Fractal

Σκοτάδι, ημίφως και αίμα σε τελετουργία θανάτου

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

  

“ΖΙΛ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ”

του Ούγκο Κλάους

Μετάφραση: Μαρία Ευσταθιάδη – Σκηνοθεσία & Ερμηνεία: Νίκος Χατζηπαπάς

στο Από Μηχανής Θέατρο

 

 

“Είμαι όσα έχω διαπράξει”. Με το ευθαρσές αυτό απόφθεγμα συστήνεται στο αναγνωστικό και το φιλοθεάμον κοινό, μέσω της πένας του Ούγκο Κλάους, ένας από τους διασημότερους – μαζί με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη – κατά συρροήν δολοφόνους όλων των εποχών. Ιστορικό πρόσωπο, του οποίου το όνομα και η δράση σφράγισαν ανεξίτηλα την ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά, ο Ζιλ ντε Ραι είναι ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής στη νουβέλα Ο Ζιλ και η Νύχτα (Gilles en de Nacht) – έναν, στην ουσία, εκτενή μονόλογο βασισμένο στην καταγραφή της απολογίας του και στα πλήρως σωζόμενα πρακτικά απ’ την πολύκροτη, στον καιρό της, δίκη του.

 

Όμορφος πολύ, χαρισματικός μα και σημαδεμένος απ’ τη μοίρα, ο Ζιλ, βαρόνος της Ραι (Rais ή Retz, περιοχής των γαλλικών ακτών προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, που ως και τον 18ο αιώνα ανήκε στο δουκάτο της Βρετάνης) έχασε και τους δυο γονείς του σε ηλικία δέκα ετών. Την κηδεμονία του, όπως και του μικρότερου αδελφού του, Ρενέ ντε λα Σιζ, ανέλαβε ο παππούς απ’ την πλευρά της μητέρας τους, ο οποίος, με ιδιοτελή κίνητρα, βιάστηκε να παντρέψει τον ακόμα ανήλικο Ζιλ με την πάμπλουτη κληρονόμο Κατρίν ντε Τουάρ. Καρπός του γάμου αυτού ήταν ένα κορίτσι, η Μαρί. Στο μεταξύ, ο Ζιλ είχε γίνει δεκτός στην αυλή του Καρόλου του Ζ΄ και καταταγεί στον βασιλικό στρατό, όπου χάρη στη γενναιότητα και τις πολεμικές του αρετές απέκτησε τον τίτλο του στρατάρχη. Έλαβε μέρος στον Εκατονταετή Πόλεμο, σε εκστρατείες εναντίον των Άγγλων και των Βουργουνδών συμμάχων τους, στο πλευρό της Ιωάννας της Λορένης, με την οποία τον συνέδεε αδελφική φιλία. Μετά την πολιορκία της Ορλεάνης, του δόθηκε το προνόμιο να πλαισιώσει το λάβαρό του με το σύμβολο του βασιλικού θυρεού, έναν χρυσό κρίνο σε γαλάζιο φόντο.

 

Ύστερα από τη σύλληψη της Ιωάννας και την καταδίκη της σε θάνατο, ο Ζιλ αποσύρθηκε από τον στρατό και έχτισε ένα πολυτελές παρεκκλήσι αφιερωμένο στη βιβλική Σφαγή των Νηπίων, όπου χοροστατούσε ο ίδιος. Συγχρόνως βάλθηκε να παρουσιάσει ένα άκρως φιλόδοξο θέαμα, το Μυστήριο της Πολιορκίας της Ορλεάνης, για τη διοργάνωση του οποίου σχεδόν εξανέμισε τα πλούτη του. Θορυβημένοι, οι συγγενείς του προσέφυγαν στον πάπα Ευγένιο τον Δ΄ και στη συνέχεια στον βασιλιά, ο οποίος με διάταγμα δέσμευσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Ζιλ που βρίσκονταν εντός της Ορλεάνης. Τότε εκείνος κατέφυγε στη Βρετάνη, όπου ασχολήθηκε εντατικά με ένα ήδη προσφιλές του πεδίο – τον αποκρυφισμό.

