Fractal

☆ David Bowie. Moonage Daydream

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

 

 

Θα μπορούσε να είναι ένας ύμνος για τον φιλελευθερισμό είναι όμως μια ειλικρινής εξομολόγηση που δίνουν στον Δυτικό άνθρωπο η 3η και 4η βιομηχανική επανάσταση.

Ο πολιτισμός τής ελεύθερης αγοράς και του επίσης ελεύθερου ανταγωνισμού έχει την δυνατότητα να υπερβαίνει τις διάφορες κρίσεις του, ξεπερνώντας στην ουσία τα στεγανά που έχουν άλλα περισσότερο ελεγχόμενα συστήματα.

Η δυνατότητα τής αυτοκάθαρσης και της αυτοβελτίωσης ενός ανοικτού συστήματος εναπόκειται στην δημιουργικότητα των μελών που το συναπαρτίζουν.

 

 

Παραδοχή τού χάους, αποδοχή τού κατακερματισμού σε άτομα τραγικά απομονωμένα που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την διασαλευθείσα ισορροπία μετά την χρεοκοπία τής έννοιας τού θεού με το να επιχειρούν να χτίσουν το καινούργιο θεολογικό ιδεολόγημα (ανοικτού τύπου για να συνάδει με τις αρχές τού ελεύθερου εμπορίου).

Τα ιδανικά τού Διαφωτισμού πάνω στα οποία βασίστηκε η Γαλλική Επανάσταση και πολλές άλλες μετά υπερτονίζουν και πριμοδοτούν την ελευθερία τού ατόμου να διαφέρει, να καινοτομεί και να δημιουργεί διαρκώς ανταγωνιστικά προϊόντα, πράγμα που μπορεί να είναι αγχωτικό, είναι όμως και λυτρωτικό.

Μα πού τα είδα όλα αυτά σε μια μάλλον αυτοβιογραφική ταινία για τον βίο και την πολιτεία ενός «εκκεντρικού» μουσικού;

Ναι, βέβαια, τα πράγματα δεν είναι ποτέ όπως φαίνονται. Ο David Bowie, o πρώτος επίσημα παρενδυτικός αμφιφυλόφιλος, πανσεξουαλικός, ασεξουαλικός εν τέλει, μας διδάσκει διατρέχοντας την έβδομη δεκαετία τής ζωής του πως έμεινε κάπου εκεί στα τριάντα πέντε του, με την ίδια μοναξιά και σκληρότητα που τον διακατείχε τότε, απαλυνόμενη ίσως από την ψυχανάλυση, τον βουδισμό και την ενδοσκόπηση.

Η διαφήμιση μεγάλης κυκλοφορίας αναψυκτικού κατά την διάρκεια μίας περιοδείας του, ενόσω σε ένα «τυχαίο» πλάνο διαφημίζεται έμμεσα και το ανταγωνιστικό του είναι η ουσία αυτής τής μυθοπλασίας.

Κάτω από τις σοφά υπολογισμένες δηλώσεις τού δημοσίου ειδώλου υπάρχει όχι η ανάγκη του να διαφέρει από τις μάζες, αποφεύγοντας εντέχνως τον μέσο όρο, το μηδέν τής καμπύλης τού Gauss, αλλά το ακριβώς αντίθετο υποφώσκει: η ανάγκη να δικαιολογήσουμε την παραισθητική αφθονία μας εις βάρος των λιγότερο (ή και καθόλου) προνομιούχου. Έτσι λοιπόν το συν ή μείον άπειρον τής καμπύλης τού Gauss πόρρω απέχει από την επίχρυση ιδιοφυία ενός μύθου με πήλινα πόδια, που είναι το ίδιο ανασφαλείς όσο κι εμείς. Αυτό ίσως να μας κολακεύει κάπως, αλλά δεν απαλύνει τον πόνο για όσα γίνονται γύρω μας.

Καμία φυγή σε ψευδαισθητικά χωροχρονικά ασυνεχή δεν θα γιατρέψει την οξυμένη ενσυναίσθησή μας που εξεγείρεται εναντίον κάθε αδικίας εναντίον τής ζωής, είτε αφορά τον πλησίον μας είτε τον μακρινό άγνωστό μας.

Βέβαια η χαρά τής ζωής υπερπροβάλλεται σε αυτό το φιλμ, αλλά από την πλευρά τού άλογου και παράλογου υπερκαταναλωτισμού.

Συμπαθής ο γηρασμένος έφηβος. Δεν μας πείθει όμως πια μήτε για την αυθεντικότητα των προθέσεων ή των έξεών του μήτε για την αυτόφωτη μεγαλοφυία του.

Είναι ακόμα ένα προϊόν στο σελοφάν του με το αντίστοιχο barcode.

Μία ταινία για κουρασμένους ανήσυχους μεσοαστούς που νοσταλγούν τα νιάτα τους χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Οι ανώδυνες επαναστάσεις σε συναυλίες κάτω (κυριολεκτικά) από τα πόδια ενός θεοποιημένου έντρομου θνητού είναι μάλλον κατάπλασμα παρά πανάκεια.

Θλιβερός ο απολογισμός μιας ζωής που ξεκίνησε σε μια εργατική συνοικία και συνεχίστηκε σε ακριβά δωμάτια ξενοδοχείων ή σε καλλιτεχνικά στούντιο τού Λος Άντζελες ή τού (Δυτικού τότε) Βερολίνου.

Το τείχος έπεσε και μαζί η ανάγκη μας για τέτοια επιζωγραφισμένα εικονίσματα.

Ο εικοστός πρώτος αιώνας προσπαθεί να βαδίσει χωρίς θεότητες τον εικονοκλαστικό δρόμο του. Όλη η ουσία έγκειται ακριβώς στην τραγικότητα μίας πορείας χωρίς θεό αλλά με ελπίδα («περιμένοντας τον θεούλη Γκοντό»).

Δείτε τη μόνον αν ζούσατε συνειδητά στις δεκαετίες 1970, 1980, 1990. Αλλιώς είναι καθαρά ένα μουσειακό είδος.

Οι νεότεροι ας εκφραστούν ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και τα βιωμένα τής δικής τους ηλικίας.

Η μανούλα όμως του ειδώλου που κλαίει βλέποντας τον γιο της πάμπλουτο στην τηλεόραση ενώ η ίδια αναγκάζεται να δουλεύει τα πρωινά προκειμένου να συμπληρώνει την πενιχρή σύνταξή της διαμένοντας σε μια φτωχική καμαρούλα είναι έξω από το κάδρο τού υπερφωτισμένου «καμένου» ενεργούμενου που προπαγανδίζει ανενδοιάστως την ανταγωνιστική σκληρότητα (ή την σκληρή ανταγωνιστικότητα, αν προτιμάτε).

Άλλο ένα δημιούργημα τού Δυτικού τρόπου ζωής σαν τον Άντι Γουόρχολ.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top