Fractal

✔ Χρήστος Χρυσόπουλος: «Έχω, άλλωστε, ήδη διανύσει τη μισή μου ζωή για να συναντήσω την “Άλμα”»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Για να γεννηθεί ένα παιδί, όπως και για να γραφτεί ένα βιβλίο, ο εαυτός μας έχει ήδη αλλάξει προτού -ίσως- το αντιληφθούμε». Ισχυρίζεται ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος και μας παραδίδει την «Άλμα». Γοητευτική, κατακερματισμένη, πολυαγαπημένη ήδη από τους αναγνώστες και την κριτική.

Πριν απ’ εκείνη, ένας θάνατος, αυτός του πατέρα. Ταυτοχρόνως με εκείνη, η γέννηση ενός παιδιού: «Το γεγονός της ύπαρξης του παιδιού, άλλαξε άρδην τη δομή της καθημερινότητας, αλλά και την συγκρότηση της σκέψης μου. […] Η «Άλμα» γράφτηκε κατά τη διάρκεια δυο ετών πολύ αποσπασματικά, σε μικρά διαλείμματα χρόνου και με ασυνέχειες. Πολλές φορές καθισμένος νωρίς το πρωί  -αξημέρωτα- σε μια παιδική χαρά στα Βριλήσσια. Άλλες φορές αργά το βράδυ σε ένα μπαρ στον Πειραιά, με το άγχος του τελευταίου τρένου. Η τελική διαμόρφωση του βιβλίου ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα δεκαήμερο κλεισμένος σε ένα σπίτι του 17ου αιώνα στην Ελβετία.» Θα πει στον Φιλελεύθερο ο πολυμεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας και μας μιλάει για τη γέννηση της ζωής και της γραφής. Για τον καθημερινό χρόνο που αποκτά πλέον μια νέα σημασία. Για «Το παιδί (που) είναι ένα καθαυτόν, a priori και καθολικό άνοιγμα στο δυνητικό».

 

-Κύριε Χρυσόπουλε, η γέννηση ενός παιδιού είναι πάντοτε μια δεύτερη ευκαιρία;

Ναι, η γέννηση ενός προσώπου είναι πάντοτε μια νέα πιθανότητα για τη ζωή. Πέρα, όμως από αυτό, θυμήθηκα μια φράση της Μαρίας Μήτσορα σε μια δική σας συνέντευξη (φράση που αντιστρέφει με ακραίο πραγματισμό τον Μαλαρμέ): «Μια ζαριά καταλύει το τυχαίο». Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ζωή δεν επιτρέπει πάντοτε την άνθιση της δυνατότητας… Μπορούμε εύκολα να το αντιληφθούμε αυτό. Το παιδί όμως είναι ένα καθαυτόν, a priori και καθολικό άνοιγμα στο δυνητικό. Γι’ αυτόν τον λόγο η ακύρωση αυτού του ανοίγματος, όταν συμβαίνει, είναι τόσο δραματική.

 

-Η δημιουργία ενός βιβλίου;

Ναι, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη γραφή ενός βιβλίου, Μόνο που οι ευκαιρίες αυτές είναι, πιστεύω, πεπερασμένες.  Το βιβλίο είναι ένα έργο, συνεπώς ορίζει και αντιστοίχως περιορίζεται από τη δυνατότητα του συγγραφέα και την περίσταση της γραφής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε επιστροφή είναι μια δεύτερη ευκαιρία, συνεπώς και η επιστροφή στη γραφή θα μπορούσε να είναι μια εκ νέου τέτοια δυνατότητα. Πόσο συχνά, όμως, συμβαίνει αυτό στους συγγραφείς; Να μπορέσουμε να επινοήσουμε μια νέα εκδοχή της ταυτότητας μας σε ένα βιβλίο; Πόσο αντέχουμε να το επιδιώκουμε αυτό, προτού υποκύψουμε στην κόπωση; Πόσο μακριά μπορούμε να απομακρυνθούμε από την αφετηρία μας; Ποια γεγονότα μπορούν να συντελέσουν σε αυτό; Εν προκειμένω, η γέννηση ενός παιδιού, πιστεύω ότι είναι ένα τέτοιο κατακλυσμικό γεγονός. Να, λοιπόν, με ποιον τρόπο τα ερωτήματα συνδέονται. Τις αφορμές τις δίνει η ζωή και όχι η λογοτεχνία.

