Fractal

Όταν οι απώλειες ενώνουν άγνωστες αφετηρίες

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

«Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», Συλλογή Αφηγημάτων της Ελένης Γκίκα, Εκδόσεις ΑΩ, 2019

 

«Εδώ θα με βρίσκεις, στην Πέτρα,

θα μου μιλάς κι εγώ θα σ΄ ακούω»

στροφή εντός πεζού λόγου της Ελένης Γκίκα

 

Όπου ο προφορικός λόγος και ο γραπτός λόγος διασταυρώνονται. Όπου

οι προσωπικές ανιστορήσεις θα μπορούσαν να ορισθούν εμπνευσμένη μυθοπλασία. Αφηγήματα λοιπόν, κατά την Ελένη Γκίκα, υπό την ιερότητα που αναδίδει ο τίτλος: «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων». Κι όμως κατά την γνώμη μου πρόκειται για αυθεντικά διηγήματα. Και δεν τοποθετώ τυχαία ένα δίστιχο ως μότο·  η ποιητικότητα εδώ μέσα διαθέτει ισχυρό άρωμα.  Πρόκειται για τέσσερεις ενότητες με 24 αφηγήματα, διηγήματα επιμένω, σε  75 σελίδες μικρού σχήματος, όπου όλα εξηγούν τι ακριβώς σημαίνει αγάπη στο παλίμψηστο της μνήμης. Θα μπορούσε η συγγραφέας να μας «αποκρύψει» ότι πρόκειται για τον πατέρα  και άλλους δικούς πολυαγαπημένους. Γενικά τα αποστάγματα από άγνωστες ποιότητες και ποικιλίες ανεβάζουν την αξία της γεύσης με το μυστήριο των βασικών υλικών. Ο δοκιμαστής, ειδικά όταν βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού κατά την επίγευση, φαντάζεται σύντριμμα από πολύτιμα πετράδια ενώ βέβαια πρόκειται για αμμουδιά από συνήθη πετρώματα χρόνου και τόπου. Τα κρυφά, οι κρυφές αγάπες, μοιάζουν με προϊόν απόσταξης τελείας αν δεν γνωρίζεις το κοινότοπο των πρώτων υλών. Αλλά έτσι επιλέγει η συγγραφέας και είναι σεβαστό. Είναι ξεκάθαρο πως δεν ανοίγει τυχαία τα χαρτιά της. Η λογοτεχνική ποιότητα εξαφανίζει τις όποιες αντιρρήσεις. Το κύριο είναι πως πρέπει να καταδειχτεί ότι η αγάπη, αφού κτιστεί δόμο τον δόμο, κερδίζει την αθανασία, ενώ η θλίψη για τις απώλειες μετασχηματίζεται σε μονάδες μέτρησης χρόνου και τρυφερότητας. Η μνήμη γεμίζει τη ζωή κι έτσι ο θάνατος ξεσηκώνεται αθανασία λέει πίσω απ’ τις αράδες η Ελένη Γκίκα. Άρα ο τρόπος αντιμετώπισης των απωλειών ορίζεται ως ο ουσιαστικός ρυθμιστής της επιβίωσης. Η Ελένη Γκίκα επιθυμεί και ξέρει να μας πείσει , να μας κερδίσει, ότι αξίζει να πλησιάσουμε τις κορφές της επιμένοντας πως οι κορφές όλου του κόσμου μοιάζουν, «…Τις βρήκε. Μαζί με τις αποκριάτικες μάσκες και τα μαδημένα καπέλα. Μια σειρά από δοντάκια στα μάτια. Μασημένα πρόσωπα, τρύπες στις μύτες, από παιδί όλα τα ‘τρωγε. Πεινούσε και διψούσε για μουσαμάδες, νύχια και τοίχους, αλλά πιο πολύ για πρόσωπα. Όλα ήταν γι  αυτήν «φωτογραφημένος μπαμπάς».

