Fractal

Μετάφραση | Τι άλλο είναι ο “Νόστος” του Οδυσσέα εκτός από επιστροφή στο Παρελθόν;

Μετάφραση: Κώστας Χωρεάνθης //
Επιλογή/ επιμέλεια: Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Τι άλλο είναι ο “Νόστος” του Οδυσσέα εκτός από επιστροφή στο Παρελθόν;

Οδύσσειας ραψωδία Λ  | Νέκυια | Η κάθοδος του Οδυσσέα στη χώρα των Κειμερίων  (Στί: 1- 22/ 84 – 89/ 139 – 183/ 204- 224)

 

[Φεύγοντας από το νησί της θεάς Κίρκης, ακολουθώντας τις οδηγίες της, ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη να πάρει χρησμούς από την ψυχή του μάντη Τειρεσία. Εκεί συνάντησε την ψυχή της μητέρας του η οποία τον πληροφόρησε για την κατάσταση του οίκου του.]

 

 

 

 

                     Αφιερώνεται στους φίλους του Fractal και σε όλους τους διαδικτυακούς φίλους       

 

 

Έπειτα, όταν κατεβήκαμε στο καράβι και στη θάλασσα,

το καράβι πρώτα απ’ όλα ρίξαμε στη θάλασσα τη θεϊκή,

στήσαμε το κατάρτι και τα πανιά στο μελανό καράβι

και τα πρόβατα παίρνοντας, τα βάλαμε μέσα και οι ίδιοι

ανεβαίναμε θλιμμένοι, χοντρό δάκρυ κάτω χύνοντας.                                                  5

Και για χάρη μας πίσω από το μελανόπλωρο καράβι

αέρα πρίμο έστειλε να φουσκώνει τα πανιά, σύντροφο καλό,

η Κίρκη η ομορφόμαλλη, η θαυμαστή θεά, η γλυκόφωνη.

Κι εμείς, αφού ισιάσαμε όλα τα άρμενα, μες στο καράβι

καθόμασταν· κι εκείνο ο κυβερνήτης άνεμος το οδηγούσε.                                        10

Κι ολημερίς τέντωναν τα πανιά καθώς ποντοπορούσε·

κι ο ήλιος πια βασίλεψε και σκοτεινιάζαν όλοι οι δρόμοι.

Κι έφτασε στα πέρατα του βαθύρροου Ωκεανού,

εκεί όπου των Κειμερίων είναι ο λαός και η πόλη,

με καταχνιά και νέφη σκεπασμένοι· και ποτέ αυτούς                                                  15

ο ήλιος ο ολόλαμπρος με τις ακτίνες του δεν βλέπει,

ούτε όταν ανεβαίνει προς τον έναστρο ουρανό

ούτε όταν πάλι προς τη γη από τον ουρανό γυρίζει,

μα νύχτα σκοτεινή απλώνεται πάνω από τους κακόμοιρους θνητούς.

Και το καράβι, εκεί σαν φτάσαμε, αράξαμε και πήραμε από μέσα                             20

τα πρόβατα· κι εμείς οι ίδιοι πάλι πλάι από τη ροή του Ωκεανού

πηγαίναμε, ώσπου φτάσαμε στον τόπο που είπε η Κίρκη.

[…]

Και ήρθε η ψυχή της μάνας μου της πεθαμένης,

της κόρης του μεγαλόψυχου Αυτόλυκου, η Αντίκλεια,                                               85

που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην Ίλιο την ιερή.

Και βλέποντάς την  εγώ δάκρυσα και τη λυπήθηκε η ψυχή μου·

αλλά ούτε κι έτσι δεν την άφηνα πρώτη, κι ας θλιβόμουνα βαθειά,

σιμά στο αίμα να έρθει, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω.

[…]

«Τειρεσία, έτσι κι αλλιώς αυτά έκλωσαν οι ίδιοι οι θεοί.

Μα, έλα, πες μου αυτό κι αληθινά φανέρωσέ μου·                                                    140

της μητέρας μου αυτήν εκεί βλέπω την  ψυχή της πεθαμένης·

κι εκείνη κάθεται βουβή σιμά στο αίμα κι ούτε τον γιο της

τόλμησε κατά πρόσωπο να δει και να του απαντήσει.

Πες, βασιλιά, πώς θα μπορούσε να μ’ αναγνωρίσει  εγώ ποιος είμαι;»

Έτσι του είπα, κι εκείνος δίνοντάς μου απάντηση μου είπε:                                 145

«Εύκολο λόγο θα σου πω και μες στα φρένα σου θα βάλω·

όποιον αφήσει από τους νεκρούς που ο θάνατος επήρε

στο αίμα σιμά να φτάσει, εκείνος θα σου πει τα αλάθητα·

μα όποιον θα εμπόδιζες, εκείνος πάλι πίσω θα γυρίσει».

Έτσι μιλώντας μου, μπήκε μέσα στον δόμο του Άδη η ψυχή                                 150

του Τειρεσία του βασιλιά, αφού μου είπε τους χρησμούς του·

όμως εγώ έμεινα εκεί στο ίδιο μέρος ίσαμε που η μητέρα μου

ήρθε και ήπιε αίμα κατάμαυρο· κι αμέσως με αναγνώρισε

κι ολοφυρόμενη λόγια φτερωτά μου έλεγε:

«Παιδί μου, πώς ήρθες εδώ κάτω στο σκοτεινό σκοτάδι                                      155

όντας ζωντανός; είναι δύσκολο στους ζωντανούς αυτά να βλέπουν.

