Fractal

Η γοητεία του να περπατάς στα σύννεφα

Από την Μαρία Γαβαλά //

 

lebeau

 

«Ο τέλειος γάμος» – 1982- του Ερίκ Ρομέρ

 

Η Σαμπίν σπουδάζει ιστορία της τέχνης στο Παρίσι, αλλά εξακολουθεί να μένει στο σπίτι της μητέρας της, στην επαρχία, όπου εργάζεται σε ένα παλαιοπωλείο. Όταν, μια νύχτα, ο ζωγράφος φίλος της, ο Σιμόν, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη γυναίκα του, τηλεφώνημα που διακόπτει τις ερωτικές τους στιγμές, η Σαμπίν τον εγκαταλείπει, δηλώνοντας ότι έχει αποφασίσει να παντρευτεί. «Ποιο μυαλό δεν παραλογίζεται; Ποιος δεν χτίζει πύργους στην άμμο;» καθώς λέει το γνωμικό στην αρχή της ταινίας, μιας και ο «Τέλειος γάμος» – “Le beau marriage” συγκαταλέγεται στην ενότητα ταινιών του Ερίκ  Ρομέρ υπό τον τίτλο «Κωμωδίες και παροιμίες».

 

le2

 

Η Σαμπίν είναι πρόσωπο που, στην κυριολεξία, δεν μπορεί να σταθεί σε χλωρό κλαρί. Ένα κορίτσι των διαδρομών. Από το πατρικό της σπίτι, στην πόλη Μπαλόν, μετακινείται στο Λε Μαν, όπου είναι η δουλειά της και βρίσκεται η φίλη της Κλαρίς, κι από κει στο Παρίσι όπου σπουδάζει και συναντιέται με τον ζωγράφο εραστή της. Και τούμπαλιν. Συνεχώς στριφογυρνάει από σπίτι σε σπίτι, από εργαστήριο σε μαγαζί, από πόρτα σε πόρτα. Τη βλέπουμε να έρχεται και να φεύγει, να περπατά σε λιθόστρωτα, να διασχίζει τοπία, είτε μετακινούμενη με τρένο είτε οδηγώντας το 4L της. Ανικανοποίητη και απογοητευμένη απ’ τον τρόπο ζωής της και το περιβάλλον της, στριφογυρνά σαν σβούρα, επιθυμώντας διακαώς τη σταθερότητα και την ασφάλεια μιας διαφορετικής εστίας: αυτής του γάμου. Όλα ξεκινούν με ένα τηλεφώνημα, που έρχεται να ενοχλήσει την ερωτική της συνάντηση με τον παντρεμένο φίλο της, ένα τηλεφώνημα προερχόμενο από την οικογένεια εκείνου. Γεγονός που θα προκαλέσει τη δυσαρέσκειά της και θα την οδηγήσει στην απόφαση όχι μόνο να διακόψει – αυτοστιγμεί, παρορμητικά και χωρίς δεύτερη σκέψη –, μια σχέση μέσα στην οποία αισθάνεται πως δεν έχει προτεραιότητα, αλλά και, συγχρόνως, να δηλώσει πως το επόμενο βήμα της είναι να παντρευτεί. Η αρχική της κίνηση λοιπόν υπαγορεύεται από την επιθυμία της να γίνει η «πρώτη και μοναδική» στη ζωή ενός άνδρα. Μπορεί ο τρόπος της δήλωσής της «Θα παντρευτώ!» να μοιάζει με καπρίτσιο, η απόφασή της όμως έχει βάση λογικής.

