Fractal

Οι πολλοί και πολλαπλώς ‘Χαμένοι’ της Τζέιν Χάρπερ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Jane Harper: “Χαμένος”. Μτφρ: Χίλντα Παπαδημητρίου. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αθήνα, 2020

 

Ο «Χαμένος» (The Lost Man, 2018) είναι το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε στη χώρα μας, της Αυστραλιανής, αλλά Αγγλίδας στην καταγωγή,  Τζέιν Χάρπερ (Jane Harper, Μάντσεστερ Αγγλίας, 1980- ). Το συγκεκριμένο αυτό μυθιστόρημα μυστηρίου αναφέρεται σε μια  φυσιολογική, φαινομενικά, οικογένεια που ζει στο εσωτερικό της Κουίνσλαντ, στη βορειοανατολική Αυστραλία.  Εξιστορείται στο τρίτο πρόσωπο, πρωτίστως μέσα από τα μάτια του μεγαλύτερου αδελφού, του Νέιθαν Μπράιτ, ο οποίος ζει απομονωμένος από την υπόλοιπη οικογένειά του, στη γη που του δόθηκε από τον πρώην πεθερό του. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και μέσα στην αφόρητη ζέστη της αυστραλιανής ερήμου, ο Νέιθαν καλείται να μεταβεί σε μια περιοχή που αποκαλείται «τάφος του κτηνοτρόφου», μια μικρή πέτρα και επιτύμβια στήλη που απέχει λίγες ώρες με το αυτοκίνητο από την πλησιέστερη πόλη. Ο μεσαίος αδερφός του,  που άκουγε στο όνομα Κάμερον, βρέθηκε νεκρός με το κεφάλι του να ακουμπά στον προαναφερόμενο τάφο προσπαθώντας, κατά πάσα πιθανότητα, να απολαύσει τη μοναδική σκιά που μπορεί να βρεθεί στην έρημη κυριολεκτικά περιοχή σε εκατοντάδες μίλια. Μαζί  βρίσκεται ο γιος του Ζάντερ, που τον επισκέπτεται για τα Χριστούγεννα. Ο Ζάντερ ζει στο Μπρίσμπεϊν με την πρώην σύζυγο του Νέιθαν, Τζάκι, και οι δυο τους ξεκίνησαν με σκοπό να συναντήσουν τον μικρότερο αδερφό του Νέιθαν, τον Μπαμπ Μπράιτ, στον τάφο. Φτάνουν στην συγκεκριμένη περιοχή και εκπλήσσονται όταν διαπιστώνουν ότι το σώμα του Κάμερον δεν δείχνει σημάδια προηγηθείσας πάλης, τραύματα ή μώλωπες, ενώ το αυτοκίνητό του λειτουργεί ικανοποιητικά, διαθέτοντας   μάλιστα αρκετό φαγητό και βενζίνη  για τις μέρες που εκείνος θα βρισκόταν στην αυστραλιανή ενδοχώρα. Όλα φαίνονταν τελικά να είναι φυσιολογικά,  εκτός από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του Κάμερον βρέθηκε κάπου εννιά χιλιόμετρα  μακριά από το σώμα του, μια απόσταση πολύ μεγάλη για να την περπατήσει κάποιος μέσα στην εκσεσημασμένη ζέστη. Ο Νέιθαν, ο Ζάντερ, ο Μπαμπ  και ο αστυνομικός που βρισκόταν σε υπηρεσία εκείνη την ημέρα, δεν μπόρεσαν να βρουν και ούτε είχαν εύλογη αιτία  γιατί ο Κάμερον είχε φύγει από το αυτοκίνητό του και προχώρησε πεζός μέχρι τον «τάφο του κτηνοτρόφου». Ο Κάμερον έζησε εκεί όλη του τη ζωή, και θα ήξερε οπωσδήποτε ότι το να αφήσει το αυτοκίνητό του χωρίς προμήθειες και σε τέτοια απόσταση θα ήταν γι’ αυτόν βέβαιη θανατική καταδίκη.

 

Jane Harper

 

