Fractal

Ξαναζώντας το παρελθόν

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Τζούλια Γκανάσου «Γόνιμες μέρες», εκδ. Γκοβόστη

 

Τρεις άνθρωποι, με οικονομικά προβλήματα, συναντιόνταν συχνά στο καφενείο. Παίζοντας τάβλι και πίνοντας διάφορα ποτά, έγιναν φίλοι και   αποφάσισαν να ενωθούν για να μπορέσουν να βελτιώσουν τα οικονομικά τους. Αποφάσισαν ο καθένας τους να πάρει ένα ρόλο, που θα τον εφάρμοζαν όταν χρειαζόταν κι έτσι δημιουργήθηκε η ομάδα τους «ενωμένοι σαν γροθιά». Ο ένας πήρε τον ρόλο του «τσιλιαδόρου», ο άλλος του «αλαφροΐσκιωτου» και ο τρίτος του «δημιουργού αντιπερισπασμού». Στο καφενείο επίσης έκαναν τη γνωριμία για τη «δουλειά» και ήρθαν σε επαφή με τον μεσολαβητή. Τους πληροφόρησε πως ο έμπορος ήταν αλλοεθνής και αλλόθρησκος.

Ο «δημιουργός αντιπερισπασμού», αισθάνεται τη μύτη του, τα μπράτσα και τ’ ακροδάχτυλά του να κρυώνουν. Απ’ ότι μπορεί να αντιληφθεί νιώθει πως βρίσκεται σ’ ένα στενό κατάλυμα. Αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν άτομα μέσα και ακούει τη φωνή της κόρης του και μετά σαν να άκουσε και τη φωνή του γιου του, όμως δεν ξέρει πού είναι. Από τα λόγια της γυναίκας του καταλαβαίνει πως είναι άρρωστος στο νοσοκομείο, πως βρίσκεται σε κώμα και πως η Αστυνομία διερευνά αν αυτός είναι ο θύτης ή το θύμα, γιατί τον βρήκαν σ’ ένα πεζοδρόμιο πεσμένο, να κρατά στο χέρι του ένα στιλέτο, που η λεπίδα του ήταν ματωμένη και δίπλα του υπήρχε ένας νεκρός. Συνεχίζοντας να μιλά στα παιδιά της η γυναίκα του λέει, πως αυτό το περιστατικό ενδιαφέρει πολύ την αστυνομία, γιατί συνδέεται με υπόθεση εξιχνίασης μεγάλης σπείρας λαθρεμπόρων, γι’ αυτό οι γιατροί θα του χορηγήσουν διάφορα φάρμακα τελευταίας τεχνολογίας, που θα επιδράσουν στους εγκεφαλικούς νευρώνες, ώστε να θυμηθεί, να ξυπνήσει και να προχωρήσει η ανάκριση. Όμως επειδή υπάρχει κι ένας άλλος μάρτυρας, θα πρέπει να υπάρξει αντιπαράθεση των καταθέσεων και εξακρίβωση των στοιχείων.

Η κόρη του ανησυχεί που ο πατέρας της είναι εδώ και τρεις μέρες σε κώμα και ρωτάει αν τελικά θα γίνει καλά. Ο πατέρας της, που είχε πάρει τον ρόλο «του δημιουργού αντιπερισπασμού», την ακούει, θέλει να της πει πως είναι παρών  και  ακούει τα πάντα, όμως δεν μπορεί να κουνηθεί, μόνο τα ρουθούνια του λειτουργούν, αλλά εκεί δεν δίνει κανείς σημασία. Ο γιος ρωτάει να μάθει πώς βρέθηκε εκεί και μπλέχτηκε ο πατέρας του κι αν υπάρχει πιθανότητα να έκανε αυτός τον φόνο. Αυτό το άκουσε ο πατέρας, όμως δεν είναι σε θέση να θυμηθεί. Προς το παρόν το μόνο που θυμάται είναι, ότι τον βρήκαν αναίσθητο δίπλα σ’ έναν νεκρό. Τώρα παρακαλεί να του βάλουν αυτό το φάρμακο που ανέφερε η γυναίκα του, μήπως και μπορέσουν να ξυπνήσουν μέσα του αυτά που είχαν συμβεί και μπορεί να θυμηθεί κι αυτός τι ακριβώς είχε γίνει.

