Fractal

Άκυρο στις κάλπες της Ιστορίας;

Της Όλγας Μοσχοχωρίτου  // *

 

Πηγή: iskra.gr

 

download

 

Τι ήταν αυτό που ζήσαμε το βράδυ Της 3ης Ιούλη του 2015, κανείς από μας που βρεθήκαμε στο Σύνταγμα δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει ακόμα.

Όταν οι ουρές των αν­θρώ­πων που πε­ρί­με­ναν να βγά­λουν 60 ευρώ από τα ΑΤΜ των Τρα­πε­ζών της Ερμού και της οδού Νίκης, της Πα­νε­πι­στη­μί­ου, της Στα­δί­ου και της Μη­τρο­πό­λε­ως ενώ­νο­νταν με τα πλήθη λαού που ξεχύ­νο­νταν από τις σκά­λες του Μετρό στην πλα­τεία, από την Αμα­λί­ας και τη Βα­σι­λίσ­σης Σο­φί­ας, προσπαθώντας να συμ­μορ­φω­θούν όσο μπο­ρού­σαν με τη φωνή από τα με­γά­φω­να που πα­ρα­κα­λού­σε να μην κλεί­νο­νται οι έξο­δοι , μη γίνει κά­ποιο ατύ­χη­μα που κη­λι­δώ­σει τη γιορ­τή μας, ξέ­ρα­με ότι κάτι και­νούρ­γιο , είχε μόλις γεν­νη­θεί.

Δεν είναι ώρα για με­γά­λες ανα­λύ­σεις, άλ­λω­στε έχουν γρα­φτεί όλα, από όλους. Τα σχέ­δια ξε­τυ­λί­χτη­καν στο τρα­πέ­ζι της συ­γκυ­ρί­ας, ή της Ιστορίας, θα δεί­ξει. Είναι η ώρα του λαού. Αλ­λω­στε «άλλο εσύ θέ­λεις κι αλλού η ζωή σε πάει».

Δεν μπορώ να κα­τα­τά­ξω τις σκέ­ψεις μου, ούτε ν’ ακο­λου­θή­σω τον ορ­θο­λο­γι­σμό ενός νο­μι­κού ή πο­λι­τι­κού κει­μέ­νου, ούτε καν κά­ποιους κα­νό­νες λογο­τε­χνί­ας.

Δεν ήξερα τι ν’ απα­ντή­σω στους ξέ­νους δη­μο­σιο­γρά­φους που μας πλη­σί­α­ζαν συ­νε­χώς και ρω­τού­σαν «τι είναι αυτό που συμ­βαί­νει».

Πώς τρα­γου­δούν μαζί εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες άν­θρω­ποι; Από πού έρ­χε­ται αυτό το τρα­γού­δι;

Πώς να τους εξη­γή­σεις για το ιστο­ρι­κό νήμα που έδενε τον πο­λι­τι­σμό του ΕΑΜ, τα τρα­γού­δια της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 με το σή­με­ρα. Το Μίκη, το Λοϊζο, το Μι­κρού­τσι­κο, το Γιάν­νη Ρίτσο, το Σαβ­βό­που­λο, το Μά­λα­μα, τον Πα­ρα­κων­στα­ντί­νου, τον Ελύτη, την Ηρώ, τη Ραλ­λία , την Αντω­νο­πού­λου, τον Βολφ Μπήρ­μαν, την Αφρο­δί­τη Μάνου, τον Με­ρά­τζα και τον Ανα­γνω­στά­κη;

Πώς να εξη­γή­σεις « όμως εγώ δεν πα­ρα­δέ­χτη­κα την ήττα»;

Πώς να τους πεις ότι επι­τέ­λους ξα­να­γύ­ρι­σαν τα ξε­νι­τε­μέ­να τρα­γού­δια στα χείλη που ανή­καν;

Πως το τρα­γου­δι­σμέ­νο ποί­η­μα «της δι­καιο­σύ­νης ήλιε νοητέ και μυρ­σί­νη εσύ δο­ξα­στι­κή, μη πα­ρα­κα­λώ σας μη, λη­σμο­νά­τε τη χώρα μου» ται­ριά­ζει μόνο εδώ, πως επέ­στρε­ψε ατό­φιο, κι ας πε­ρι­πλα­νή­θη­κε σε γυα­λι­σμέ­να μάρ­μα­ρα πλη­γω­μέ­να από ψη­λο­τά­κου­νες γόβες, ει­πω­μέ­νο ξερά δίχως έγνοια από ομοιώ­μα­τα αν­θρώ­πων.

