Fractal

Μορφές ανιηρωϊκές, ελάσσονες βίοι

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Μιχαήλ Μιχαλιός: «Υπόγειες ζωές», εκδ. Libron, Ιούνιος 2019

 

Το δεύτερο βιβλίο του Μιχάλη Μιχαλιού «Υπόγειες ζωές» είναι μια ευρηματική νουβέλα (δηλωμένη, άλλωστε, η προτίμηση του συγγραφέα στο είδος), με τίτλο και θέμα πολυεπίπεδο και περιεχόμενο πολυδιάστατο και πρωτότυπο. Διακρίνεται από ευφυΐα και σαρκασμό, από φιλοσοφική διάθεση και αφηγηματική δεξιοτεχνία.

Το πρώτο ξεχωριστό στοιχείο είναι το βασικό σκηνικό: πρόκειται για τον  χώρο ενός νεκροταφείου, που γίνεται το πεδίο συνάντησης, διασταύρωσης, αλλά και σταδιακής διασύνδεσης, λιγότερο ή περισσότερο ορατής, τεσσάρων προσώπων, που όλα χαρακτηρίζονται από ένα είδος απόσυρσης, αδυναμίας, παραίτησης, από έλλειψη, πάντως, δυναμισμού και σθένους. Είναι μάλλον αυτό που θα έλεγε κάποιος «αποτυχημένοι, ηττημένοι» (losers) ή περίπου έτσι, καθώς, άλλωστε, αυτά τα χαρακτηριστικά τα μοιράζονται μεν, αλλά όχι απολύτως σε ίσα μερίδια.

Παραδόξως, δεν πρόκειται για μιαν απαισιόδοξη ή σκυθρωπή αφήγηση, μολονότι αναπόφευκτα υπάρχουν και τέτοια στοιχεία, αλλά μάλλον για μια εύστροφη μεταφορά και, παράλληλα, κωμικοτραγική απεικόνιση της πραγματικής ζωής. Μάλιστα, το στοιχείο του χιούμορ και του σαρκασμού είναι ισχυρό στην εξιστόρηση, στους διαλόγους και στη γλώσσα. Θα έλεγα ότι, τρόπον τινά, υπάρχει μια «υπόγεια» υπονόμευση της αφήγησης από τον ίδιον τον συγγραφέα.

Ο Μιχάλης Μιχαλιός, λοιπόν, ανατέμνει έναν κόσμο που δεν τα πάει τόσο καλά με τη ζωή, που θεωρεί ότι η ζωή υπήρξε άδικη μαζί του ή πάντως όχι γενναιόδωρη, περιγράφει ανθρώπους που, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, βρέθηκαν όχι στη φωτισμένη κεντρική λεωφόρο ούτε σε γραφικούς παράδρομους, αλλά σε κακοφωτισμένα σοκάκια ή σε μονοπάτια δύσβατα και σε ανηφοριές. Παρουσιάζει ανθρώπους των υπογείων (με τη μεταφορική έννοια). Στον κόσμο τους είναι λιγοστό το φως, λείπει η ανοιχτωσιά, μολονότι ίσως θα τους άξιζε, αφού τουλάχιστον οι τρεις από τους τέσσερις διακρίνονται εν πολλοίς από εντιμότητα και ηθική. Με άλλα λόγια, η ζωή δεν τους δώρισε την ανάλογη ανταμοιβή και, πάντως, δεν διαθέτουν τη μαχητικότητα για να τη διεκδικήσουν. Πρόκειται, ασφαλώς, για  καταπιεσμένες ζωές ή μάλλον ελλιπείς, ημιτελείς, συμβιβασμένες, όχι σύμφωνες με τις επιθυμίες τους.

Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από τη νουβέλα του Μιχάλη Μιχαλιού είναι, λοιπόν, αντιηρωικές μορφές, ελάσσονες βίοι και, εντέλει, άνθρωποι υπόγειοι, τόσο με την έννοια ότι μάλλον περνούν απαρατήρητοι γενικά όσο και με τη σημασία ότι έχουν και μια εσωτερική, αόρατη, απωθημένη ζωή.

