Fractal

Άμμος είμεσθεν

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στο βιβλίο της Μαριάννας Παπουτσοπούλου “Χρώμα μελαχρινό”, εκδόσεις ΑΩ, 2020

 

Εξώφυλλο: στάμπα κινέζου ζωγράφου-χαράκτη του περασμένου αιώνα. Δύο καρακάξες, ασπρόμαυρες, παμφάγες ως γνωστόν, συσκέπτονται πάνω σε διχαλωτό κλαρί το οποίο συνεχίζει με απολήξεις φέρουσες φύλλα σε απαλούς  μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ο ύ ς  χρωματισμούς, τονίζοντας την παραφωνία του απρόσωπου σκληρού μαύρου σε σχέση με το γλυκό αρμονικό φόντο, προϊδεάζοντας για στίχους ρομαντικούς (φύλλα) υπό το άγρυπνο βλέμμα εκδικητικών οργανισμών-συμβουλίων-θεσμών («τρόικα», κοινωνία, «πολιτισμός», τοκογλυφία, μένος, συμφέροντα, γεωπολιτική, κλπ) οι οποίοι δρουν κατά κανόνα καταστροφικά (κρίση, ανέχεια, κρατισμός, έλεγχος, εξυπηρετούσα συγκεκριμένα συμφέροντα νομοθεσία, προσφυγιά, …).

Ένα τετράδιο με στίχους (2010-2019) επεξηγεί ο υπότιτλος, όχι όμως σκόρπιων, αλλά συγκροτημένων κάτω από την ομπρέλα της ιδέας στην πρόσκαιρη ασφάλεια του ποιήματος, η οποία ανοίγει κάθε που κάποιος αναγνώστης ανοίγει το βιβλίο. Το αλεξιβρόχιο, φτιαγμένο από ανακυκλωμένο χαρτί, είναι κεντημένο με φροντίδα, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της καλαισθησίας.

Χρώμα μελαγχολικό έχει ποτίσει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγεγραμμένη με πόνο, στερήσεις, υποχωρήσεις, ξεπούλημα, ισοπέδωση, αδικία στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο. Mελαχρινό όμως γιατί;

Ετυμολογικά: μέλας + χρως (δέρμα), σκουρόχρωμο δέρμα. Η Μ.Π. επιλέγει να προσωποποιήσει το χρώμα και να του δώσει σκούρο δέρμα. Ο τίτλος κυριολεκτικά σημαίνει «Χρώμα με δέρμα σκούρο». Πρόσωπο ιδιότητα ή ιδιότητα πρόσωπο; Είναι ο μεσογειακός νότος που υποφέρει περισσότερο από την κρίση; Οι πρόσφυγες; Οι μετανάστες; Οι πέριξ της Μεσογείου μελαχρινοί λαοί; Ή όλοι εκείνοι οι οποίοι μαύρισαν από τα τόσα δεινά;

Το μελαχρινό χρώμα μπορεί να μην είναι κληρονομικό, αλλά να προκύπτει από την τριβή της καθημερινότητας, του βιοπορισμού, του «πολιτισμού» που αντί να σε απελευθερώνει, σε σκλαβώνει όλο και περισσότερο. Στη θέση του ως υποκείμενο μπορεί να μπει οτιδήποτε: κορίτσι, αγόρι, διάθεση, προσδοκία, όνειρο, …

Η εμμονή των συγκεκριμένων εκδόσεων στην παράθεση πληροφοριακών στοιχείων στο αυτί του βιβλίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν καίρια, όχι μόνο γιατί αναπτύσσεται καλοδιατυπωμένα η εργογραφία της ΜΠ (ούσα μεγάλη συνεχίζεται και στο πίσω αυτί), αλλά και διότι αποκαλύπτει μέρος του συστήματος αξιών της, αφού στην έκτη κιόλας γραμμή, ακριβώς μετά από τις σπουδές της που αφορούν άμεσα τη γραφή της, αναφέρεται ότι «έχει δυο αγαπημένους γιους», τονίζοντας τη σπουδαιότητα της τόσο καθοριστικής όσο  και παντοτινής άπαξ και εμφανιστεί ιδιότητας(;) της μητρότητας. Ίσως είναι και μια λανθάνουσα δήλωση ότι μετά από τα δύο τελειότερα ποιήματα της ζωής της, συνεχίζει την προσπάθεια στην ποίηση αυτή καθεαυτή, που γίνεται μόνο με λέξεις.

