Fractal

ΤΟ ΟΙΚΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΝΟ: μια αλληγορία περί ηθικής

Από την Μαρία Γαβαλά //

 

white_god

 

«Λευκός θεός» του Κορνέλ Μουντρούτσο

 

Η ταινία του Ούγγρου σκηνοθέτη Κορνέλ Μουντρούτσο (γεν. 1975) επιτυγχάνει να αναπαραστήσει όλα όσα πιστεύαμε πως μπορούν να καταδειχτούν (ως προς τη δυνατότητα υλοποίησης ενός τολμηρού εγχειρήματος) μόνο σε μια ταινία animation (πχ. Βαλς με τον Μπασίρ του Άρι Φόλμαν όπου, μέσα σε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο, 26 αφηνιασμένα σκυλιά καταδιώκουν τον ήρωα της αφήγησης) ή μόνο διαμέσου της διαστροφικής μεγαλοφυΐας του Άλφρεντ Χίτσκοκ ( η υπερφυσική εκδίκηση των πτηνών στην ταινία Τα πουλιά) ή μόνο στα πλέον εμβληματικά παραμύθια (εκκινώντας από την ακραία ωμότητα της Κοκκινοσκουφίτσας και φτάνοντας στη λυτρωτική λύση του Αυλητή του Χάμελιν). Δεν θα αναφερθώ καθόλου στα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ με τα ψηφιακά εφέ, από τα οποία πιστεύω πως η ταινία του Μουντρούτσο απέχει παρασάγγες.

Στην αρχή ακόμα της αφήγησης, με τις ντοκιμαντερίστικες σκηνές στο σφαγείο όπου δουλεύει ένας από τους κεντρικούς ήρωες, γνωρίζουμε πως θα δούμε μια ταινία σκληρή, βεριστική (σκληρού νατουραλισμού) σε πολλά σημεία – παρά την αλληγορική της διάσταση –, βουτηγμένη στα αίματα (έστω κι αν στην εξέλιξη της ιστορίας, μεγάλο ρόλο θα παίξει η αυθεντία του μακιγιάζ, ενώ κανένα ζώο δεν θα βασανιστεί στην πραγματικότητα· ο κινηματογράφος ούτως ή άλλως είναι τρυκάζ, ψευδαίσθηση, όνειρο, παραμύθι).

Στο Αίμα των ζώων, το ντοκιμαντέρ (1949) του Ζωρζ Φρανζύ, που επικεντρώνεται στα παρισινά σφαγεία της Λα Βιλέτ και Βωζιράρ, είχαμε δει ανάλογες σκηνές σφαγής και τεμαχισμού ζώων, με ευθύ ρεαλιστικό τρόπο, ο οποίος παρέπεμπε σε σφαγές της καθημερινότητας και σε ωμή βία πολέμου που μπορεί να έχει ξεσπάσει, τόσο σε κάποια μακρινή γωνιά του πλανήτη, όσο και στη διπλανή μας πόρτα. «Αυτό που σοκάρει στα αυστηρά πλάνα στο “Αίμα των ζώων” είναι ο τρόπος με τον οποίο η ταινία τοποθετεί τον θεατή μπροστά στον μαύρο ήλιο του βιομηχανικού θανάτου. Το ερώτημα τίθεται συνεχώς: πώς να κοιτάξεις κατάματα το αβάσταχτο θέαμα χωρίς να γίνεις αισχρός; Ο Ζωρζ Φρανζύ επιλέγει την έμμεση οδό, όχι της μεταφοράς, αλλά μιας εμπειρίας όπου το ζώο είναι ταυτόχρονα εμείς και οι άλλοι, το οικείο και το ξένο» (1).