Ο βασικός ήρωας (ή αντιήρωας) είναι ο λογιστής Οδυσσέας – το όνομά του είναι μάλλον το πιο ηρωικό στοιχείο του, μα, φυσικά, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στα χαρακτηριστικά του αρχετυπικού ήρωα, δεν είναι περιπετειώδης, παρότι εμπλέκεται σε μιαν ενδιαφέρουσα περιπέτεια, δεν είναι τολμηρός, παρότι στην πορεία της πλοκής οδηγείται σε κάποιες τολμηρές αποφάσεις, δεν είναι πανούργος, παρότι εντέλει τα καταφέρνει, αποκαλύπτοντας και τέτοιες πλευρές του εαυτού του. Κατά τα άλλα, είναι άνθρωπος που δεν πιάνει τη ζωή από τα μαλλιά, υποχωρεί απέναντι στο ανέντιμο και άδικο αφεντικό του και στην ενοχλητική, καθόλου υποστηρικτική σύζυγο, που στην περίπτωσή του αντιπροσωπεύει, πράγματι, έναν ζυγό. Έτσι, ο λογιστής προτιμά, για παράδειγμα, το νεκροταφείο από το πλουσιόσπιτο στο Ψυχικό – την προίκα του στο αποτυχημένο συνοικέσιο. Η στάση του απέναντι στη γυναίκα του, πάντως, είναι ενδεικτική του χαρακτήρα του. Ακόμη και η  «ανάδυση» της «υπόγειας» ζωής του, που συμβαίνει κάποια στιγμή, συντελείται υπόγεια και διακριτικά.

Ο Έκτορας, επίσης στον αντίποδα του ονόματός του και του μυθικού προτύπου του, μόνιμο θύμα, χωρίς αυτοπεποίθηση και παλικαριά, αρκούνταν, τόσο στη δουλειά όσο και στις γυναίκες, στα «αποφάγια» του παιδιόθεν επιστήθιου φίλου και συνεταίρου του σε εταιρεία εισαγωγής ιατρικών ειδών, του Δημήτρη (που ήταν το δαιμόνιο μυαλό). Τίμιος και απονήρευτος, βέβαια, ηθικός και ακέραιος, αλλά συμβιβασμένος με τη μοίρα του και μοναχικός, άνθρωπος του καθήκοντος, ανυποψίαστος για όσα διαδραματίζονταν γύρω του και σε βάρος του. Ανεβαίνει σταδιακά τα σκαλοπάτια των αποκαλύψεων και κατεβαίνει κατρακυλώντας τα σκαλοπάτια της ψυχικής συντριβής.

Ο Βασίλης, δημοτικός υπάλληλος του νεκροταφείου, άνω των 60, κοντός και στρουμπουλός, με πραγματικά υπόγεια προσωπική ζωή, μυστηριώδης, άνθρωπος του περιθωρίου, με μυστικά και σκοτεινές διασυνδέσεις, με ριψοκίνδυνες επιλογές, αλλά με φιλοσοφικές διαθέσεις, μελετητής του θανάτου και με περίεργα σχέδια για το μέλλον, θύτης και θύμα.

Η νεαρή φοιτήτρια Ψυχολογίας, η Χριστίνα, που εμφανίζεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από το ημερολόγιό της, με τραύματα ψυχικά από την αίσθηση ότι η μητέρα της την εγκατέλειψε, λόγω της επιρρέπειάς της προς τους άντρες, που μεγάλωσε περισσότερο με τη γιαγιά της, με σκοτεινιά εσωτερική, με αδιαφορία εξωτερική απέναντι σε φιλίες και έρωτες, μοναχική, αντικοινωνική, με τάσεις για εγκατάλειψη της ζωής (οι σπουδές της Ψυχολογίας δεν μοιάζει να την βοηθούν), με μόνη παρηγοριά, αλλά και εμμονή, τις νιφάδες του χιονιού και τις χιονόμπαλες, εκεί όπου ασπρίζει λίγο η ψυχή της.

