Fractal

Εγκαταλείποντας τις πατριαρχικές παραδόσεις της Κιργιζίας για χάρη των αντίστοιχων σοβιετικών

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ, «Τζαμιλιά». Μετάφραση από τα ρωσικά: Αντρέας Σαραντόπουλος. Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος. 2018, Αθήνα

 

Γεννημένος στα 1928, στην πεδιάδα του ποταμού Ταλάς στην Κιργιζία, ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ, μεγάλωσε με την πολιτισμική παράδοση των προγόνων του, τους θρύλους, τις παραδόσεις, τα παραμύθια και τους αγώνες των ανθρώπων της Κιργιζίας για την ανεξαρτησία τους. Αργότερα, στη μετέπειτα πορεία του, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, η παιδική του ηλικία τον σημάδεψε δεόντως, αφού ‘…η παιδική ηλικία είναι ο πυρήνας της αυριανής προσωπικότητας του ανθρώπου…’. Τότε είπε,  ‘… μαθαίνεις πραγματικά τη μητρική γλώσσα, γεννιέται η αίσθηση της επαφής σου με το στενό περιβάλλον, με τη φύση και τον εθνικό πολιτισμό…’. Έφηβος ων, ο συγγραφέας Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ,  έζησε τις φοβερές μέρες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, τους άθλους του λαού του, τα πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα, καταστάσεις που τον οδήγησαν στην απόφαση να γίνει συγγραφέας. Αργότερα, στα 1956, παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα λογοτεχνίας στη Μόσχα, ενώ παράλληλα δοκίμαζε την ικανότητά του σαν μεταφραστής και δημοσιογράφος. Τα πρώτα του, όμως,  διηγήματα δημοσιεύτηκαν στα 1952. Το σύνολο του έργου του Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ, βασίστηκε σε δύο πυλώνες. Από τη μια μεριά βρισκόταν η εθνική παράδοση της Κιργιζίας, και από την άλλη η κλασσική ρωσική και φυσικά η σύγχρονη σοβιετική λογοτεχνία που ανέτειλε στον ορίζοντα ελπιδοφόρα. Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ (1928-2008), στην πραγματικότητα, υπήρξε συγγραφέας στοχαστής, ουμανιστής, ένθερμος αγωνιστής της καινούργιας κομμουνιστικής κοινωνίας η οποία διαμορφωνόταν με την πάροδο των δεκαετιών στο ιστορικό τεραίν του εικοστού αιώνα.

Η ‘Τζαμιλιά’ εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958, στο 8ο φύλλο της ρωσικής μηνιαίας λογοτεχνικής επιθεώρησης Νόβι Μιρ  (Novyj Mir). Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε επίσης με τον τίτλο ‘Melody’ στο 10ο τεύχος του Ala-Too, στη γλώσσα της Κιργιζίας. Το 1959, η ιστορία εκδόθηκε σε βιβλίο στη Μόσχα στη ρωσική γλώσσα και στο Μπίσκεκ, στη γλώσσα της Κιργιζίας  με τους ίδιους τίτλους. Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι η πόλη Μπίσκεκ  στα 1926, έγινε πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος Αυτόνομου Σοβιετικού Κράτους της Κιργιζίας και μετονομάστηκε σε Φρούνζε, προς τιμή του Μιχαήλ Φρούνζε, ο οποίος ήταν ένας από τους  κοντινότερους συνεργάτες του Λένιν που γεννήθηκε στην πόλη αυτή και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ρωσική Επανάσταση. Φυσικά αργότερα άλλαξαν όλα! Στις 5 Φεβρουαρίου 1991, η πόλη μετονομάστηκε σε Μπίσκεκ και, λίγους μήνες αργότερα, η Κιργιζία έγινε ανεξάρτητη χώρα έπειτα από τη διάλυση της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Σοβιετικής Ένωσης. Τα έργα του Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ, λοιπόν, στη Κιργιζία δημοσιεύθηκαν στο Φρούνζε, σε τρεις τόμους το 1982 και το 1983. Ο τίτλος της ιστορίας μας σε αυτούς τους τόμους εμφανίζεται ως ‘Τζαμιλιά’, παρά ως ‘Melody’. Η μετάφραση της ‘Τζαμιλιά’ από τον γνωστό για τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, Γάλλο Λουί Αραγκόν,  στα γαλλικά, το 1959, έκανε τον Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ γνωστό και εκτός των ορίων της Σοβιετικής Ένωσης, και το συγκεκριμένο έργο  διαθέσιμο σε ένα πολλαπλάσια ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.  Εκτός από το γεγονός ότι αποτέλεσε αντικείμενο πολλών ανασκοπήσεων, η Τζαμιλιά εκτελέστηκε ως όπερα της Κιργιζίας το 1961, ενώ αποτέλεσε αντικείμενο τουλάχιστον μιας κινηματογραφικής ταινίας.

 

Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ (1928-2008).

 

Η ‘Τζαμιλιά’ είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Ανοίγει με τον αφηγητή Σεΐτ που βλέπει  έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει την εποχή εκείνη κατά την οποία ένα συγγενικό του πρόσωπο, η Τζαμιλιά και ο Ντανιγιάρ, ένας ξένος στην περιοχή τους, ερωτεύτηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό.  ‘Να ’μαι ξανά μπροστά σε τούτο το μικρό πίνακα με την απλή κορνίζα! Αύριο το πρωί θα πάω στο χωριό, και κοιτάζω τον πίνακα πολλή ώρα και με προσοχή μεγάλη, λες κι’ αυτός θα μπορούσε να μου ευχηθεί καλό ταξίδι…’.