Καταλαβαίνουμε με ιδιαίτερα απλό τρόπο πως οι κορφές είναι οι οξείες του χρόνου που ατμίζουν. Κι αν οι στεριές φαίνονται ακίνητες, το νερό  και το αίμα δεν είναι παρά λάβες εν ορμή, λαύρες εν  βρασμό. Οι εικόνες αποτυπώνονται με ανεξίτηλα χρώματα και εν οικονομία. «…Ο ρόλος μου άρχιζε στη σκάφη μαζί με τα κουλούρια: ανθρωπάκια, καρδιές, κοτσίδες, τσαντάκια ως κι ένα με σχήμα κοχύλι ψήσαμε, ‘’πω πω εσύ θα γίνεις μαρμαράς’’, ‘’γλύπτης, παππού’’ τον διόρθωνα. Ζυμαράκι η πρώτη μας ύλη…».

Ο κόσμος εδώ είναι σαν την μυρωδιά μιας αγκαλιάς. Όποτε θέλει τον ανακαλεί, όποτε θέλει την αιφνιδιάζει. Οδύνη που ανεπαισθήτως μας διαμορφώνει. Πολύτιμη μνήμη από συμπίεση αιώνων ή πως οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας μετασχηματίζονται σε διαμάντια. Η Ελένη Γκίκα ενοποιεί τα στιγμιότυπα σε ενιαία, σε τεθλασμένη πορεία καθώς ανασύρει κάθε τι που διαμόρφωσε το κουράγιο της, την ελπίδα της, την ισχύ της. Πίσω από τα απλά γεγονότα κρύβεται η συνέχεια, κρύβεται ο έρωτας για τη ζωή. Φωτογραφίσεις αγάπης άσβεστης. Σωθικά καιόμενης βάτου. Γεννήτρια κίνησης. Όπου κίνηση σημαίνει αέναη λάξευση με λέξεις παρά τις ασυνέχειες των εννοιών.

Διαφέρει η γραφή της γυναίκας; Αν θέλει η γυναίκα διαφέρει. Εδώ, διαφέρει. Διαφέρει συνειδητά. Συναίσθημα, τρυφερότητα, με βελονιές καθορισμένες και ελεγχόμενες κινήσεις. Το ψιλοκέντημα της αβύσσου. Λες και κάποιος σηματοδοτεί μια πορεία στους αλλεπάλληλους και επάλληλους λαβύρινθους της πόλης με αόρατες κλωστές, σωθικά χρωμάτων και λεπτά αρώματα. Όπως φωνάζει ή ψιθυρίζει μια αγιογραφία ξεθωριασμένη.

«Η μαμά μου ήταν πολύ καλή ράφτρα. Και κεντήστρα ήταν· αστραφτερή. Γελούσαμε και μαζί μας γελούσε και η γάτα η Ρίτα». Με λίγες λέξεις και δυο απολύτως αναγκαία επίθετα ανασυνθέτει την «αρχαία φωτιά» του σπιτικού.

«Θυμάμαι τον ασπροκόκκινο σκούφο σου. Με τη φούντα καρδιά κατακόκκινη. Την ασπρόμαυρη φούστα της, με ανθάκια κήπος κινούμενος. Μια γυναίκα με λουλουδάτη ασπρόμαυρη φούστα και ένα ασπροκόκκινο κορίτσι σαν πασχαλίτσα. Σαν την καρφίτσα της, το μικρό τσαντάκι κρεμασμένο απ’ την φούστα της».

Η έμπνευση βρίσκεται μέχρι το λαιμό στην άβυσσο όπου την επιβίωση αιματώνουν ή γιατί όχι αρματώνουν οι απώλειες. Τίποτα δεν πάει χαμένο και συνειδητοποιούμε  πως η ελαφρότητα της παιδικής ηλικίας είναι το θεμέλιο της βαρύτητας. Εδώ η δύναμη της γραφής δεν είναι παρά οι αδυναμίες από χίλια δυο σύμπαντα . Ο αναγνώστης παρασύρεται σ’ έναν χώρο με αρωματικούς καπνούς. Πρόκειται για κατάσταση μέθεξης. Παραμυθένια δευτερόλεπτα… «Λουίζα την έλεγαν, αλλ’ όλοι την φώναζαν Μέντα, ‘’είσαι η μέντα μου’’ εκείνος της έλεγε και δυσανασχετούσε αυτή. Είχαν εκείνο το σχεδόν αόρατο βιβλιοπωλείο σ’ αυτή την κόχη, όταν το είδα ένα βιβλίο στη σκονισμένη βιτρίνα έμοιαζε με κραυγή: ‘’Θα πρέπει να γεράσω εδώ;’’»

