι δύο ήσυχα στην κάμαρα, φροντίζοντας να μη βροντούν τις πόρτες.

«Εσύ είσαι, γυρίστρω;» μουρμούρισε η γιαγιά, που μάντεψε ποιος ήταν. «Που να σε πάρουνε οι κολασμένες…»

«Δεν πειράζει, δεν πειράζει», ψιθύρισε η Όλγα και τύλιξε τη Φγιόκλα, «δεν πειράζει, αγαπημένη μου.»

Ξανάγινε ησυχία. Στη κάμαρα κοιμόνταν όλο και χειρότερα. τον καθένα τον εμπόδιζε στον ύπνο κάτι φορτικό, ενοχλητικό: τον γέρο πόνοι στην πλάτη, τη γιαγιά έγνοιες και μοχθηρία, τη Μάργια ο φόβος, τα παιδιά φαγούρα και πείνα. Και τούτη την ώρα ήταν ο ύπνος τελείως ανήσυχος και στριφογύριζαν συνέχεια απ’ τη μια πλευρά στην άλλη, παραμιλούσαν, σηκώνονταν για να πιούνε νερό.

Ξαφνικά η Φγιόκλα ούρλιαξε, με βραχνή φωνή ούρλιαξε, βρήκε όμως αμέσως την αυτοκυριαρχία της και μόνο κάπου- κάπου έκλαιγε με αναφιλητά, πάντοτε σιγά και υπόκωφα, μέχρι που σώπασε τελείως. Ώρα την ώρα ηχούσε προς τα εδώ απ’ την άλλη πλευρά του ποταμού το χτύπημα του ρολογιού. Το ρολόι όμως χτυπούσε περίεργα: στην αρχή πέντε, μετά τρεις.

«Ω, Θεέ μου», αναστέναξε ο μάγειρας.

Αν κοίταζε κάποιος τα παράθυρα, ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει αν φώτιζε ακόμη το φεγγάρι ή ήρθε ήδη η αυγή. Η Μάργια σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακουγόταν πώς άρμεγε την αγελάδα και έλεγε: «στη θέ-εση σου!» Και η γιαγιά βγήκε έξω. Ήταν ακόμη σκοτεινά στην κάμαρα, αλλά τα αντικείμενα αναγνωρίζονταν όλα.

Ο Νικολάι, ο οποίος όλη τη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί, σύρθηκε απ’ τον φούρνο προς τα κάτω. Έβγαλε από τη βαλιτσούλα του το φράκο του, το φόρεσε, πλησίασε το παράθυρο, ίσιωσε τα μανίκια, διαχώρισε τα πέτα του φράκου και χαμογέλασε. Μετά έβγαλε προσεκτικά το φράκο, το φύλαξε στη βαλίτσα και ξανακάθισε.

Η Μάργια επέστρεψε και ξεκίνησε να ανάβει τον φούρνο. Φανερά δεν είχε ξυπνήσει εντελώς απ’ τον ύπνο και μόλις τώρα κατά το βάδισμα ξυπνούσε σιγά-σιγά. Πιθανόν είχε κάτι ονειρευτεί ή της έρχονταν στο μυαλό οι χθεσινές ιστορίες, γιατί τεντωνόταν γλυκά μπροστά στο φούρνο και έλεγε: «Ε, όχι, η ελευθερία είναι καλύτερη.»

 

VII

Ο αξιότιμος κύριος είχε έρθει- έτσι έλεγαν τον διοικητή της νομαρχιακής αστυνομίας. Πότε και για ποιο λόγο θα ερχόταν, έγινε γνωστό μια εβδομάδα πριν. Στο Σούκοβο υπήρχαν μόνον σαράντα αγροκτήματα αλλά το σύνολο των καθυστερημένων κρατικών και νομαρχιακών φόρων ανερχόταν σε περισσότερα από δυο χιλιάδες ρούβλια.

Ο αστυνομικός διοικητής κατέλυσε στο χάνι. «απόλαυσε» εκεί δύο φλιτζάνια τσάι και μετά πήγε με τα πόδια στο σπίτι του κοινοτάρχη απ’ τον οποίο ήδη ανέμενε το σύνολο των καθυστερημένων οφειλών των φορολογουμένων. Ο κοινοτάρχης Αντίπ Σεντέλνικοφ ήταν, παρά το νεαρό της ηλικίας του- μόλις λίγο πάνω από τριάντα χρονών- αυστηρός και πάντα στεκόταν στο πλευρό των προϊστάμενων υπηρεσιών αν και ο ίδιος ήταν φτωχός και πλήρωνε καθυστερημένα τους φόρους του. Του άρεσε προφανώς που ήταν κοινοτάρχης και του άρεσε ακόμη η συνειδητοποίηση της ισχύος του, την οποία ασκούσε το δίχως άλλο με αυστηρότητα. Στην συγκέντρωση των χωριανών τον φοβόνταν και υπάκουαν. έχει συμβεί να πέσει στο δρόμο ή κοντά στο χάνι ξαφνικά πάνω σε μεθυσμένο, να του δέσει τα χέρια πισθάγκωνα και να τον κλείσει στο κρατητήριο. Μια φορά είχε κλείσει στο κρατητήριο ακόμη και τη γιαγιά και την άφησε να περιμένει εκεί εικοσιτέσσερις ώρες, γιατί στη συγκέντρωση των χωρικών ήρθε στη θέση του Όσιπ και άρχισε να βρίζει. Στην πόλη δεν έζησε ποτέ και ποτέ δε διάβασε ένα βιβλίο αλλά κατά κάποιο τρόπο είχε αρπάξει διάφορες έξυπνες εκφράσεις και του άρεσε να τις χρησιμοποιεί στις συζητήσεις, εξ’ αιτίας δε αυτού, ενέπνεε σεβασμό, ακόμη κι αν δεν τον καταλάβαιναν πάντα.

Όταν ο Όσιπ ήρθε στο σπίτι του κοινοτάρχη με το βιβλίο του εσόδων- εξόδων, ο μετά αστυνομικός διοικητής, ένας ξερακιανός ηλικιωμένος άντρας με μακριά γκρίζα γένια και γκρίζα τουσούρκα (10), καθόταν στο τραπέζι στην επίτιμη θέση και κάτι καταχωρούσε. Στην καλύβα ήταν καθαρά, όλοι οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με εικόνες, που είχαν αφαιρεθεί από περιοδικά και στην πλέον ορατή θέση, δίπλα στο εικονοστάσι, κρεμόταν το πορτρέτο του Μπάτενμπερκ (11), του πρώην ηγεμόνα της Βουλγαρίας. Δίπλα στο τραπέζι στεκόταν με σταυρωμένα τα χέρια ο Αντίπ Σεντέλνικοβ.

