Fractal

«Καλός φόνος, γνήσιος φόνος, ωραίος φόνος… Εδώ και χρόνια δεν μας έτυχε ένας τέτοιος φόνος.»

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

 

Γκέοργκ Μπύχνερ: «Βόυτσεκ», Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Κάπα Εκδοτική, 2019, σελ. 80

 

Ο Βόυτσεκ είναι ένα πολύ ιδιαίτερο έργο γραμμένο από τον εικοσιτριάχρονο τότε (1836/7) γερμανό Τζορτζ Μπύχνερ. Σύντομο, μυστηριώδες, σχεδόν κινηματογραφικής υφής έργο, δίνει την εντύπωση του ημιτελούς. Μια ιδιότυπη και παράξενη τραγωδία, μια προσέγγιση ποιητική αλλά και με κοινωνικές  προεκτάσεις. Την εξαίρετη μετάφραση εδώ έχει κάνει ο πολύ σημαντικός μας θεατράνθρωπος Σπύρος Ευαγγελάτος που -ας μου επιτραπεί να πω- ότι είχα την τύχη να τον έχω 4 χρόνια καθηγητή στη Θεατρολογία Αθήνας και που, δυστυχώς, πριν από λίγα χρόνια έφυγε από τη ζωή αφήνοντας όμως πίσω του τεράστιο έργο.

Είχε ανεβάσει το έργο στο Αμφιθέατρό του (πρώτη παράσταση 30 Νοεμβρίου 1990) Στο ρόλο της Μαρίας η Λήδα Τασοπούλου. Στο ρόλο του λοχαγού ο Χρήστος Μπίρος, ενώ στο ρόλο του Βόυτσεκ ο Γιάννης Φέρτης.

Η ιστορία ενός αλλόκοτου στρατιώτη που σκότωσε την ερωμένη του τη Μαρία με την οποία είχε κάνει και ένα παιδί. Αυτό συνέβη γιατί θόλωσε από ζήλια όταν την είδε να χορεύει ανέμελη με έναν άλλο άντρα. Τότε κινήθηκαν μέσα του δυνάμεις που τον ώθησαν στο έγκλημα. Είναι χαρακτηριστική η αγωνία του για το μαχαίρι μήπως εκεί που του έπεσε το βρει κανείς και προδοθεί. Και όταν το ρίχνει λέει:“[..]Το φεγγάρι είναι μια ματωμένη λάμα! Όλος ο κόσμος λοιπόν, θα μιλάει γι΄ αυτό που έγινε; Όχι,το ΄ριξα πολύ κοντά. Σαν θα ‘ρθουν να κολυμπήσουν.-(Μπαίνει στη λίμνη και το πετάει μακριά)Καλά είναι τώρα. Όμως το καλοκαίρι όταν βουτάνε για να βρουν κοχύλια; Mπα, θα χει σκουριάσει, ποιος θα μπορέσει να τ’ αναγνωρίσει;-Αν το χα σπάσει! Έχω ακόμη πάνω μου αίματα; Πρέπει να πλυθώ. Να, εδώ είναι μια κηλίδα. Κι εδώ άλλη μια. Κι άλλη! Κι άλλη!”

Ο πραγματικός Βόυτσεκ αποκεφαλίστηκε στη Λειψία το 1824 επειδή σκότωσε την ερωμένη του σε μια κρίση ζήλιας. Η εκτέλεση ενός προλετάριου δολοφόνου δεν αποτελούσε βέβαια σημαντικό γεγονός αλλά ο Βόυτσεκ πέρασε στα νομικά χρονικά γιατί του έκαναν συνεχώς εξετάσεις προσπαθώντας να αποφασίσουν αν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί με το ελαφρυντικό της μειωμένης διανοητικής ικανότητας.

Ο συγγραφέας μας πασπαλίζει λοιπόν το έργο με μυθοπλασία και προκαλεί τον αναγνώστη. Εκείνο που είναι άξιο απορίας είναι το εξής: γιατί ο Βόυτσεκ δρα όπως δρα. Δίνει συχνά την εικόνα ενός μοναχικού φοβισμένου ανθρώπου που δεν έχει πάντα την απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. «Φεύγω. Όλα είναι πιθανά. Ο άνθρωπος! Όλα είναι πιθανά. Έχουμε ωραίο καιρό, κύριε Λοχαγέ. Κοιτάξτε τι όμορφος, πηχτός, γκρίζος ουρανός, σου ’ρχεται να του καρφώσεις ένα μπαστούνι και να κρεμαστείς από κει πάνω, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η παύλα ανάμεσα στο ναι και ξανά πάλι ναι – και όχι, κύριε Λοχαγέ, ναι και όχι; Φταίει το όχι για το ναι ή το ναι για το όχι; Πρέπει να το σκεφτώ.”