Όταν ο ήρωας-κτηνίατρος (σε κάποιο σφαγείο της ουγγρικής πρωτεύουσας) της ταινίας του Μουντρούτσο εξετάζει το εσωτερικό της αιμάσσουσας σάρκας των ζώων για να αποφανθεί πως είναι κατάλληλη προς βρώσιν, ο θεατής έχει την απόλυτη βεβαιότητα πως παρακολουθεί μια ιστορία στην οποία εμπλέκεται προσωπικά και ο ίδιος, τόσο ως θύτης όσο και ως θύμα, τόσο ως καταναλωτής όσο και ως «καταναλώσιμος», τόσο ως αυτόχθων όσο και ως ξένος. Στη συνέχεια θα εισχωρήσει σε ένα μεταφορικό σύμπαν όπου το δράμα ξετυλίγεται ανάμεσα σε ισχυρούς και μη ισχυρούς, σε προνομιούχους και περιθωριακούς, ενώ το πάνω χέρι έχουν κάποιες μικρές ομάδες που κατέχουν την εξουσία και που επιβάλλονται, με τον πλέον απεχθή τρόπο, στην αδύναμη μάζα. Πρόκειται για μια κοινωνική αλληγορία σχετική με το ευγενές, καθαρόαιμο, Λευκό και το ημίαιμο, εξοντώσιμο, Μαύρο. Την ανώτερη και την κατώτερη ράτσα, δηλαδή. «Είμαστε όλοι προϊόντα διασταυρώσεως» απαντά πολύ απλά ο Τσβετάν Τοντόροφ. (2)

Ποιος είναι και πού κρύβεται ο πραγματικός εχθρός; Ο κίνδυνος; Το μίασμα; Η απειλή; Η μεταδοτική «νόσος»; Στις κρυψώνες των σπιτιών, στις αλάνες και στις τρύπες των μητροπόλεων όπου σέρνονται οι ορδές των αδέσποτων, στα στρατόπεδα-κυνοτροφεία όπου οι μπόγιες συσσωρεύουν τη λεία τους, ή κάπου αλλού, εκεί όπου δεν το χωρά ο νους μας, πιθανόν μέσα στο ίδιο μας το κεφάλι και στην αντίληψη που έχουμε για το τι σημαίνει καθαρό και ακάθαρτο, ανώτερο και κατώτερο, υγιές και άρρωστο, όπως και το τι σημαίνει ισότητα, νομιμότητα, σταθερότητα, νομαδισμός, αρμονική συμβίωση, ελευθερία;

Οι εντυπώσεις, οι διερωτήσεις, οι προβληματισμοί του θεατή, γύρω από σχετικές έννοιες, εναλλάσσονται όπως και η καταιγιστική ροή των εικόνων της ταινίας, που αποτελούν ένα αέναο κυνηγητό, με στόχο το ξεκαθάρισμα των σημασιών, την κατάρρευση των μισαλλόδοξων ισχυρισμών και των ψευδαισθήσεων, και οδηγούν στην αναπόφευκτη αντιστροφή των ρόλων: στην εκδίκηση, στην τιμωρία, στη δικαίωση και στη λύτρωση. Ποτέ όμως δεν θα απομακρυνθεί από το αρχικό του συναίσθημα, εκείνο της προσωπικής εμπλοκής, ευθύνης και ενοχής. Έστω κι αν είναι χορτοφάγος, έστω κι αν δεν έχει κλωτσήσει ποτέ του αδέσποτο. Έστω κι αν παραδέχεται πως η ελευθερία του πιο δυνατού ισοδυναμεί με έλλειψη ελευθερίας για τον πιο αδύναμο. Είμαστε όλοι μέλη μιας ευρείας κανιβαλιστικής κοινότητας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι. Τα ευαίσθητα σημεία που θίγει ο Ούγγρος κινηματογραφιστής, σήμερα, συνθέτουν έναν οικουμενικό χάρτη, όπου τα στίγματα της μισαλλοδοξίας, της καταπάτησης της αξιοπρέπειας του όντος, της αδικίας, της αποστέρησης και της οδύνης, σχεδιάζουν τα σύνορα σε έναν πλανήτη ο οποίος μοιράζεται ανισομερώς μεταξύ δυνατών και αδυνάμων.

 

white_god2

 

