Fractal

Η ζωή της, η εποχή της

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

Μάγια Αγγέλου «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί», Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη, Εκδόσεις Πατάκη

 

Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί, α εγώ το ξέρω

Όταν το φτερό του είναι τραυματισμένο και το στήθος του πονά

Όταν χτυπά τα κάγκελα για να ελευθερωθεί,

Δεν πρόκειται για ένα τραγούδι χαράς ή ευτυχίας

Αλλά για μία προσευχή που στέλνει από τα βάθη της καρδιάς του,

Μία παράκληση να πετάξει ψηλά στον Ουρανό –

Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί.

“Sympathy” (1898)

Paul Laurence Dunbar, αφροαμερικανός ποιητής και συγγραφέας (1872 – 1906)

Μία ζωή σαν μυθιστόρημα και μία αυτοβιογραφία που ιστορείται σαν μυθιστόρημα σε επτά πράξεις, εκ των οποίων το βιβλίο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» αποτελεί την πρώτη, εκ βαθέων, εξομολόγηση: Ένα μικρό μαύρο κορίτσι  μεγαλώνει στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στο Σταμπς του Άρκανσο, στον δύσκολο αμερικάνικο νότο, εκεί όπου οι φτωχοί μαύροι εργάτες ολημερίς υποτάσσονται σε μία αδυσώπητη μοίρα που στραγγίζει κάθε ικμάδα ζωντάνιας από τα ιδρωμένα κορμιά και το βράδυ, φρεσκοπλυμένοι και κατάκοποι ψάλλουν ύμνους παθιασμένα σαν για να ζητήσουν συγχώρεση για την καταφρονεμένη βιοτή τους. Η Μάργκεριτ Τζόνσον, δύο μεγάλες αγάπες έχει: τον αδελφό της Μπέιλυ, ένα χρόνο μεγαλύτερο και την Αγαπητή Μητέρα.

Μετά το σκονισμένο Σταμπς, ένας πατέρας, εδώ και καιρό απών και αενάως διαφεύγων, παίρνει τα δυο αδέλφια μαζί του, μακριά από την γεμάτη φροντίδα αυστηρή ματιά της Μόμμα ή, όπως την αποκαλεί το εκκλησίασμα, της αδελφής Χέντερσον, ίσα για να τα αφήσει με την μητέρα τους. Και εκεί, σαν ξάφνιασμα, σαν παραζάλη, έρχεται ύπουλα τρυφερά η στιγμή που η Μάργκεριτ θα θυμάται για πάντα, αρχικά με τη σιωπή της, η στιγμή του βιασμού της στα οκτώ της χρόνια…….

Με την καρδιά πληγωμένη και το κορμί κουρσεμένο, η μικρή Μάργκεριτ και ο Μπέιλυ θα ξαναγυρίσουν στο Σταμπς, ίσα για να συναντήσει εκεί το μέλλον της στο πρόσωπο της κυρίας Φλάουερς καθώς «το άρωμα της βανίλιας ήταν ακόμα στη γλώσσα μου και η ανάγνωσή της ένα θαύμα στ’ αυτιά μου», ενώ ο Μπέιλυ λιώνει βλέποντας ταινίες στον κινηματογράφο με την ηθοποιό Κέυ Φράνσις που του θυμίζει την Αγαπητή Μητέρα. Σαν τις θίνες της ερήμου που μετακινούνται από τη σαρωτική αμμοθύελλα, τα δύο αδέλφια θα επιστρέψουν στη μητέρα τους στο Σαν Φρανσίσκο. Στο σπίτι πλέον διαβάζουν ποίηση, η Μάργκεριτ γράφεται σε απογευματινά μαθήματα θεάτρου και χορού.

Το καλοκαίρι των δεκαπέντε της χρόνων κάνει ένα ταξίδι με τον πατέρα της στο Μεξικό, οδηγεί εκείνη στην επιστροφή τους καθώς εκείνος είναι απίστευτα μεθυσμένος και μετά από ένα καυγά με τη φίλη του πατέρα της που τη μαχαιρώνει, καταλήγει περιπλανώμενη για ένα μήνα σε μία μάντρα παλιών, εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων. Λίγο αργότερα, ο Μπέιλυ κόβει κάθε δεσμό με την Αγαπητή Μητέρα και ξεκινά για το δικό του, μοναχικό, ταξίδι ζωής. Στα δεκαέξι της η Μάργκεριτ γίνεται η πρώτη μαύρη εισπράκτορας στα τραμ της Μάρκετ Στριτ Ρέιλγουεϋ στο Σαν Φρανσίσκο και λίγο αφότου τελειώνει το γυμνάσιο, γίνεται μητέρα.