 

-Να υποθέσουμε ότι η «Άλμα» σημαίνει πολλά για σας;

Συνεχίζοντας από τα προηγούμενα, η «Άλμα» τοποθετεί ένα ίχνος που υποδεικνύει το σημαντικότερο οδόσημο στη βιογραφία μου ως εδώ. Αποκλειστικά  η ίδια ως τεκμήριο γραφής, αλλά επίσης επειδή συνοψίζει, ακολουθεί και εμπεριέχει όλα τα προηγούμενα οδόσημα. Έχω, άλλωστε, ήδη διανύσει τη μισή μου ζωή για να συναντήσω την «Άλμα».

 

 

-Ο ερχομός ενός παιδιού ή ενός βιβλίου μπορεί να μας αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ζωή και τον κόσμο; Τον εαυτό μας;

Ναι, μπορεί. Μολονότι οι συγγραφείς αποφεύγουμε τη συνηθέστερη μεταφορά για τη συγγραφή ενός βιβλίου, που είναι εκείνη της γέννησης ενός παιδιού, ας πούμε, μάλλον, αυτό: ότι για να γεννηθεί ένα παιδί, όπως και για να γραφτεί ένα βιβλίο, ο εαυτός μας έχει ήδη αλλάξει προτού -ίσως- το αντιληφθούμε. Η αλλαγή έχει ήδη συντελεστεί, η γέννηση είναι -υπό μια έννοια- η συνείδηση της αλλαγής.

 

-Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε την ειδική αυτή μονάδα στο μαιευτήριο; Τι συμβολίζει αυτό το υγειονομικό πείραμα;

Αυτός ο εγκιβωτισμός έχει τριπλό νόημα για μένα. Υποδεικνύει τη ριζική μεταμόρφωση του χρόνου: η ύπαρξη ενός παιδιού αλλάζει το άνυσμα και το νόημα του χρόνου όσων ζουν γύρω του. Κυριολεκτικά, υπαρξιακά ακόμη και μεταφυσικά. Σε ένα άλλο επίπεδο, ο εγκιβωτισμός συμβολίζει τη σκέψη πώς όταν κανείς γίνεται γονιός, αντιλαμβάνεται έξαφνα όλες εκείνες τις βαθιά εσωτερικευμένες εγγραφές από την δική του παιδικότητα. Σχηματίζεται οριστικά μέσα σου ο εαυτός σου ως παιδί. Κι έτσι, μεγαλώνεις το δικό σου τέκνο έχοντας δυο ετεροχρονισμένους εαυτούς, έναν ενήλικο και ένα παιδικό εαυτό. Τέλος, ήθελα με αυτόν τον εγκιβωτισμό να διατυπώσω τη σκέψη ότι ακόμα και εντός μιας επικράτειας ακατανίκητης αγάπης -όπως μπορεί να είναι εκείνη του γονιού- εμφιλοχωρεί ο πόνος, η αστοχία, το λάθος. Όσο κι αν δεν το θέλουμε, θα το πληγώσουμε το παιδί μας. Αυτή η συνείδηση με βαραίνει.

 

-Οι μεγάλοι συνηθίζουμε να ζούμε καθηλωμένοι στο τραύμα μας; Μπορεί ένα παιδί να μας επαναφέρει την χαμένη ολότητα; Να μας ξαναγυρίσει στο χαμένο μας κέντρο;

Δεν ξέρω. Η Άλμα ζει βυθισμένη στην απόλυτη, καθολική, αγάπη και μιλά σε εκείνους που την αγαπούν με τη φωνή προσώπων που έχουν χαθεί από τη ζωή τους. Αυτή η επούλωση του τραύματος, η αποκατάσταση της απώλειας, μπορεί να είναι η δική μας επιθυμία, η δική μας ανάγκη. Αλλά, φοβάμαι, δεν αφήνει το παιδί να σταθεί στα πόδια του. Η Άλμα δεν πατά ποτέ στο έδαφος. Ζει στην αγκαλιά όσων την θρέφουν με την αγάπη τους.