Πώς να μι­λή­σεις για τους μήνες της ιστο­ρί­ας που μας στοι­χειώ­νουν.

Δε­κέμ­βρης του ’44 ήταν όταν έπνι­ξαν στο αίμα την Αθήνα και το λαό της οι Εγ­γλέ­ζοι.

Δε­κέμ­βρης του 2008, όταν ξε­ψύ­χη­σε ένα παιδί από σφαί­ρα μπά­τσου και πήρε φωτιά η Αθήνα, προει­δο­ποιώ­ντας για τα μελ­λού­με­να, που τα σοφά αυτιά της δια­νό­η­σης της εξου­σί­ας , αρ­νή­θη­καν ν’ ακού­σουν.

Ιού­λης του ’65 ήταν που έγινε το πα­λα­τια­νό πρα­ξι­κό­πη­μα ενά­ντια στη νό­μι­μη κυ­βέρ­νη­ση του Γε­ωρ­γί­ου Πα­παν­δρέ­ου. Χι­λιά­δες λαού στους δρό­μους σ’έ­ναν αγώνα ανέν­δο­το που ξέ­φευ­γε κι αυτός από τα όρια που επι­θυ­μού­σε η εξου­σία.

Ιού­λης του 2015. Τώρα. Χτες μα­ταιώ­θη­κε από τον ίδιο το λαό ένα σύγ­χρο­νο πρα­ξι­κό­πη­μα. Να εξα­να­γκα­στεί σε πα­ραί­τη­ση ή να υπο­γρά­ψει μια ντρο­πια­στι­κή συμ­φω­νία ο Πρω­θυ­πουρ­γός της χώρας. Ο Πρω­θυ­πουρ­γός μιας αρι­στε­ρής αν και συμ­μα­χι­κής Κυ­βέρ­νη­σης .

Το γνω­ρί­ζα­με θε­ω­ρη­τι­κά αλλά δεν το εί­χα­με βιώ­σει στην πράξη.

Τα σύγ­χρο­να γερ­μα­νι­κά Πάν­τζερ, αυτά που άλ­λο­τε έσπα­σαν τη γραμ­μή Μα­ζι­νό , είναι τα ΑΤΜ των Τρα­πε­ζών και οι οθό­νες της τη­λε­ό­ρα­σης. Τώρα συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ο λαός τι ση­μαί­νει να μην ελέγ­χεις την πα­ρα­γω­γή χρή­μα­τος και την πα­ρα­γω­γή «εί­δη­σης». Τα ρί­ξα­νε λοι­πόν όλα στη μάχη. Να σπά­σουν και πάλι τη λαϊκή γραμ­μή άμυ­νας.

Κάτι λέ­ξεις όπως «εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία» και «λαϊκή κυ­ριαρ­χία», κυ­κλο­φο­ρού­σαν από στόμα σε στόμα πα­ρά­νο­μα, γιατί ήταν πα­λιο­μο­δί­τι­κες και φο­ρε­μέ­νες άλλες δε­κα­ε­τί­ες και πια άνευ νο­ή­μα­τος, λέει ο με­τα­μο­ντέρ­νος. Μην απο­μο­νω­θού­με κι όλας βρε αδερ­φέ…

Δεν ξέρω πώς , ίσως να το ψι­θύ­ρι­σε κά­ποιος ογδο­ντά­χρο­νος συ­ντα­ξιού­χος έμπει­ρος και υπο­μο­νε­τι­κός, από αυ­τούς που τα τε­λευ­ταία χρό­νια συ­νω­στί­ζο­νται στις ουρές του ΙΚΑ, στο αυτί του εγ­γο­νού του, πως δη­λα­δή ο Ζού­κοφ τα νί­κη­σε τα γερ­μα­νι­κά Πάν­τζερ τε­λι­κά, εκεί ανά­με­σα Λέ­νιν­γκραντ και Μό­σχας, έναν πα­γω­μέ­νο χει­μώ­να που κρά­τη­σε από το 1941 έως το 1944 , όταν κάθε κά­τοι­κος της πόλης και του χω­ριού πο­λέ­μα­γε με ό,τι είχε και απ’ όπου βρι­σκό­ταν. Ότι διέ­θε­τε και ο Σο­βιε­τι­κός λαός τα δικά του Πάν­τσερ, πραγ­μα­τι­κά και συμ­βο­λι­κά.