Όταν μπήκε ο γιατρός και η νοσοκόμα, που του έκανε την πρώτη δόση της ένεσης, είπαν στους δικούς του, ότι αν όλα πάνε καλά τις επόμενες μέρες θα πρέπει να ξυπνήσει. Αυτός μετά από λίγο ένιωσε ότι κάποιος νευρώνας του φαίνεται να ξύπνησε, γιατί αμέσως θυμήθηκε μια σκηνή απ’ όλη την περιπέτειά του. Θυμήθηκε πως ήταν σκυμμένος πάνω από έναν άντρα, που πάσχιζε να πάρει ανάσα, γιατί μια τομή ξεκινούσε από το στέρνο του μέχρι την ήβη του. Θυμάται επίσης πως αυτός κρατούσε ένα στιλέτο και κάποια γαμψά νύχια, του  πίεζαν το  χέρι  με τη λεπίδα προς τον αιμόφυρτο άντρα.

Σε λίγο μπήκαν κι άλλα άτομα μέσα κι άρχισαν να τον εξετάζουν, να του βάζουν σωληνάκια στη μύτη και στην τεχνητή τρύπα στο πίσω μέρος του κρανίου. Ακούει το γιατρό να λέει πως η παρεγκεφαλίτιδά του είναι πολύ πληγωμένη και ότι μπορεί να έχει επηρεασθεί η βραχυπρόθεσμη μνήμη, όμως διαπιστώνουν από τα μηχανήματα, πως ο εγκέφαλός του ανταποκρίνεται ικανοποιητικά. Τελικά όμως είπαν ότι θα ξέρουν περισσότερα μετά από την τέταρτη ή πέμπτη δόση. Ο αστυνόμος βέβαια που ήταν μαζί τους, τους παρακάλεσε να προσπαθήσουν να τον ξυπνήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Τώρα και ο ίδιος ο ασθενής καταλαβαίνει ότι αρχίζει να αλλάζει. Η αναπνοή του αποκαθίσταται, η καρδιά του λειτουργεί πιο ομαλά, όμως στο μυαλό του, του έρχονται εικόνες από την παιδική του ηλικία, όπου είχε μία διαμάχη με τον αδελφό του γιατί έπαιρνε παραπάνω πορτοκαλάδα από αυτόν.

Ξαφνικά θυμήθηκε πως ο Άραβας δεν ήρθε στην ώρα του στο ραντεβού κι «ο τσιλιαδόρος» είχε θυμώσει, γι’ αυτό πήρε να οδηγήσει το βυτιοφόρο των φρούτων, για να πάνε  να τον βρουν. Όταν έφτασαν στην είσοδο του Άραβα, τους υποδέχτηκε ένας μεγαλόσωμος άντρας, ο οποίος αφού είδε την πραμάτεια τους άφησε να περάσουν μέσα. Τους σέρβιραν αψέντι αρκετές φορές που το έπιναν μονορούφι.

Την επομένη, που ο γιατρός δοκίμασε την τρίτη δόση από την παρεγκεφαλίτιδα, τον βοήθησε να δει την εικόνα από κάτι άντρες με κοντάρια, που φορούν μαύρες στολές μ’ έναν λευκό σκελετό τυπωμένο στη φορεσιά τους και κάνουν βανδαλισμούς σε αυτοκίνητα, κάδους, βιτρίνες και στο βυτιοφόρο με τα φρούτα. Ο ασθενής θυμήθηκε πως  ήταν αστυνόμος και για να βγάζει περισσότερα χρήματα έγινε νυχτοφύλακας αρχαιοτήτων. Τώρα του έρχονται στο μυαλό όλες οι παραβάσεις και οι ανομίες που έκανε, όμως δεν πιστεύει πως διέπραξε φόνο, γιατί θα το θυμόταν, αφού δεν ξεχνιέται εύκολα κάτι τέτοιο.

