Fractal

Στους μικρούς τόπους όλα συμβαίνουν στον υπερθετικό

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Ελένη Γκίκα «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», Αφηγήματα, εκδ. ΑΩ, σελ. 92

 

   «Πετεινά τ’ ουρανού και φλόγες που τρεμοσβήνουν όλοι μας: στην κούνια, στη σάλα, στο πλυσταριό, στο βουνό, στο κτήμα του Λιάπη, στα γκρεμισμένα, στα στοιχειωμένα, εντέλει, στα όσια και τα ιερά. 

  Ό,τι απέμεινε. Ό,τι απομένει. Επειδή όσα παπούτσια και να βάλει κανείς, φεύγει ξυπόλητος».

 

 Η Ελένη Γκίκα, άνθρωπος ζεστός, φιλικός, θέλει να μοιράζεται κάθε τι δικό της. Το κάνει τώρα ολοκληρωτικά, όπως σποραδικά σε προηγούμενα βιβλία της, αλλά και στη ζωή της, εξομολογούμενη προσωπικές αναμνήσεις, από το βάθος της καρδιάς της και του χρόνου.

Το παρελθόν είναι πάντα παρόν. Όσο κι αν ο χρόνος και η θεραπευτική διάθεση ξεφτάει ένα μέρος της μνήμης, κάποιες αναμνήσεις μένουν ανεξίτηλα γραμμένες, σαν να αφορούν συναισθήματα και γεγονότα που συνέβησαν μόλις χθες. Αυτές τις μνήμες, με πρόθεση αυτοανάλυσης και εξομολογητική διάθεση, καταγράφει στο τελευταίο «πιο δικό μου», ανάμεσα στα 38 βιβλία της, η συγγραφέας. Ο τίτλος του

«Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», παραπέμπει γραμμικά στον στόχο της, που υποθάλπεται από το έξοχο εξώφυλλο – σκηνή από την ταινία του Ταρκόφσκι
«Ο καθρέφτης».

Ο συμβολισμός της εικόνας παραπέμπει στην πλήρη αποδέσμευση της από την τρέχουσα πραγματικότητα, από την επίδραση ακόμη και αγαπημένων προσώπων και την επιρροή  χιλιάδων μυθιστορηματικών ηρώων που μπήκαν στη ζωή της – μ’ ένα βιβλίο πάντα στο χέρι -, μια πολύχρονη δημοσιογραφική καριέρα, πάντα σεμνή – πένα χρυσή – καρδιά ζεστή για όλους!

 

«Απ’ το πρωί τα ξανασκέφτομαι με αφορμή τον Ντελίλο και “το περιθώριο των συγγραφέων” . Τριάντα χρόνια δεν ήμουν τίποτα, ούτε βελόνα χρυσή ούτε και πένα μπικ.  Μόνο πρόσφατα που, επιτέλους με ξεφορτώθηκε ή ξεφορτώθηκα ό,τι ποτέ μου δεν ήθελα, σκέφτηκα ότι, “που ξέρεις ρε μάνα, μπορεί και να εισακούστηκες”, ναι τώρα πια είναι κάτι στιγμές που αισθάνομαι πως κάτι μπορεί και να γράφω, αφού πιο περιθώριο δεν γίνεται, με στυλό μπικ. Και το πιο κουλό; ναι! Είμαι επιτέλους – στην ησυχία μου και στη γωνιά μου – και ευτυχής!»

 

Η Ελένη Γκίκα, αφηγείται με βάθος συναισθημάτων και ειλικρίνεια γεγονότα που τη στιγμάτισαν από την μοναχικότητα της πρώιμης παιδικής ηλικίας μέχρι το άνοιγμα στον έξω κόσμο,  νιώθοντας όλη την αγάπη που της χαρίστηκε, με μια αναπόληση γεμάτη νοσταλγία.

Παρά τη συναισθηματική ένταση που της προκαλούν οι αναμνήσεις, αφηγείται  σαν να παρατηρεί τον εαυτό της μέσα από καθρέφτη.