Γιατί είναι μεγάλοι ποταμοί ανάμεσα και φοβερά ρέματα,

και πρώτα ο Ωκεανός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει

όντας πεζός, εκτός κι αν έχει καλοφτιαγμένο πλοίο.

Ή μόλις τώρα από την Τροία περιπλανώμενος φτάνεις εδώ                                     160

με πλοίο και με συντρόφους ύστερα από χρόνια; ούτε ήρθες ακόμα

στην Ιθάκη, ούτε είδες στα μέγαρά σου τη γυναίκα;»

Έτσι είπε κι εγώ τότε δίνοντάς της απάντηση της γύρισα τον λόγο:

«Μητέρα μου, στον Άδη ανάγκη με κατέβασε

χρησμό να πάρω από την ψυχή του Θηβαίου Τειρεσία·                                            165

γιατί σε χώρα αχαϊκή δεν ήρθα ούτε και πάτησα

ακόμα στη δική μου γη, μα πάντοτε βασανισμένος παραδέρνω,

αφότου, πρώτη φορά τον Αγαμέμνονα ακολούθησα τον θεϊκό

στην Ίλιο με τα όμορφα πουλάρια να πολεμήσω με τους Τρώες.

Μα έλα, πες αυτό κι αληθινά φανέρωσέ μου·                                                            170

ποια μοίρα τώρα σε δάμασε του πολύ πικρού θανάτου;

ή μακρόχρονη αρρώστια ή η Άρτεμη που με τα τόξα χαίρεται,

ρίχνοντας με τα μαλακά της βέλη σε θανάτωσε;

Και πες μου και για τον πατέρα και τον γιο που άφησα πίσω,

αν από κείνους κυβερνιέται ακόμα το βασίλειό μου ή κάποιος ήδη                         175

από τους άνδρες άλλος κυβερνά και για μένα λένε ότι  πια δεν θα γυρίσω.

Και πες μου και για της γυναίκας μου το νου και τη βουλή,

αν μένει κοντά στο παιδί και όλα τα κρατάει πάντα πιστά

ή κιόλας την παντρεύτηκε κάποιος από τους Αχαιούς ο πιο καλός».

Έτσι της μίλησα, κι αμέσως μου απάντησε η σεβαστή μητέρα:                           180

Και, βέβαια, με καρτερική ψυχή εκείνη περιμένει

μες στα δικά σου μέγαρα· και βασανιστικές για κείνη πάντα

μαραίνονται οι νύχτες της κι οι μέρες δάκρυα χύνοντας.

[…]

Έτσι είπε κι εγώ τότε θέλησα, και μες στο νου μου κλωθογύριζα

της μητέρας μου την ψυχή  να πιάσω της πεθαμένης.                                               205

Τρεις φορές όρμησα και να την πιάσω μ’ έσπρωχνε η επιθυμία

και τρεις φορές μες απ’ τα χέρια μου σαν ίσκιος και σαν όνειρο

πετούσε· και σ’ εμένα πιο οξύς πόνος γεννιόταν στην καρδιά μου

και προσφωνώντας την με τέτοια λόγια της μιλούσα φτερωτά:

«Μητέρα μου, γιατί δεν μένεις τώρα που να σ’ αγκαλιάσω θέλω                      210

και στον Άδη με τα αγαπημένα χέρια μας ν’ αγκαλιαστούμε

και οι δυο μας τον κρύο γόο ν’ απολαύσουμε;

ή μήπως είναι φάντασμα αυτό που η λαμπρή Περσεφόνη

έστειλε σ’ εμένα  ακόμα πιο πολύ οδυρόμενος να αναστενάζω;

Έτσι της μίλησα κι αμέσως μου απάντησε η σεβαστή  μητέρα:                           215

«Α, παιδί μου, πιο κακότυχο από όλους τους άντρες,

καθόλου η Περσεφόνη, του Δία η θυγατέρα δεν δολιεύεται,

αλλά εκείνη είναι κριτής των θνητών, όταν κανείς πεθάνει·

πια τις σάρκες και τα κόκαλα τα νεύρα δεν στηρίζουν

αλλά αυτά της φωτιάς το δυνατό μένος που ανάβει                                                   220

τα δαμάζει, αν πρώτα εγκαταλείψει  και τα λευκά κόκαλα η ζωή,

και η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτεροκοπάει.

Όμως, το φως όσο πιο γρήγορα αναζήτα· και όλα τούτα,

γνώριζέ τα, για ν τα λες αργότερα στη δική σου τη γυναίκα».

 

 

 

 

Αποσπάσματα από τη ραψωδία Λ /Νέκυια της Οδυύσσειας, σε μετάφραση από το πρωτότυπο της Οξφόρδης του αείμνηστου Κώστα Χωρεάνθη.Επιλογή επιμέλεια Ελένη Χωρεάνθη.

Παλαιό Φάληρο, Νοέμβριος 2022.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top