Πάλι όμως το μυαλό του έρχεται στην παιδική του ηλικία και βλέπει τι παιχνίδια έφτιαχνε με τον μπαμπά του και θυμήθηκε και τη μηχανή που έφτιαχναν για να ταξιδεύουν στον χρόνο. Διαπίστωσε επίσης ότι ο εγκέφαλός του είχε την τάση ν’ απωθεί γεγονότα που τον είχαν σοκάρει, όπως ήταν με το θάνατο της μητέρας του. Θυμήθηκε επίσης, πως ο πατέρας του ήταν θλιμμένος, αλλά ήρθε μία θεία, που έγινε η καινούρια του μαμά. Ο πατέρας του επέβαλε να τη λέει μαμά και όχι θεία και τον απείλησε ότι θα  τον άφηνε νηστικό ή και έξω από το σπίτι, αν δεν το έκανε. Μάλιστα μετακόμισαν και σε καινούριο σπίτι, για να ξεχάσουν ο,τιδήποτε είχε συμβεί στο παλιό. Τον πίεσαν να ξεχάσει τη μάνα του. Όμως βυθίζεται πάλι στην παιδική του ηλικία και βλέπει τη μητέρα του τώρα, που του λέει  πως θα τον προσέχει η αδελφή της, που είναι αίμα της και θα τον αγαπά, γιατί αυτή δεν μπορεί να μείνει άλλο κοντά του, επειδή είναι άρρωστη και θα πάει στον Παράδεισο, όμως αν του λείψει δεν έχει παρά να κοιτά τη σκιά του κι εκείνη θα είναι εκεί.

Τώρα θυμάται τι ήταν εκείνο το πρόχειρο σκίτσο  και η διεύθυνση ενός σπιτιού, που του έδωσε ο πατέρας του, πριν πεθάνει. Ήταν το σπίτι όπου ζούσαν με τη μητέρα του και στο σκίτσο τα «Χ» που είχε σημειώσει ήταν τα σημεία όπου εκείνη είχε θάψει αναμνηστικά για εκείνον.

Ξαφνικά του ήρθε η εικόνα  του Άραβα,  που είχαν συναντήσει. Φορούσε μια χρυσή κελεμπία και τους υποχρέωσε να επαναλάβουν τρεις φορές το μάντρα αφοσίωσης σ’ αυτόν. Αφού έγινε αυτό τότε τους είπε πως ο έμπορος βρισκόταν στην «σκισμένη πολυκατοικία», τον φυλάνε οι έρποντες και η συμμορία των ορνίων και ότι για να τον πλησιάσουν πρέπει να προσφέρουν κάτι ζωντανό.

Την επομένη του χορήγησαν και την τέταρτη ένεση, του έκαναν και μαγνητική τομογραφία, που διαπιστώθηκε υπερδραστηριοποίηση των νευρώνων, που σημαίνει ότι η μνήμη κινητοποιείται και ότι σιγά σιγά θα επανέλθουν ομαλά οι λειτουργίες του ασθενή.

Τώρα του έρχεται στη μνήμη, πως αφού χαιρέτησαν τον Άραβα βγήκαν έξω ζαλισμένοι δεν είχαν μαζί τους τον «αλαφροΐσκιωτο» και δεν ήξεραν πού να πάνε να τον βρουν, γιατί αυτός είχε τη δεύτερη τσάντα με τα πολύτιμα αντικείμενα προς πώληση. Ο Άραβας τους είπε ότι θα βρουν τον έμπορο σε μια «σκισμένη πολυκατοικία». Μην ξέροντας πού να ψάξουν να βρουν αυτήν την πολυκατοικία, ρώτησαν κάτι κορίτσια που έκαναν πιάτσα και μία από αυτές, που την αναγνώρισε  γιατί ήταν ο πρώτος του έρωτας, τους είπε πως ήταν μία πολυκατοικία δύο τετράγωνα δυτικά από την Κατάληψη. Την έλεγαν έτσι γιατί στον παράπλευρο τοίχο του χτίσματος, κάποιοι φοιτητές της «Σχολής Καλών Τεχνών» είχαν κάνει ένα ανάλογο γκράφιτι. Επίσης τους είπε ότι στον τέταρτο όροφο αυτής της πολυκατοικίας ακούγονται ήχοι από έγχορδα όλες τις νύχτες.