 

 

Λίγο μετά τη θανάτωση της Ιωάννας στην πυρά, είχαν αρχίσει να σημειώνονται εξαφανίσεις παιδιών στην εκτεταμένη περιοχή των εκβολών του ποταμού Λίγηρα. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά ήταν αγόρια, από 6 ως 18 ετών. Μέσα σ’ έναν χρόνο, ο αριθμός τους αυξήθηκε κατακόρυφα. Κανένα τους δεν ξαναβρέθηκε, ζωντανό ή νεκρό. Αν και στην αρχή αρνιόταν σθεναρά οποιαδήποτε ανάμειξη στις εξαφανίσεις, ο Ζιλ κατέληξε να ομολογήσει τουλάχιστον εκατό απαγωγές και φόνους παιδιών, υπονοώντας ότι ευθυνόταν για πολύ περισσότερους και περιγράφοντας με κάθε αποτροπιαστική λεπτομέρεια τις μεθόδους με τις οποίες βασάνιζε τα θύματά του και ασελγούσε πάνω τους, είτε πριν είτε αφού τα είχε αποκεφαλίσει ή/και διαμελίσει, ως και τη στιγμή που ψυχορραγούσαν. Κατονόμασε επίσης τους συνενόχους του, δυο κληρικούς – τον ιερέα Εστάς Μπλανσέ και τον Ιταλό Φραντσέσκο Πρελάτι, που υπήρξε εραστής του Ζιλ και τον είχε μυήσει στην αλχημεία και τη μαύρη μαγεία. Οι καταθέσεις τους, καθώς και οι μαρτυρίες των υπηρετών του, Ετιέν Κοριγιό (ή Πουατού) και Ανριέ και του εξαδέλφου του, Ζιλ ντε Σιγέ (οι οποίοι συχνά επιφορτίζονταν με την απαγωγή ή την αγορά παιδιών για λογαριασμό του), επιβεβαίωσαν την ομολογία του. Τόσο ο ίδιος, όσο και οι συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση. Ο Ζιλ προσφέρθηκε να κρεμαστεί και να καεί πρώτος, έτσι ώστε να δώσει στους άλλους δυο το παράδειγμα με τη μεταμέλεια και το θάρρος του. Προτού ολοκληρωθεί η καύση του σώματός του, τέσσερις μυστηριώδεις αριστοκράτισσες – ίσως συγγενείς του – το κατέβασαν από την αγχόνη και το πήραν μαζί τους για να το θάψουν (αντίθετα, ο Μπλανσέ και ο Πρελάτι απανθρακώθηκαν εντελώς και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν). Την ημέρα του θανάτου του, 26 Οκτωβρίου του 1440, ο Ζιλ ήταν μόλις 35 χρονών.

 

 

Γνωστός για την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, τη συνήθως αμφιλεγόμενη θεματολογία και τις εμπρηστικές του απόψεις, ο ολλανδόφωνος Βέλγος συγγραφέας, μεταφραστής, ζωγράφος και σκηνοθέτης Ούγκο Μορίς Ζιλιέν Κλάους ήταν ο πλέον αρμόδιος για να καταπιαστεί με μια εκρηκτική (αυτο)βιογραφία σαν του Ζιλ ντε Ραι. Γεννημένος το 1929, έζησε τη γερμανική κατοχή σε καθοριστική φάση της πορείας του και παρότι, ως έφηβος, είχε ενταχθεί στη νεολαία του φιλοναζιστικού φλαμανδικού εθνικιστικού κόμματος, αργότερα στράφηκε στον αριστερό χώρο και υιοθέτησε αναρχικές ιδέες. Έγραψε ποίηση, μυθιστορήματα, θέατρο και σενάρια για κόμικς, τόσο με το πραγματικό του όνομα όσο και με διάφορα (ενίοτε γυναικεία) ψευδώνυμα. Μετέφρασε πάνω από τριάντα, στο σύνολό τους, θεατρικά και πεζά από τα αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, τα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά. Παράλληλα εικονογραφούσε βιβλία, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής και σκηνοθετούσε παραστάσεις δικών του, κυρίως, έργων (καταδικάστηκε, μάλιστα, σε τετράμηνη φυλάκιση και υψηλό χρηματικό πρόστιμο για προσβολή των ηθών, όταν ανέβασε στο σανίδι τη δραματική του σάτιρα Masscheroen, όπου τρεις άντρες ηθοποιοί εμφανίζονται γυμνοί, υποδυόμενοι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας). Τιμήθηκε με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία και προτάθηκε επανειλημμένα για Νόμπελ, ενώ η ταινία του Het Sacrament (Ο Καθαγιασμός, 1989) διακρίθηκε στο φεστιβάλ των Κανών και παραλίγο να κερδίσει υποψηφιότητα για Όσκαρ. Στα 79 του χρόνια, γνωρίζοντας ότι έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, ζήτησε να του γίνει ευθανασία, η οποία είναι νόμιμη στο Βέλγιο. Και η υλοποίηση της τελευταίας του αυτής επιθυμίας ξεσήκωσε, για μια ακόμα φορά, σφοδρές αντιδράσεις.

