Fractal

«Παίζοντας» με τις λέξεις

Γράφει ο Δημήτρης Καπετανάκης // *

 

Μαρία Πατακιά «Ζυγός Ψυχοστασίας», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2018

 

Με τη δεύτερη αυτή συλλογή η Μαρία Πατακιά μας ξεναγεί σε γνώριμους χώρους που συναντήσαμε στους «Βηματιστές του χρόνου», την πρώτη της ποιητική κατάθεση, χώρους απροσδιόριστους που μόνο με τη σκέψη και τη φαντασία μπορούμε να προσεγγίσουμε, χώρους που ανήκουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, «το πριν, το τώρα και το μετά» (σ. 43), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ποιήτρια, καθώς ο χρόνος, ένα από τα κύρια σημεία αναφοράς της συλλογής, κινείται ελεύθερα μέσα στον ποιητικό χώρο, ως δημιουργός αλλά και ως εξολοθρευτής. Αυτή η διπλή ιδιότητα του χρόνου που συμπορεύεται με τη δημιουργία και με την αναπόφευκτη καταστροφή οδηγεί σε μια διπολικότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συλλογή.

Στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, ένα ποίημα γραμμένο σε μορφή ιαπωνικού τάνκα, ο χρόνος δεν είναι γιατρός, κατά την κοινή έκφραση, αλλά φορέας της φθοράς που μόνο οι λέξεις μπορούν να αναστείλουν. Με αυτές προσπαθεί η ποιήτρια να ξεγελάσει τον χρόνο, τη σιωπή, τον θάνατο.

«Κλέβω στο ζύγι.

Στα κρυφά, με ζαβολιά

προσθέτω λέξεις» (σ. 9).

Οι λέξεις αποτελούν το αντίβαρο της σιωπής επάνω στον ζυγό ψυχοστασίας. Η σιωπή, όμως, θα αποδειχθεί ένας πολύ δυνατός αντίπαλος, όπως θα αντιληφθούμε προχωρώντας στην ανάγνωση του βιβλίου. Από τη μια μεριά, λοιπόν, η σιωπή, βασικό μοτίβο, και από την άλλη ο λόγος, οι λέξεις, που με μεγάλη ευρηματικότητα χειρίζεται η ποιήτρια, αλληλοσυγκρούονται και σπαράσσονται σε έναν αγώνα αμφίρροπο, καθώς ο ζυγός ψυχοστασίας άλλοτε γέρνει στη μια και άλλοτε στην άλλη πλευρά χωρίς ποτέ να ισορροπεί:

«Μόνο φωνήεν σταθερό μένει το Α της Αγάπης!» (σ. 10).

Κι εδώ χρειάζεται προσοχή, το «Α της Αγάπης» σταθεροποιεί, έστω και προσωρινά, τον ζυγό, και όχι το έψιλον του έρωτα που γίνεται «δίφθογγο αίμα» (σ. 10) στο ποίημα με τον τίτλο «Φωνηέντων αστάθεια».

Οι λέξεις ανατέμνονται κυριολεκτικά. Με χειρουργικές κινήσεις αφαιρούνται και προστίθενται φωνήεντα προκειμένου να φτάσει ο ποιητικός λόγος στην καρδιά της αλήθειας, η οποία βρίσκεται μακριά από τα «είδωλα της ανυπαρξίας» (σ 13.), κατά την έκφραση της ποιήτριας, ή αυτά τα ατελή αντίγραφα της πραγματικότητας, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας, τα οποία ασφαλώς και θαμπώνουν κάποτε με τη λάμψη τους.

Ο έρωτας, η ηδονή, ακόμα και οι μικρές και φαινομενικά ασήμαντες στιγμές, φωτίζουν τις επιθυμίες μας, αλλά η λάμψη αυτή δεν διαρκεί πολύ, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια του ποιητικού υποκειμένου. Η αλήθεια δεν είναι ορατή, το νόημα κολυμπάει μέσα στα βαθιά νερά του ασύνειδου:

«βυθίζομαι στα ταραγμένα νερά του υποσυνείδητου

για ν’ ανασύρω την κρυμμένη σημασία» (σ. 12),

διαβάζουμε στο ποίημα «2016, η Οδύσσεια μιας λέξης».