«Αυτός, εκλαμπρότατε, χρωστάει εκατόν δεκαεννέα ρούβλια», είπε όταν ήρθε η σειρά του Όσιπ. «Απ’ όταν- πριν το Πάσχα- έδωσε ένα ρούβλι, δεν πλήρωσε πλέον ούτε καπίκι.»

Ο αστυνομικός διοικητής κοίταξε προς τα πάνω τον Όσιπ και ρώτησε: «πώς γίνεται αυτό, κύριέ μου;»

«Ας είστε επιεικής, εκλαμπρότατε», άρχισε ό Όσιπ ζωηρά, «επιτρέψτε μου να πω: την περασμένη χρονιά μου είπε ο αξιότιμος κύριος απ’ το Λγιουτόρετσκ: <Όσιπ, πούλα το άχυρο σου… πούλα το. Γιατί όχι! Είχα για πούλημα εκατό πουντ, οι γυναίκες το είχανε θερίσει στην πεδιάδα… Λοιπόν, είχαμε συμφωνήσει την τιμή… όλα καλά και χωρίς μεσάζοντα…»

Παραπονέθηκε για τον κοινοτάρχη και γύριζε συνέχεια προς τους μουζίκους, σαν να τους επικαλείτο για μάρτυρες. το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και ίδρωνε και το βλέμμα του διαπεραστικό και μοχθηρό.

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί τα λες όλα αυτά», είπε ο αστυνομικός διοικητής. «Σε ρωτάω γιατί δεν πλήρωσες τους καθυστερούμενους φόρους; Όλοι εσείς δεν πληρώνετε και μετά φέρω εγώ την ευθύνη για σας.»

«Δεν μου ήταν δυνατόν.»

«Αυτά τα λόγια είναι άνευ σημασίας, εκλαμπρότατε», είπε ο κοινοτάρχης. «Στην πραγματικότητα οι Τσικινιλντέγεβ ανήκουν στην πιο άπορη τάξη αλλά- προτιμήστε να ρωτήσετε τους υπόλοιπους- η βασική αιτία είναι το ρακί, πρόκειται για άσωτους ανθρώπους. Χωρίς καμία συναίσθηση.»

Ο αστυνομικός διοικητής σημείωσε κάτι και μετά είπε στον Όσιπ ήρεμα σε ομοιόμορφο τόνο σαν να παρακαλούσε για νερό: «άδειασέ μας τη γωνιά.»

Συνέχισε αμέσως τη δουλειά του και όταν κάθισε στη φτηνή του ταράντας(12) και έβηξε, μπορούσε κανείς και από την έκφραση της λεπτής, ισχνής του πλάτης να καταλάβει ότι δεν θυμόταν πια τον Όσιπ και τον κοινοτάρχη και τους καθυστερούμενους φόρους στο Σούκοβο αλλά σκεπτόταν δικά του θέματα. Δεν είχε απομακρυνθεί ένα βέρστ, όταν ο Αντίπ Σεντέλνικοβ κουβαλούσε έξω απ’ το σπίτι των Τσικιλντέγεβ το σαμοβάρι’ τον πήρε στο κατόπι όμως η γιαγιά και φώναζε στριγγλίζοντας και κουράζοντας το στήθος της: «δεν το δίνω! Δε στο δίνω, παλιάνθρωπε!»

Αυτός προχωρούσε βιαστικά και έκανε μεγάλα βήματα, αυτή όμως, καμπουριαστή, άγρια, με κομμένη την ανάσα, όρμησε, παραλίγο πέφτοντας, πίσω του. το κεφαλομάντηλό της είχε κυλήσει στους ώμους, μαλλιά που λαμπύριζαν πρασινωπά κυμάτιζαν στον αέρα. Ξαφνικά έμεινε ακίνητη και σαν μια πραγματική επαναστάτρια άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές το στήθος της και ακόμη δυνατότερα, με τραγουδιστή φωνή κλαίγοντας με λυγμούς να φωνάζει: «Ε, χριστιανοί, που πιστεύετε στο Θεό! Ακριβοί μου, μου δίνουν πόνο, με λεηλατούν. Αχ, αχ, αγαπημένοι μου, υποστηρίξτε με!»

«Γιαγιά, γιαγιά», είπε αυστηρά ο κοινοτάρχης, «λογικέψου!»

Χωρίς το σαμοβάρι στο σπίτι των Τσικιλντέγιεφ ήταν καταθλιπτικά. Στην απώλεια αυτή βρισκόταν κάτι ταπεινωτικό και προσβλητικό, σαν ξάφνου κάποιος να είχε κλέψει την τιμή του σπιτιού. Καλύτερα θα ήταν αν ο κοινοτάρχης είχε πάρει το τραπέζι, όλους τους πάγκους, όλες τις κατσαρόλες- δεν θα έμοιαζε τόσο έρημο. Η γιαγιά ούρλιαζε, η Μάργια έκλαιγε, και τα μικρά κορίτσια κλαίγανε κι αυτά, ακολουθώντας το παράδειγμά της. Ο γέρος, ο οποίος ένοιωθε ένοχος, καθόταν στη γωνία σκοτεινός και σιωπούσε. Και ο Νικολάι σιωπούσε. Η γιαγιά τον αγαπούσε και τον συμπονούσε αλλά τώρα ξέχασε τη συμπόνια και του όρμησε με υβριστικά λόγια και κατηγορίες ενώ κρατούσε τις γροθιές της ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο του. Ούρλιαζε πως αυτός είναι για όλα ο φταίχτης. πράγματι, γιατί είχε στείλει τόσα λίγα χρήματα, όταν ο ίδιος καυχιόταν πως στο «Σλαβικό Μπαζάρ» κερδίζει τον μήνα πενήντα ρούβλια; Γιατί ήρθε εδώ και επιπλέον με την οικογένειά του; Αν πεθάνει με τι λεφτά θα τον θάψουν;… και προκαλούσε πόνο να κοιτάζει κανείς τον Νικολάι, την Όλγα και τη Σάσα.