Το βιβλίο της Μάγια Αγγέλου είναι ένα συγκλονιστικό έργο ενηλικίωσης, μιλά με ειλικρίνεια και τόλμη, μα και με μία δύναμη και μία βαθιά αισιοδοξία, δίνοντας νέα προοπτική στο λογοτεχνικό είδος της αυτοβιογραφίας. Η ιστορία της Μάργκεριτ, μίας μικρής μαύρης στον αμερικάνικο νότο και αργότερα, κατά την εφηβεία της, στις παρυφές των πλούσιων μεγαλουπόλεων της δυτικής ακτής, μεταφέρει τον απόηχο από μία άλλη ιστορία ενηλικίωσης, το πέρασμα της Αμερικής από την εποχή της αθωότητας, αν παραδεχθούμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο,  στην εποχή της συνειδητοποίησης, της διεκδίκησης, των αγώνων.

Χορογραφημένο αριστοτεχνικά σε ένα χρονικό πλαίσιο που ξεκινά από τη δεκαετία του ’30, λίγο μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση και φθάνει λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μία Αμερική που ψάχνει να βρει το βηματισμό της και να ισορροπήσει ξανά, κάπου στα χαμηλότερα επίπεδα, τόσο γεωγραφικά όσο και ταξικά, κοντά στο υπογάστριο της κραταιάς ηπείρου, έρχονται στη ζωή σχεδόν αθόρυβα και πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο, εκατομμύρια ανθρώπων που οι μέρες τους κυλούν μέσα στον ιδρώτα, στον κατατρεγμό, στην άρνηση ακόμη και των βασικότερων δικαιωμάτων τους από την πλευρά των λευκών και στη λαχτάρα τους να βρουν, επιτέλους, τη λύτρωση κοντά στο Σωτήρα Χριστό. Μία φωνή που μιλά για την ταυτότητα, την ελευθερία και τις ίσες ευκαιρίες, ένα έργο που τολμά να μιλήσει για τις αδικίες του ρατσισμού, την εκμετάλλευση των μικρότερων και αδύναμων πλασμάτων που πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης αλλά και να δώσει το μήνυμα ότι το ελπιδοφόρο αύριο δεν θα χαράξει στον ουρανό χωρίς αγώνες, χωρίς επιμονή, χωρίς θυσίες.

 

Μάγια Αγγέλου

 

Η μικρή Μάργκεριτ περνά από το επώδυνο συναίσθημα της απόρριψης (τόσο εντός της οικογένειας, καθώς αισθάνεται μακριά από τους γονείς της και κυρίως από τη μητέρα της αλλά και κοινωνικά, αφού οι κίνδυνοι για τους έγχρωμους είναι αμείλικτοι είτε εντός του καταστήματος της Μόμμα όπως, φυσικά, και έξω από αυτό), στην τρομακτική εμπειρία του βιασμού μετά από την οποία αποφασίζει να πάψει να μιλά καθώς πιστεύει ότι «είχα πουληθεί στο διάβολο και τίποτε δεν μ’έσωζε. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πάψω να μιλάω σε όλους τους ανθρώπους…….. αν μιλούσα σε οποιονδήποτε άλλο, ίσως κι αυτό το πρόσωπο να πέθαινε» (σελ. 112). Σταδιακά, μέσα από μία διαδρομή γεμάτη δοκιμασίες αλλά και με αποφασιστικότητα, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της αντικαθίσταται από ένα συναίσθημα αυτοπεποίθησης αφού

Χωρίς να το επιδιώξω, είχα προχωρήσει από την άγνοια της άγνοιάς μου στη συνειδητοποίηση της συνειδητοποίησής μου.

Κυρίαρχες μορφές, καταλύτες στη ζωή της Μάργκεριτ, είναι τα δύο ενήλικα θηλυκά πρόσωπα: η Μόμμα και η Αγαπητή Μητέρα. Η Μόμμα, τραχειά, αδυσώπητα αυστηρή, βαθιά θρησκευόμενη, ταυτόχρονα όμως ατρόμητη, στέρεα και πρακτική για την οποία

ένιωθα ότι ήταν τόσο καλή και δίκαιη που μπορούσε να διατάξει τα κακά πνεύματα, όπως ο Ιησούς είχε διατάξει τη θάλασσα : «Ειρήνη, ηρεμία». (σελ.210)

Η μυστικότητα και η καχυποψία της προέρχονταν από την αφρικανική ζούγκλα, είχαν επαυξηθεί με τη σκλαβιά και παγιωθεί από υποσχέσεις αιώνων που είχαν δοθεί και μετά είχαν αναιρεθεί. (σελ. 240)

Η Αγαπητή Μητέρα από την άλλη, πανέμορφη και τσαχπίνα, ετοιμόλογη στα πειράγματα στο δρόμο και θαρραλέα αφού δεν δίστασε να πυροβολήσει έναν συνεταίρο της όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως ήθελε, έλεγε ότι το μυστικό της στη ζωή ήταν ότι «έλπιζε για το καλύτερο και ήταν προετοιμασμένη για το χειρότερο, οπότε οτιδήποτε ανάμεσα δεν την εξέπληττε» (σελ. 338), εύθυμη και με μία ξενοιασιά σχεδόν ασυγχώρητη που όμως δεν εμπιστευόταν η κόρη της να χρησιμοποιεί ταξί για τις μετακινήσεις της τις πρώτες πρωινές ώρες προκειμένου να αναλάβει τη βάρδιά της στο τραμ, θα βοηθήσει τη Μάργκεριτ να αναλάβει με εμπιστοσύνη το νέο ρόλο της ως μητέρας.