Πώς δια­δό­θη­κε η εί­δη­ση δεν γνω­ρί­ζω. Μάλ­λον αυτή τη μα­γι­κή δύ­να­μη έχουν τα τρα­γού­δια κι οι μου­σι­κές.

Εν τω με­τα­ξύ οι αντί­πα­λοι, όλες οι φά­λαγ­γες και η Πέμ­πτη, συ­νε­χί­ζουν να χτυ­πούν αλύ­πη­τα.

Οι ει­κό­νες στις οθό­νες της τη­λε­ό­ρα­σης ξερ­νούν τό­νους λυ­μα­το­λά­σπης.

Και ξαφ­νι­κά ο ηγέ­της του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος με φόντο το Μου­σείο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, ρί­χνει άκυρο στην κάλπη της Ιστο­ρί­ας ή λευκή πε­τσέ­τα στον εχθρό ή προ­τρέ­πει σε αποχή από ψευ­δε­πί­γρα­φα Δη­μο­ψη­φί­σμα­τα. Δεν έχει κα­τα­λά­βει πως δεν τον ακού­ει κα­νείς.

Γιατί οι γει­το­νιές της Αθή­νας συ­νε­χί­ζουν να βρί­σκο­νται στο Σύ­νταγ­μα, προ­σπα­θώ­ντας να σπά­σουν έστω έναν κρίκο από τις αλυ­σί­δες που τις κρα­τούν γο­να­τι­σμέ­νες. Όπως τότε. Όπως πάντα. Εί­μα­στε μι­κρός λαός. Γνω­ρι­ζό­μα­στε με­τα­ξύ μας. Δεν έχου­με ψευ­δαι­σθή­σεις πιά. Γνω­ρί­ζου­με και τα κου­σού­ρια μας. Αλλά έχου­με βρε­θεί στους ίδιους δρό­μους ατέ­λειω­τες φορές. Εχου­με δια­βά­σει τα ίδια βι­βλία. Εχου­με τρα­γου­δή­σει τα ίδια τρα­γού­δια. Η ιστο­ρία μας είναι έγκυ­ρη. Τα χαρ­τιά μας πο­λύ­χρω­μα και σπά­νια απέ­χου­με από γιορ­τές, γά­μους, κη­δεί­ες, μάχες, μνη­μού­ρια. Γιατί εμείς έχου­με μνήμη. Ακόμα κι όταν συ­χω­ρά­με, δεν ξε­χνά­με.

Αλλά σή­με­ρα δεν έχω καιρό να λύσω τις δια­φο­ρές μου με πα­λιούς και νέους συ­ντρό­φους. Βιά­ζο­μαι. Εχω δου­λειές. Πρέ­πει να ορ­γα­νώ­σω το δικό μου ΟΧΙ. Αλ­λω­στε μετά τη μάχη θα κα­τα­με­τρη­θού­με: επι­ζή­σα­ντες ή απλώς επι­βιώ­σα­ντες, απω­λε­σθέ­ντες ή κρυ­πτό­με­νοι, στρε­ψο­δί­κες ή δι­κο­λά­βοι, όρ­θιοι ή πε­σμέ­νοι. Και όλοι κά­ποια στιγ­μή θα λο­γο­δο­τή­σου­με.

Ετσι δεν είναι σύ­ντρο­φοι;

Λοι­πόν:

Δος μου το χέρι σου

Κι απ την αρχή, μιαν άλλη αρχή

Στις 5, ναι στη δια­σταύ­ρω­ση

Δικός μας είναι ο κό­σμος

Γειά σου, σύ­ντρο­φε…

 

 

Όλγα Μοσχοχωρίτου είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Ριζοσπαστικής Αριστερής Κίνησης Δικηγόρων Αθήνας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top