Fractal

Για να προβληματιστούμε και να αναπνεύσουμε ελεύθερα

Γράφει ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος //

 

«Χαλκομανία», Νικόλας Κουτσοδόντης , εκδ. Εντύποις

 

Η ποίηση προϋποθέτει την έκθεση του ποιητή. Δηλαδή, για να γράψει κάποιος ποίηση πρέπει να μη φοβάται να εκτεθεί, καθώς τα όσα γράφει είναι εκείνα, που ξεχειλίζουν μέσα του. Δεν έχει σημασία αν ο ποιητής είναι αυτοαναφορικός ή όχι. Από τη στιγμή, που θα αρχίσει να γράφει ποιήματα έχει αρχίσει να αποκαλύπτει κομμάτια του εαυτού του.

Τέτοιες σκέψεις κάναμε διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Νικόλα Κουτσοδόντη «Χαλκομανία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εντύποις». Ο ποιητής δεν φοβάται να εκτεθεί. Δεν φοβάται να γράψει σε πρώτο πρόσωπο και να τσαλακωθεί. Να βγάλει από μέσα του όσα ξεχειλίζουν, να τα κάνει χαλκομανία και να τα κολλήσει στο χαρτί. Ο στίχος του είναι κυρίως ελεύθερος, πιο σπάνια με ρίμα, αλλά ακόμα και όταν ο ποιητής χρησιμοποιεί την παραδοσιακή φόρμα το κάνει με ένα πρωτότυπο στιλ.

Από το πρώτο ποίημα της συλλογής διαπιστώνουμε ότι ο Νικόλας Κουτσοδόντης περιγράφει το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον και τη γενιά του με τις ποικίλες αντιφάσεις και ανισότητες. Ο νέος, που θέλει να πάει μπροστά κι όμως: «βάδισε τόσο κι όμως ξέμεινε / τόσο μα τόσο πίσω.» Τι αντικρίζει ο νέος, που βγαίνει σήμερα στην κοινωνία; Η τάση, που κυριαρχεί είναι «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις» ή «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» ή το γνωστό ρητό homo homini lupus, που αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής. Παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα του ποιήματος στο τέλος υπάρχει μια ελπίδα. Ο συλλογικός αγώνας. Η προτροπή για συμμετοχή στο συνδικάτο.

Παρακάτω ο Νικόλας Κουτσοδόντης αναφέρεται στους πρόσφυγες χρησιμοποιώντας άψογα την παραδοσιακή φόρμα: «Σάβανα, σάβανα λευκά σαν μπάλα / ρουκέτα που προφταίνει την τρεχάλα / μικρά κορμιά, στην παραλία ματωμένα / επενδυτές τα βρίσκουνε χαριτωμένα.

Η απεργία και η περιφρούρησή της αποτελούν πηγή έμπνευσης για τον Νικόλα Κουτσοδόντη, όπου αναφέρεται σε οίκο ευγηρίας, που οι κοπέλες που αλλάζουν τα σεντόνια είναι απλήρωτες.

Πως μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά; Ο Νικόλας Κουτσοδόντης γράφει για επανάσταση. Δεν την κατονομάζει αλλά την αφήνει να εννοηθεί και ζητάει έναν καλύτερο κόσμο: «Με όλα αυτά κι εγώ ζητώ την έφοδο στον ουρανό / εκεί που τη δουλειά θα κάνουμε απόλαυση».

Ο απολυμένος από τη δουλειά του φτάνει σε σημείο απελπισίας: «Θέλω να φάω το πτυχίο μου» και έχει αυτοκτονικές τάσεις: «κι απ’ το μπαλκόνι στο Λυκαβηττό κοιτώ / γεμάτος στα 30 μου λυκόφως.» Όμως και ο απολυμένος καταλήγει να ξεσηκωθεί και να ξεσηκώσει: «απ’ τα στενά θα ξεπηδούνε νεαρά / μεγάλα σφυροδρέπανα».

 

Νικόλας Κουτσοδόντης

 

Η σύγχρονη πόλη περιγράφεται με μελανά χρώματα. Στα Πατήσια περιγράφονται άνθρωποι, που: «μεγάλωσαν και σμίκρυναν συγχρόνως» και έχουν φτάσει να μην αναγνωρίζουν τη γειτονιά τους: «Είμαι από άλλη γειτονιά / Ούτε κι εκείνη όμως τη γνωρίζω.»Το αστικό τοπίο περιγράφεται και σε άλλα ποιήματα κι έτσι βλέπουμε εικόνες του Πειραιά και της Αθήνας έναν Αύγουστο, αγνώριστο αφού «Ο Παπάζογλου έχει πεθάνει.» Πιο κάτω περιγράφεται και η Αχαρνών με την πολυπολιτισμική εικόνα της.

Ένας ποιητής, που γράφει τόσο όμορφα κοινωνικά ποιήματα, δεν σημαίνει ότι είναι μονόπλευρος και δεν μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ο Νικόλας Κουτσοδόντης έχει γράψει και πολύ όμορφα ερωτικά ποιήματα. Κατά τη γνώμη μας, θυμίζει λίγο τον Ντίνο Χριστιανόπουλο διατηρώντας, όμως, ένα πιο προσωπικό στυλ. Αλιεύουμε λίγους στίχους: «και έχεις τόσο λερωθεί στα χείλη / που ούτε στιγμή θα μετανιώσω που σου χάρισα / το σώμα μου.»

Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή του Νικόλα Κουτσοδόντη «Χαλκομανία» είναι ένα βιβλίο, που μας κάνει να προβληματιστούμε και να αναπνεύσουμε ελεύθερα διαβάζοντας όμορφους στίχους ή όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά στο ποίημα «Ο ψαράς»: «αγοράζω όσο όσο την ελευθερία / λίγη θάλασσα μαχαίρωσε και τύλιξέ μου / ν’ αναπνεύσω.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top