Ο γέρος ξερόβηξε, πήρε τον σκούφο του και πήγε στον κοινοτάρχη. Μόλις σκοτείνιαζε. Ο Αντίπ Σεντέλνικοβ συγκολλούσε κάτι μπροστά στη σόμπα και φούσκωνε τα μάγουλα, μύριζαν οι αναθυμιάσεις της σόμπας. Τα παιδιά του, ισχνά, άπλυτα, όχι καλύτερα απ’ των Τσικιλντέγιεφ μπουσούλαγαν γύρω-γύρω πάνω στο πάτωμα. η άσχημη, με φακίδες γυναίκα του με μια χοντρή κοιλιά, τύλιγε μετάξι. Ήταν μια δυστυχισμένη, φτωχή οικογένεια και μόνο ο Αντίπ φαινόταν κομψός και περιποιημένος. Πάνω στον πάγκο βρίσκονταν στη σειρά πέντε σαμοβάρια. Ο γέρος προσευχήθηκε μπροστά στον Μπά τενμπεργκ και είπε: «Αντίπ, για όνομα του Θεού, δείξε επιείκεια, δώσε πίσω το σαμοβάρι! Στο όνομα του Χριστού.»

«Φέρε τρία ρούβλια, μετά το παίρνεις.»

«Δεν έχω τη δυνατότητα!»

Ο Αντιπ φούσκωσε τα μάγουλα, η φωτιά έτριζε και σύριζε και καθρεφτιζόταν στα σαμοβάρια. Ο γέρος τσαλάκωσε τον σκούφο του και είπε μετά από μερικές σκέψεις: «δώστο πίσω!»

Ο μελαχρινός κοινοτάρχης τώρα έδειχνε τελείως μαύρος και έμοιαζε με μάγο. στράφηκε προς τον Όσιπ και είπε κοφτά και γρήγορα: «όλα εξαρτώνται απ’ το νομάρχη. Στη σύσκεψη της διοίκησης, στις εικοσιέξι αυτού του μήνα, μπορείς να προβάλεις προφορικά ή γραπτά την αιτία της προσφυγής σου.»

Ο Όσιπ δεν αντελήφθη τίποτε, έμεινε όμως ικανοποιημένος και πήγε στο σπίτι.

Μετά από δέκα μέρες ξαναήρθε ο αστυνομικός διοικητής, έμεινε μια ώρα και αποχώρησε. Εκείνες τις μέρες επικρατούσε κρύος καιρός με αέρα. το ποτάμι είχε ήδη παγώσει αλλά δε χιόνιζε και οι άνθρωποι βασανιζόντουσαν γιατί δεν υπήρχε αμαξωτός δρόμος. Σε μια γιορτή ήρθαν στον Όσιπ μερικοί γείτονες, λίγο πριν βραδιάσει, για να καθίσουν για λίγο μαζί του και να φλυαρήσουν. Κουβέντιαζαν στο σκοτάδι γιατί θα ήταν αμαρτία να δουλεύουν και φως δεν άναψαν. Υπήρχαν διάφορα, αρκετά δυσάρεστα, νέα. Σύμφωνα μ’ αυτά είχαν κατασχεθεί σε δυο τρία σπίτια, εξ αιτίας των καθυστερήσεων στους φόρους, τα πουλερικά και είχαν μεταφερθεί στην περιφερειακή διοίκηση και εκεί τα τινάξανε αφού κανείς δεν τα τάιζε. Κατασχέθηκαν και πρόβατα και καθώς μεταφέρονταν με δεμένα πόδια, ενώ σε κάθε χωριό τα μεταφόρτωναν σε καινούργια οχήματα, ένα τα τίναξε. Και τώρα αναζητούσαν να λύσουν το πρόβλημα, ποιος φταίει γι’ αυτό.

«Η περιφέρεια!»(13), είπε ο Όσιπ. «Αλλιώς ποιος;»

«Ασφαλώς η περιφέρεια!»

Η περιφέρεια έφταιγε για όλα, για τους καθυστερούμενους φόρους, για την καταπίεση, για την κακή σοδειά- αν και κανένας δεν ήξερε καλά, τι σήμαινε η λέξη περιφέρεια. Και αυτό από τότε που μερικοί αγρότες, οι οποίοι κατείχαν τα δικά τους εργοστάσια, καταστήματα και χάνια, έγιναν αντιπρόσωποι στην περιφέρεια και ένοιωθαν δυσαρεστημένοι και άρχισαν στα εργοστάσια και στα χάνια να βρίζουν την περιφέρεια.

Μίλησαν και για το ότι ο Θεός δεν έστελνε χιόνι: Πρέπει να μεταφέρουν τα ξύλα και πάνω στους ανώμαλους δρόμους δεν μπορείς ούτε να βαδίσεις ούτε με όχημα να πας. Κάποτε, πριν από δεκαπέντε- είκοσι χρόνια και ακόμη παλιότερα, οι συζητήσεις στο Σούκοβο ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες. Τότε ο κάθε γέρος μουζίκος έμοιαζε σαν να φυλάει κάποιο μυστικό, σαν κάτι να ήξερε και κάτι να περίμενε. μιλούσαν για χρυσόβουλα, για διανομή γης, για νέες έγγειες ιδιοκτησίες και για θησαυρούς και έκαναν κρυφούς υπαινιγμούς. Τώρα, όμως, μεταξύ των μουζίκων του Σούκοβο δεν υπήρχε απολύτως κανένα μυστικό, όλη τους η ζωή ήταν τελείως ανοικτή από όλα τα μάτια και μπορούσαν να μιλάνε μόνο για τη φτώχεια και το τάισμα των βοοειδών και για το γεγονός πως δεν υπήρχε χιόνι.

Μετά σιώπησαν για λίγο και μετά σκέφτηκαν πάλι τα πουλερικά και τα πρόβατα και προσπάθησαν να αποφασίσουν ποιος έφταιγε.

«Η περιφέρεια!» είπε ο Όσιπ σκυθρωπός. «Ποιος άλλος!»

 

VIII

Η ενοριακή εκκλησία βρισκόταν έξι βερστ απόσταση στο Κοσογκόροβο. Και την επισκέπτονταν υποχρεωτικά αν ήταν να βαπτιστούν, να στεφανωθούν ή να ταφούν. για την κατάνυξη όμως περνούσαν το ποτάμι. Στις γιορτές, με καλό καιρό, τα κορίτσια ντύνονταν γιορτινά και μετά πήγαιναν ένα τσούρμο στη Θεία Λειτουργία και ήταν ένα χαρούμενο θέαμα, πώς τραβούσαν πάνω απ’ το λιβάδι με τα κόκκινα, κίτρινα και πράσινά τους φορέματα. με κακό όμως καιρό έμεναν όλα στο σπίτι. Τη Θεία Κοινωνία την λάμβαναν στην ενοριακή εκκλησία. Από εκείνους, που στη μεγάλη νηστεία δεν προσέρχονταν για τη Θεία Κοινωνία, ο ιερέας, όταν τη Μεγάλη Εβδομάδα επισκεπτόταν με το Σταυρό τις καλύβες των μουζίκων, έπαιρνε δεκαπέντε καπίκια.