 

le3

 

Συζητώντας με την επιστήθια φίλης της Κλαρίς ή με το παλιό της φλερτ Κλωντ, θα προβάλει κι άλλους λόγους. Σκοπεύει να εγκαταλείψει το μίζερο επαρχιακό περιβάλλον της, επιδιώκοντας μια κοινωνική αναρρίχηση. Στο πρόσωπο του άνδρα που θα επιλέξει, αναζητά ένα είδος μέντορα. Την ενδιαφέρουν τα χρήματα, η άνεση, η ασφάλεια αλλά και η ελευθερία της. Ορφανή από πατέρα, υπάλληλος σε μαγαζί που πουλάει αντίκες (δουλεύοντας παρτάιμ), θέλει να μετακινηθεί «απ’ αυτό που είναι σε αυτό που δεν έχει». Ψάχνει, επομένως, αυτό που θα ντύσει με διαφορετικά και ανετότερα ρούχα την πολύμορφη ένδειά της. Έτσι, για να πετύχει τούτη την κοινωνική αναβάθμιση και την επακόλουθη αλλαγή στον τομέα του ψυχισμού της (όπως πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί), θα καταφύγει σε διάφορες παιγνιώδεις, όσο και παιδαριώδεις, συναισθηματικές μεταμφιέσεις.

Αυτό που, κατά βάθος, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας υπερασπίζεται με τόσο σθένος η Σαμπίν, είναι λοιπόν η διακαής επιθυμία της να αλλάξει η ίδια, κάτι που γίνεται η έμμονη ιδέα της και, από κει και πέρα, ο κινητήριος μοχλός για μια σειρά από πλάνες. Πρόσωπο κατεξοχήν ιδεοληπτικό, δεν είναι μόνο το κορίτσι των περιπλανήσεων, αλλά και των πλανών. Για γαμπρό διαλέγει τον παριζιάνο δικηγόρο Εντμόν Σιρό (Αντρέ Ντυσολιέ), τον οποίο γνωρίζει μέσω της Κλαρίς. Ο δικηγόρος είναι πρόσωπο που, φαινομενικά τουλάχιστον, εκπληροί τα ζητούμενα. Η Σαμπίν μαγνητίζεται από το προφανές, κλείνοντας τα μάτια σε αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ την εξωτερική εικόνα. Ξεκινώντας να κάνει έναν γάμο, με αφετηρία σαφέστατο υπολογισμό, βιάζεται να δώσει όνομα στα πραγματικά της συναισθήματα. Τα μεταμφιέζει, λοιπόν, ισχυριζόμενη πως είναι ήδη ερωτευμένη. Υποστηρίζοντας πως οι προσπάθειές της για την κατάκτηση του μέλλοντα συζύγου της θα στεφθούν οπωσδήποτε με επιτυχία, υπερεκτιμά τις ικανότητές της, δίνει προβάδισμα στη διαίσθησή της, ή υπονοεί ικανότητες τις οποίες δεν έχει. Κοντολογίς, γίνεται φορέας μιας προσωπικής λογικής που συγκρούεται με την πραγματικότητα.

 

le4

 

Διχασμένη ανάμεσα σε δύο χώρους (επαρχία/ Παρίσι), παρορμητική και φαντασιόπληκτη, καταλήγει να γίνει αιθεροβάμων. Χτίζει το οικοδόμημά της πάνω σε έδαφος σαθρό, όπως λέει και η σχετική παροιμία που αποτελεί το μότο της ταινίας, δάνειο από τη «Γαλατού», τον γνωστό μύθο του Λαφονταίν. Όμως, χτίζει τους πύργους της πολύ προσεχτικά και η αρχιτεκτονική της παρουσιάζει ενδιαφέρον. Τα εφόδιά της, τα όπλα της, άλλοτε χαρακτηρίζονται από απλοϊκότητα (εκνευριστική και ενοχλητική σε αρκετές περιπτώσεις) και άλλοτε γίνονται απολύτως αποδεκτά: η φυσική της χάρη, άλλωστε, η ζωντάνια, ο αυθορμητισμός (χαρίσματα που απορρέουν και από τη φυσική περσόνα της Μπεατρίς Ρομάν, η οποία υποδύεται τη Σαμπίν) είναι στοιχεία ικανά να αφοπλίσουν τον αντίπαλο, όπως και τον θεατή, να τον αποστομώσουν, διότι η Σαμπίν, επιπλέον, ως γνήσια ρομερική ηρωίδα, είναι και δεινή συζητήτρια.