Προσωπικά, θα χαρακτήριζα τους ήρωες όχι απλώς υπόγειους, όπως ο τίτλος υποδεικνύει, αλλά, κυρίως, κρυμμένους. Στην πραγματικότητα, και οι τέσσερις παίζουν κρυφτό με τη ζωή, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Άλλος από συστολή, ατολμία και αναποφασιστικότητα, άλλος από απογοήτευση και έλλειψη αυτοεκτίμησης, άλλος από εσωτερική αποστροφή ή διάθεση για έμμεση εκδίκηση, άλλος από ανάγκη και υποχρεωτικό περιορισμό σε περιθωριακές επιλογές. Εντέλει, όλοι επιλέγουν για μεγάλο διάστημα να βρίσκονται στο περιθώριο, στη σκιά (των άλλων), να μην κινούν τα νήματα της ζωής τους, να εναποθέτουν σε άλλους, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, τις εξελίξεις. Η εκτύλιξη της υπόθεσης, βέβαια, τους φέρνει βαθμιαία ενώπιον των ευθυνών τους, τους αναγκάζει να πάρουν αποφάσεις, τις αποφάσεις που για καιρό ανέβαλλαν ή δεν συνειδητοποιούσαν και να ακολουθήσουν μια διαφορετική, δική τους πια, μοίρα.

Ο συγγραφέας, πάντως, δεν αποδίδει, ως επί το πολύ, σε εξωατομικούς παράγοντες την πορεία των ηρώων του. Δεν τους εμφανίζει ως θύματα της κοινωνίας, απεναντίας εστιάζει κυρίως στις ατομικές ευθύνες.

Η αφήγηση, που εκτυλίσσεται σε 20 μικρά κεφάλαια με χαρακτηριστικούς πεισιθάνατους, αλλά εντέλει σαρκαστικούς και συνυποδηλωτικούς τίτλους (ενδεικτικά: Η εξόδιος ακολουθία, Η κηδεία, Ο τάφος, Ο μακαρίτης, Το τελευταίο αντίο, Ο πικρός καφές), που χρησιμεύουν και ως αλληγορικά ορόσημα, μας γνωρίζει σιγά σιγά τα πρόσωπα και ξετυλίγει σταδιακά τα νήματα που τα ενώνουν, πιο στενά ή πιο χαλαρά. Το φόντο είναι κατά βάση το νεκροταφείο, αλλά υπάρχουν και στιγμές που μεταφερόμαστε αλλού είτε στο παρόν είτε στο παρελθόν, π.χ. στο σπίτι του Οδυσσέα. Μέσω αυτών των μεταβάσεων στον τόπο και, κυρίως, στον χρόνο, με αναδρομές, γνωρίζουμε και άλλα πρόσωπα: τη σύζυγο του Οδυσσέα, το αφεντικό του, τον συνεταίρο του Έκτορα, την πρώην γυναίκα του, τη μητέρα της Χριστίνας, και άλλους.

 

Μιχαήλ Μιχαλιός

 

Ο συγγραφέας ξεδιαλύνει με επιδεξιότητα τα σκοτεινά σημεία, οδηγεί με δεξιοτεχνία τους χαρακτήρες να πλησιάσουν μεταξύ τους, αποκαλύπτει βαθμιαία πτυχές της ζωής τους, φανερώνει τα σαράκια που τους κατατρώνε, τις στάσεις και τις επιλογές που τους παγιδεύουν ή τους απελευθερώνουν, ενώ διανοίγει διαδρόμους διαφυγής και συντηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς, όπως το συνηθίζει, βάζει και μιαν αστυνομική πινελιά, αλλά και ακόμα μεγαλύτερες δόσεις μυστηρίου, που τροφοδοτούν την αγωνία και το σασπένς.

Το σκηνικό του νεκροταφείου συντελεί στο να υποβάλει την αντίληψη του κρυμμένου, του θαμμένου. Μαζί με τους νεκρούς ίσως είναι θαμμένα μυστικά, ίσως είναι θαμμένοι θησαυροί, θαμμένες ζωές ζωντανών, θαμμένα όνειρα, σχέδια, ελπίδες, ακόμη και αισθήματα αγάπης, φιλίας, έρωτα ή μίσους.