 

 

Σε πρώτο επίπεδο, Ο Ζιλ και η Νύχτα είναι μια ακτινογραφία εκ των έσω, το αμείλικτο γδύσιμο της ψυχής ενός πλάσματος τραγικά βασανισμένου, ακραία απεχθούς αλλά και συναρπαστικού, που απ’ την αυγή του πολυτάραχου βίου του δεν έπαψε να απασχολεί – είτε για καλό είτε για κακό – τους γύρω του, αφήνοντας το καταλυτικό σημάδι του στα γεγονότα. Μιλώντας για τον εαυτό του πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, ο Ζιλ μεταβαίνει σταδιακά απ’ την ανένδοτη υπεράσπιση της αθωότητάς του στην απερίφραστη παραδοχή των ειδεχθών εγκλημάτων του και απ’ το αλαζονικό κατσάδιασμα των δικαστών του και της εξουσίας στον έσχατο αυτοεξευτελισμό, παραπαίοντας ανατριχιαστικά ανάμεσα στην ανενδοίαστη εξιστόρηση των αιματηρών του κατορθωμάτων και την τρυφερή, αγνή ανάμνηση της αδικοχαμένης Ιωάννας – τη μόνη γνήσια τύψη, το μόνο βάρος στην αλλοτριωμένη του συνείδηση. Μέσα του, όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ως τη στερνή του πνοή θα επικαλείται τον δαίμονα Μπαρόν, στο όνομα του οποίου ισχυρίζεται ότι θυσίασε τα παιδιά, ομολογώντας ταυτόχρονα πως δεν υπήρχε, στην πραγματικότητα, καμιά εξωτερική αιτία για τις πράξεις του: ο δαίμονας που τον οδηγούσε δεν ήταν άλλος απ’ τη φαντασία και τις ακατανίκητες ορμές του, απ’ τον άρρωστο και διαταραγμένο του εαυτό.

 

 