Δεν υπάρχουν απαντήσεις εδώ, μόνο δύσκολα ερωτήματα και αυτό οδηγεί την ομάδα να πιστέψει ότι ίσως, σε τελική ανάλυση, να πρόκειται για  αυτοκτονία που προκλήθηκε από την εξουθενωτική δεκεμβριανή ζέστη της αυστραλιανής ερήμου. Τα δύο αδέρφια και ο Ζάντερ πηγαίνουν στο σπίτι του Κάμερον,  όπου λαμβάνει χώρα και εξελίσσεται η συνέχεια του μυθιστορήματος. Εκεί, βρίσκεται η Ίλζε, η σύζυγος του Κάμερον, και  οι δύο κόρες τους, Σόφι και Λο. Υπάρχει, επίσης, η μητέρα του Νέιθαν και του Μπαμπ,  η Λιζ Μπράιτ, ο θείος Χάρι Μπλέντσοου, που δεν είναι στην πραγματικότητα  θείος, αλλά εργάζεται για περισσότερο απ’ όσο έζησε εκεί ο Νέιθαν, και τέλος δύο ταξιδιώτες, οι Σάιμον και Κέιτι, που προσλήφθηκαν από τον Κάμερον  για να εργαστούν ως εποχιακοί εργάτες στο αγρόκτημα. Καθώς περιγράφονται και αναλύονται οι χαρακτήρες στο κείμενο, γίνεται αντιληπτό ότι ο Νέιθαν τους θεωρεί όλους ως ύποπτους για το φόνο του αδελφού του, χωρίς βεβαίως να το δηλώνει ρητά. Μετά από περισσή σκέψη, η οικογένεια συνειδητοποιεί ότι ο Κάμερον συμπεριφερόταν περίεργα και ύποπτα τις τελευταίες εβδομάδες πριν το θάνατό του, χωρίς όμως να δύνανται να προσκομίσουν τρανταχτά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι πιθανόν εκείνος να επιθυμούσε,  κατά βάθος, και να ήταν αποφασισμένος να θέσει τέρμα στη ζωή του. Η ανησυχία συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλη την οικογένεια, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχουν απαντήσεις ή σημαντικές ενδείξεις ή έστω μερικά υπονοούμενα. Εκ πρώτης όψεως, ο  Κάμερον,  φαινόταν να έχει όλα όσα ήθελε στη ζωή του. Το αγρόκτημά του ήταν κερδοφόρο κάθε χρόνο, και ήταν αγαπητός απ’ όλους στην πόλη χωρίς προστριβές με κάποιον από αυτούς. Επιπρόσθετα, ήταν γνωστός για τη ζωγραφική του ικανότητα και ο πίνακάς του με θέμα τον «τάφο του κτηνοτρόφου» κέρδισε ένα βραβείο και βρισκόταν κρεμασμένος στο σαλόνι του σαν αποδεικτικό τρόπαιο. Μια μέρα μετά την εξέταση του σώματος του Κάμερον, ο μοναδικός αστυνομικός όλης της περιοχής, ο αρχιφύλακας Γκλεν ΜακΚένα, επιστρέφει στο καθήκον και ζητά από μερικά μέλη της οικογένειας να βγουν μαζί για να επιθεωρήσουν το χώρο  του μυστηρίου. Ο Νέιθαν, ο Μπαμπ,   ο Ζάντερ και ο Χάρι πηγαίνουν για να τον συναντήσουν. Δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν πως ο ΜακΚένα δεν βλέπει ύποπτα σημάδια και πιστεύει πως  η ζέστη ήταν πιθανότατα εκείνη που εξόντωσε και αποτελείωσε τον Κάμερον, κάτι καθόλου ασυνήθιστο για τα μέρη τους. Καθώς φεύγουν από την περιοχή, για άλλη μια φορά μόνο με ερωτήσεις και χωρίς απαντήσεις, ο Ζάντερ παρατήρησε ότι ο θείος Χάρι, που απ’ ότι γνώριζαν δεν είχε βγει ποτέ στο σημείο του εγκλήματος, ήξερε ακριβώς πού να ψάξει για να βρει το αυτοκίνητο του Κάμερον. Ο Νέιθαν, ο Μπαμπ και ο Ζάντερ, τον είχαν μάλιστα χάσει την προηγούμενη μέρα. Με αυτή την παρατήρηση, οι ενδείξεις αρχίζουν να πληθαίνουν, πλέον, προς μια κατεύθυνση. Μετά από λίγο η  οικογένεια λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τον αρχιφύλακα Γκλεν ΜακΚένα, λέγοντας ότι κάποιος άγνωστος είχε επικοινωνήσει μαζί τους αναζητώντας τον Κάμερον. Η κλήση είχε γίνει από την Τζένα Μουρ, μια νεαρή Αγγλίδα, είκοσι περίπου ετών, η οποία έκανε εκεί τουρισμό με το φίλο της και δούλευαν εποχιακά, και η οποία επισκέφτηκε την περιοχή τους όταν ο Κάμερον ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Σε ένα πάρτι, ενώ ο φίλος της δεν βρισκόταν μαζί της και μετά από κατανάλωση κάποιων ποτών, αυτή και ο Κάμερον κοιμήθηκαν μαζί. Μετά το γεγονός, η Τζένα Μουρ ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε από τον Κάμερον, αλλά αυτό ανασκευάστηκε  γρήγορα αφού ο πατέρας του Κάμερον τους έδιωξε βίαια εκτός της πόλης. Ο πατέρας τους, Καρλ, ήταν ένας βίαιος  και εγωιστής πατέρας τον οποίο στην πραγματικότητα μισούσαν όλα τα αδέλφια. Οι ενδείξεις συνεχίζουν να έρχονται λίγες-λίγες καθώς περνούσε ο χρόνος. Η μικρή κόρη του Κάμερον, η Λο  ισχυρίζεται σε κάποια στιγμή συζητήσεων ότι ο Κάμερον έψαχνε για αντικείμενα που έλειπαν και η Σόφι να αναφέρει ότι οι εποχιακοί εργάτες είναι κακοί στη δουλειά τους, γεγονός που ο Νέιθαν θεωρούσε περίεργο δεδομένου ότι ο Κάμερον δεν θα προσλάμβανε ποτέ κάποιον που δεν είχε τα σχετικά προσόντα για τις συγκεκριμένες δουλειές στο αχανές αγρόκτημα. Η Ίλζε συνομιλεί με τον Νέιθαν ιδιωτικά, λέγοντάς του ότι ο Κάμερον είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με την Τζέννα πριν πεθάνει και μάλιστα κάλεσε το νοσοκομείο, ενώ η Ίλζε πίστευε ότι προσπαθούσε να κλείσει ένα δωμάτιο  σε ένα ξενοδοχείο.

Τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης δεν έδειξαν τίποτα το ιδιαίτερο και η οικογένεια προχωράει σε μια απλή τελετή της κηδείας. Όμως, η κηδεία ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και τώρα που ο Κάμερον βρισκόταν με ασφάλεια, για τον εαυτό του καθώς και για τους άλλους, κάτω απ’ το χώμα, «…όλοι ένοιωθαν πιο άνετα να πουν αυτά που δεν τολμούσαν όσο εκείνος ήταν ανάμεσά τους…»! Και η μαύρη αλήθεια είναι ότι μέσα σε εκείνο το σπίτι, και σε βάθος πολλών δεκαετιών, πίσω, υπήρχαν υπερβολικά πολλά μυστικά και ανομολόγητα πράγματα και μυστικά τα οποία είχαν δρομολογηθεί, είχαν γίνει, και ήταν καλά κρυμμένα και αφανή για τόσο πολύ καιρό. Έρχονται έτσι στη δημοσιότητα οι ιστορίες της Τζένα Μουρ με τον Κάμερον, η εγκυμοσύνη της εποχιακής εργάτριας Κέιτι και η απόφασή της να εγκαταλείψει τον μνηστήρα της και το σπίτι που εργαζόταν και την φιλοξενούσε, και ακόμα ορισμένες άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αφορούσαν την οικογένεια και τα τρία τους παιδιά. Η ανακάλυψη όλων αυτών των παραμέτρων, δίνεται όχι από την αστυνομία, με το λιγοστό ούτως ή άλλως προσωπικό που διέθετε σε εκείνη την αυστραλέζικη απομονωμένη κοινωνία, αλλά έρχεται σταδιακά στην επιφάνεια από τις ενέργειες του μεγάλου γιού, κατά κύριο λόγο, του  Νέιθαν. Ενός εραστή της αυστραλέζικης ενδοχώρας, μ’ έναν τρόπο που του άρεσε περίεργα η άγρια ζέστη, τότε δηλαδή που ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, «… κι’ εκείνος παρακολουθούσε την αργή, μαιανδρική  κίνηση των κοπαδιών…», εκστασιασμένος!

 

 

Στο τέλος η υπομονή πολλών χαρακτήρων, η ανακάλυψη συγκεκριμένων εγγράφων που παρέπεμπαν σε πολύτιμους κυριολεκτικά θησαυρούς, η  εξαφάνιση από προσώπου γης μερικών και η επιμονή άλλων να παραμείνουν εκεί, ειδικά όταν αλλάζουν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί, αποδεικνύονται σταθερές μεταβλητές σε ένα κείμενο που το χαρακτηρίζει σε όλο το μήκος του η  κυλιόμενη ανατροπή του σεναρίου. «…Εκείνοι που υποφέρουν πολύ κάνουν και άλλους να υποφέρουν πολύ, και ελπίζω, για το καλό σου και για το καλό των οικείων σου, ότι θα έχεις βρει κάποια γαλήνη», γράφει η Τζένα σε γράμμα προς τον Κάμερον, αλλά όταν αυτό έρχεται και ανοίγεται, εκείνος δεν βρίσκεται μαζί με τους υπόλοιπους!

Όσοι έχουν επισκεφτεί την αυστραλιανή έρημο, έστω τις παρυφές της, έρχονται ευκολότερα σε επαφή και γνωριμία με  τις γεωγραφικές παραμέτρους  και με την υπόθεση του βιβλίου της Τζέιν Χάρπερ, αφού ο κύριος πρωταγωνιστής, και εδώ, αποδεικνύεται ότι είναι αυτή καθ’ εαυτή η αφιλόξενη έρημος της Αυστραλίας με τις λιγοστές και απόμακρες μεταξύ τους ιδιοκτησίες γης. Οι συνέπειες της μακρόχρονης απομόνωσης των πρωταγωνιστών του βιβλίου, απεικονίζεται με τον καλύτερο τρόπο στους κύριους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, οι οποίες μεταφράζονται σε διάχυτη πηγή βαθιάς ανησυχίας καθώς και σε διαχρονικά οικογενειακά δράματα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top