Fractal

Η αντιφατική και παράδοξη στάση του Τρίτου Ράιχ απέναντι στα ζώα

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Jan Mohnhaupt, «Ζώα στον εθνικοσοσιαλισμό», μετάφραση Γιάννης Κέλογλου, Gutenberg, Αθήνα 2021, 286 σελ.

 

«Οι λέξεις μπορεί να είναι σαν μικρές δόσεις αρσενικού· τις καταπίνεις ασυναίσθητα, μοιάζει να μην έχουν καμία επίδραση και ύστερα από λίγο η δράση του δηλητηρίου είναι τελικά παρούσα», Βίκτωρ Κλέμπερερ (σ. 110).

Δεν είναι εύκολο να προσανατολιστεί κανείς στην πολύπλοκη και συχνά αντιφατική σχέση μεταξύ εθνικοσοσιαλιστών και ζώων, αλλά υπήρξε μια σχέση κεντρική τόσο ως προς τις συμβολικές-μεταφορικές πλευρές της όσο και ως προς τα πρακτικά ζητήματα που έθετε. Από την άλλη, είναι χαρακτηριστικό πως, μολονότι οι ιστορικοί από τη δεκαετία του 1980 έχουν διεισδύσει σε άπειρους τομείς της ιστορίας της καθημερινότητας, από τη μόδα και τον αθλητισμό ως τη διατροφή, τη βιοτεχνία και την κατανάλωση ναρκωτικών στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού, πολύ σπάνια μέχρι σήμερα έχει γίνει λόγος για τα ζώα στον εθνικοσοσιαλισμό. Αυτό ίσως να οφείλεται και στο γεγονός πως η γερμανική έρευνα διακατέχεται ανέκαθεν από φοβίες και υπάρχει η ανησυχία ότι μια εστίαση στα ζώα θα οδηγούσε σε υποβάθμιση των ανθρώπινων θυμάτων. Επιπροσθέτως το ζήτημα είναι τόσο επίμαχο που οι ιστορικοί του εθνικοσοσιαλισμού το απέφευγαν, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να δείξουν κάποιες «θετικές» πλευρές –όπως τους νόμους για την προστασία των ζώων, τη χορτοφαγική διατροφή του Χίτλερ– ενός καθεστώτος που μετέτρεψε την Ευρώπη σε πεδίο μάχης σπαρμένο πτώματα.

Ωστόσο ο Γιαν Μονχάουπτ, δημοσιογράφος και συγγραφέας, έσπασε το ταμπού και αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο στο ζήτημα αυτό, καθώς, όπως αναφέρει στον Πρόλογο, «η φαινομενικά “αθώα” ιστορία των ζώων είναι συνυφασμένη στενότατα τόσο με την καθημερινότητα όσο και με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού [και] είναι ιδιαίτερα σημαντική. Γιατί δείχνει κυρίως πόσο βαθιά εδραιωμένες μπορούν να είναι επικίνδυνες αντιλήψεις, ακόμα και σε ιδεολογικά ανυποψίαστους τομείς της ζωής, και να διαμορφώσουν την κοινωνία… Οι ιστορίες των ζώων διαπερνούν πολλά γνωστά θέματα της έρευνας για τον εθνικοσοσιαλισμό και αποκαλύπτουν έτσι μια διαφορετική, συχνά καινούργια, διόλου υποδεέστερη οπτική της ζωής την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού» (σ. 23-24).

Ο συγγραφέας –αντλώντας από ημερολόγια, σχολικά βιβλία, προπαγανδιστικό υλικό και αρχεία– αφηγείται άγνωστες ή ελάχιστα γνωστές πτυχές της φυλετικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού, εμβαθύνει σε μια σειρά από ζητήματα και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Ήταν ή δεν ήταν φιλόζωοι οι ναζιστές; Και, αν ναι, πώς συμβιβάζεται αυτό με τις ωμότητες και τη βία του καθεστώτος; Μήπως προτιμούσαν τα ζώα από τους ανθρώπους; Και ήταν πράγματι χρυσός ό,τι γυάλιζε στη στάση τους απέναντι στα ζώα; Το έργο του Μονχάουπτ εξερευνά την ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ απέναντι στο μη ανθρώπινο και στο απάνθρωπο, ρίχνει φως σε ποικίλες πλευρές της και οι απαντήσεις που δίνει μάς επιτρέπουν να αποδομήσουμε και να κατεδαφίσουμε πολλούς μύθους τους οποίους συνήθως υποστηρίζουν ακροδεξιά μορφώματα (π.χ. «ο Χίτλερ ήταν χορτοφάγος»).