Η νεαρή Λίλη, το πλέον φωτεινό, διαυγές, όσο και αθώο πρόσωπο της ταινίας, αρνείται κατηγορηματικά να φάει το κρέας που ο πατέρας της έχει φέρει στο σπίτι, ως ρεγάλο για τις υπηρεσίες που προσφέρει στο σφαγείο και κατ’ επέκταση στους καταναλωτές, πιστοποιώντας την καταλληλότητα της τροφής τους. Η άρνησή της συνοδεύεται από ένα λακωνικό «δεν πεινάω», ένα ρήμα που εκφράζει οργανική ανορεξία και που σηματοδοτεί και πυροδοτεί, από κει και πέρα, τη συναισθηματική όρεξη και βουλιμία της για δράση, την προσωπική της εξέγερση δηλαδή. Δεν συναινεί στο να αποχωριστεί, να πετάξει στους δρόμους ή να παραδώσει στον μπόγια το ημίαιμο σκυλί της, δεν υπακούει τον πατέρα της που επιμένει να την αντιμετωπίζει με τη στερεότυπη ματιά του προστάτη ο οποίος γίνεται δεσμοφύλακας λόγω της γονεϊκής ανησυχίας και μέριμνάς του, και δεν ευθυγραμμίζεται με την αυστηρότητα και τη συναισθηματική ακαμψία που θέλει να επιβάλλει ο καθηγητής-μαέστρος στο μουσικό σχολείο όπου εκείνη φοιτά. Ακολουθεί μεν μηχανικά την υπόλοιπη ορχήστρα, παρεμβαίνοντας όπου χρειάζεται με το πνευστό της, πλην όμως ο νους και η καρδιά της είναι αλλού: στην αγάπη της προς ένα ζωντανό κατώτερης ράτσας, που αποτελεί τον καλύτερό της φίλο, και στην ελευθερία της, έστω κι αν το μόνο που μπορεί να σκεφτεί για την ώρα είναι να ακολουθεί ενστικτωδώς την επιθυμία της (αλωνίζοντας με το ποδήλατο μια άδεια πόλη, επιτούτου άδεια, σε ονειρικό σημείο, ακριβώς για να τονιστεί το χαώδες, ευμετάβλητο και ασταθές μιας κοινωνίας που αναζητά υπογείως την αληθινή ταυτότητα του μέλλοντός της), παρορμητικά και σχεδόν με κλειστά μάτια, χωρίς να είναι σε θέση να επεξεργαστεί νοητικά το βαθύτερο περιεχόμενο της έννοιας ελευθερία, χωρίς να έχει επίγνωση των κινδύνων, κάτι που οδηγεί σε απρόβλεπτες και επώδυνες εξελίξεις. Η Λίλη, εξαιτίας της παρθενικότητας και της αθωότητάς της, θα αποτελέσει όντως μια παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας, ξεφεύγοντας μόλις την τελευταία στιγμή από τα κοφτερά δόντια του λύκου. Κάτι που δεν θα αποφύγει, ολωσδιόλου, το εξίσου αθώο και ανυποψίαστο σκυλί της, το οποίο θα εμβαπτιστεί, κυριολεκτικά, στα καζάνια της κόλασης, μέχρις ότου αποφασίσει, ως ανώτερο νοήμον ον (κορυφαίο, άλλωστε, χαρακτηριστικό των παραμυθιακών αφηγήσεων με ήρωες ζώα και διδακτικό σκοπό), να επωμιστεί τον ρόλο του ηγέτη των αδυνάμων, αλλάζοντας τους κανόνες και τον ρου του καταχθόνιου παιχνιδιού.

Πρόκειται δε για ένα παιχνίδι στρατηγικής, μια μάχη στην κυριολεξία, μεταξύ αθώων και ενόχων, μια παρτίδα σκάκι κατά την οποία το ειδικό, το ατομικό και συγκεκριμένο, εναλλάσσεται με το γενικό, το συλλογικό και αόριστο. Όσα συμβαίνουν στο σπίτι της Λίλης και στην ορχήστρα στην οποία εκείνη συμμετέχει με την τρομπέτα της, αναμειγνύονται με όσα διαδραματίζονται σε μια πόλη, σε μια ολόκληρη κοινωνία (σε μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης που έχει περάσει, από τις Συμπληγάδες της Σοβιετικής περιόδου σε μια άλλη εποχή, νέων περιπετειών και ανησυχιών, μεταξύ των οποίων και η άνοδος των νεοναζιστών) όπου οι κανόνες, η τάξη και η δικαιοσύνη αποτελούν νεκρό γράμμα, άναρθρο λόγο, κι εκείνο που βασιλεύει τελικά είναι ο νόμος του ισχυροτέρου. Τι θα γίνει όταν ένα σκυλί ορμήσει σε μια αίθουσα συναυλιών και διαταράξει την ομαλή ροή της εκτέλεσης μιας ραψωδίας; Και πόσο αποτελεσματική και υπολογίσιμη μπορεί να είναι η θαρραλέα απείθεια και παράβαση των απαγορεύσεων εκ μέρους μιας γλυκύτατης κατά τα άλλα εφήβου; Ψύλλοι στα άχυρα, σταγόνα στον ωκεανό, φωνή βοώντος εν τη ερήμω…