Ο γέρος δεν πίστευε στον Θεό, γιατί δεν τον σκεπτόταν σχεδόν ποτέ. αναγνώριζε κάτι υπερφυσικό, πίστευε όμως, ότι αυτό αφορά μόνο τις γυναίκες και αν κάποιος, παρουσία του, μιλούσε για τη θρησκεία ή για θαύματα και του απεύθυνε μια ερώτηση, τότε έλεγε απρόθυμα, ξύνοντας το κεφάλι: «ποιος μπορεί να το ξέρει;»

Η γιαγιά ήταν πιστή αλλά με έναν θολό τρόπο. στη μνήμη της τα είχε όλα μπερδεμένα και δεν άρχιζε καλά-καλά να σκέπτεται τις αμαρτίες, τον θάνατο, τη λύτρωση της ψυχής, όταν η ένδεια και οι αγωνίες καταλάμβαναν όλη της τη σκέψη, και αμέσως φρόντιζε να ξεχάσει όλα τα άλλα, τα οποία σκεπτόταν. Στην προσευχή δεν θυμόταν τίποτε και τα βράδια, συνήθως όταν ήταν η ώρα να πάει για ύπνο, στεκόταν μπροστά στις εικόνες των Αγίων και ψιθύριζε: «της Παναγίας της Καζανίτισας, του Σμολένσκ, της Θεομήτορος με τα τρία χέρια…» κάθε χρόνο πήγαιναν για μετάληψη, δεν καταλάβαιναν όμως τίποτε. Στα παιδιά δε μάθαιναν να προσεύχονται, δεν τους έλεγαν τίποτε για το Θεό, δεν τους δίδασκαν καθόλου τους ηθικούς κανόνες και μόνο τους απαγόρευαν να τρώνε απαγορευμένα φαγητά στην περίοδο της νηστείας. Στις υπόλοιπες οικογένειες σχεδόν το ίδιο και το αυτό: σπάνια να είναι κάποιος πιστός, σπάνια κάποιος να κατανοεί κάτι. Συγχρόνως αγαπούσαν την Αγία Γραφή, την αγαπούσαν με τρυφερότητα και σεβασμό, δεν υπήρχαν όμως βιβλία, κανένας δεν θα μπορούσε να τη διαβάσει και να την αναλύσει και επειδή η Όλγα διάβαζε κάπου-κάπου το Ευαγγέλιο, τη σέβονταν και όλοι απευθύνονταν σ’ αυτή και τη Σάσα με το: «Εσείς.»

Η Όλγα επισκεπτόταν συχνά, στις γιορτές των εκκλησιών και στις Θείες λειτουργίες των ευχαριστιών, τα γειτονικά χωριά και την κωμόπολη, στην οποία υπήρχαν δύο μονές και εικοσιπέντε εκκλησίες. Ήταν αφηρημένη και στη διάρκεια της πορείας για το προσκύνημα ξεχνούσε εντελώς την οικογένειά της και μόνον όταν επέστρεφε στο σπίτι, έκανε ξαφνικά την χαρούμενη ανακάλυψη πως έχει έναν άντρα και μια κόρη και χαμογελώντας και αστράφτοντας, έλεγε: « Έχω τη χάρη του Θεού!»

Αυτά τα οποία διαδραματίζονταν στο χωριό, της φαίνονταν απωθητικά και τη βασάνιζαν. Του Άη Λια έπιναν, της Αναλήψεως της Θεοτόκου έπιναν, του Σταυρού έπιναν. Για την προστασία της Παρθένου Μαρίας και την Παράκλησή της γινόταν στο Σούκοβο το πανηγύρι της ενοριακής εκκλησίας, και εξ’ αφορμής αυτού έπιναν οι μουζίκοι για τρείς μέρες. κατανάλωναν για το ποτό πενήντα ρούβλια απ’ τα δημόσια χρήματα που τα συγκέντρωναν απ’ όλα τα σπίτια για το ρακί.. Την πρώτη μέρα σφαζόταν στους Τσικιλντέγιεβ ένα αρνί και το έτρωγαν το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ, έτρωγαν πλούσια και ακόμη και τη νύχτα σηκώνονταν τα παιδιά για να φάνε κάτι. Ο Κυριάκ ήταν στη διάρκεια και των τριών ημερών τρομερά μεθυσμένος, τα ξόδευε όλα για πιοτό, ακόμη και το σκούφο του και τις μπότες του, ξυλοκοπούσε δε τη Μάργια τόσο, που της έχυναν νερό για να τη συνεφέρουν. Μετά όμως ένοιωθαν όλοι ντροπή και αηδία.

Κατά τα λοιπά ακόμη και στο Σούκοβο, σ’ αυτό το «χωριό των λακέδων», λάμβανε μια φορά χώρα μια πραγματική γιορτή. Ήταν τον Αύγουστο, όταν από χωριό σε χωριό και σ’ όλη την περιφέρεια γινόταν η περιφορά της εικόνας της Παναγίας της Ζωοδότρας. Τη μέρα που την περίμεναν στο Σούκοβο, ήταν ο καιρός ήπιος και μουντός. Οι κοπέλες προϋπάντησαν απ’ το πρωί κιόλας την Άγια Εικόνα, φορώντας τα χρωματιστά γιορτινά τους φορέματα και κατά το βράδυ την συνόδευσαν με τραγούδια στη λιτανεία και συγχρόνως ηχούσαν απ’ την άλλη μεριά του ποταμού οι καμπάνες της εκκλησίας. Ένα τεράστιο πλήθος κόσμου, ντόπιων και ξένων, έφραξε το δρόμο: θόρυβος, σκόνη, στριμωξίδι. Ο γέρος, η γιαγιά και ο Κυριάκος, όλοι τέντωναν τα χέρια προς την αγία εικόνα, την κοίταζαν άπληστα και έλεγαν κλαίγοντας: «Προστάτιδα, Μητερούλα! Προστάτιδα!»