Η νύχτα και η συνενοχή, η σκοτεινιά και η μυστικότητα επανέρχονται στο έργο, για να υπενθυμίσουν τη δεύτερη εκδοχή της ζωής, τα όσα συμβαίνουν παράλληλα, κάτω από την πρωινή της όψη.

Το βιβλίο, που υπενθυμίζει ότι πάντα υπάρχουν αφανέρωτες ζωές, μας ωθεί να προβληματιστούμε, να συλλογιστούμε και πάνω στη δική μας – ενδεχομένως – υπόγεια ζωή, στις πεισματικά κρυμμένες ή καταπιεσμένες επιθυμίες που μπορεί να μας διατρέχουν, στις κρυφές διαδρομές των πόθων μας, σε ό,τι υπόγεια μας διαπερνά χωρίς να φανερώνεται ή στις ζωές των γύρω μας ή σε ό,τι καραδοκεί για να ξυπνήσει και να αποκαλυφθεί.

Το έργο του Μιχάλη Μιχαλιού χαρακτηρίζεται από αφηγηματική ποικιλία, αφού, εκτός από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, υπάρχει ημερολόγιο, σε πρωτοπρόσωπη φυσικά γραφή, αλλά και ορισμένα αυτονομημένα διαλογικά επεισόδια. Τα κεφάλαια που αναφέρονται στον πιο κεντρικό ήρωα, τον Οδυσσέα, τελειώνουν με ένα είδος παραρτήματος, στο οποίο συνομιλεί με τον φίλο του, Στέλιο, για να του πει τον πόνο του. Αυτά τα σημεία είναι σύντομα και αποκαλυπτικά για τον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα πρωτότυπο στοιχείο, που, μάλιστα, αν έλειπαν κάποιες λίγες ενδιάμεσες σχολιαστικές αφηγηματικές παρεμβάσεις θα είχε καθαρά θεατρικό χαρακτήρα. Άλλωστε, δύο από τα επτά συνολικά διαλογικά επεισόδια έχουν απολύτως θεατρικό χαρακτήρα, αποτελούμενα από αμιγή διάλογο, χωρίς καμιά αφηγηματική παρεμβολή και είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο πετυχημένα.

Την ίδια ώρα, το βιβλίο το διαπερνά ένα φιλοσοφικό και θυμοσοφικό στοιχείο. Περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τον άξονα του θανάτου, υποβάλλοντας μ’ έναν υποδόριο, αλλά και χιουμοριστικό τρόπο, τη φιλοσοφική διάσταση του θέματος. Καθώς ο θάνατος αποτελεί το βεβαιότερο στοιχείο της ζωής και την ακολουθεί κατά πόδας, αλλά και, την ίδια ώρα, δεν βρίσκεται ποτέ μαζί της, αφού, όπως τόνιζε ο Επίκουρος, που παρατίθεται αυτούσια στο βιβλίο, όταν ο θάνατος υπάρχει δεν υπάρχουμε εμείς, ενώ όταν εμείς υπάρχουμε δεν υπάρχει ο θάνατος, άρα δεν πρόκειται να συναντηθούμε ποτέ μαζί του, και μολονότι ίσως κι αυτό να είναι ένα από τα μηνύματα του έργου, που δε θέλει να μας πανικοβάλλει, αλλά να μας εξοικειώσει και να μας καθησυχάσει, εντούτοις, στην πράξη γίνεται αντιληπτό ότι ο θάνατος βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, με διάφορες μορφές, ακόμη και μεταφορικά, κάποτε μάλιστα τον επιλέγουμε, ακόμη και μεταφορικά. Στο έργο όλοι οι ήρωες βρίσκονται κάποια στιγμή πολύ κοντά του και τουλάχιστον οι τρεις έχουν κατά στιγμές σκέψεις πεισιθάνατες, άλλος σκέφτεται να αυτοκτονήσει κυριολεκτικά, άλλος μεταφορικά, άλλος αδιαφορεί απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου. Γενικά, ταλαντεύονται μεταξύ ζωής και θανάτου, κινούνται στη διαδρομή αυτού του δίπολου, ακροβατώντας συχνά στα όρια, στο αδιόρατο σχοινί που χωρίζει (ή μήπως ενώνει;) τους δύο κόσμους. Το σκηνικό του νεκροταφείου ενισχύει, φυσικά, την όλη προβληματική.