Φαίνεται συχνά να υποφέρει, δεν είναι καθόλου ψηλά στην κοινωνική πυραμίδα. Γίνεται πειραματόζωο ενός γιατρού που τον αναγκάζει συχνά να τρώει μπιζέλια και τον εξετάζει διαρκώς και καταγράφει τις αντιδράσεις του. Ο Λογαχός πάλι τον αποκαλεί ηλίθιο, αλλά και έναν άνθρωπο χωρίς ήθος, επειδή έχει ένα παιδί χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας. Και ο Βόυτσεκ του απαντά το αφοπλιστικό: «κ. Λοχαγέ δεν την έχω ξεχάσει την Αρετή. Όμως, εμείς οι φουκαράδες δεν έχουμε Αρετή. Κάνουμε ό,τι μας προστάζει η φύση.»

 

Georg Büchner

 

Επίσης, όταν πάει να δει το παιδί του… δείχνει αδιάφορος ,οπότε η όμορφη και θελκτική Μαρία σχολιάζει: ”Tι άνθρωπος, στοιχειωμένος! Δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στο παιδί του! Τον πιάνει τρέλα από τις σκέψεις!»

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, η όλη συμπεριφορά του αινιγματικού αυτού ήρωα δημιουργεί πολλαπλές σκέψεις και ερωτηματικά. Δεν ξέρουμε πώς θα έκλεινε ακριβώς το έργο αν το είχε ολοκληρώσει ο Μπύχνερ. Καταθέτω εδώ τα τελευταία λόγια του αστυνομικού: «Καλός φόνος, γνήσιος φόνος, ωραίος φόνος. Τόσο όμορφος, που ούτε θα τον οραματιζότανε κανείς. Εδώ και χρόνια δεν μας έτυχε ένας τέτοιος φόνος.» Έργο ανοιχτό σε ερμηνείες, χωρίς φλυαρίες, με έντονη αλλαγή σκηνικών /τόπων. Εξαιτίας αυτής της αλλαγής είναι δύσκολη και η σκηνική του πραγμάτωση. Είναι ο Βόυτσεκ βαθιά καταπιεσμένος; Θα ήταν δυνατό να εξεταστεί αν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω της φτώχειας του.

Ποιος ο ρόλος της εποχής και της κοινωνίας; Έχει απόλυτη συναίσθηση των πραγμάτων ή η κοινωνία τον καθοδηγεί εν μέρει;

Ενδιαφέρον θα είχε να είχε να ανιχνεύσουμε την ψυχολογία του Γιατρού, του Λογαχού, του Αρχιτυμπανιστή, αλλά και της Μαρίας που η Μαργκρέτ της χτυπά κατάμουτρα ότι είναι μια πόρνη.

ο Jean-Louis Besson στο βιβλίο του “Μια τραγωδία της ταπεινής ζωής” γράφει: «Στον “Βόυτσεκ”, ο Μπύχνερ δεν αντιμετωπίζει πια τον λαό σαν άμορφη μάζα, στο όνομα της οποίας μιλούν κάποτε ορισμένοι εκπρόσωποί της σχεδόν ανώνυμα: εδώ παίρνει πρόσωπα από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κοινωνικής κλίμακας και τα κάνει κεντρικούς ήρωες μιας τραγωδίας. Έτσι, εκείνος που μέχρι τώρα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, παθητικός θεατής είναι πια πρωταγωνιστής στην τραγική σκηνή. […] Ο Μπύχνερ είναι χωρίς αμφιβολία ο πρώτος στην ιστορία της δραματικής λογοτεχνίας που κάνει αυτό το βήμα. Και επιπλέον, δεν εξιδανικεύει τα πρόσωπα παρουσιάζοντάς τα σαν ήρωες των φτωχών ή της επανάστασης, παρά τα δείχνει στην καθημερινή τους ζωή με τα βάσανα και τις ταπεινώσεις τους. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε στον Βόυτσεκ ένα θετικό πρότυπο για τους επερχόμενους κοινωνικούς αγώνες, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν αντι-ήρωα. […]”

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top