Γνωστή σε μένα κυρίως από τις μεταφράσεις της και τη συστέγασή μας σε πρόσφατη δίγλωσση συλλογική έκδοση ποίησης, το βιβλίο τούτο ήρθε να φανερώσει τις δεξιότητές της στην ποιητική γλώσσα με ευαισθησία και ειλικρίνεια, αφήνοντας ευτυχώς στην άκρη –τουλάχιστον συνειδητά– τις αγκυλώσεις και τα στεγανά από τις φιλολογικές και λογοτεχνικές της σπουδές. Η επιλογή των ποιημάτων δείχνει το υγιές: δεν γράφει επί τούτου ή για να γράψει, δεν γράφει για να έχει παρουσία στα «ποιητικά πράγματα» αλλά όταν έχει έμπνευση ή κάτι να πει με της ποίησης τον ανεξιχνίαστο τρόπο.

Η θεματολογία μεγάλη. Θα σταθώ σε ορισμένα κομβικά για μένα σημεία, με πρώτο τη σχέση σώματος και ψυχής, με έμφαση στην ψυχοσωματική διασύνδεσή τους και στην προσπάθεια της οντότητας για επιβίωση σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον εχθρικό, δοσμένη έξοχα σε οκτώ μόλις στίχους, από τους οποίους οι τέσσερις τελευταίοι στέκονται άξια οπουδήποτε, ακόμη και αυτόνομοι. Θα μπορούσε να ήταν επιγραφή στην κούπα του καφέ,  επίγραμμα ταφικό, ή χαρτάκι κολλημένο στον καθρέφτη για την πρώτη πρωινή και για την τελευταία βραδινή προσγείωση:

 

{Το σώμα στέκει ορθό

πλάι στο Αντικαρκινικό

γεμάτο τρύπες.

Και το γιατί, το ξέρεις.

Οι άνθρωποι

στήνουν οδόφραγμα

μ’ ότι πιο πρόχειρο τους βρίσκεται

μ’ ότι διαθέτουν}.

 

Το στήσιμο οδοφράγματος παραπέμπει σε αυτοσχέδια άμυνα από οργανωμένη επίθεση. Δεν είναι μόνο τα φυσικά όργανα της εξουσίας που επιτίθενται απροσποίητα, αλλά και τα «αφύσικα», τα προσποιητά, όπως η πλύση εγκεφάλου, η εξάρτηση, η φτώχια, ο δόλιος δανεισμός, οι αυταπάτες, η παραπλάνηση, τα στημένα παιχνίδια, ο άνευ ορίων έλεγχος, το έγκλημα στο όνομα του αντίθετού του με σύγχρονες μεθόδους εξελιγμένων «σταυροφοριών». Λίγα λόγια αλληγορίας, βάθους και ρυθμού, αρκούν για την περιγραφή, την οποία ενδυναμώνει ο ποιητικός τρόπος:

 

{πώς να ’ρθει η άνοιξη

όταν σου σπάζουν το κεφάλι με κλωτσιές};

 

Και πώς, όταν  τροφοδοτείται διαρκώς η ηλεκτρονική μας φάκα με δολώματα φανταχτερά, πολλά υποσχόμενα, φτιαγμένα από επιστήμονες με μεταπτυχιακά στον δόλο, στη χειραγώγηση, στη διαφήμιση, στην κυβερνητική, στην ψυχολογία των μαζών, στο πώς να γράψεις ένα ευπώλητο βιβλίο, πώς να κάνεις ευπώλητο τον εαυτό σου. Κάποτε ήταν η λάμπα πετρελαίου ή το τρεμουλιαστό φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα, με τον πατέρα να διαβάζει εφημερίδα εναλλάξ με τη μητέρα κι εκείνη μετά να κεντά ή να πλέκει, εκείνον να γράφει διακόπτοντας την ανάγνωση «έσοδα-έξοδα μηνός» και μετά να καθαρίζουν φασολάκια μαζί, με τα παιδιά στο ίδιο δωμάτιο να κάνουν τα μαθήματά τους στο ένα και μοναδικό τραπέζι. Τώρα {πώς να ’ρθει η άνοιξη} όταν