Ήταν σαν να κατανοούσαν όλοι ξαφνικά πως μεταξύ ουρανού και γης δεν υπάρχει κενό, πως οι πλούσιοι και οι ισχυροί δεν τα έχουν ακόμη αρπάξει όλα για τον εαυτό τους, πως υπάρχει ακόμη μια προστασία απ’ τις προσβολές, απ’ τη σκλαβιά της ανελευθερίας, τη μεγάλη, αβάστακτη ένδεια και από το απαίσιο ρακί…

«Προστάτιδα, Μητερούλα!» έκλαιγε η Μάργια με αναφιλητά. «Μητερούλα!»

Αλλά δεν είχε ακόμη τελειώσει η Θεία Λειτουργία και δεν είχε καλά-καλά απομακρυνθεί η Αγία Εικόνα και όλα συνεχίστηκαν με τον παλιό τρόπο και ξανά ακούγονταν απ’ το χάνι οι μεθυσμένες αγριοφωνάρες.

Το θάνατο τον φοβόνταν μόνον οι πλούσιοι αγρότες, οι οποίοι, όσο πλούτιζαν, τόσο λιγότερο πίστευαν στον Θεό και στη λύτρωση της ψυχής και μόνο από φόβο μπροστά στο τέλος της επίγειας ζωής τους, άναβαν με κάθε ευκαιρία ένα κερί και τελούσαν τη θεία λειτουργία. Οι φτωχοί αγρότες όμως δε φοβόνταν το θάνατο. Στον γέρο και στη γιαγιά τους έλεγαν μέσα στα μούτρα πως έχουν ζήσει αρκετά, ότι ήρθε η ώρα τους να πεθάνουνε- και αυτοί δεν ανταπαντούσαν. Ούτε ντρέπονταν κάποιοι να πούνε στη Φγιόκλα, παρουσία του Νικολάι, ότι, αν πεθάνει ο Νικολάι, ο άντρας της, ο Ντένις, θα απολυθεί απ’ το στρατό και θα επιτρέπεται να επιστρέψει στο σπίτι. Η Μάργια όμως όχι μόνο δε φοβότανε το θάνατο, αλλά λυπόταν κι’ από πάνω, που τόσο καιρό δεν έρχεται και χαιρόταν, όταν τα παιδιά της πέθαιναν.

Το θάνατο δεν τον φοβόνταν, συμπεριφέρονταν όμως απέναντι σ’ όλες τις αρρώστιες με υπερβολικό φόβο. Αρκούσε μια λεπτομέρεια, μια στομαχική ενόχληση, ένα ελαφρό κρύωμα, για να ξαπλώσει αμέσως η γιαγιά πάνω στο φούρνο, να κουκκουλωθεί και να αρχίσει να αναστενάζει δυνατά και ασταμάτητα: «πεθαίνω!» Ο γέρος έφερνε βιαστικά τον πνευματικό και δινόταν στη γιαγιά η Θεία Κοινωνία και ψελνόταν το τελευταίο ευχέλαιο των μελλοθανάτων. Πολύ συχνά γινόταν λόγος για κρύωμα, για σκουλήκια και σπυριά, που προχωράνε γύρω-γύρω μέσα στο σώμα και κυλάνε προς την καρδιά. Πιο πολύ φοβόνταν τα κρυώματα και γι’ αυτό ντύνονταν ζεστά ακόμη και το καλοκαίρι και ζεσταίνονταν πάνω στο φούρνο. Της γιαγιάς της άρεσε να την κουράρουνε και πήγαινε συχνά στο νοσοκομείο, όπου έλεγε πως δεν είναι εβδομήντα χρονών αλλά πενηνταοκτώ. Nόμιζε ότι αν ο γιατρός μάθαινε την πραγματική της ηλικία, δεν θα την κούραρε αλλά θα έλεγε πως ήρθε η ώρα της να πεθάνει και δεν θα την εξέταζε, Στο νοσοκομείο πήγαινε συνήθως νωρίς το πρωί, όπου έπαιρνε μαζί της και δύο ή τρία μικρά κορίτσια και το βράδυ γύριζε πεινασμένη και εξαγριωμένη- με σταγόνες γι’ αυτήν και αλοιφές για τα κορίτσια. Μια φορά έφερε εκεί και τον Νικολάι, ο οποίος μετά έπαιρνε σταγόνες για μια βδομάδα και ισχυριζόταν πως νοιώθει καλύτερα.

Η γιαγιά γνώριζε, σε περιφέρεια ακτίνας τριάντα βέρστ, όλους τους γιατρούς, τους στρατιωτικούς χειρουργούς, τους κομπογιαννίτες και κανένας δεν της άρεσε. Στην περιφορά της εικόνας της Παναγίας, όταν ο ιερωμένος πηγαίνει με τον Σταυρό από τη μια καλύβα στην άλλη, ο νεωκόρος της είπε πως στην πόλη δίπλα στη φυλακή ένας ηλικιωμένος άντρας, ένας παλιός στρατιωτικός χειρουργός, κουράρει πολύ καλά και τη συμβούλεψε να του απευθυνθεί. Η γιαγιά ακολούθησε τη συμβουλή. Όταν έπεσε το πρώτο χιόνι πήγε στην πόλη και έφερε τον ηλικιωμένο άντρα, έναν βαφτισμένο εβραίο με μακριά γένια και μια ριχτή μακριά ρόμπα, του οποίοι όλο το πρόσωπο το διέτρεχαν μικρές μπλε φλεβίτσες. Την ίδια ακριβώς στιγμή δούλευαν στην κάμαρα μεροκαματιάρηδες. ένας γέρος ράφτης με κάτι απαίσια γυαλιά έκοβε ένα κουρέλι για να ράψει γιλέκο και δύο νεαρά παλληκαράκια έγνεθαν με μαλλί κετσεδένιες μπότες. Ο Κυριάκ, ο οποίος είχε απολυθεί εξ αιτίας της επιρρέπειάς του στο ποτό και τώρα έμενε στο σπίτι, καθόταν δίπλα στο ράφτη και βελτίωνε μια λαιμαριά(14). Στην κάμαρα ήταν στενά, αποπνικτικά και υπήρχε δυσωδία. Ο βαφτισμένος εβραίος εξέτασε το Νικολάι και είπε ότι θα ήταν απαραίτητο να βάλει κομπρέσες.