Εκεί που είναι ήρεμος και μόνος ο ασθενής, νιώθει κάποιο χέρι να του σφίγγει δυνατά τον καρπό  με τα  γαμψά νύχια και να τον πονάει. Καταλαβαίνει ποια είναι από την ανάσα της, που μύριζε μέντα και μπρόκολο. Ήταν μία συνάδελφός του στην υπηρεσία αρχαιοτήτων, η οποία του είχε προτείνει συνεργασία στη λαθροχειρία και την είχε εγκαταλείψει μια νύχτα με κατεβασμένο το εσώρουχο, γιατί αισθανόταν αηδία γι’ αυτά που ζητούσε να της κάνει. Δεν ήξερε βέβαια ποιος ήταν ο σκοπός της που τον επισκέφτηκε, αλλά ίσως να σχετίζεται με εκείνη την νύχτα.  Θέλει να ουρλιάξει, αλλά δεν βγαίνει φωνή. Μόλις όμως ήρθε η νοσοκόμα αυτή εξαφανίστηκε. Του ήρθε πάλι στο μυαλό «η σκισμένη πολυκατοικία», που όταν έφτασαν έμειναν άναυδοι, γιατί ήταν τόσο ζωντανό το σχέδιο, που νόμιζαν ότι σκιζόταν το τσιμέντο. Εδώ σύχναζε ο «Σινιέ» ο έμπορος. Εκείνο όμως που κάπως αρχίζει να ξεμπερδεύει, είναι πως σε όλη του τη ζωή δεν είχε καταλάβει από πού πήγαζε η θλίψη της παιδικής του ηλικίας και η τάση του για απομόνωση και καταφυγή στη σιωπή. Επίσης δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί δεν ένιωθε εύκολα αγάπη και υποστήριζε, πως το μόνο που υπάρχει είναι το ψέμα.

Τώρα στο νοσοκομείο του κολλούν βεντούζες σ’ όλο το κρανίο με καλώδια που συνδέονται μ’ ένα «κέντρο ελέγχου». Ανατρέχει λίγο στο παρελθόν και διαπιστώνει πως δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα ήθελε, γιατί ούτε είχε πάει καλά στο καινούριο  του σχολείο, ούτε έγινε αυτό που ονειρεύτηκε, αλλά ούτε και παντρεύτηκε τη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Ψάχνει με τις αναμνήσεις του να βρει τη μητέρα που τον γέννησε, όμως δεν την βρίσκει, γιατί τον πίεσαν να την ξεχάσει και του το επέβαλαν. Του έμαθαν να θυμάται ό,τι ήθελαν αυτοί. Παραδέχτηκε βέβαια ότι τον φρόντισαν, του έκαναν αδελφό, για να ολοκληρωθεί η ευτυχία, όμως αυτοί δεν άκουσαν ποτέ τα δικά του θέλω και έχασε τη δική του φωνή και τον δικό του δρόμο.

 

Τζούλια Γκανάσου

 

Όταν πήγαν στην πολυκατοικία, είπαν πως ήθελαν να συναντήσουν τον έμπορο «Σινιέ» και τους άφησαν να μπουν. Στον δεύτερο όροφο αντίκρισαν αλλόκοτα πλάσματα, που χρησιμοποιούσαν σύριγγες, σκόνες και παραισθησιογόνες ουσίες. Ακούστηκε ένα σφύριγμα και αμέτρητα σώματα σύρθηκαν προς το μέρος τους. Οι έρποντες τους περικύκλωναν. Από εκεί θυμάται, πως τους οδήγησαν σ’ ένα σημείο όπου ένας νάνος τους έχωσε από μία βελόνα στις φλέβες τους και άφησε να ρέει το αίμα τους σε διάφανες φιάλες. Η προφητεία του Άραβα άρχισε να εκπληρώνεται, είχαν προσφέρει κάτι ζωντανό, το αίμα τους. Στον τρίτο όροφο βρέθηκαν μπροστά σε ρακένδυτους, οι οποίοι ήταν γύρω από φωτιές. Κάτι μεγαλόσωμοι άντρες τους οδήγησαν πίσω από ένα παραβάν και τους έδωσαν ένα κυπελάκι να το γεμίσουν με σπέρμα. Κατόπιν πήγαν στον τέταρτο όροφο όπου ακουγόταν μουσική. Υπήρχε κοσμοπλημμύρα, απ’ όλες τις ηλικίες, τα φύλα και τις φυλές. Εκεί έμαθαν πως ο «Σινιέ» ήταν απλά ένας μεσάζων και δεν ήταν ο έμπορος.  Ο «τσιλιαδόρος» τον πίεσε να τους πάει στον έμπορο. Προχωρώντας προς τα μέσα είδαν μια γυναίκα  πάνω σε φορείο με μια τομή στην κοιλιά και μια έφηβη που τη συνόδευε έκλαιγε. Κατάλαβαν ότι υπήρχαν κι άλλοι, που έδιναν εκεί κάποια όργανά τους έναντι αμοιβής, που κι αυτοί με τη σειρά τους τα ακριβοπουλούσαν, γιατί κυριαρχούσε ένα λυγμικό μανιφέστο σ’ αυτόν τον χώρο και ίσως αυτό ήθελαν να καλύψουν τα έγχορδα που έπαιζαν νυχθημερόν.