Μπροστά μας, λοιπόν, ξετυλίγεται η διαδρομή ενός προσώπου το οποίο κρύβει μέσα του και άλλα πρόσωπα, παρουσιάζοντας διαφορετικές εικόνες μέσα στην αρχική εικόνα. Το πρόσωπο της Σαμπίν έχει μερικά από τα χαρακτηριστικά ενός αληθινού καλλιτέχνη (είναι ανικανοποίητη διαρκώς, ονειροπαρμένη, ιδεοληπτική), η ίδια όμως είναι πεπεισμένη πως δεν διαθέτει κανένα ταλέντο. Την τέχνη την προσεγγίζει μέσα από πλάγιους δρόμους. Δουλεύοντας σε μαγαζί που πουλάει αντίκες, σπουδάζοντας ιστορία της τέχνης, διατηρώντας στενές σχέσεις με καλλιτέχνες. Με την ίδια απολυτότητα αποποιείται οποιαδήποτε κλίση της στο εμπόριο, αν και αποδεικνύεται αρκετά επιδέξια στα εμπορικά παζάρια. Προκειμένου να υποστηρίξει τις θέσεις της, συνεχώς λέει αντιφατικά πράγματα. Κινείται ανάμεσα στο άσπρο της παιδικότητας (διάχυτο πάνω της κατά τη διάρκεια του ταπεινού πάρτι των γενεθλίων της) και στο καφεκόκκινο της ώριμης γυναίκας που, σίγουρη για τον εαυτό της και διεκδικητική, κυκλοφορεί σε αυστηρούς επαγγελματικούς χώρους. Όμως, και η λευκοντυμένη κι ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα κρύβει μέσα της την αναιδή γυναίκα. Το «σιγανό ποτάμι» θα μετατραπεί σε θρασύτατο θηλυκό, ικανό να δημιουργήσει πρωτάκουστο σκάνδαλο. Η Σαμπίν φροντίζει να διαχέει προς τα έξω την εκδοχή της κυρίας της κατάστασης, εκεί όπου, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά κοινό πιόνι. Δίνει την εντύπωση αυτού που ελέγχει απολύτως το παιχνίδι, ενώ, συχνά, τα νήματα του παιχνιδιού κινούνται από την εκ διαμέτρου αντίθετη (τόσο ως περσόνα, όσο και ως παρουσία) κολλητή της Κλαρίς (η απαστράπτουσα Αριέλ Ντομπάλ σε μεγάλα κέφια), η οποία δηλώνει πως από τη μεριά της βαδίζει πάντα οδηγημένη από τον έρωτα και όχι με κίνητρα συμφέροντος.

Η Σαμπίν πυροδοτεί την ιστορία της με ένα καπρίτσιο και την ολοκληρώνει με ένα στρογγυλό ψέμα. Το αυθαίρετο αρχικό «θα παντρευτώ», μετατρέπεται σε «μα εγώ δεν ήθελα να σας παντρευτώ» του τέλους, όταν διαπιστώνει πως ο άνδρας τον οποίο έχει επιλέξει ως σύζυγο δεν τσιμπά το δόλωμά της. Πλήρης αναίρεση, στροφή 180 μοιρών, που κι αυτή, όμως, κρύβει μέσα της κάποια άλλη εκδοχή, μια νέα μαγική εικόνα.

Πίσω λοιπόν απ’ αυτές τις εύκολα ανιχνεύσιμες μεταμορφώσεις, κρύβεται ένας σύνθετος ανθρώπινος χαρακτήρας που «γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα», υφαίνοντας (είτε μοναχικά είτε με παρέα) έναν ιστό αράχνης προκειμένου να τους πιάσει. Το βάδην της Σαμπίν οδηγεί σε στραβοπάτημα, μολονότι η ίδια διαθέτει επιδεξιότητα βιρτουόζου απατεώνα ο οποίος όμως γρήγορα χάνει την όποια μαεστρία του. Το αποτέλεσμα, απ’ την άλλη, δεν ακυρώνει ολωσδιόλου τη μέθοδο ούτε καταστρέφει τα εργαλεία χειρισμού του παιχνιδιού. Τον τελευταίο λόγο, την καθοριστική κίνηση πάνω στη σκακιέρα, δεν τον έχει η προσωπική αδυναμία της Σαμπίν να πετύχει τον σκοπό της, αλλά η προϋπάρχουσα (και λίγο λίγο αναδυόμενη στην επιφάνεια) συναισθηματική θωράκιση του Εντμόν, οι προηγούμενες δυσάρεστες ερωτικές εμπειρίες του και η επιλογή του να μείνει εργένης.