Η ποιήτρια συνομιλεί κυριολεκτικά με τις λέξεις, ανοίγει διαλόγους, όπως κάποιος συνομιλεί με τον εαυτό του, προσπαθώντας να λύσει τα άλυτα μυστήρια της ύπαρξης και οι συνομιλίες αυτές χαρακτηρίζονται από λεπτές δόσεις ειρωνείας. Χαρακτηριστικό επί τούτου είναι και το ποίημα «Κάλεσμα λεξιπώλη», όπου διαβάζουμε:

«Διαθέτουμε όλων των ειδών τις λέξεις:

  • Λέξεις από γηραιά επιθυμία

(που έχει το ζουμί!)

  • Λέξεις τρυφερές από

τον πρόσφατα σφαγμένο

πόθο τον σιτευτό» (σ. 15).

Η ειρωνεία της Μαρίας Πατακιά είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησής της που, από τη μια μεριά, προσδίδει έναν τόνο τραγικής ειρωνείας στα ποιήματά της και, από την άλλη, μέσω του αυτοσαρκασμού αποφορτίζει τη βαριά ατμόσφαιρα των σοβαρών θεμάτων που την απασχολούν. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και το συχνό παιχνίδι με τις λέξεις. Η ποιήτρια παίζει με τις λέξεις, όχι όμως για να διασκεδάσει τις αισθήσεις της ή τις αισθήσεις μας, αλλά για να διασκεδάσει τον πόνο και τα αναπάντητα ερωτήματα της ύπαρξης:

«εγώ, μια άγνωστη λέξη, με έλξη απ’ τη σιωπή» (σ. 12),

θα πει η ίδια, μέσα από αυτό τον ευρηματικό αναγραμματισμό. Η «λέξη» γίνεται «έλξη» που απομαγνητίζεται και αποκολλάται από τη σιωπή,
τη σιωπή την οποία επιχειρεί με κάθε τρόπο να εξοβελίσει το ποιητικό υποκείμενο, έναν τρόπο που, παρά το πέρασμα του χρόνου και τη συσσωρευμένη πείρα, προσπαθεί ακόμα να τον μάθει, όπως αναφέρει στο ποίημα «Μια Βιλανέλλα». Η σιωπή, όμως, αποτελεί, ταυτόχρονα, και τον αναγκαίο παράγοντα της δημιουργίας:

«Λέω ν’ ακονίσω τη σιωπή

για να σφαχτούν οι λέξεις

να ανακτήσει η νύχτα τη λευκότητά της

να λάμψει η διάρκεια

δια της απουσίας της» (σ. 13).

 

Μαρία Πατακιά

 

Χρειάζεται, λοιπόν, ολόκληρη θυσία, να σφαχτούν οι λέξεις για να λάμψει η διάρκεια. Ποια διάρκεια, όμως, αυτή που διαρκώς απουσιάζει; Αυτό που αποδεικνύεται, τελικά, ως το πιο ανθεκτικό σημείο του χρόνου είναι το εφήμερο:

«Στην εικόνα του εφήμερου

προσεύχομαι

με ταπεινή απελπισία» (σ. 20),

διαβάζουμε στο ποίημα «Εικονομαχίες».

«Διάρκεια εφήμερου» τιτλοφορείται κι ένα ποίημα της συλλογής, δηλώνοντας τη διαρκή αγωνία της ποιήτριας, καθώς: «η γομολάστιχα του χρόνου» (σ.27), κατά την έκφραση της ίδιας, παραμονεύει διαρκώς. Όμως αυτό το δίπολο, αυτό το διπλό πρόσημο που ενυπάρχει σε κάθε σκέψη και έκφραση μπορεί ανά πάσα στιγμή από αρνητικό να γίνει θετικό και τανάπαλιν. Έτσι, ο χρόνος που κουβαλάει μέσα του τη μνήμη μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο της μοναξιάς για τους «εκλεκτούς χρονογνώστες»:

«Να μπήξεις τα δόντια

στη ζουμερή σάρκα

να ρουφήξεις και την τελευταία κόκκινη σταγόνα ανάμνησης.