Στο εθνικοσοσιαλιστικό συμβολικό και υλικό οικοδόμημα το κάθε ζώο κατείχε μια συγκεκριμένη θέση. Με τη βοήθεια του σκύλου και του άγριου προγόνου του, του λύκου, ρίχνουμε μια ματιά στη φυλετική θεωρία, η οποία δείχνει πόσο στενά συνδέονταν μεταξύ τους καθημερινότητα και ιδεολογία, πολιτική και «επιστήμη». Ο χοίρος αναδεικνύεται σε κριτήριο διαχωρισμού των βόρειων λαών από τους Σημίτες και προβάλλει ως «απόδειξη [της] φυλετικής και πολιτισμικής υπεροχής των “βόρειων λαών” έναντι των Εβραίων και των μουσουλμάνων» (σ. 72). Στη Γερμανία της εποχής ο χοίρος, «ο εξημερωμένος οικόσιτος χοίρος», είναι ένα από τα κλειδιά της αυτάρκειας και της αυτοσυντήρησης· ένα σύμβολο ενότητας του έθνους. Αν και στο τέλος θα σφαγιαστούν μαζικά, αφού λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών και της κακής σοδειάς, η πατάτα από γουρουνοτροφή θα εξελιχτεί σε βασικό είδος διατροφής του πληθυσμού και οι χοίροι θα θεωρηθούν ανταγωνιστές του ανθρώπου στην αναζήτηση της τροφής: αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 1936, στο αποκορύφωμα του «ειδυλλίου», την εποχή της ανακύκλωσης των υπολειμμάτων τροφίμων και υλικών εκατομμυρίων γερμανικών νοικοκυριών για τη σίτευση και την πάχυνση των πατριωτικών χοίρων. Τα διφορούμενα συναισθήματα που προκαλούσαν τα οικόσιτα ζώα φανερώνονται κυρίως στην κατοικίδια γάτα: άλλοτε αντικείμενο μίσους και άλλοτε «πρωτεύον» είδος· για κάποιους ήταν ένα «εβραϊκό ζώο» που δεν εξημερωνόταν, ένας «εχθρός που μετανάστευσε από την Ανατολή», ενώ άλλοι την εκθείαζαν ως ποντικοκυνηγό και «υγειονομικό βοηθό στην εξυγίανση της φυλής». Μερικά ζώα κατείχαν σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση και στην ανατροφή στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, όπως δείχνουν τα παραδείγματα του μεταξοσκώληκα και του σκαθαριού της πατάτας. Τα έντομα θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αντιληφθούν τα παιδιά τι ήταν –και πρωτίστως ποιος ήταν–, κατά την εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη, ο «βλαβερός οργανισμός», το «παράσιτο», ο «κηφήνας» που έπρεπε να εξοντωθεί . Οι μαθητές με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων συμβάλλουν στην πολεμική προσπάθεια, αφού το γνήσιο μετάξι είναι απαραίτητο για την κατασκευή αλεξίπτωτων. Και τι να πούμε για τα άλογα ή καλύτερα τα εκατομμύρια αλόγων που θυσιάστηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο, που κατόρθωσαν και προχώρησαν βαθιά στην Ανατολή την ώρα που κινητήρες και μηχανές είχαν παραδώσει το πνεύμα τους στην παγωνιά του ρωσικού χειμώνα; Αυτά υπήρξαν –άθελά τους– οι «πραγματικοί ήρωες», κι ας μην «τιμήθηκε ποτέ ως τώρα ο άγνωστος στρατιώτης από τις τάξεις των αλόγων» (σ. 179): γιατί μπορεί τα «Επίκαιρα» του καθεστώτος να βαυκάλιζαν τους Γερμανούς θεατές στους κινηματογράφους με την εικόνα του κεραυνοβόλου πολέμου της υψηλής τεχνολογίας, στον οποίο τανκ και αεροπλάνα παρελαύνουν ασταμάτητα, να έκαναν λόγο για υπερσύγχρονο και σχεδόν αήττητο γερμανικό στρατό, «ωστόσο, κυρίως στο Ανατολικό Μέτωπο, δεν θα σημειωνόταν καμία πρόοδος χωρίς τα άλογα. Εκεί το άλογο εξακολουθεί να είναι, όπως εδώ και αιώνες, η αληθινή μηχανή του πολέμου» (σ. 180). Το άλογο καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Γιατί, ενώ οι ναζιστές προτιμούν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με λύκους και να δίνουν στα τανκ τους τα ονόματα μεγάλων αιλουροειδών (Λέοπαρντ, Τίγρης, Πάνθηρας), το άλογο είναι το μοναδικό φυτοφάγο που τιμάται μαζί με όλα αυτά τα αρπακτικά. «Στην εικονογραφία των εθνικοσοσιαλιστών, το άλογο ενσαρκώνει την αυταπάρνηση –χωρίς ταυτόχρονα να εμφανίζεται υποτακτικό– και τη δύναμη»· αν και ο Χίτλερ το θεωρεί «χαζό… υπερβολικά παρορμητικό, απρόβλεπτο και προ πάντων υπερβολικά ξεπερασμένο» (σ. 186). Ωστόσο, όπως η κινητοποίηση του λίπους των χοίρων δεν θα είναι αρκετή, ώστε να καταστήσει τη χώρα ανεξάρτητη από εισαγωγές, έτσι και η στρατολόγηση εκατομμυρίων αλόγων δεν θα μπορέσει να συμβάλει ουσιαστικά στην επιτυχή έκβαση της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», αφού κατά την υποχώρηση ή θα θαφτούν στο χιόνι ή θα καταλήξουν τροφή για τους εξαντλημένους στρατιώτες.