 

le5

 

Ο «Τέλειος ή όμορφος γάμος», ο γάμος-κελεπούρι δηλαδή, ταινία πάνω στη λογική και στη χάρη ενός παραλογισμού, περικλείει τις διαδρομές μιας γυναίκας ανάμεσα σε δύο διαφορετικού τύπου συγκρούσεις. Η πρώτη σύγκρουση γίνεται πλαγίως, διαρκεί όσο και η ταινία, και είναι σύγκρουση της προσωπικής λογικής με την πραγματικότητα. Εδώ, πρωτεύοντα ρόλο έχουν οι έμμεσες (πολλές φορές από τηλεφώνου) αρνήσεις του Εντμόν: τι όμορφη η σκηνή του πάρτι, όταν εκείνος αρνείται τη ζωγραφιά που του χαρίζει η Σαμπίν, ακραγγίζοντας προηγουμένως την παιδικότητα της κοπέλας και όχι εισχωρώντας στα άδυτά της, όπως εκείνη επιζητεί! Ολόκληρη αυτή η σκηνή – παρά το απλό και ταπεινό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται, παρά τη λιτή μορφή ενός κοριτσίστικου επαρχιακού πάρτι – είναι τόσο πλούσια σε εκπλήξεις και αντιθέσεις (ένας ζωηρός χορός προσδοκιών και διαψεύσεων, εναλλαγών του προφανούς και ψεύτικου με το κρυμμένο και αληθινό), ώστε γίνεται ίσως η πιο πυκνή, σύνθετη και εντυπωσιακή ολόκληρης της ταινίας. Είναι ένας καθρέφτης, μαζί και συμπύκνωση της θεματικής της ταινίας, μια σειρά από εικόνες-κλειδιά που ανοίγουν την άλλη κομβική σκηνή του τελικού ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών, στο δικηγορικό γραφείο. Εκεί θα συμβεί και η δεύτερη σύγκρουση. Είναι μετωπική, ορίζεται από την τελεσίδικη, διά ζώσης άρνηση του Εντμόν και οδηγεί στην οριστική απογοήτευση και στο αναπόφευκτο σοκ. Ο Ρομέρ, όμως, καθόλου δεν θα μας ζαλίσει με ηθικά, ψυχολογικά ή οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα. Δεν θα χαστουκίσει ως αυστηρός δάσκαλος την επιπόλαιη μαθήτριά του. Αρκείται στους στίχους του Λαφονταίν. Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι το κατά πόσο έβαλε ή δεν έβαλε μυαλό η Σαμπίν μετά το μάθημα που πήρε, αλλά η σκέψη αν την επόμενη φορά θα τα καταφέρει καλύτερα, να βγει δηλαδή κερδισμένη. Η γεύση που μένει, πάνω απ’ όλα, είναι αυτή της άθικτης ενεργητικότητας και της ατραυμάτιστης ζωντάνιας της Σαμπίν. Το ατσαλάκωτο, εν τέλει, κέφι της μετράει, που δείχνει έτοιμο για νέες περιπέτειες και προσπάθειες, οι οποίες την επόμενη φορά (γιατί όχι;) θα στεφθούν με επιτυχία.

Και το να περπατάς στα σύννεφα έχει τη χάρη του.

 

le6

 

(Πρώτη δημοσίευση, με τον τίτλο «Το κορίτσι των διαδρομών», στο συλλογικό έργο “Eric Rohmer” Κινηματογραφική σειρά: Μεγάλοι δημιουργοί του 20ού αιώνα. Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2001. Διευθυντής: Μιχάλης Δημόπουλος. Επιλογή και σύνταξη κειμένων: Νίκος Σαββάτης. Επιμέλεια κειμένων: Αχιλλέας Κυριακίδης.

Το κείμενο έχει ξαναγραφτεί, με τροποποιήσεις, για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top