Τώρα θυμάται καθαρά πως ο αιμόφυρτος άντρας μπροστά στα πόδια του είναι ο «τσιλιαδόρος» και του έρχονται δάκρυα στα μάτια. Οι γιατροί είπαν πως το μηχάνημα, που του έβαλαν με τις βεντούζες στο κεφάλι κατέγραψε έντονη λειτουργία της μνήμης και θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει, γι’ αυτό αν δεν ανακτήσει επαφή μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες θα πρέπει να αποφασίσει η οικογένεια αν θα θελήσει να αυξηθεί το φάρμακο, γιατί ενδέχεται να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις. Ο Νόμος προστάζει. Τελείωσε το χρονικό διάστημα χάριτος. Αν αυξηθεί η δόση του φαρμάκου, θα παραμείνει στο νοσοκομείο, διαφορετικά θα κριθεί ένοχος, θα τεθεί υπό κράτηση, μέχρι αποδείξεως του εναντίου και θα πάει στο νοσοκομείο της φυλακής. Ο θεράπων ιατρός τους είπε με την αυξημένη δόση θα επιστρέψει στη ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν το κόστος, κατά πόσον και πού θα είναι οι βλάβες στον οργανισμό του, που θα επιφέρει το φάρμακο.

Ο ασθενής όλα τα άκουσε, οπότε πρέπει τώρα να θυμηθεί ένα προς ένα όλα τα γεγονότα από την αρχή, για να αποφασίσει και αυτός αν πρέπει να επιστρέψει ή όχι. Θυμάται πως ήταν σε νυχτερινή βάρδια φύλακας αρχαιοτήτων. Εκείνη την ώρα στον αρχαιολογικό χώρο δεν υπήρχαν κάμερες, αλλά και οι συνάδελφοί του ήταν απασχολημένοι, γιατί έπιναν αλκοόλ με αντισταμινικό που είχε ρίξει αυτός, αλλά είχε φροντίσει να τους εφοδιάσει και με καινούρια περιοδικά πορνό. Θυμήθηκε πως ο «τσιλιαδόρος», πριν μπουν στην πολυκατοικία τους είχε δώσει ένα χάπι κόκκινο που είχε σχήμα ρόμβου, τους είχε δημιουργήσει μια έντονη έξαψη, μαζί με οργή. Κυριαρχούσε η πεποίθηση πως ήταν άτρωτοι και θα εξασφάλιζαν αληθινή εξουσία, κύρος κι ελευθερία. Εννοείται ότι δεν λήστευαν ανθρώπους, αλλά ασχολούνταν με παλιά άχρηστα είδη, για τα οποία δεν νοιαζόταν κανείς. Η χώρα είναι γεμάτη με ασυντήρητα, αχαρτογράφητα, μεταχειρισμένα αντικείμενα, που περισσεύουν. Μόνο οι αγοραστές δίνουν σ’ αυτά την προσοχή, που αξίζουν. Δεν εύρισκαν, πού ήταν το κακό σ’ αυτό που έκαναν, γι’ αυτό δεν ένιωθαν καμία ενοχή.

Ο μεγαλέμπορος, γνωστός και ως «Αρχηγός», ήταν ψηλός και ανέκφραστος. Ο «τσιλιαδόρος» τον πλησίασε και παρέθεσε τους όρους συνεργασίας, που είχαν κάνει με τον «Σινιέ». Ο «Αρχηγός» εξέτασε την τσάντα και ο «τσιλιαδόρος» του είπε πως υπήρχε και μία δεύτερη τσάντα, που θα την παρέδιδαν, αφού θα είχαν πληρωθεί και θα βρίσκονταν έξω σώοι και αβλαβείς και ότι αν δεν βρίσκονταν έξω σε μία ώρα θα αντιδρούσαν οι υπεύθυνοι της Κατάληψης. Ο «Αρχηγός» έκανε καλή προσφορά και τους είπε πως θα βρίσκονταν με τα χρήματα δικοί του άνθρωποι στο βυτιοφόρο με τα φρούτα, σε μία ώρα, δίπλα στο δασύλλιο. Όταν έφευγαν και φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο διαπίστωσαν ότι «ο τσιλιαδόρος» είχε χαθεί.