 

-Κάθε βιβλίο επιλέγει την αφηγηματική του φόρμα;

Ναι, πιστεύω αυτό προκύπτει κατά τη διάρκεια της γραφής. Εντούτοις, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν θέματα, ή ιστορίες που υπηρετούνται αποκλειστικά από μια κατάλληλη φόρμα. Θέλω να πω ότι η «Άλμα» θα μπορούσε να γραφτεί και με άλλον τρόπο. Η φόρμα που επιλέχτηκε εξυπηρετεί μια σειρά από λογοτεχνικές αναγκαιότητες που ξεπερνούν το περιεχόμενο.

 

-Δεν θα σας ρωτήσω γιατί αυτή τη φορά υπήρξατε αφηγηματικά τολμηρός, γιατί έτσι είστε πάντα, πιστεύετε ότι ο συγγραφέας οφείλει να εφεύρει τον τρόπο του;

Πιστεύω ότι ο συγγραφέας οφείλει να συλλογίζεται και να μεριμνά για την τέχνη του. Γι’ αυτό ανέφερα προηγουμένως ότι η φόρμα που επέλεξα για την «Άλμα» εξυπηρετεί μια σειρά από λογοτεχνικές αναγκαιότητες που ξεπερνούν το περιεχόμενο. Μεταφράζοντας, λοιπόν, τη σκέψη του και τη μέριμνα για τη λογοτεχνία σε συγκεκριμένες επιλογές, απαντώ: ναι,  θεωρώ ότι ο συγγραφέας οφείλει να είναι λελογισμένα τολμηρός. Και το κυριότερο – να μην φοβηθεί την αναγνωστική «δυσκολία» όπου αύτη είναι αναπόφευκτη.

 

-Αυτό είναι η Τέχνη, η Λογοτεχνία; Ένας άλλος τρόπος να ξαναδείς τον κόσμο;

Είναι ένας τρόπος να κοιτάς κάθε φορά τον κόσμο – μα όχι ως αυτός που βλέπει, αλλά ως αυτός που βλέπεται. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η λογοτεχνία κατασκευάζει (και μιλώ από τη σκοπιά του συγγραφέα) μια ταυτότητα. Συνεπώς συμπεριλαμβάνει στην περιγραφή του κόσμου το ίδιο το πρόσωπο που περιγράφει. Μέσω της λογοτεχνίας ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως δοχείο για τον εαυτό του ως πρόσωπο. Η λογοτεχνία είναι ο δημιουργός μας. Αυτή είναι και η υψηλότερη κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας: να κατασκευάσει έναν πραγματικό συγγραφέα.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με τον πιο παράξενο, αλλόκοτο τρόπο;

Η «Άλμα», επειδή οι περιστάσεις της γραφής της ήταν εντελώς διαφορετικές -ή μάλλον: αντίθετες- από εκείνες κάθε προηγούμενου βιβλίου μου. Το γεγονός της ύπαρξης του παιδιού, άλλαξε άρδην τη δομή της καθημερινότητας, αλλά και την συγκρότηση της σκέψης μου. Ως τώρα, όταν έγραφα παρέμενα απόλυτα αφιερωμένος σε αυτό όσο απαιτούνταν.  Η «Άλμα», όμως, γράφτηκε κατά τη διάρκεια δυο ετών πολύ αποσπασματικά, σε μικρά διαλείμματα χρόνου και με ασυνέχειες. Πολλές φορές καθισμένος νωρίς το πρωί  -αξημέρωτα- σε μια παιδική χαρά στα Βριλήσσια. Άλλες φορές αργά το βράδυ σε ένα μπαρ στον Πειραιά, με το άγχος του τελευταίου τρένου. Η τελική διαμόρφωση του βιβλίου ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα δεκαήμερο κλεισμένος σε ένα σπίτι του 17ου αιώνα στην Ελβετία.