Έβαλε τις κομπρέσες και ο γέρος ράφτης, ο Κυριάκ και τα παιδιά στέκονταν ένα γύρω και κοίταζαν προσεκτικά περιμένοντας να δουν, πώς θα βγει η αρρώστια έξω από το Νικολάι. Και ο Νικολάι κοίταζε κι’ αυτός προσεκτικά, πώς οι αναρροφητικές κομπρέσες στο στήθος του γέμιζαν σταδιακά με αίμα και ένοιωθε πως πράγματι κάτι αποχωριζόταν απ’ το σώμα του και χαμογελούσε ευχαριστημένος.

Ο βαφτισμένος εβραίος έβαλε δώδεκα κομπρέσες και μετά άλλες δώδεκα, ήπιε άφθονο τσάι και έφυγε. Ο Νικολάι άρχισε να τρέμει και το πρόσωπό του κατέρρευσε και σούρωσε, όπως είπαν οι γυναίκες, έγινε σαν μια γροθιά. Τα δάκτυλά του μελάνιασαν. Τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα και στην προβατοπροβιά, αλλά κρύωνε όλο και πιο πολύ. Κατά το βράδυ τον κατέλαβε βαθιά μελαγχολία. παρακάλεσε πως καλύτερα να τον βάλουν στο πάτωμα, παρακάλεσε να μην καπνίζει ο ράφτης. Μετά ηρέμησε κάτω απ τη προβατοπροβιά του και κατά το πρωί πέθανε.

 

IX

Ω, τι σκληρός, τι μακρύς χειμώνας! Είδη απ’ τα Χριστούγεννα δεν είχαν πια δικό τους καρπό και αγόραζαν το αλεύρι. Ο Κυριάκ, που τώρα ζούσε στο σπίτι, τα βράδια ξεθύμαινε και εκφόβιζε τους πάντες. το πρωί βασανιζόταν από πονοκεφάλους και ντροπή και σε πονούσε να τον κοιτάζεις. Στο στάβλο ακουγόταν μέρα- νύχτα το μούγκρισμα της πεινασμένης αγελάδας, που έσκιζε την καρδιά της γιαγιάς και της

Μάργιας. Και για να ξεχειλίσει το ποτήρι, όλο τον καιρό επικρατούσαν ισχυροί παγετοί. Η θύελλα συσσώρευε βουνά χιόνι και ο χειμώνας τράβηξε πολύ: τη μέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου μαίνονταν μια πραγματική χειμωνιάτικη θύελλα και τη Μεγάλη Εβδομάδα έπεφτε χιόνι.

Όμως ενώ πήρε τέλος ο χειμώνας, αρχές Απριλίου έκανε ζεστές μέρες και κρύες νύχτες, ο χειμώνας τελικά δεν έλεγε να μαλακώσει αλλά μια ζεστή μέρα έδωσε τελικά το έναυσμα και τα ρυάκια άρχισαν να τρέχουν, τα πουλιά να κελαηδούν. Όλο το λιβάδι και οι θάμνοι στο ποτάμι βυθίζονταν στα ανοιξιάτικα νερά και ανάμεσα στο Σούκοβο και την ανπίπερα όχθη, είχε καταληφθεί όλος ο χώρος από έναν τεράστιο κόλπο, που πάνω του φτερούγιζαν κοπάδια από αγριόπαπιες.To φλογερό ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα με τα μεγαλόπρεπα σύννεφά του, πρόσφερε κάθε βραδιά ένα ασυνήθιστο, καινούργιο, απίθανο θέαμα, ένα θέαμα, που κανείς δεν πιστεύει πως υπάρχει, όταν βλέπει αυτά τα χρώματα και τα σύννεφα πάνω σε ζωγραφικό πίνακα.

Οι γερανοί πετούσαν γρήγορα-γρήγορα και κραύγαζαν λυπημένα, σαν κάποιον να ήθελαν να προσελκύσουν στο φευγιό τους. Στέκοντας η ‘Όλγα στην άκρη της πλαγιάς, παρατηρούσε για ώρα την πλημμύρα, τον ήλιο, τη λαμπερή σαν ξανανιωμένη εκκλησία και τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι και η ανάσα της κόπηκε γιατί ζητούσε διακαώς να φύγει, για οπουδήποτε να φύγει, για εκεί που μόνο τα μάτια μπορούν να φτάσουν και ας είναι, αυτό το εκεί, το τέλος του κόσμου. Επίσης είχε αποφασιστεί ήδη πως πρέπει να επιστρέψει στη Μόσχα σαν καμαριέρα και μαζί της και ο Κυριάκ, για να γίνει υπηρέτης ή οτιδήποτε άλλο. Αχ, ας μπορούσε να φύγει το γρηγορότερο!