Η βασική διασταύρωση του έργου, η «γωνία ζωής και θανάτου», όπως λέει κάπου ο Οδυσσέας, η αγωνία ζωής και θανάτου, είναι και η κύρια σύλληψη, που τροφοδοτεί τον στοχασμό και στήνει τα θεμέλια του δεύτερου επιπέδου. Όλη αφήγηση κινείται γύρω από αυτήν τη συνάντηση και τη σταθερή υπενθύμιση της ύπαρξης του θανάτου στη ζωή. Παρ’ όλ’ αυτά ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτού, το βιβλίο καταφάσκει απολύτως στη ζωή και διακηρύσσει την αξία της και τη μοναδικότητά της.

Θα τελειώσω με αναφορά σε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Μιχάλη Μιχαλιού, ίσως το κυριότερο: τη φροντίδα της γλώσσας (που φαίνεται πως είναι στόχος καθεαυτόν) και μάλιστα την τάση του να προσαρμόζει το γλωσσικό ύφος και τις γλωσσικές επιλογές στην ατμόσφαιρα και την υπόθεση του εκάστοτε βιβλίου. Στο προηγούμενο βιβλίο, το «Απάγκιο», χρησιμοποίησε θαλασσινό λεξιλόγιο και η γλώσσα ήταν πιο λυρική. Εδώ είναι κάπως σκληρότερη, παίζει πολύ με φράσεις που σχετίζονται με τον θάνατο, πάντα με ένα υπόστρωμα χιούμορ. Τίποτε, πάντως, δεν είναι τυχαίο, όλες οι λέξεις, θα έλεγα, είναι προσεκτικά διαλεγμένες. Η γλώσσα του, σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως ρέουσα και φροντισμένη.

Ένα, επίσης, προσωπικό χαρακτηριστικό του είναι ο τρόπος που κλείνει τις φράσεις των ηρώων του όταν διαλέγονται. Δεν γράφει, π.χ. «είπε» ή «ρώτησε» ή «απάντησε» αλλά κάτι που σχετίζεται με τη σκέψη του ήρωα, την αντίδρασή του ή τη λειτουργία του λόγου του.

Παραθέτω χαρακτηριστικά και εντελώς ενδεικτικά από τα πάμπολλα παραδείγματα:

«Την πονούσα την εταιρεία και την είχα σα σπίτι» ξεσηκώθηκαν τα φυλλοκάρδια του.

«Χαρακιές! Σαν αυτές που χαράζουν στης φυλακής τους τοίχους!» κορδώθηκε όλος ιδέα.

«Άσ’ τα αυτά! Δεν είν’ ώρα να μου πουλάς πνεύμα! Λέγε τώρα, τι τρέχει;» έβαλε το μαχαίρι στο κόκαλο ο επισκέπτης.

«Ένα χρόνο αργότερα, την ίδια μοίρα είχε κι εκείνη. Την άφησε για μια άλλη», ξαναγύρισε αλύπητα το μαχαίρι στην καρδιά του.

«Όλο παχιά και μεγάλα λόγια. Και μου έκανε και το αγγελούδι ποζάτος και στημένος.» έκανε ταμείο.

«Μήπως τα παραλές, ρε κολλητέ; Δεν μπορεί, θα ’χει και τις καλές της μέρες», έριξε χωρίς να το θέλει κι άλλα προσανάμματα ο Στέλιος.

«Οι καθωσπρέπει άνδρες δεν έχουν μυστικά από τη γυναίκα τους», του έριξε την τελευταία τουφεκιά για την τιμή των όπλων.

Αυτή την τεχνική την εφάρμοσε και στο «Απάγκιο», αλλά νομίζω ότι εδώ φθάνει στο απόγειό της. Πρόκειται για μια προσωπική και απολύτως αξιοθαύμαστη τεχνική του Μιχάλη Μιχαλιού.

 

 

Επίσης, οι μεταφορές του, οι μετωνυμίες του, οι εικόνες του, τα εύστοχα και εύστροφα παιχνίδια του λόγου υπηρετούν με συνέπεια τόσο τη γλώσσα ως αξία όσο και την ιστορία και την ατμόσφαιρα του έργου.