 

Jan Mohnhaupt

 

Ο Μονχάουπτ διηγείται ενδεικτικές ιστορίες, καταγράφει αντιφάσεις και ανέκδοτα, από τα οποία προκύπτει ένα αναπόφευκτα αμφίσημο πλαίσιο: κάτω από τη σβάστικα συμβιώνουν οι πυροβολισμοί του Γκαίρινγκ στα ελάφια και η περιφρόνηση του Χίτλερ για το κυνήγι· η αποστροφή για τις γάτες και η πίστη στη φυσική υπεροχή του λύκου, στον οποίο ο Γκαίμπελς απέδιδε τα χαρακτηριστικά του εθνικοσοσιαλισμού: «έτοιμος να ξεσκίσει ένα κοπάδι πρόβατα». Η εξέχουσα θέση που κατείχε ο λύκος στην περίπτωση του Χίτλερ άγγιζε τα όρια της εμμονής: όταν οι σύντροφοι του κόμματος θα του δωρίσουν το πρώτο ποιμενικό, ο Χίτλερ το ονόμασε Βολφ (Λύκο). Γιατί, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, έτσι και στην κοσμοθεώρηση των εθνικοσοσιαλιστών υπάρχουν τα ανώτερα και τα κατώτερα ζώα: αποδώ ο λύκος, ο γερμανικός ποιμενικός που συνδυάζει «τις αρετές του Πρώσου στρατιώτη: πίστη, θάρρος, αντοχή, εργατικότητα και υπακοή» (σ. 37) και το άλογο, αποκεί η γάτα και το πρόβατο. Με εξαίρεση το άλογο, σχεδόν πάντα το όριο είναι μεταξύ λείας και θηρευτή. Αλλά, όταν κυβερνά ο νόμος της φύσης, τότε η άρια φυλή αυτοανακηρύσσεται δίκη: είναι η δικαιοσύνη που επαναφέρει την τάξη που τα ανθρώπινα πλάσματα διέφθειραν.