 

Μέσα στις λίγες σελίδες του κειμένου “ζωγραφίζει” την εποχή της αθωότητας, καθώς παράλληλα αφήνει να ξεπηδούν κινηματογραφικές εικόνες – σκηνές με πρόσωπα αγαπημένα, συνδυασμένα με μοτίβα του γενέθλιου τόπου.

 

Για την Ελένη Γκίκα ο πατέρας, είναι μπαμπάς, Άνθρωπος τρυφερός της χαρίζει όλη του την αγάπη, ακόμη και σε μία απρόσμενη αποτυχία της, για την οποία χαριτολογώντας αυτοσαρκάζεται.

«την πρώτη φορά που απότυχα, καίτοι σιγουράκι- “αν όχι αυτή, ποιά;” η φράση της καθηγήτριας -, ο μπαμπάς μού αγόρασε μια τηλεόραση και ένα πιστολάκι… Και ένα πιστολάκι σε χρώμα πορτοκαλί. Μ’ εκείνο έκανα κι έκαψα πρώτη φορά φλάντζα; φράντζα;»

       Μαζί του παντού, στην αγκαλιά του, στο σπίτι, στον αμπελώνα. Οι Κυριακές του μπαμπά. Το πρώτο κεφάλαιο.

      Ο μπαμπάς παρών ακόμη και στην απουσία του. «Τον ακούει να παλεύει με ανύπαρκτους δαίμονες. “Είμαι εδώ, μη φοβάσαι”, “ Ποια είσαι εσύ!» 

       Γεμίζει η ψυχή της με μια διάχυτη ελεγειακή θλίψη για μια της “παράληψη”.  Δεν πρόλαβε να του βάλει τα παπούτσια…

«Όλη τη νύχτα τον άκουγε σα μέσα σ’ όνειρο “βάλε μου τα παπούτσια” και το πρωί έφυγε ξυπόλητος. “Μπαμπά μου”, τον έκλαψε. Κι ακόμα τον κλαίει. Κάθε βράδυ. Και του φορά τα παπούτσια του. Δρόμος χωρίς τα παπούτσια δεν περπατιέται, το έμαθε. Εκείνο το πρωί που τον είδε να φεύγει ξυπόλητος». 

 

Οι Δευτέρες της μάνας μου.  

Είναι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Μας προϊδεάζει το μικρό απόσπασμα από τους αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκι «Αγαπάει την ίδια της την αρετή κι όχι εμένα». Η μητέρα είναι η μάνα, όχι μαμά. Λείπει η άμετρη τρυφερότητα που νιώθει για τον μπαμπά της. Η μάνα- φύλακας άγγελος, γυναίκα δυναμική, προστατεύει τη μικρή της αγαπημένη που αισθάνεται εγκλωβισμένη στο κουκλόσπιτο. Είναι το μοναδικό της παιδί- δεν μπορεί να κάνει άλλο. Η μικρή Ελένη ασφυκτιά από την αέναη επιτήρηση το δέσιμο της αγάπης που της προσφέρει, αλλά και φοβάται μη φύγει κι αυτή όπως ο μπαμπάς σε κάποια μεγάλη απουσία του.

 

  «Με θυμάμαι να κοιτώ έναν κουβερτένιο ορίζοντα. Τους θυμάμαι να μιλούν. Την θυμάμαι να με  σκεπάζει. Μας θυμάμαι να ταξιδεύουμε ασταμάτητα. Μπορεί να γεννήθηκα για μεγάλα ταξίδια γι αυτό και όταν επιστρέφαμε έκλαιγα. Με θυμάμαι να ταξιδεύω στη φούστα της». 

 

Οι Μεγάλες Παρασκευές μου – τρίτο κεφάλαιο.