 

-Η απώλεια σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τη γραφή, τη λογοτεχνία;

Η απώλεια πιστεύω καθίσταται δραστική από τη στιγμή που γίνεται συνειδητή, και αυτό πολλές φορές παίρνει χρόνο. Από εκείνο το σημείο και πέρα, όμως, η απώλεια παραμένει ζωντανή, δεν εξαλείφεται, και άρα κάθε φορά αλλάζει μέσα μας, καθώς εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε, οι ρόλοι μας εμπλουτίζονται, οι κοινωνικές μας σχέσεις πληθαίνουν. Και η απώλεια τότε αποκτά νέα νοήματα καθώς νέοι κύκλοι ζωής ανοίγονται. Πώς μπορεί αυτό να μην επηρεάσει κάποια στιγμή, όταν βρεθεί είσοδος στο κείμενο, τον τρόπο που γράφεις;  Ας μου επιτραπεί ένα προσωπικό παράδειγμα, λόγω της απλότητάς του. Η ουσιαστκότερη απώλεια που είχα ως τώρα, ήταν εκείνη του πατέρα μου. Από τη στιγμή που έγινα ο ίδιος γονέας, ετούτη η οξύμωρη «παρουσία της απώλειας» κατέστη ακόμα εντονότερη. Σχεδόν ενοχλητική. Και είναι καταφανής για μένα, πίσω από τις λέξεις στην «Άλμα».

 

«Ο κόσμος είναι ένα κολάζ», «ο κόσμος δεν είναι απλώς θρυμματισμένος… τα κομμάτια συγκολλήθηκαν λανθασμένα»: η απώλεια ή η γέννηση μπορεί να σε οδηγήσει σ’ αυτή την οπτική, στο συμπέρασμα;

Ναι, υπάρχουν γεγονότα που αναδιατάσσουν τον τρόπο με τον οποίο είναι οικοδομημένος ο κόσμος μας. Τότε, ακριβώς στην μετάβαση από τη μια τάξη στην άλλη, μπορεί όλα να μοιάζουν αποδιαρθρωμένα, λανθασμένα, αποσπασματικά. Η γέννηση ενός παιδιού σίγουρα επιδρά με αυτόν τον τρόπο. Όχι απαραίτητα καταστροφικά (αν και για κάποιους ανθρώπους αυτό μπορεί να συμβαίνει), αλλά οπωσδήποτε στην αρχή διαλυτικά: οι επιθυμίες, οι αναγκαιότητες, οι δυνατότητες, η γνώση, η εμπειρία, η συνήθεια, η βούληση… όλα αποσυνδέονται μεταξύ τους για να συγκολληθούν εκ νέου. Είναι συναρπαστικό και οπωσδήποτε θετικό αυτό το ανακάτεμα – αν και δύσκολο. Ίσως κάποιοι δεσμοί να μην αντέξουν… Η απώλεια βέβαια είναι άλλη υπόθεση. Εκεί υπάρχουν κάποιες αδιαμφισβήτητες καταστροφές.

 

 

-«Κάθε τι μοιάζει από την αρχή με ζαβολιά»: Τι είδατε για πρώτη φορά με την «Άλμα»;

Την παραδοχή της αγάπης και την παράδοση στην ισχύ της. Και εδώ δεν μιλώ για την κυριολεκτική αγάπη – αυτή είναι μια πολύ προσωπική συζήτηση την οποία δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να κάνω δημόσια. Μιλώ για την αγάπη ως λέξη. Για το γεγονός ότι η λέξη «αγάπη» μπήκε για πρώτη φορά σε κείμενό μου τόσο συχνά και δίχως επιθετικό προσδιορισμό. Ως μια καθαυτό υπαρκτή έννοια. Το ίδιο και η λέξη «ψυχή» -στο υπονόημα του τίτλου αλλά και μέσα στο κείμενο – ειδικά αυτή, μια λέξη που απέφυγα σθεναρά ως τώρα στη λογοτεχνία μου. Να, λοιπόν, που η «Άλμα» τις επέτρεψε, τις επέβαλε. Και η παρουσία τους στο κείμενο, φυσικά, σημαίνει κάτι και για την παρουσία τους ως κυριολεξία στην πραγματική ζωή!

 

-Είστε από τους συγγραφείς μας που σας γνωρίζουν εκτός Ελλάδας περισσότερο απ’ ότι στη χώρα μας. Μας βάλατε δύσκολα;