Όταν στέγνωσε ο καιρός και ζέστανε, πήρε το δρόμο. Η Όλγα και η Σάσα και οι δύο με παπούτσια από χορταρένιο σκοινί, με σάκες στην πλάτη, αναχωρούσαν, όταν ακόμη δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει. πήγε μαζί και η Μάργια για να τις συνοδεύσει. Ο Κιριάκ δεν ήταν υγιής και έμεινε μια βδομάδα ακόμη στο σπίτι. Η Όλγα προσευχήθηκε για τελευταία φορά, στραμμένη προς την εκκλησία και στη διάρκεια της προσευχής σκεπτόταν τον άντρα της. αλλά δεν έκλαψε και μόνο το πρόσωπό της γέμισε ρυτίδες και ασχήμυνε, όπως μιας γριάς. Στη διάρκεια του χειμώνα έγινε ισχνή και άσχημη και στη θέση της παλιότερής της γλυκύτητας και του χαμόγελού της που σε κέρδιζε, βρισκόταν στο πρόσωπό της η ταπεινωμένη, λυπημένη έκφραση του καημού που βίωσε και κάτι θαμπό και ακίνητο στο βλέμμα της, σαν να μην άκουγε. Λυπόταν που θα πρέπει να αποχωριστεί το χωριό και τους μουζίκους. Θυμήθηκε πώς μεταφέρθηκε η σωρός του Νικολάι και τελέστηκε τρισάγιο μπροστά σε κάθε καλύβα και πώς όλοι γεμάτοι συμπόνια έκλαψαν για το πένθος της. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του χειμώνα είχαν υπάρξει ώρες και μέρες, που τούτοι οι άνθρωποι ζούσαν χειρότερα απ’ τα ζώα και ήταν τρομερό να ζεις μαζί τους. Ήταν χοντροκομμένοι, ασεβείς, βρώμικοι, μπεκρήδες, ζούσαν χωρίς ενότητα, τσακώνονταν συνεχώς γιατί δεν υπήρχε αλληλοσεβασμός, φοβόνταν ο ένας τον άλλο, έτρεφαν υποψίες ο ένας για τον άλλο. Ποιος κρατάει το καπηλειό και παρασύρει το λαό στο μεθύσι; Ο μουζίκος! Ποιος σκορπάει και ξοδεύει στο πιοτό τα χρήματα της κοινότητας, τα σχολικά και εκκλησιαστικά χρήματα; Ο μουζίκος! Ποιος έκλεψε τον γείτονα, πυρπόλησε το σπίτι του, ψευδομαρτύρησε στο δικαστήριο για ένα μπουκάλι ρακί; Ποιος πρώτος μάχεται στις περιφερειακές και στις άλλες συγκεντρώσεις εναντίον των μουζίκων; Ο μουζίκος! Ναι, ήταν άσχημο να ζεις μαζί τους αλλά τέλος πάντων είναι άνθρωποι. υποφέρουν και κλαίνε όπως οι άνθρωποι και στη ζωή τους δεν υπάρχει κάτι, για το οποίο δεν θα μπορούσε να βρεθεί μια δικαιολογία. Σκληρή δουλειά, απ’ την οποία τις νύχτες πονάει όλο το κορμί, σκληροί χειμώνες, ισχνές σοδειές, στενάχωρη ζωή- και βοήθεια δεν υπάρχει και από πουθενά δεν αναμένεται. Αυτοί που είναι ισχυρότεροι και πλουσιότεροί τους, δεν βοηθούν γιατί είναι και οι ίδιοι ωμοί, ύπουλοι, μεθύστακες και το ίδιο απωθητικά βρίζονται μεταξύ τους. ο μικρότερος κρατικός υπάλληλος συμπεριφέρεται στους μουζίκους όπως στους αλήτες, μιλάει στον ενικό ακόμη και στους προϊσταμένους της κοινότητας ή της εκκλησίας γιατί πιστεύει πως έχει αυτό το δικαίωμα. Και πώς μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε βοήθεια ή ένα καλό παράδειγμα από φιλοχρήματους, άπληστους, ανήθικους, ακαμάτηδες ανθρώπους, που έρχονται στο χωριό μόνο για να προσβάλουν και να λεηλατήσουν; Η Όλγα θυμήθηκε, πόσο λυπημένοι και θλιμμένοι έδειχναν οι γέροι, όταν το χειμώνα πήραν στην αστυνομία τον Κιριάκ για να τον συνετίσουν με τη βέργα…

Και τώρα λυπόταν και πονούσε για όλους αυτούς τους ανθρώπους και καθώς πορευόταν, γύριζε το κεφάλι της και κοίταζε προς τις καλύβες

Η Μάργια, αφού τις συνόδεψε περίπου τρία Βέρστ, τις αποχαιρέτισε, μετά έπεσε στα γόνατα και άρχισε, με το πρόσωπο στραμμένο στη γη, να κλαίει: «πάλι έμεινα μόνη, η φτωχή, η δυστυχισμένη…»

Και έκλαιγε έτσι για ώρα και για ώρα ακόμη μπορούσαν η Όλγα και η Σάσα να βλέπουν, τη Μάργια, στα γόνατα, πιάνοντας με τα χέρια το κεφάλι, σαν να υποκλινόταν μπροστά σε κάποιον- και από πάνω της πετούσαν οι κουρούνες.

Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, ο καιρός γαλήνεψε. Το Σούκοβο έμεινε πίσω μακριά. Ήταν ευχάριστο να βαδίζουν και η Όλγα με τη Σάσα ξεχάσανε γρήγορα το χωριό και τη Μάργια, χαίρονταν και όλα τις διασκέδαζαν. Πότε μια γιγάντια τάφρος, πότε η σειρά απ’ τα τηλεγραφόξυλα, που το ένα μετά το άλλο, ποιος ξέρει για πού πάνε και χάνονται μακριά στον ορίζοντα, ενώ τα σύρματα ηχούν μυστικά. πότε μπορεί να διακρίνει κανείς μακριά ένα απομονωμένο μικρό αγρόκτημα, ολοπράσινο, απ’ το οποίο έρχεται μια υγρή ανάσα και μυρωδιά κάνναβης και κάπως δείχνει, σαν εκεί να ζούνε ευτυχισμένοι άνθρωποι. πότε ένας σκελετός αλόγου, που μοναχικός, λαμπυρίζει λευκός στο λιβάδι. Οι κορυδαλλοί κελαηδούν ακούραστα, τα ορτύκια φωνάζουν το ένα το άλλο. η ορτυκομάνα κράζει τόσο πολύ, σαν κάποιος να χτυπάει δυνατά σ’ ένα παλιό σιδερένιο ρόπτρο…

Το μεσημέρι η Όλγα και η Σάσα έφτασαν σε μια ενοριακή κοινότητα. Εκεί στον κεντρικό δρόμο τις συνάντησε ο γέρος, ο μάγειρας του στρατηγού Σούκοβ και η ιδρωμένη, γυαλιστερή καράφλα του άστραφτε στον ήλιο. Αυτός και η Όλγα δεν αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο, μετά γύρισαν συγχρόνως και κοιτάχτηκαν, αναγνωρίστηκαν και συνέχισαν, χωρίς να πούν λέξη, ο καθένας τον δρόμο του. Μπροστά από ένα σπίτι που έμοιαζε κάπως πλουσιότερο και πιο καινούργιο, στάθηκε η Όλγα κάτω απ’ το ανοικτό παράθυρο, υποκλίθηκε και είπε δυνατά με λεπτή και τραγουδιστή φωνή: «ορθόδοξοι χριστιανοί δώστε μας, στο όνομα του Χριστού, μια ελεημοσύνη, ό,τι ευαρεστείστε. ας αναπαυθούν τα πεθαμένα σας στην ουράνια μακαριότητα, στην αιώνια ειρήνη.»

«Ορθόδοξοι χριστιανοί», άρχισε και η Σάσα να τραγουδάει. «δώστε, για όνομα του Χριστού, ό,τι ευαρεστείστε, στην ουράνια μακαριότητα…»

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

(1) Το Σούκοβο είναι ρώσικο χωριό σε απόσταση 106 χλμ νοτιοανατολικά της Μόσχας.