Εντούτοις ούτε ομόφωνη ούτε δίχως αντιφάσεις ήταν η ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού σχετικά με τα ζώα, όπως δείχνει το παράδειγμα του κυνηγιού: την ώρα που ο χορτοφάγος Χίτλερ απαξίωνε χλευαστικά τους κυνηγούς ως «πράσινους μασόνους» και το κυνήγι ως ένα «δειλό άθλημα», ο Γκαίρινγκ δεν χόρταινε ποτέ το κυνήγι των τροπαίων και των ελαφιών, μολονότι δήλωνε ζωόφιλος!   Ίσως ο σκύλος να καταλάμβανε μια προνομιακή θέση στη ζωική ιεραρχία του καθεστώτος, αλλά τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα. Ήταν πράγματι οι ναζί τόσο κυνόφιλοι όσο υποστηρίζεται; Μπορεί ο γερμανικός ποιμενικός να πλησίαζε σε αυτό που οι οπαδοί της ευγονικής φαντάζονταν ως ο «αρχαίος τευτονικός σκύλος», να γινόταν η αλληγορία και η μέθοδος της επιλογής του είδους που θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στους ανθρώπους, να ήταν ο αγαπημένος φίλος του Χίτλερ, αλλά δεν είναι όλα τα σκυλιά ίδια, γιατί υπάρχουν και σκυλιά κατώτερης ράτσας. Για τον Χίτλερ, «σκυλί» δεν είναι το κάθε σκυλί: δίνει ιδιαίτερη σημασία στην καθαρότητα της ράτσας, ακόμα κι αν απορρίπτει κατά βάση ορισμένες από αυτές, όπως τα μπουλντόγκ, τα μπόξερ και τα ντάτσχουντ – τα τελευταία γιατί τα θεωρεί υπερβολικά απείθαρχα. «Εκείνα που εκτιμάει ο Χίτλερ είναι τα σκυλιά που δεν διαθέτουν δική τους ισχυρή θέληση, υπακούν στις εντολές και είναι πειθήνια» (σ. 35). Επομένως από μια άποψη είναι αρκετά δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι υπήρξε μια ενιαία εθνικοσοσιαλιστική γραμμή απέναντι στα ζώα. Υπήρξε μια διφορούμενη και αντιφατική αντιμετώπιση ακόμη και σε ζώα-τοτέμ όπως ο λύκος: ίσως να είναι το αγαπημένο ζώο του Χίτλερ, αλλά δεν συμμερίζονται όλη την ίδια άποψη, καθώς μπορεί να συγκαταλέγεται στα «μη θηρεύσιμα θηλαστικά», αλλά απέχει πολύ από το να βρίσκεται υπό προστασία, αφού θηρεύεται «από τους πράσινους μπράβους του  Γκαίρινγκ με μεγάλο ζήλο» (σ. 45).

Ο Μονχάουπτ στο βιβλίο του θέτει πολλά ζητήματα στις σωστές διαστάσεις τους. Όπως, για παράδειγμα, ο περίφημος νόμος που ψήφισε ο Χίτλερ, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της κυριαρχίας του, υπέρ της προστασίας των ζώων, ο οποίος εθεωρείτο διεθνώς προοδευτικός και παρέμεινε σε γενικές γραμμές ίδιος από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για δεκαετίες μετά την πτώση του ναζισμού, ενώ ο Γκαίρινγκ είχε στηλιτεύσει τα πειράματα στα ζώα και είχε απειλήσει όσους το έπρατταν µε κλείσιμο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης – η πρώτη δημόσια αναφορά στα κολαστήρια του Τρίτου Ράιχ. Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, οι ναζί δεν επινόησαν τη «θετική» μεταχείριση των ζώων. Αρκετοί νόμοι που ψηφίστηκαν από αυτούς είχαν ήδη συνταχθεί από τους προκατόχους τους, προτού έρθουν εκείνοι στην εξουσία. Εξάλλου, όπως είδαμε, δεν ήταν όλα τα ζώα ίσα ενώπιον του νόμου. Στην πραγματικότητα ο νόμος του 1933 άφηνε πολλά παράθυρα και ήταν διάτρητος: για παράδειγμα, επέτρεπε τα πειράματα στα ζώα, όταν θεωρούνταν «ωφέλιμα για την επιστήμη»· και η κακοποίηση των ζώων απαγορευόταν, όταν δεν ήταν απαραίτητη. Όσον αφορά τους νόμους για την τελετουργική θανάτωση ζώων, αυτοί στην πράξη στρέφονταν αποκλειστικά εναντίον των Εβραίων και της πρακτικής του κοσέρ, αφού οι ανάλογες μουσουλμανικές τελετουργικές λατρευτικές σφαγές χωρίς αναισθητοποίηση δεν έπαψαν να ισχύουν και να είναι αποδεκτές. Συν τοις άλλοις πρωτοβουλίες –όπως ανεξάρτητες χορτοφαγικές, ζωοφιλικές ή ειρηνιστικές οργανώσεις– που έκαναν εκστρατείες για την ευημερία των ζώων, αλλά δεν εκπορεύονταν από το καθεστώς, απαγορεύτηκαν και τέθηκαν εκτός νόμου· το ίδιο συνέβη με τα έντυπα και τα βιβλία που εξέδιδαν.