 

{το φως του δέκτη

τρεμουλιάζει στα παράθυρα,

καντήλι μιας χυδαίας εποχής}

 

πώς όταν ακόμα και οι αισθήσεις νεκρώνοται ή συνηθίζουν στην αδράνεια:

 

{αφές χαμένες μες στο δίκτυο, ξέχασαν πια

να ψηλαφούν και να μαθαίνουν}.

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

 

Ίσως μόνη ελπίδα αφύπνισης, αντίστασης και επανεκκίνησης, ο παντοδύναμος, πέραν της λογικής, άκρατος έρωτας, πλατωνικός ή μη, με πρόσωπο φυσικό ή ιδεατό, με σάρκα και οστά ή με σάρκα  ιδεών και λέξεων οστά, δοσμένος με Πολυδουρικό ή Λειβαδιτικό τρόπο:

 

{γνώρισα εσένα φως μου

μες τα γραφτά του κόσμου}.

 

Ο έρωτας μπορεί να εξελιχθεί σε αγάπη, ή να έρθει από μόνη της η αγάπη υπερπηδώντας το στάδιο του έρωτα, σαρώνοντας και καταλύοντας τα πάντα, ακόμα και τις θρησκειολογικές καταγραφές:

 

{–Δεν βλέπει ούτε ξέρει αγάπη το αρχαίο σας

Προπατορικό}.

 

Η παρουσία του άλλου στη ζωή σου με κοινό παρονομαστή την Αγάπη, όχι μόνο  δεν σε αναγκάζει να ψάχνεις για το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, αλλά σε σώζει με το ελάχιστον αυτής, είτε πρόκειται για ένα άγγιγμα:

 

{δως μου το χέρι σου ανάμεσα σε δυο βυθούς

στεριά να πιάσω}

 

είτε για ένα φιλί, έστω και διαδικτυακό:

 

{… οι εταιρείες πυροβολούν

στο ψαχνό μακριά και κοντά μας, δίπλα μας

απειλούν ακόμη κι αυτό το αόρατο,

άπιαστο διαδικτυακό σου φιλί

που ακόμα με σώζει}.

 

Όλα τούτα στην πόλη που κουβαλάς εντός σου, την οποία φέρεις ως άλλη Καβαφική Αλεξάνδρεια στην πόλη που ζεις και στην εσωτερική σου, ως δίπολο σε διαρκή αλληλεπίδραση (στη θέση της λέξης πόλη, μπορεί και να μπει η λέξη ζωή):

 

{όλη η ζωή ένας θρήνος / μια πόλη / άδικη μαύρη βρώμικη πόλη / πόλη σκοτεινή / αρχαία πόλη / πόλη που σκοτώνει νέους / και σοφούς}.

 

Αφήνοντας τη θεματολογία και μπαίνοντας στον τρόπο της ΜΠ, αυτός σε κάποια σημεία θυμίζει ποίηση των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, όπως λ.χ. εδώ που αναφέρεται στον ομολογημένο της έρωτα, στον Baudelaire:

 

{Ερωτευόμουν τα γραπτά σου κι όχι εσένα

εσένα σ’ αγαπούσα κομμάτι του εαυτού…

Δική μας ηδονή οι μοιρασμένες λέξεις…

σαν τον οπιοφάγο σε κατάπινα στίχο και ρίμα,

παρηγοριά που φθόνησε σερνάμενη ζωή,

φτερά σπασμένου γλάρου ακράγγιζε μονάχη,

τ’ απομεινάρια, τη φευγάτη μας αλκή}

 

αλλά και εδώ, με στίχους που θα είχαν μεγάλη απήχηση και το 1930 αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να γίνουν τραγούδι και σήμερα:

 

{Ποιον θα κοιτάζει απόψε το φεγγάρι σου δεν ξέρω

κι ούτε με νοιάζει διόλου, κι ας χαθώ

μετά από σένα αποθυμιά μου, ανατέλλει η στοργή μου,

κι αυτή αντέχει στο σκοτάδι μέσα το πυκνό}.