Μία μία οι διηγήσεις εξελίσσονται σε καθορισμένο ιστορικό πλαίσιο, με κοινωνική ευαισθησία, με νεύρο, με οικονομία, με αφαιρετική δύναμη,  με ποιητική ελλειπτικότητα. Η Ελένη Γκίκα μας οδηγεί ανεπαισθήτως στη δική μας άβυσσο όπου οι προσωπικές θάλασσες της συγκίνησης συνθέτουν τον ωκεανό  του κόσμου. Χαρά και οδύνη από  καταστάσεις συντριβής κάποτε, αλλά κυρίως για κείνο που μας εγκαταλείπει οριστικά μετασχηματίζοντας τα σωθικά σε άνεμο ψυχών. Μιλάμε δηλαδή για καταγραφή γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβούν ή συνέβησαν στον καθένα μας. Αλλά η αγάπη και η εξαιρετική τεχνική πλοκής της συγγραφέως  συντρίβουν το κοινότοπο τραγανίζοντάς το λέξη προς λέξη. Με μία και μόνο επιτυχή κίνηση στη σκακιέρα της γραφής, διαλέγει σπάνιες και απολύτως ιδιαίτερες στιγμές μιας πολύτιμης καθημερινότητας. Επιλεγμένες πορείες εν θλίψη αφού οι απώλειες υπερβαίνουν. Φωτογραφίσεις ιδιαίτερων τοπίων και σημαντικών στιγμών.  Λεπτομέρειες, λεπτομέρειες, λεπτομέρειες. Η ευαισθησία στην αναζήτηση του πολύτιμου ορυκτού είναι ανεπτυγμένη εδώ μέσα και οδηγεί το γεγονός, το ντοκουμέντο στο ανώτερο επίπεδο μιας κεκρυμμένης  μυθοπλαστικής ικανότητας στα όρια της ποιητικής Μεταφοράς… «Σε ένα μικρό ξέφωτο υπήρχε εκείνη η τεράστια πέτρα, γκουμουράδα τη λέγαμε, και γελούσαμε εμείς τα παιδιά. Οι μεγάλη φοβόντουσαν κάπως. Άλλοι έλεγαν ότι εκεί συγκεντρώνονταν ξωτικά. Κάποιοι ότι σύχναζαν εκεί οι ψυχές των αγαπημένων».

Αντιγράφοντας αυτό το απόσπασμα από το διήγημα «Η Μαγική Πέτρα: τα Ρέμπελα», με πλημμύρισαν ήχοι μπαρόκ μουσικής. Ισπανική  Follia εν λυγμώ πηγαινοέρχεται μέσα μου. Η αγάπη καθορίζει χαρακτήρες, αναδιατάσσει χαρακτήρες, μετασχηματίζει χαρακτήρες και κυρίως τρέφεται από νέο σε νέο όπως η μέλισσα συλλέγει από τα ταπεινά ιώδη των ραδικιών μέχρι τα αλαζονικά τριαντάφυλλα. Η αγάπη είναι ο κελευστής των ρυθμών μας. Συχνά είναι ο ρυθμός ο ίδιος. Συχνά η αγάπη, επιμένει η Ελένη Γκίκα, ορίζει την μνήμη μας, όπως η ποίηση ορίζει την ουσία και το αντίθετο. Μεταφορές και συμπύκνωση. Είμαστε ότι αγαπήσαμε, ότι μας λάτρεψε, ότι μας πόνεσε, υπονοεί πίσω απ’ τις αράδες η Γκίκα. Και οι αράδες της αγάπης δεν είναι παρά ο θεός πρόσωπο με πρόσωπο, «Την αστραπή και την βροντή που συν τω χρόνω άρχισα κάπως να τις υπολογίζω κι εγώ όταν πείστηκα πως μέσα από τις ιστορίες μας κι όχι από τις αστραπές, τελικά, μας μιλάει ο Θεός κι η Ζωή».