Ξαφνικά νιώθει στον καρπό του κάτι γαμψά νύχια. Αντιλαμβάνεται πως είναι η συνάδελφός του, αυτή που ήθελε να συνεργαστούν και της αρνήθηκε. Σκύβει στο αυτί του και τον απειλεί λέγοντάς του, ότι αν συνέλθει να μην μαρτυρήσει για τον «Αρχηγό» και να μην πει τίποτα για την πολυκατοικία, γιατί αφ’ ενός θα υπάρξουν συνέπειες στην οικογένειά του, αλλά από τη στιγμή, που έχει αφήσει εκεί το αίμα του και το σπέρμα του, είναι συνεργός.

Ακούει και τους δικούς του που έχουν έρθει να κάνουν οικογενειακό συμβούλιο, για να αποφασίσουν για εκείνον, αν θα του χορηγηθεί η ενισχυμένη δόση. Προσπαθεί να τους πει να μην δεχτούν την ενισχυμένη δόση, όμως τα μόνα που μπορεί να κουνήσει είναι τα ρουθούνια του και κανείς δεν τα προσέχει. Επομένως αποφασίζει ο ίδιος να κατασκευάσει τη δική του εκδοχή, που θα είναι η μισή αλήθεια, για εκείνη τη νύχτα. Θα πει μεν την αλήθεια σε μικρές δόσεις με περιτύλιγμα και θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα παράλληλο ενδεχόμενο σαν αντιπερισπασμό. Θα υπερασπιστεί με πάθος το κατασκεύασμά του μέχρι την τελευταία στιγμή.

Τώρα θυμάται πως «ο τσιλιαδόρος», μιλούσε με τον «Μάγειρα» στον τέταρτο όροφο ευρισκόμενος σε κατάσταση έκστασης κι ενώ τον τράβαγαν να φύγουν, αυτός δεν έφευγε, παρά τους έλεγε ότι είχε βρει τον τρόπο να μπουν στ’ αληθινά κόλπα και στα μεγάλα κέρδη. Πήρε το μάτι του ανάμεσα στον όχλο που υπήρχε τη συνάδελφό του και τον διευθυντή του Μουσείου.  Μέσα στην έκστασή του «ο τσιλιαδόρος» είχε πάρει πληροφορίες πόσο πήγαιναν τ’ ανθρώπινα όργανα κι άρχισε να τους λέει κάτι αστρονομικά νούμερα για καρδιές πεντακόσιες χιλιάδες και για καθαρό συκώτι, εκατό πενήντα χιλιάδες μέχρι και πόσο πάει το τετραγωνικό εκατοστό του δέρματος. Τους έλεγε ότι αυτά διαπραγματευόταν αυτή τη στιγμή και ότι αν κατάφερναν να τους φέρουν ανθρώπινα όργανα θα έπαιρναν ποσοστά. Τους εξήγησε ότι σ’ αυτήν την πολυκατοικία κάνουν «Μεταμοσχευτικό Τουρισμό» δηλαδή πηγαίνουν άνθρωποι εκεί, που τους επιτρέπουν να τους πάρουν κάποια όργανα αντί χρημάτων κι αυτοί τροφοδοτούν τις κλινικές και τα παίρνουν χοντρά. Του ήρθε αμέσως στο μυαλό η κοιλιακή χώρα του «τσιλιαδόρου», που ήταν ανοιχτή, όταν τον πέταξαν στα πόδια του κι αιμορραγούσε.  Δεν ήξερε αν έλειπαν όργανα από τον νεκρό. Ήταν υπό την επήρεια μέθης, εκείνη τη στιγμή και  σκέφτηκε να το επικαλεστεί και να προσθέσει, ότι τελούσε υπό την επήρεια ποικίλων παραπλανητικών ουσιών.

Έγινε το οικογενειακό συμβούλιο και αποφάσισαν να γίνει η ενισχυμένη ένεση. Πήγαν και τα εγγονάκια του να τον επισκεφτούν και του πήγαν μπαλόνια, που όταν τα’ άφησαν από τα χέρια τους καρφώθηκαν στο ταβάνι.  Ήρθε και η νοσοκόμα και του έβαλε την ένεση μες στο κρανίο του.