(2) Με τη λέξη «καλύβα» εννοείται το απλό ρωσικό αγροτικό σπίτι, η λεγόμενη «ίζμπα», στα ρωσικά. Ο γερμανός μεταφραστής δεν τη μετέφερε ως «ίζμπα» αλλά μετέφρασε «Huette», που στα γερμανικά είναι η καλύβα αλλά και το απλό σπίτι. Πολλοί μεταφραστές ρωσικής λογοτεχνίας υιοθετούν απ’ ευθείας τη λέξη «ίζμπα.» Πρόκειται για ξύλινο κατάλυμα εν γένει κοντά σε δρόμο. Στην αυλή του περικλείεται επίσης υπόστεγο και αχυρώνας μέσα σε έναν υποτυπώδη φράχτη. Στην κατασκευή των ίζμπα δεν προβλέπεται μέταλλο.

Επίσης: «το κεντρικό στοιχείο του εσωτερικού του ιζμπά ήταν ο ρωσικός φούρνος, ο οποίος μπορούσε να καταλαμβάνει έως και το ένα τέταρτο του πατώματος σε μικρότερες κατοικίες. Συχνά δεν υπήρχαν κρεβάτια (κατά τη δυτική έννοια), καθώς οι άνθρωποι κοιμόνταν απευθείας επάνω στην επίστρωση του φούρνου ή στα ράφια που ήταν κτισμένα ακριβώς πάνω από τη σόμπα.»-Wikipedia

(3) Μονάδα μήκους στη Ρωσία την εποχή που έγραφε ο Τσέχωφ αλλά βέβαια παρωχημένη πια. Ένα βέρστ ήταν ίσο με 1067 μέτρα περίπου.

(4) Πρόκειται για τη διασημότερη χειμωνιάτικη γιορτή στη Ρωσία που συμπίπτει πάντα με την τελευταία εβδομάδα πριν τη μεγάλη Σαρακοστή. (5) Το Βλαντίμιρ είναι ρωσική πόλη176 χλμ. ανατολικά της Μόσχας. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας και είναι χτισμένο στον ποταμό Κλιάζμα,. Wikipedia

(6) Πρόκειται για τη δική μας γιορτή του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου. Η γιορτή όμως αυτή είχε, ειδικά στη Ρωσία, μεγάλη σημασία για τους μουζίκους γιατί αποτελούσε την αφετηρία της νέας χρονιάς εν όψει της σποράς.

(7) Μονάδα βάρους: 1 πουντ είναι περίπου 540 γραμμάρια.. (8) O γερμανός μεταφραστής χρησιμοποιεί τη λέξη Starost που είναι ένας ο σλαβικός όρος Σταρόστα και δηλώνει έναν γηραιό μιας κοινότητας του οποίου ο ρόλος ήταν να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία και κτήματα ενός κτηματία ή ενός συνόλου κτηματιών. Μπορούμε να θεωρήσουμε τον Starost και φοροεισπράκτορα, Οι γερμανοί υιοθέτησαν τη λέξη αυτή αλλά με τη σημασία Buergermeister ή Hauptmann, δηλαδή δήμαρχος ή έπαρχος ή κοινοτάρχης ή λοχαγός. Πολλοί μεταφραστές, απ’ ευθείας απ’ τα ρωσικά, μεταφράζουν διαχειριστής. Νομίζω πως στο παρόν διήγημα ο Starost είναι και φοροεισπράκτορας και κοινοτάρχης.

(9) Πλεσκαουρίτες ή ζετουκέζοι ή ζέτοι ή ζέτο, γερμανιστί Pleskauern ή Setukesen. Οι ζετουκέζοι αποτελούν αυτόχθονα λαό που ζούσε στην συνοριακή περιοχή μεταξύ βορειοδυτικής Ρωσίας και νότιας Εσθονίας. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει τη λίμνη Πλεσκάουερ , που σήμερα διαφημίζεται απ’ τους ρωσικούς τουριστικούς οδηγούς ως υψηλού φυσικού κάλους. Οι ζετουκέζοι ανήκαν σε μια φιλανδο-ουγγρική γλωσσική ομάδα και, αντίθετα με τους λουθηρανούς εσθονούς, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ορθόδοξης πίστης. Στη ορθόδοξη πίστη προσχώρησαν τον 15ο αιώνα, διατηρώντας όμως πολλά ειδωλολατρικά στοιχεία. Το γεγονός αυτό τους καθιστούσε αντιπαθείς μεταξύ των ορθοδόξων ρώσων. Σήμερα ζουν στην περιοχή της λίμνης Πλεσκάουερ περίπου 20.000 ζεκουτέζοι.- Από το Δελτίο της Γερμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

(10) Με τη ρωσική προφορά στο κείμενο: Tushurka. Εννοεί στολή παραλλαγής.

(11) H διακυβέρνηση του βούλγαρου ηγεμόνα Aleksander Battenberg ήταν την περίοδο 1879-1886.Υπό τον Battenberg έλαβε χώρα η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας υπό τη βουλγαρική ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) Η παραίτηση του Battenberg έγινε μετά από ρωσικές πιέσεις τον Αύγουστο του 1886. Πιθανόν ο Τσέχωφ υπονοεί βουλγαρική καταγωγή του κοινοτάρχη, Αντίπ Σεντέλνικοβ.

(12) Tarantas, με τη ρωσική προφορά στο κείμενο, είναι ένα είδος ρωσικής άμαξας. Μπορεί να έλκεται από μέχρι και τρία άλογα. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι πως οι δύο πίσω ρόδες είναι μεγαλύτερες απ’ τις μπροστινές και πως το κουβούκλιο δεν καταλαμβάνει όλο το χώρο του φορέα του.

(13) Ο γερμανός μεταφραστής μετέφρασε: “Landschaft”, που σημαίνει τοπίο, περιοχή, επαρχία. Προφανώς εννοείται κάποια επαρχιακή-περιφερειακή διοικητική μονάδα ή κάποιο επαρχιακό συμβούλιο που ασκεί διοίκηση.

(14) Λαιμαριά είναι το περιλαίμιο. Προφανώς εδώ εννοείται περιλαίμιο κάποιου αλόγου- μεταλλικό ή δερμάτινο- γιατί οι λαιμαριές είναι και κοσμήματα.

 

 

* Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ζει και εργάζεται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στην Πάτμο. Ασχολείται, όχι επαγγελματικά, με μεταφράσεις, κυρίως λογοτεχνίας, από τα γερμανικά στα ελληνικά και αντιστρόφως. Στο παρόν διήγημα του Τσέχωφ, την επιμέλεια έκανε ο Παντελής Ανδριώτης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top