Πέρα, ωστόσο, απ’ την εμφανώς ψυχογραφική διάσταση του κειμένου, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ουσιαστικό του υπόβαθρο – τον άμεσο ή έμμεσο ρόλο της θρησκείας (ή, μάλλον, της ερμηνείας και της εφαρμογής των νόμων της από τους εκάστοτε λειτουργούς της) στις ποικίλες εκφάνσεις και την αντιμετώπιση των κοινωνικών εκτρόπων και εκτροπών. Ένα παραπάνω σε μια εποχή όπου οι εξουσίες ήταν αδιαχώριστες και μια κάθετα αδιάλλακτη, πλήρως ανεξέλεγκτη Εκκλησία είχε τη Δικαιοσύνη στα χέρια της. Στην περίπτωση του Ζιλ ντε Ραι, η Καθολική του ανατροφή κάθε άλλο παρά λειτούργησε αποτρεπτικά στην εκδήλωση των εγκληματικών του τάσεων – απεναντίας, τον ώθησε στην εξερεύνηση και τον ενστερνισμό της σκοτεινής πλευράς του μεταφυσικού. Διότι χωρίς τον Θεό, δεν θα υφίστατο ο Διάβολος, δίχως τους αγγέλους οι δαίμονες δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Το αρνητικό δεν θα είχε νόημα χωρίς το θετικό του. Η θρησκεία, επομένως, δεν ήταν αμέτοχη στην εκδήλωση, τη διάπλαση και την εξέλιξη της παραβατικής του ιδιοσυγκρασίας, έστω και χρησιμεύοντάς του ως ένα είδος άλλοθι, ενώ ο ίδιος δεν δίστασε να την εκμεταλλευτεί παντοιοτρόπως, όταν αναγκάστηκε να λογοδοτήσει ενώπιόν της και πάλι μέσω αυτής – σ’ έναν φαύλο κύκλο, δηλαδή, όπου τιμωρός και τιμωρούμενος προσφεύγουν υποχρεωτικά σ’ ένα όπλο “παντός καιρού”, τόσο για την επίθεση, όσο και για την άμυνά τους.

 

 

Η μεταφορά ενός τέτοιου έργου στη σκηνή δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Η διάρκεια του μονολόγου, καταρχάς, τον καθιστά πιθανώς αποθαρρυντικό για τους θεατές. Απ’ την άλλη, η ασυγκράτητα λυρική ωμότητα του κειμένου και οι ακατάπαυστες, απότομες συναισθηματικές μεταπτώσεις του αφηγητή, αποτελούν εξαίρετη πρόκληση για τον ερμηνευτή του. Επωμιζόμενος τον άκρως απαιτητικό, μοναδικό ρόλο καθώς και τη σκηνοθεσία, με τη μαεστρία και την τόλμη της εμπειρίας του, με την εμβριθή γνώση και κατανόηση του υλικού του, ο Νίκος Χατζηπαπάς ανατέμνει με χειρουργική λεπτότητα και ακρίβεια τον εξαίσια “ιδιότροπο” λόγο του Κλάους, χαρίζοντάς μας μια ερμηνεία σχεδόν εξωπραγματική, που κατορθώνει το σχεδόν ακατόρθωτο: για δυόμιση ολόκληρες ώρες, το κοινό παρακολουθεί καθηλωμένο, ασάλευτο στις θέσεις του. Ανάσα δεν ακούγεται. Ο χρόνος τρέχει σαν το νερό, με τα πέντε λεπτά του διαλείμματος να είναι εκείνα που φαντάζουν ατέλειωτα, ώσπου να επιστρέψουμε στην ποιητικά βίαιη μαγεία της παράστασης. Με απόλυτο έλεγχο της δυναμικής της, η υπέροχη φωνή του Νίκου Χατζηπαπά πλημμυρίζει την αίθουσα, σωματοποιώντας με την εκφραστική της ευελιξία και ζεστασιά το χειμαρρώδες αυτό παραλήρημα, το οποίο έχει θαυμάσια αποδοθεί στα Ελληνικά από τη Μαρία Ευσταθιάδη. Το άγαλμα του Εσταυρωμένου σε φυσικό μέγεθος (δημιουργία του Κωστή Παπαδόπουλου), που κρέμεται στον τοίχο πίσω και πάνω απ’ το κάθισμα του Ζιλ σαν μόνιμο αντίπαλο δέος, υπενθυμίζει αδιάκοπα – σ’ εκείνον αλλά και σ’ εμάς – την άφευκτη οδό του πεπρωμένου του, συνεπικουρούμενο από τα σύντομα περάσματα και τις ψαλμωδίες ενός νεαρού καλόγερου, τον οποίο υποδύεται ο Πάνος Λαμπρίδης.