«Η πραγματικότητα δεν υπάρχει, η πραγματικότητα πρέπει να αναζητηθεί και να κερδηθεί»– Πάουλ Τσέλαν

Έτσι μας βάζει στον ολοδικό της με πολύ πόνο βιωμένο χρόνο. Οι μνήμες διαδέχονται η μία την άλλη μ’ έναν τρόπο βαθιά συνειρμικό, περιτυλιγμένες από ένα πυκνό, δυνατό συναίσθημα.   «Εγώ όταν επιθυμώ να βρω κάτι στέκομαι ακίνητη. Σε περίπτωση έρωτα, κινδύνου ή μέγιστου τρόμου». Εκείνος ο Ιούλιος ήταν δύσκολος. Ήθελε βαριά να κοιμηθεί για να ξεχάσει. Γεγονότα αφηγούνται με αλληγορίες και περιρρέουσες παραμυθητικές ατμόσφαιρες. Καράβι το κρεβάτι με πανιά ολόμαυρα. Δεκέμβριος και ο μπαμπάς φεύγει για πάντα “και τώρα που έφυγες το μόνο που σκέφτομαι είναι πως θα με αναγνωρίζεις πια”. 

    Γράφει, θέλει να βάλει ένα στόχο, σαν την Βιρτζίνια Γουλφ πριν την πέτρα της. Παρών πάντα στο προσκέφαλό της ο Μπόρχες. Το Άλεφ της. Διαβάζει ακατάπαυστα, ζει ανάμεσα σε αληθινούς ανθρώπους και τους ήρωες των αναγνωσμάτων της. Γράφει σα να ξύνει πληγές, προσθέτοντας στην πραγματικότητα και το στοιχείο του παραμυθιού. Έτσι είναι πάντα η γραφή της, παραμυθητική, πολλές φορές παράφορη, μ’ έναν ιδιαίτερο αυθορμητισμό και πολύ πάθος. Εικόνες – ψηφίδες που ο αναγνώστης συναρμολογεί για να συναισθανθεί το βάθος του πόνου, της θλίψης, της    παρελθούσης χαράς. Αναθυμάται ιστορίες με τους γονείς, τη γιαγιά, και μετά μόνο με τη μάνα της, «όσοι ζούμε εγώ και η μαμά».

«Όταν ήμουν μικρή, με πήγαινε αυτή στο βουνό. Τώρα την πηγαίνω εγώ».

   

Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά  – τελευταίο κεφάλαιο και: Έχω ακόμη να ζήσω τρεις δρόμους. «Στους μικρούς τόπους όλα συμβαίνουν στον υπερθετικό, κι όση αγάπη πήρες όταν ολοκληρώνεται ο κύκλος τη δίνεις πίσω με θρήνο».

     Η Ελένη Γκίκα αφηγείται περιστατικά με ανθρώπους της γειτονιάς, του τόπου της που αγαπάει, μιλάει για απανωτές ανθρώπινες απώλειες που αλλάζουν τον ρυθμό της καθημερινότητας, θρηνεί γι αυτούς και γράφει, γράφει με τη γνωστή, προσωπική, ασθματική γραφή της, μία εξομολογητική αποτίμηση της ζωής της, σαν για ν’ απαντήσει στο ερώτημα:

«Γερνάει η μνήμη;»

Οι αγαπημένοι μας υπάρχουν όσο τους θυμόμαστε. Η Ελένη Γκίκα τους χαρίζει μία δεύτερη ζωή, λογοτεχνική, και ανάβει ένα άσβεστο καντήλι στη μνήμη τους!

 

Ελένη Γκίκα

 

 

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες, στο Έθνος και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983 έως το 2017, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν ήδη 38 βιβλία της: δεκαπέντε μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια.  Γράφει για βιβλία στον Φιλελεύθερο. Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal. Ανάμεσα στα έργα της: Το αίνιγμα του άλλου, Υγρός Χρόνος, Αιώνια επιστροφή, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας (υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών το 2012), Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, Το γράμμα που λείπει, Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης. Άρθρα, συνεντεύξεις και κριτικές της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Περίπλους, Διαβάζω, Νέα Ευθύνη, diastixo, diavasame, Literature κ.ά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top