 

white_god3

 

Στην ταινία του Ούγγρου κινηματογραφιστή, σε ένα απόλυτα φυσικό ντεκόρ (κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία), σε χώρους όπου επισημαίνεται και τονίζεται η εθνική ιδιαιτερότητα ( η γέφυρα Ελισάβετ, η σήραγγα του Castle Hill…), εξέχοντα δηλαδή εμβληματικά σημεία στον χάρτη μιας ευρωπαϊκής μητροπόλης, της Βουδαπέστης, δεν θα παρακολουθήσουμε μόνο την πολεμική επιχείρηση, το κυνηγητό που εξαπολύεται και από τις δυο μεριές –τόσο με κυνηγό τον άνθρωπο, όσο και με κυνηγό το ζώο –, και μια θεαματική αντιστροφή ρόλων. Θα γίνουμε μάρτυρες και άλλων γεγονότων, πιθανόν λιγότερο θεαματικών, μερικές φορές εντελώς αθέατων, υπογείων, τα οποία όμως έχουν εξίσου μεγάλη βαρύτητα, αν όχι τη μεγαλύτερη. Κατά την άποψή μου, οι πολύ σημαντικοί κόμβοι είναι οι εξής: η απώλεια της αθωότητας και ό,τι συνεπάγεται αυτό, η βαθιά ρωγμή, ο αποχωρισμός, μεταξύ όντων που τα χαρακτηρίζει η νοημοσύνη, και η συνακόλουθη μετάλλαξη συναισθημάτων και συμπεριφορών αυτών των όντων.

Τόσο η Λίλη, όσο και ο πατέρας της, αρχικά εμμένουν σε μισαλλόδοξες θέσεις και υπερασπίζονται, με υπερφίαλο πείσμα, ευάλωτα μετερίζια. Εκείνη σηκώνοντας, παρορμητικά και απερίσκεπτα, το μπαϊράκι της, εκείνος παίζοντας στερεοτυπικά και άχαρα τον γονεϊκό του ρόλο ή τον ρόλο του ευπειθούς και νομοταγούς πολίτη. Και οι δύο, έχουν εντελώς απροστάτευτα τα νώτα τους. Και οι δύο παριστάνουν πως αγνοούν ότι αγαπιούνται μεταξύ τους, περιφρονώντας τους δεσμούς αίματος ή τη φωνή της καρδιάς τους. Θεωρούν μπελά, ο ένας τον άλλο. Κι αυτό το τελευταίο, το κάνουν κινητήριο μοχλό των πράξεών τους. Η Λίλη, επιπλέον, πιστεύει ότι το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να της συμβεί είναι να είναι ιδιοκτήτρια και φίλη ενός αναξιοπαθούντος ημίαιμου σκύλου. Περιφρονεί την ουσία και τη χρησιμότητα των σπουδών της, σνομπάρει την αξία της μουσικής, υποσκάπτει με κάθε τρόπο τις απόπειρες του πατέρα της να την προσεγγίσει και να τη φροντίσει ουσιαστικότερα, απέχει από την κοινωνία των συνομηλίκων της. Διεισδύοντας στο νυχτερινό κλαμπ και αναλαμβάνοντας να γίνει (χωρίς καλά καλά να γνωρίζει τι σημαίνει αυτό) βαποράκι, δηλώνει πως θέλει να χάσει την αθωότητά της, με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελε να χάσει και την παρθενιά της. Αυτή είναι και μια πρώτη ρωγμή στην αλλαγή της προσωπικότητάς της, ίσως η σημαντικότερη. Τότε μόνο παύει να είναι το κορίτσι που τριγυρνάει σέρνοντας από το λουρί έναν σκύλο και γίνεται η νεαρή γυναίκα-αποδέκτης μιας τεράστιας αδικίας, εξίσου σημαντικής με την αδικία που έγινε στον σκύλο της. Από χαριτωμένη και πεισματάρα μικρούλα μεταμορφώνεται σε σώμα-λιώμα από τις μπόμπες του αλκοόλ, ένας μπόγος που μεταφέρεται άρον άρον από τους μπάτσους στο αστυνομικό τμήμα, και με ένα επιπλέον βάρος στους ώμους της: εκείνο της διαπίστωσης πως πιάστηκε κορόιδο. Ιδού, η γνώση και η γεύση της προδοσίας.