Οι αρσενικοί χαρακτήρες του βιβλίου παραμένουν δευτεραγωνιστές, ένας πατέρας ξένος, όμορφος αλλά υπερφίαλος, ένας θείος με σοβαρό πρόβλημα υγείας, ένας πατριός-τέρας, μόνη, φωτεινή, εξαίρεση ο τελευταίος σύζυγος της μητέρας της (τουλάχιστον για το συγκεκριμένο βιβλίο), ο Μπαμπάς Κλαϊντέλ «ήταν ένας απλός άνθρωπος που δεν είχε κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας για την έλλειψη μόρφωσής του και πράγμα ακόμα πιο φανταστικό κανένα σύμπλεγμα ανωτερότητας για το ότι είχε επιτύχει στη ζωή του παρά το μειονέκτημα αυτό» (σελ. 271). Αυτός θα της μάθει μέσα από τις διηγήσεις του ότι

Οι ανάγκες μίας κοινωνίας καθορίζουν και την ηθική της και στα Μαύρα αμερικάνικα γκέτο ήρωας είναι εκείνος που ενώ του προσφέρονται μόνο τα ψίχουλα από το τραπέζι της χώρας του, αυτός με την ιδιοφυία και του κουράγιο το καταφέρνει να απολαμβάνει ένα λουκούλλειο γεύμα. (σελ.277)

Λίγα έργα έχουν ταυτόχρονα δύναμη και οδύνη, τρυφερότητα και πείσμα, ομορφιά και αβάσταχτη θλίψη, σκοτάδι και ελπίδα, όσο το πρώτο βιβλίο της Μάγια Αγγέλου, ένα έργο όπου δύο φωνές ακούγονται το ίδιο ξεκάθαρα, το ίδιο δυνατά : η φωνή της συγγραφέως και η φωνή της μικρής Μάγια, ξεχωριστά αλλά με έναν παράξενο τρόπο συνυφασμένες η μία με την άλλη, απηχούν το χρόνο της συγγραφής και το χρόνο που βιώθηκαν τα γεγονότα που παρουσιάζονται δραματοποιημένα στο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί». Η ιστορία που χωρίς ενδοιασμούς αφηγείται η συγγραφέας, η ίδια, προσωπική της ιστορία ταυτόχρονα εκπροσωπεί τις μικρές ιστορίες εκατομμυρίων μαύρων  σε μία χώρα που ακόμη και σήμερα, στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, συγκλονίζεται από τραγικά γεγονότα τα οποία, κινήματα συμπαράστασης από τη διεθνή κοινότητα όπως #BlackLivesMatter και το #Μe Too, καταδικάζουν, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και σήμερα οι φυλετικές διακρίσεις και η σεξουαλική εκμετάλλευση των αδυνάτων εξακολουθούν να υφίστανται.

Ένα σύγχρονο, επίκαιρο αφήγημα πολυφυλετικής λογοτεχνίας, από τα πρώτα στην κατηγορία του (είτε ως αυτοβιογραφία, είτε ως λογοτεχνία “black literature”, είτε ως έργο cross over, είτε ως “women’s literature”) μιλά με φωνή ρηξικέλευθη και επαναστατική για την ομορφιά και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής, για τον καθημερινό αγώνα των λιγότερο ισχυρών, τη δύναμη της οικογένειας, την ανάγκη της συμπαράστασης από την κοινότητα, ρίχνει γέφυρες για να ενώσει τα κενά και αποκαλύπτει την απρόσμενη θεραπευτική ικανότητα των λέξεων στο να επουλώνουν βαθιά βιωμένα τραύματα.

Το γεγονός ότι η ενήλικη Αμερικανίδα νέγρα αποκτά έναν καταπληκτικό χαρακτήρα συχνά αντιμετωπίζεται με κατάπληξη, απέχθεια, ακόμα και με πόλεμο. Σπάνια γίνεται αποδεκτό ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός αγώνα που κερδήθηκε από επιζώντες και αξίζει τον σεβασμό, αν όχι την ενθουσιώδη αποδοχή. (σελ.334)

Γραμμένο με απίστευτο ενθουσιασμό, το έργο τραγουδά για τη χαρά και τις πίκρες του αληθινού κόσμου με όλη την πολυπλοκότητά του, η δε Μάγια Αγγέλου προσφέρει στους αναγνώστες της την ανιδιοτελή της αλήθεια, χωρίς φόβο ή αισχύνη, διαισθανόμενη ότι τους χαρίζει τη δυνατότητα να αντικρύσουν τη δική τους ζωή με μία φρέσκια ματιά, να αναγεννηθούν μέσα από τη συνειδητοποίηση των μυστηρίων και των εκπλήξεων της καθημερινής ζωής, καθώς αναρωτιούνται τι σημαίνει να ζεις, να αναπνέεις, να ελπίζεις και να περπατάς πάνω σ’ αυτή τη γη με την εκτυφλωτική της ομορφιά. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως πυξίδα τη δική της, εσωτερική, διαδρομή.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top