 

 

Η σκηνική και ενδυματολογική εικονογράφηση του Ζιλ ντε Ραι, όπως τη συνέλαβε και την ενσαρκώνει ο Νίκος Χατζηπαπάς, έχει ξέχωρο ενδιαφέρον. Όταν ανάβει ένα πούρο και το καπνίζει θρονιασμένος στην επιβλητική καρέκλα του, δεν πρόκειται, φυσικά, για επιφανειακό αναχρονισμό που υπογραμμίζει απλώς την άνεση και την περιφρόνησή του απέναντι στους δικαστές. Το πούρο συμπληρώνει μια άλλη εικόνα, την οποία εξαρχής υπαινίσσεται η αμφίεση του πρωταγωνιστή – τα μαύρα ρούχα, η μακριά καμπαρντίνα με την ασημένια καρφίτσα σε σχήμα εντόμου (που από μακριά μοιάζει και με πολεμικό παράσημο) και τα σκούρα γυαλιά με τους κόκκινους φακούς – σε συνδυασμό με τις συνεχείς επικλήσεις του Ζιλ προς τον δαίμονα Μπαρόν. Μια εικόνα συγγενική της εμβληματικής φιγούρας του Μπαρόν Σαμντί (μιας απ’ τις πολλές μορφές του Μπαρόν στη μυθολογία του Βουντού), σκοτεινά γοητευτικού πνεύματος του θανάτου και της γονιμότητας και κλειδοκράτορα του Κάτω Κόσμου, που παρουσιάζεται με επίσημη ενδυμασία, μαύρα γυαλιά και πούρο, ενώ μια άλλη απ’ τις εμφανίσεις του δαίμονα είναι ο Μπαρόν Κριμινέλ, με χαρακτηριστικά του χρώματα το μαύρο, το άλικο και το λευκό, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον πρώτο δολοφόνο που καταδικάστηκε σε θάνατο και ο κατευνασμός του απαιτεί θυσίες πουλερικών που πρέπει να καούν ζωντανά. Η αναφορά είναι, βέβαια, πρωθύστερη, μια και το Βουντού όπως το ξέρουμε σήμερα – με κυρίαρχες, ή πιο οικείες, τις εκδοχές της Αϊτής και της Νέας Ορλεάνης – διαμορφώθηκε μέσα στον 17ο και 18ο αιώνα, με βάση τις ντόπιες δοξασίες και ένα αμάλγαμα ευρωπαϊκών πνευματιστικών και χριστιανικών επιρροών. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ιδιαίτερα εύστοχη χάρη στις οπτικές και συνδηλωτικές αντιστοιχίες της με την πραγματολογία του έργου, ένα ευφυές κλείσιμο του ματιού στους πιο παρατηρητικούς θεατές.

 

 

Το ντύσιμο του Ζιλ συνιστά επίσης τον πολύμορφο, πολυεπίπεδο αντικατοπτρισμό της εγγενούς του αντιφατικότητας. Όσο φοράει το κοστούμι του Μπαρόν, αρνείται επίμονα τα εγκλήματά του, για να τα ομολογήσει με υπερβάλλουσα προθυμία όταν αποφασίζει να βάλει το ταπεινό καλογερίστικο ράσο, δηλώνοντας μεταμελημένος ευσεβής Χριστιανός. Στο τέλος, με πόνο ψυχής παραδέχεται πως παρά τον βαρύ φόρο αίματος που τους πλήρωσε, οι δαίμονες δεν του φανερώθηκαν ποτέ, ούτε του έδωσαν το παραμικρό σημείο της ύπαρξής τους – πέρα απ’ το περιστασιακό βούισμα μιας άκακης μύγας, που αν και μονάχα ειρωνικά παραπέμπει στον Βεελζεβούλ, τον “Άρχοντα των Μυγών”, είναι συγχρόνως προάγγελος θανάτου (η σήψη της οργανικής ύλης προσελκύει ένα είδος μύγας – Phormia Regina – που τρέφεται με πτώματα και γεννά τα αυγά της μέσα σ’ αυτά) και συγκεκριμένα, του δικού του θανάτου. Στην ελληνική μυθολογία, εξάλλου, το “κακό” εξ ορισμού ταυτιζόταν με τον θάνατο. Βλέποντας πως τα πνεύματα του σκότους δεν έχουν σκοπό να ανταποκριθούν στο κάλεσμά του, ο Ζιλ στρέφεται προς την Εκκλησία, αναζητώντας απ’ τον Θεό συγχώρεση και λύτρωση. Το αίμα στα χέρια και στα πόδια του φέρνει στον νου τα “στίγματα” της Σταύρωσης, ενώ το πορφυρό ύφασμα που πέφτει στο κεφάλι του Εσταυρωμένου, καλύπτοντάς το ως τον λαιμό, θυμίζει τα αποκεφαλισμένα θύματα του Ζιλ. Είναι σαν ο Ζιλ και ο Ιησούς να έχουν ανταλλάξει τα σύμβολά τους, σ’ ένα αλλόκοτο φετιχιστικό τελετουργικό.