 

 

Το κορυφαίο διήγημα, αλλά και ένα από τα καλύτερα διηγήματα που έχουν δημοσιευθεί, τουλάχιστον από τότε που ανακαλύψαμε ξανά την αξία της μικρής γραφής είναι αυτό που ηγείται της συλλογής «Τα παπούτσια του μπαμπά». Κι όμως η συγγραφέας προσπαθεί κατά κάποιο τρόπο να απομυθοποιήσει την αξία του χρησιμοποιώντας ένα απόσπασμα από τον Κάρλος Φουέντες για δεύτερο μότο της συλλογής. Το σύμπαν όμως αγνοεί την εμμονική και αγενή συχνά προσπάθεια των κάθε είδους σχολιαστών να μειώσουν εκμεταλλευόμενοι το αναπόφευκτο της συνέχειας. Λες και κερδίζει κάποιος από τη μιζέρια. Λες και όλοι οι Όρθροι δεν έχουν το καθήκον να μας φτάσουν στον επόμενο Όρθρο μέσο του Απόδειπνου. Η συνέχεια είναι αναπόφευκτο καθήκον. Ίσως βέβαια να θέλει να ενισχύσει την αυθεντικότητα της δικής της καταγραφής. Αλλά, αλλά του λόγου μου πιστεύω πως ξέρει ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Ούτε την δύναμη της αστραπιαίας κινηματογραφικής πολυπλοκότητας πίσω από τον ελεγχόμενο ρυθμό της εικόνας.  Κάθε λέξη, κάθε συγχορδία λέξεων εδώ μέσα, είναι μερικά μίλια κινηματογραφικού φιλμ φορτωμένα με θέληση ζωής ενώπιον του θανάτου όπως τα συγκρατεί η φωτογραφία. Η άβυσσος της στιγμής με ελάχιστες λεξούλες. Αστραπιαίες εικόνες.  Δεν υπάρχουν εδώ ήχοι και κοινότοπες έννοιες που χάνονται, υπάρχει μόνο αιωνιότητα σε μεταφορά εκ μεταφοράς. Υπάρχει η Ανάσταση ανάμεσα στις συλλαβές και τις λέξεις. Η Ανάσταση, το μεράκι της μνήμης. Όπου φθάνουμε στην κινηματογραφική ανατροπή Ανάσταση = Αγάπη. Ακόμη και το παράπονο της ηρωίδας που αναπολεί όλο τύψεις την κούραση της, αγάπη σημαίνει.

Τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και στην πρόζα εξαφανίζονται. Η ποιητική ισχύς υπερβαίνει.  Μεταφορές συχνά αδιόρατες τραγουδούν για τον κόσμο σε μόλις 17 σειρές. Η ανθρωπιστική ματιά είναι η καλύτερη σμίλη για να σμιλεύσεις σώμα καταπάνω στη λήθη, «Όλη τη νύχτα τον άκουγε σα μέσα σ΄ όνειρο «βάλε μου τα παπούτσια». Και το πρωί είχε φύγει ξυπόλητος. «Μπαμπά μου», τον έκλαψε. Κι  ακόμη κλαίει. Κάθε βράδυ. Και του φορά τα παπούτσια του». Θα ήθελα να είμαι σκηνοθέτης να γυρίσω μια ταινία σιγής με τούτο το αόρατο σενάριο των 133 λέξεων. Μόνο σιωπή και 133 λέξεις από λυγμό. Και βέβαια μουσική επένδυση Ελένης Καραΐνδρου και Marin Marain να ελέγχουν το νεύρο της γραφής καθώς θα γίνεται εικόνες.

Και τελειώνω: η αθανασία είναι μια ανεξίτηλη στιγμή κίνησης του παρόντος ορίζει η Ελένη Γκίκα με τα απλούστερα «υλικά ή εργαλεία, έτσι όπως παντρεύει τα σπουδαία με τ’ ασήμαντα για να ορίσει την έννοια του μέλλοντος… «Την αστραπή και την βροντή που συν τω χρόνω άρχισα κάπως να τις υπολογίζω κι εγώ όταν πείστηκα πως μέσα από τις ιστορίες μας κι όχι από τις αστραπές, τελικά, μας μιλάει ο Θεός κι η ζωή. Κι ούτε καταλάβαμε πως  μεγαλώσαμε πια, η Μαγική Πέτρα έγινε εκκλησάκι και κατόπιν η ενορία μας, η γειτονιά χτίστηκε, η μάντρα του Λιάπη δόθηκε αντιπαροχή και στη θέση της βρίσκονται έξη πολυκατοικίες και όσο για τα Ρέμπελα γύρευε που έχουν χωθεί τη σήμερον εποχή.»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top