Ο πατέρας της, από την άλλη, παραδέχεται πως δεν βγάζει πουθενά το άγχος και η μηχανική αντίδραση απέναντι στις εγγενείς δυσκολίες και οχλήσεις που είναι το συνώνυμο της εφηβικής ηλικίας. Αναγκάζεται να βάλει νερό στο κρασί του, να δείξει κατανόηση. Χάνοντας την κόρη του, πέφτοντας μες στο κενό που δημιουργεί ο αποχωρισμός, νιώθει πως δεν μπορεί να ζει χωρίς αυτήν διότι από δω ξεκινά και η προσωπική του εκμηδένιση και εξάτμιση. Με την απώλεια του άλλου μισού του. Με ή χωρίς σκύλο, η κόρη του είναι μέρος του εαυτού του, του είναι απαραίτητη και πολύτιμη. Άρα, πρέπει να τη βοηθήσει. Να τη σώσει και να την αποδεχτεί. Απορρίπτοντας τη μισαλλοδοξία του, αναγκάζεται να ευθυγραμμιστεί μαζί της.

 

white_god4

 

Στον Τανχόυζερ, την όπερα του αποχωρισμού, της μετάνοιας και της επιστροφής (για την οποία γίνεται λόγος μες στην ταινία), ακούγεται η ακόλουθη φράση της θεάς Αφροδίτης η οποία, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατήσει κοντά της τον εραστή της Τανχόυζερ, του λέει : «Φύγε αν θέλεις και γύρνα στους φίλους σου, όταν όμως θα σε διώξουν κι εκείνοι μην τολμήσεις να ξαναγυρίσεις σε μένα». Κάτι που δεν ισχύει για την αφήγηση του Μουντρούτσο. Εδώ, το νόημα της αγάπης, της μεταστροφής και της συγχώρεσης, δεν αποτελεί άλυτο γρίφο, ούτε χρειάζεται κανείς να διασχίσει δαιδαλώδεις μαιάνδρους, προκειμένου να το ανακαλύψει. Είναι απλή, καθημερινή, έννοια, υπόθεση της απτής πραγματικότητας και όχι μια δυσεύρετη αρετή, ένα σπάνιο αγαθό, που υπάρχει μόνο στον χώρο του μύθου και της φαντασίας, αρκεί οι άνθρωποι να τραβήξουν από τα μάτια τους το πέπλο της πνευματικής συσκότισης, της αλαζονείας και αδιαλλαξίας. Το μουσικό όργανο της Λίλης, ένα παρεξηγημένο και περιφρονημένο «μαγικό κλειδί», από την ίδια πρώτα-πρώτα, σε μια δεύτερη ωριμότερη σκέψη της – και με τη μεσολάβηση της συναισθηματικής, περιπετειώδους, ωρίμανσής της, όσο και της συνειδητοποίησης του φόβου της – μπορεί να συνεισφέρει στο θαύμα. Η μουσική, ούτως ή άλλως, είναι παντοδύναμη. Δεν λειτουργεί μόνο ως εγερτήριο σάλπισμα, δεν συμβάλλει απλώς στην ψυχαγωγία, μπορεί να γίνει και κατευνασμός της οδύνης, μέθοδος ίασης. Μαγικό φίλτρο προς επίτευξη της παύσης των εχθροπραξιών. Σαν όλα τα συνεπή παραμύθια, η αφήγηση του Μουντρούτσο οδηγεί στα αδιάσειστα ηθικά συμπεράσματά της. Άνθρωποι και ζώα, υποκλινόμενοι οι μεν στους δε, ξεχνώντας έστω για δευτερόλεπτα το ποιος οφείλει να είναι ο αφέντης και ποιος ο υποτακτικός (αλήθεια τι ανακουφιστική λησμοσύνη!), άπαντες ξαπλωμένοι στο ίδιο επίπεδο, ένα και το αυτό με το «κάτω», το χώμα, εκεί όπου ούτως ή άλλως, αναποφεύκτως, καταλήγουν κάποια στιγμή όλα τα έμψυχα και θνητά τούτου του κόσμου.

 

Σημειώσεις:

1. Jean Breschand, Ντοκιμαντέρ, Η άλλη όψη του κινηματογράφου, μτφ. Δώρα Θυμιοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2006.

2. Τσβετάν Τοντόροφ, Ο εκπατρισμένος, μτφ.Οντέτ Βαρών-Βασάρ, εκδ. Πόλις 1999.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top