 

Γενικά τα ποιήματα φέρουν –όχι πάντοτε ευθέως αντιληπτή– ομοιοκαταληξία χωρίς κανόνα εμφάνισης (λ.χ. ποίημα ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΣΤΑΜΠΑ:  νερό-βουνό, πλουμισμένη-κουρασμένη, δημοσιά-απανεμιά-γλυκιά) και ενσωματώνουν τόσο λυρισμό όσο και ρεαλισμό με τάσεις θεατρικές (λ.χ. ποίημα SCIBBOLETH), εξομολογητικές ή αφηγηματικές, τολμώντας δοκιμές φόρμας οι οποίες φτάνουν ως το σονέτο (ποίημα ΑΠΝΟΙΑ).

 

Θα ήταν φρόνιμο να ολοκληρώσω εδώ την αίσθησή μου από το βιβλίο, όμως δεν θα ήταν ηθικό για μένα να το κάμω παραλείποντας τον βασικό πυλώνα της ποίησης της Μ.Π., ο οποίος κρηπιδώνει όχι μόνο το κάστρο του λόγου της, αλλά και την ίδια. Ποιος είναι;

Ο πατέρας.

Εκτός από το ομότιτλο ποίημα (σελ. 46), αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς σε όλο το βιβλίο, κάτι που ίσως και η ίδια η ποιήτρια μπορεί να μην το έχει συνειδητοποιήσει. Η πατρική παρουσία κραταιά, θεμέλιο ισχυρό της Εστίας, της ασφάλειας, του ψυχικού οικοδομήματος των παιδιών:

 

{οι πατέρες τους, σαν τα μπουντέλια του κάστρου}

 

ασπίδα στις επιθέσεις των ανθρωπόμορφων θηρίων:

 

{σαν πατρικό το στόμα σου

με κάλυπτε στον άγριο κόσμο}

 

πολύτιμη ως χρόνου παροντική καταγραφή, παραστατικότατη αργότερα μνημονική, δίδεται με λυρικό ρομαντισμό:

 

{σβήσαν οι μυρωδιές κανέλλα μου…

και το πληγούρι που ’τρωγες με τον πατέρα πείνα περσινή}

 

καμιά φορά υπερβολική, ή αναγκαία κατά-πιεστική, δίδεται πλαγίως με παράπονο:

 

{–τι μού ’δινες πατέρα μου, τέτοιο φορτίο πανώριο;}

 

πολύτιμη όμως και ζωντανή, μέσα από τις πράξεις και τα λόγια:

 

{στο στρίφωμά σου ράβοντας το ελάχιστο

της πατρικής κληρονομιάς}

 

προτάσσεται από τη Μ.Π. στην προσφώνηση των μελών της οικογένειας

 

{αγαπημένε μου πατέρα,

μάνα και αδερφοί}

 

αντί της κοινώς επικρατούσας σειράς: μάνα, πατέρας, αδερφοί.

 

Ο πατέρας ποτέ δεν διαγράφεται. Φεύγει, χάνεται, κάπου ήσυχα κοιμάται, πάντως υπάρχει:

 

{Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες

Ίσως κοιμούνται κάτω από

Την ιστορία τους}.

 

Έτσι κι αλλιώς όλοι χανόμαστε κάποτε. Η Μ.Π. το γνωρίζει άριστα, το λέει ποιητικά, χρησιμοποιώντας ένα ρήμα με την ισχυρότερη μορφή του σε α΄ πληθυντικό (οι δύο πρώτες λέξεις, τα λένε… όλα):

 

{άμμος είμεσθεν

σωροί

αμμοθίνες

στην άκρη της ερήμου}.

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top