Παραθέτω επίσης ενδεικτικά:

«Τα λιγοστά λουλούδια στα πόδια των δέντρων γέρνανε σαν τον επαίτη στην πόρτα του νεκροταφείου στις αχτίδες του ήλιου ζητιανεύοντας το φως του.»

«Είχε παρατάξει τις λέξεις του στη σειρά σαν στρατό στη μάχη, αλλά αυτές πάντα τον εγκατέλειπαν στη θέα της.»

«Εκεί, στο μαύρο παλκοσένικο, σαράντα χρόνια περνούσαν φωσφορίζοντας ένα ένα και τον περιγελούσαν»

«Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει, τι στριφώνουν κάτω από τα μάτια και τα χείλη τους, τι σκαρώνουν στη φόδρα του κορμιού τους»

Συχνή η μεταφορική χρήση των λέξεων:

«Για λίγο τα ξανασούρωσε στο μυαλό του» / «είχε αρχίσει στο μυαλό της να γνέθει σχέδια» / «ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από την καρδιά του» / «Ήταν κλωσμένοι μ’ άλλου είδους αρχές» / «ξέδεσε το βλέμμα του» / «αγκυροβόλησε το βλέμμα του» / «γάζωσε τους υπαινιγμούς του», κλπ.

Οι πολύ εύστροφοι διάλογοι με ισχυρές δόσεις μαύρου χιούμορ:

«Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου; Θέλεις να πεθάνεις;» «Δεν θα πέθαινα. Απλώς θα διέκοπτα τη συνεργασία μου με τη ζωή.»

«Μπορώ να καθίσω;» «Όλοι οι καλοί χωράνε. Μόνο οι τάφοι είναι κατειλημμένοι, κύριέ μου. Το πρόβλημα θα ήταν να θέλετε να ξαπλώσετε.»

«Τι διεύθυνση δηλώνεις στο ΤΕΒΕ τώρα, φίλε;» «Γωνία ζωής και θανάτου»

«Να ’ναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε» «Πώς να μην είναι; Ελαφριά καρδιά, ελαφριά συνείδηση, ελαφρύ χέρι…»

Οι φιλοσοφικές αποστροφές:

«Δεν ξέρω αν αυτές οι ταφόπλακες είναι το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου ή το εξώφυλλο ενός νέου»

«Τελικά οι άνθρωποι έχουν δυο ζωές. Μια που θάβουν οι άλλοι όταν πεθαίνουμε και μια που θάβουμε εμείς οι ίδιοι όσο ζούμε.»

«Ένα ποτάμι η ζωή μας που εκβάλλει σε δυο μέτρα χώμα.»

«Όσο βλέπεις τη σκιά σου, θα βλέπεις τον ήλιο. Βάρδα μη χάσεις τη σκιά σου»

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι και οι γλωσσικές επιλογές από κοινού με το ύφος και την αφηγηματική τεχνική συμβάλλουν στην ανάδειξη της ατμόσφαιρας και του φιλοσοφικού υποστρώματος του έργου.

Το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαλιού, ο οποίος δικαιούται αναμφισβήτητα τον τίτλο του συγγραφέα, διαβάζεται εύκολα, σα να γλιστρά, σκαλίζει με επιμέλεια και μαεστρία τα από κάτω, τα από μέσα και λειτουργεί υποδορίως μ’ έναν παράδοξα παρηγορητικό τρόπο.

Επιπλέον, πρόκειται για μια εξαιρετικά καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση, όπως άλλωστε συνέβη και με το προηγούμενο βιβλίο, το Απάγκιο, με ένα επίσης  επιτυχημένο εξώφυλλο, που αποδίδει την ατμόσφαιρα του έργου (από το γαλάζιο στο καφέ, από τη θάλασσα στο χώμα).

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, οι «Υπόγειες ζωές» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να βρίσκεται στο φως και να αφήσει τη σκιά του στα δικά μας «υπόγεια», στις δικές μας ζωές.

 

 

* Γιούλη Χρονοπούλου: Δρ. Φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top