Πολλές από τις ιστορίες που διηγείται ο συγγραφέας ίσως σήμερα, στα δικά μας μυαλά και μάτια, να φαντάζουν παράλογες. Όπως η ύπαρξη του ζωολογικού κήπου του Μπούχενβαλντ µε τις αρκούδες πίσω από τα σύρματα του στρατοπέδου συγκέντρωσης να σιτίζονται για την ψυχαγωγία των φρουρών ή της γυναίκας του διοικητή του στρατοπέδου και των παιδιών τους· ο περιστερώνας της Τρεµπλίνκα για τη διασκέδαση των φρουρών· η αδυναμία του διοικητή του Άουσβιτς, Ρούντολφ Χες, για τα άλογα, το καταφύγιό του τις νύχτες στους στάβλους ανάμεσα στις «αγαπούλες» του, όταν «ταραζόταν» από τις καθημερινές μαζικές δολοφονίες (σ. 21)· η αγάπη του Γκαίρινγκ για τα λιοντάρια, τα οποία μένουν στο σπίτι του κάτι παραπάνω από έναν χρόνο (σ. 128-133)· οι ιδέες του βραβευμένου με Νομπέλ Κόνραντ Λόρεντς για την εξημέρωση των ζώων: ήταν «πεπεισμένος ότι “όλα τα φαινόμενα σωματικής και ηθικής κατάπτωσης” του πολιτισμένου ανθρώπου “είναι παρόμοιας φύσης με τα φαινόμενα εξημέρωσης των οικόσιτων ζώων”» (σ. 43)· η χρήση των σκαθαριών ως «βιολογικών όπλων», όχι μόνο των Γερμανών, αλλά και των Γάλλων και των Βρετανών (σ. 113) ή ο αποκλεισμός του φιλόλογου Βίκτωρ Κλέμπερερ από τον τοπικό σύλλογο φίλων της γάτας, επειδή δεν ήταν Άριος (σ. 116).