Κι αν σε βαρυστομαχιάσουν

κάποια δυσκολοχώνευτα αισθήματα,

ένα αφέψημα από διαρρέοντα χρόνο

θα σε ανακουφίσει», (σ. 26).

Εντέλει, όμως, τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε «πίσω απ’ τη φανταχτερή ζωγραφιά του κόσμου», καθώς η ποιήτρια σε μια διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση ξύνει το παλίμψηστο της ζωής αποκαλύπτοντας την «εικόνα του κενού» και «αφουγκράζεται το άηχο ποδοβολητό του χρόνου που σκεπάζουν κωδωνοκρουσίες», «δοκιμάζει το άγευστο της ανυπαρξίας, που κρύβεται πίσω από τα καρυκεύματα της ελπίδας» (σ. 40), για να μιλήσουμε με τον δικό ποιητικό τρόπο, μέσα από στίχους μεγάλης ποιητικής δύναμης.

Οι αντιφάσεις του κόσμου, της ζωής, της ύπαρξης, θέματα που συναντούμε συχνά στη συλλογή, στην ουσία δεν είναι πραγματικές αντιφάσεις, καθώς η μία συμπληρώνει την  άλλη και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το αντίθετό του.

«Το σκοτάδι δεν είναι  φως όμως ανήκει σ’ αυτό

όπως η μοναξιά δεν είναι έρωτας

κι όμως τον αντικρίζει με μάτια ορθάνοιχτα.

Μ’ ορθάνοιχτα μάτια

μες στο σκοτάδι

ο έρωτας παραμονεύει

τη μοναξιά μας»,

θα πει η ποιήτρια σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, «Ανά ζεύγη» (σ. 36). Ο έρωτας, αυτή η αρρώστια, αυτές οι δύο λέξεις με κοινό το ρο ανάμεσά τους, «που η γλώσσα μας ακούραστα ρολάρει» (σ. 32), όπως λέει η ποιήτρια, αποτελεί ένα ακόμη σημείο αναφοράς της συλλογής. Έχοντας περάσει από τα φίλτρα του χρόνου, ο έρωτας έχει πια εκλογικευτεί μαζί με τα άλλα παραμύθια της νεότητας:

«Κηδεύτηκαν κι οι τελευταίες αυταπάτες» (σ. 52),

διαβάζουμε στο ποίημα «Νεκρολογία» και δεν είναι μόνο ο έρωτας  που ενηλικιώθηκε. Στο ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Πατακιά ενηλικιώνονται και οι νεκροί:

«Ενηλικιώθηκες πια και στο Επέκεινα.

Πέρασες την εφηβεία της αιωνιότητας…

Νεαρός -με τα μέτρα των ζωντανών- εσύ νεκρός, συναντάς μεσήλικη κόρη…

Πες μου, σε ωφέλησαν, μπαμπά, τα μαθηματικά για να μετράς το άπειρο;» (σ. 49).

Ερωτήσεις, λοιπόν, αναπάντητα ερωτήματα επάνω στον ζυγό ψυχοστασίας, ερωτήματα που, σε τελευταία ανάλυση, «θα τα ζυγίζει ο Χρόνος» (σ. 67) προσδιορίζοντας και το βάρος των απαντήσεών μας.

 

 

 

* Ο Δημήτρης Καπετανάκης γεννήθηκε το 1978. Μεγάλωσε και ζει στη Βέροια. Σπούδασε Συντηρητής Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης. Είναι απόφοιτος του Τμήματος «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά: «Μανδραγόρας», «Πόρφυρας», «Ποιείν», «Ποιητικός Πυρήνας», «Dreaming-in-the-mist.blogspot», «selidestexnis.blogspot.gr», «Φρέαρ», «Θράκα», «fractalart.gr», κ.ά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top