Με την ένεση αυτή αμέσως θυμήθηκε, πως στο βυτιοφόρο με τα φρούτα έφτασε και ο συνεργάτης του «Αρχηγού» και δίπλα του ήταν η συνάδελφός του από το Μουσείο. Ο συνεργάτης ζητά τη δεύτερη τσάντα με την πραμάτεια. Τα λεφτά βρίσκονταν μες στον χαρτοφύλακα. Ξαφνικά φτάνει μία μηχανή πολλών κυβικών και ο οδηγός παρατά μπρος στα πόδια τους ένα αιμόφυρτο πτώμα, και καβαλώντας τη μηχανή γίνεται καπνός. Ο συνεργάτης του Αρχηγού αποχωρεί με τον χαρτοφύλακα, το ίδιο και ο αλαφροΐσκιωτος και η δεύτερη τσάντα με την πραμάτεια παραμένει στο πεζοδρόμιο.  Αυτός  αναγνώρισε πως το πτώμα ήταν «ο τσιλιαδόρος» κι έσκυψε πάνω του να δει αν αναπνέει. Εκείνη τη στιγμή η συνάδελφός του, που δεν είχε φύγει τον διατάζει να πάρει το στιλέτο, που εξείχε από την τσέπη του «τσιλιαδόρου», απειλώντας τον με όπλο. Του δίνει διαταγή να χώσει το στιλέτο μέσα στην τομή, και να σπρώξει τη λεπίδα όσο πιο βαθιά γίνεται και να την στρίψει. Του είπε ότι ο «Αρχηγός δεν έδωσε διαταγή να τον σκοτώσουν τον «τσιλιαδόρο», οπότε θα το κάνει αυτός τώρα. Ξαφνικά εμφανίστηκαν πέντε σκελετοί κι άρχισαν να χτυπούν το βυτιοφόρο. Αυτός προσποιήθηκε πως βυθίζει το στιλέτο και διέκρινε πως τα ρούχα του «τσιλιαδόρου» ήταν σκισμένα και πως το δέρμα του στην πλάτη ήταν γδαρμένο. Τότε δέχτηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στο κεφάλι κι έπεσε πάνω στο πτώμα ενώ η συνάδελφος μάζεψε όλη τη λεία και το έσκασε.

Εκείνη τη στιγμή του ήρθε πάλι μπροστά του η μάνα του και σ’ εκείνη αφηγήθηκε, πώς πραγματικά έγιναν τα γεγονότα, ότι τον «τσιλιαδόρο» δεν τον σκότωσε αυτός, γιατί η τομή ήταν ήδη ανοιχτή, όταν τον έφεραν στα πόδια του και πως ο ίδιος «ο τσιλιαδόρος» του είπε πως το έκανε ο «Μάγειρας» από την «σκισμένη πολυκατοικία» και τότε ξεψύχησε. Δεν ξέρει ποιος τον χτύπησε στο κεφάλι, υποψιάζεται όμως την συνάδελφό του, πως τον χτύπησε με το όπλο που κρατούσε.

Ξαναφέρνει τη μητέρα του στο νου του. Ακούει να λέει η μητέρα του ότι  θέλει να ζήσει ο  γιος της και να έχει μια υπέροχη ζωή και ότι τον αγαπάει μέχρι το άπειρο. Εκείνος επιθυμεί να δει το βλέμμα της μάνας του, για να το πάρει μαζί του, μέσα στη μνήμη του, γιατί μ’ αυτό θ’ αποκτήσει υπόσταση,  δύναμη, σθένος, πυγμή και κανείς δεν πρόκειται να του πάρει αυτό το βλέμμα. Ξαφνικά βλέπει το βλέμμα της μάνας του, οπότε αρχίζει να θέλει να ξυπνήσει και να ζήσει. Αναγνωρίζει αυτά τα μάτια γιατί τα έχει και η μικρή εγγονή του. Θέλει να ζήσει, γιατί προτιμά να ηττάται μα να βλέπει ουρανό κάθε πρωί. Υπόσχεται να μιλά στη σκιά του κι ας μην  την βλέπει.

Τελικά αποχαιρετά τη μητέρα του, βγαίνει πια από τη μήτρα. Προτιμά τα πράσινα μπαλόνια που είναι στο ταβάνι και τα έχουν φέρει τα εγγόνια του, του αρέσουν πολύ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top