Ο Σαρτρ είχε αποκαλέσει “άγιο, θεατρίνο και μάρτυρα” έναν άλλο μεγάλο καταραμένο της τέχνης, τον ιδιοφυή και πρωτοπόρο ποιητή Ζαν Ζενέ, που πέρασε τη ζωή του μπαινοβγαίνοντας στη φυλακή. Ο Ζιλ ντε Ραι, τον οποίο ο Ζορζ Μπατάιγ χαρακτηρίζει “ιερό τέρας”, θα λέγαμε ότι είναι ένας θεατρίνος που καταλήγει να παραστήσει τον άγιο και τον μάρτυρα, απεκδυόμενος διαδοχικά τις εντυπωσιακές του μεταμφιέσεις – πρώτα σε πύρινο κατήγορο εναντίον των κατηγόρων του και ύστερα σε συντετριμμένο, μετανοημένο ανανήψαντα. Διαπιστώνοντας πως καμιά από αυτές δεν “πιάνει”, το μόνο που του απομένει είναι να βανδαλίσει την εικόνα του, σχίζοντας σαν πραγματικά δαιμονισμένος τα μάγουλά του και ξεριζώνοντας τα νύχια των χεριών του με τα δόντια του. Κίνηση ατόφιας, σπαρακτικής απόγνωσης, γιατί πίσω απ’ τις μάσκες του δεν έχει τίποτα πια να δείξει, τίποτα το αληθινό να ξεσκεπάσει: στο βάθος δεν έχει ούτε ο ίδιος επίγνωση του ποιος είναι, αν είναι όντως ένοχος ή αθώος, πότε παίζει θέατρο και πότε όχι.

 

 

Έξι αιώνες μετά τον θάνατό του, ο Ζιλ ντε Ραι εξακολουθεί να μας στοιχειώνει. Έγινε αιμοσταγής ήρωας παραμυθιών, κόμικς και βιντεοπαιχνιδιών, ενέπνευσε σε ζωγράφους την τερατώδη φιγούρα του Βραχνά, δάνεισε στοιχεία της ψυχικής του διαταραχής σε λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς “κακούς”. Η απόσταση του χρόνου κι η σημερινή μας γνώση διυλίζουν την ουσία των γεγονότων, αποφορτίζοντάς τα απ’ τη συχνά παραπλανητική αμεσότητα του συναισθήματος. Ίσως ο Ζιλ βυθίστηκε στη μαύρη νύχτα του μυαλού και της καρδιάς του απ’ τη στιγμή που έχασε το άλλο του εγώ, την πάλλευκη Ιωάννα, το άσπιλο φως της ζωής του. Ίσως στα πρόσωπα των αθώων θυμάτων του εκδικήθηκε τον παιδικό του εαυτό, το πανέμορφο, ανυπεράσπιστο αγοράκι που δεν κατάφερε να γλιτώσει απ’ τον δικό του ανθρωπόμορφο εφιάλτη. Ίσως στ’ αλήθεια παρασύρθηκε απ’ τον αλχημιστή σύντροφό του και πίστεψε πως με θυσίες στους δαίμονες θα κέρδιζε τη δόξα και την αθανασία. Ίσως ήταν απλώς ένας ψυχοπαθής με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Όποια, πάντως, κι αν είναι η λύση στο αίνιγμά του, η μόνη βέβαιη παρακαταθήκη που μας άφησε είναι ο μύθος του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top