Για τον Μονχάουπτ, το ζήτημα θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: ο ναζισμός είναι μια ιδεολογία η οποία λαμβάνει υπόψη της την αξία μιας ζωής βάσει της χρησιμότητάς της, δίχως να κάνει διάκριση μεταξύ της ανθρώπινης και εκείνης των υπόλοιπων ζώων, εξού και μερικές ζωικές ζωές θεωρούνται ξεχωριστές και συνεπώς θα πρέπει να προστατεύονται, ενώ άλλες χαρακτηρίζονται παρασιτικές και πρέπει να εξαλείφονται. Επιπροσθέτως η ρατσιστική ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού υιοθετεί τις πρακτικές επιλογής της εκτροφής ζώων και τις εφαρμόζει στις δικές της θεωρίες περί υπεροχής των Αρίων. Επομένως όχι στην ανάμειξη ζώων –και ανθρώπων– διαφορετικής ράτσας, ναι στην εξάλειψη των αδύναμων και των «ελαττωματικών» ατόμων: η ανθρώπινη κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως ένα τεράστιο εκτροφείο το οποίο διευθύνουν ο κυρίαρχος λαός και οι επικεφαλής του. Υπό το πρίσμα αυτό εξηγείται και ο τρόπος με τον οποίο ο ναζισμός συμβίβαζε τους νόμους προστασίας της άγριας –καθαρής, ισχυρής, κυρίαρχης– ζωής με την ευγονική και το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 (Aktion T-4), το σχέδιο εξαφάνισης των «ανεπιθύμητων» στοιχείων του πληθυσμού. Να γιατί στο Μπούχενβαλντ και σε άλλα στρατόπεδα υπήρχαν μικροί ζωολογικοί κήποι με αρκούδες και άλλα ζώα που τρέφονταν καλύτερα από τους φυλακισμένους ανθρώπους. Να γιατί οι Εβραίοι είχαν χάσει κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό και είχαν υποβιβαστεί στο επίπεδο της κατσαρίδας και του αρουραίου, ώστε να τους μεταχειρίζονται ευκολότερα σαν τρωκτικά και σαν παράσιτα που πρέπει να εξολοθρευθούν: «Αν αποκαλέσετε έναν άνθρωπο κοριό,» γράφει ο Άλντους Χάξλεϋ «αυτό σημαίνει ότι έχετε την πρόθεση να τον μεταχειριστείτε όπως έναν κοριό» (σ. 89). Επ’ αυτού είναι εξαιρετικές οι παρατηρήσεις του Τσαρλς Πάτερσον στο Αιώνια Τρεµπλίνκα. Η συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα και το Ολοκαύτωμα (Κυαναυγή, 2021). Το σημαντικότερο επομένως δεν ήταν ο διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων ζώων, αλλά η δυνατότητα να χαραχθεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωών άξιων προστασίας και εκείνων που δεν αξίζουν, μεταξύ καλών και κακών. Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται οι Άριοι και όσες ράτσες συγγενεύουν μαζί τους, λύκοι, άλογα, λιοντάρια. Στην άλλη τα «παράσιτα», είτε πρόκειται για Εβραίους και Ρομά είτε πρόκειται για κοριούς. Κάπου στη μέση βρίσκονται οι γάτες: θεωρούμενες ζώα των Εβραίων (στους οποίους στις αρχές της δεκαετίας του ’40 θα απαγορευτεί να τις έχουν ως οικόσιτες) θα πρέπει να προστατεύονται, αλλά όχι υπερβολικά: ήδη από το 1934 οι κυνηγοί έχουν το δικαίωμα να πυροβολούν κάθε γάτα που εντοπίζεται σε απόσταση μεγαλύτερη των διακοσίων μέτρων από την περιοχή της.

Χάρη στο έργο του Μονχάουπτ η ναζιστική «φιλοζωία» αποκαλύπτει τον πραγματικό της χαρακτήρα, αφού δεν ήταν παρά ένα ακόμη όπλο στον πόλεμο του ανθρώπου εναντίον του άλλου ανθρώπου. Τα ζώα ουσιαστικά μάς μιλάνε για τους ανθρώπους και για τη βαρβαρότητα της εθνικοσοσιαλιστικής εξουσίας. Όπως ο γερμανικός ποιμενικός έτσι και το σώμα της γερμανικής φυλής θα έπρεπε να αναπαράγεται με καθαρότητα. Τα όρια μεταξύ ανθρώπου και ζώου βρίσκονται σε συνεχή διαπραγμάτευση, µε το δεύτερο να κερδίζει συχνά σε ηθικό πλεονέκτημα. Όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο Γιαν Μονχάουπτ, οι ναζί επιχειρούσαν μια «συστηματική μετάθεση των ορίων που μετέτρεπε εκλεκτά ζώα σε “πρωτεύοντα” και υποβίβαζε αυθαίρετα ανθρώπους σε “ανθρωπόμορφα ζώα” και “υπανθρώπους”. Για τους ηγέτες των εθνικοσοσιαλιστών, η προστασία των ζώων και τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας δεν συνιστούσαν καμία αντίφαση, το αντίθετο μάλιστα, αισθάνονταν πως ανήκουν σε μια “ηθική ελίτ”» (σ. 20).

 

 

* Ο Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top