Κατανοώ αυτό το «δύσκολα», το επισήμανα και παραπάνω. Νομίζω πάντως ότι η παρουσία των βιβλίων μου σε μεταφράσεις, μολονότι είναι μια σημαντικότατη επιβράβευση και έχει προσφέρει τα μέγιστα στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η ζωή μου ως σήμερα, είναι μια παραφυάδα, μια εκβλάστηση, από το κύριο σώμα της λογοτεχνίας που έχω καταφέρει να γράψω. Κι εδώ υπεισέρχεται το ζήτημα της γλώσσας, επειδή η λογοτεχνία είναι κυρίως κατασκευή γλώσσας, ένα προσωπικό ιδιόλεκτο που με τη σειρά του εκβλασταίνει από το σώμα της γλώσσας και αποκτά αναγνωρίσιμο σχήμα. Εκεί ίσως να έχετε δίκιο – ίσως το γλωσσικό βλαστάρι των βιβλίων μου (και γλώσσα γνωρίζουμε ότι δεν είναι μόνο η έκφραση αλλά και οι ιδέες) να είναι λιγότερο ή περισσότερο ανοίκειο στους πολλούς. Θα ήθελα όμως να πιστεύω ότι τρέφεται από μια ρίζα κοινή κι έτσι μιλά για κάτι που με συνδέει αδιάρρηκτα με τη μοίρα του άλλου.

 

-Ποιο το τίμημα να βλέπεις ό,τι ακόμα δεν βλέπουν οι άλλοι; Υπάρχει τίμημα;

Οι συγγραφείς δεν είναι κατ’ ανάγκη πιο διορατικοί από τους άλλους ανθρώπους. Αυτό που υποπτεύομαι ότι συμβαίνει είναι ότι, ακριβώς επειδή η προσοχή, η έγνοια και η συσσωρευμένη εμπειρία τους, είναι επικεντρωμένες στη γλώσσα, η γνώση που αποκομίζουν οι συγγραφείς, η δυνατότητά τους να διακριβώνουν τις αποχρώσεις της πραγματικότητας, προκύπτει από τον πλούτο και την πολυπλοκότητα που εμπεριέχει η ίδια η γλώσσα ως αυτόνομο φαινόμενο. Η παρατήρηση, η περιγραφή και η ερμηνεία συχνά υπερβαίνουν (στην υψηλή λογοτεχνία) την πρόθεση του συγγραφέα και την αντίληψη του αναγνώστη. Το σημαντικότερο τίμημα, λοιπόν, είναι ότι ως συγγραφέας παραδίδεσαι στην πολυσημία: σου αποδίδουν ακόμα και αυτά που δεν ήθελες να πεις, και όμως τα διατύπωσες. Σου βάζουν -και δικαίως- «λόγια στο στόμα». Πρέπει να το αποδεχτείς αυτό αν θέλεις να είσαι συγγραφέας. Το επιτρέπεις ο ίδιος γράφοντας. Και πρέπει να έχεις το σθένος να αντιμετωπίσεις τα αποτελέσματα.

 

-«Το παιδί υπήρχε ήδη κάπου αγέννητο»: Και η «Άλμα»; Δηλαδή ένα βιβλίο προτού γίνει βιβλίο;

Α, ναι αυτό οπωσδήποτε. Τα βιβλία δεν γράφονται μόνο από τις δυνατότητές μας, αλλά και από τις αδυναμίες μας. Αυτό σημαίνει ότι γράφουμε τα βιβλία που μπορούμε να γράψουμε, και με τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να τα γράψουμε. Και μετά,  υπάρχουν όλα εκείνα τα βιβλία που παραμένουν άγραφτα. Εκείνα που δεν θα καταστούν ποτέ ένα αυτόνομο σύμπαν λέξεων. Κάποια από αυτά θα μείνουν για πάντα αποσιωπημένα. Κάποια άλλα θα βρουν μικρές διεξόδους σε πιο τυχερά βιβλία που θα γραφτούν: μερικές φράσεις, ένα πρόσωπο, κάποιο γεγονός, ένα αντικείμενο…. Τα βιβλία υπάρχουν αγέννητα προτού γραφτούν. Ένας ομφάλιος λώρος τα συνδέει με τα βιβλία που είναι ήδη γραμμένα. Το ίδιο συνέβη και με την «Άλμα».

 

-Μετά την «Άλμα» τα Χριστούγεννα αποκτούν άλλη σημασία για σας;

Τα Χριστούγεννα -και ο καθημερινός χρόνος- αποκτούν νέα σημασία επειδή υπάρχει μια παρουσία πέρα από τα εισαγωγικά του τίτλου της «Άλμα». Αυτή είναι η πιο καίρια αλλαγή.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top