Ο Σεΐτ αναπολεί και υπενθυμίζει στον εαυτό του και τους αναγνώστες ετούτου του βιβλίου, το καλοκαίρι του 1943, το οποίο σημαδεύτηκε από την απώλεια και των δύο φίλων του. Από τη μια πλευρά φεύγοντας από το χωριό, βλέπει τον επερχόμενο κοινωνικό μετασχηματισμό που είχε αναγκάσει την Τζαμιλιά να αφήσει τα πάντα πίσω της, και  από την άλλη πλευρά, βλέπει ταυτόχρονα την νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν, η οποία ωστόσο, είναι αμφίθυμη. Από τη μια πλευρά, αγκαλιάζει τον ουρανό που ο Ντανιγιάρ είχε δρομολογήσει και διαμορφώσει για την Τζαμιλιά, ενώ από την άλλη βρίσκεται η καθημερινή κόλαση που αφορούσε τις κουραστικές βάρδιες σε ασφυκτικές συνθήκες εργασίας χωρίς την όποια προσφυγή και  δυνατότητα στις ατομικές ελευθερίες που τόσο πολύ αγάπησε, όπως είδαμε στη συνέχεια,  η Τζαμιλιά. Λόγω του πολέμου, μόνο τα ηλικιωμένα άτομα, τα άτομα με αναπηρία και τα παιδιά στο χωριό του Σεΐτ παραμένουν στο συλλογικό κρατικό αγρόκτημα. Ο Ντανιγιάρ,  νεολαίος από την ευρύτερη περιοχή της Κιργιζίας και του Καζακστάν, που πρόσφατα αποστρατεύτηκε εξαιτίας ενός τραύματος στο πόδι του και ο Σεΐτ, έχουν την εντολή να βοηθήσουν την Τζαμιλιά και να την  προστατεύσουν από τις πολλαπλές παρενοχλήσεις των αρσενικών.  Ο Ντανιγιάρ είναι ένας αγέλαστος, σκυθρωπός   και μοναχικός άνθρωπος, ο οποίος ζει έξω από το χωριό, κοντά στο αλώνι, κι’ αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους Σεΐτ και Τζαμιλιά, οι οποίοι  είναι πολύ χαρούμενοι και ζουν σε μια πολυμελή οικογένεια μέσα στο χωριό.  Η Τζαμιλιά, της οποίας ο Σαντίκ, ο σύζυγός της, βρίσκεται στο μέτωπο, είναι υποχρεωμένη αφού αυτό της έχει ανατεθεί, να μεταφέρει τους σάκους των σιτηρών από το αλώνι στο σιδηροδρομικό σταθμό. Σε μια δεδομένη στιγμή, οι Σεΐτ και Τζαμιλιά, για να διασκεδάσουν, αποφασίζουν να παίξουν με τον Ντανιγιάρ, φορτώνοντας ένα  ασήκωτο σακί σιτηρών στο κάρο του. Προς έκπληξή τους, όταν φτάνουν στο σταθμό, βρίσκουν ότι ο Ντανιγιάρ ανεβάζει το σακί  έστω και δύσκολα, λόγω του τραυματισμένου σκέλους του, στο σημείο παραλαβής, παρά τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις της Τζαμιλιά, γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού του βρίσκεται η σοβαρή εθνική υπόθεση της σωτηρίας και της επιβίωσης των ηλικιωμένων και των στρατιωτών. Με τη γενναία αυτή συμπεριφορά του Ντανιγιάρ, εκείνος κερδίζει τον σεβασμό των φίλων του.  Η Τζαμιλιά αρέσκεται να τραγουδάει, ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που τραγουδούν οι μουσουλμάνες γυναίκες του χωριού  της, όταν διασχίζουν τη διαδρομή κατά μήκος της στέπας, μεταξύ του χωριού και του σιδηροδρομικού σταθμού. Κάποια στιγμή εκείνη ζητά εντελώς τυχαία από  τον Ντανιγιάρ να τραγουδήσει ότι τραγούδι εκείνος ξέρει. Ο Ντανιγιάρ δέχεται και, πολύ σύντομα, η ένταση της φωνής του αυξάνεται βαθμιαία, ενώ η δύναμη και η ομορφιά του τραγουδιού του  διαπερνούν τη σιωπή της στέπας, εκπλήσσοντας ανέλπιστα και ευχάριστα τους συντρόφους του:

‘Βουνά μου γαλανόλευκα/γη των προγόνων μου ιερή!/Βουνά μου γαλανόλευκα/λίκνο  της πρώτης μου ζωής…’

Το περιεχόμενο και η απόδοση των τραγουδιών του, που παραπέμπουν στους λαούς της ευρύτερης περιοχής, προκαλούν βαθιές αλλαγές τόσο στον Σεΐτ όσο και στην Τζαμιλιά. Μετά από εκείνο το βράδυ, η Τζαμιλιά και ο Ντανιγιάρ  είναι συγκλονισμένοι από την αγάπη μεταξύ τους, με την κατάστασή τους να εξελίσσεται σε  απελπιστική αφού εκείνη ήταν παντρεμένη. Και δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, οι παντρεμένες γυναίκες δεν πρέπει να αγαπούν κανένα άλλο άτομο παρά μόνο τους συζύγους τους, ζητά να μην της ανατεθεί άλλο από τον υπεύθυνο η συνεργασία της με τον Ντανιγιάρ.  Η αγνή αγάπη που σιγοκαίει ολοένα και περισσότερο τους δύο, αρχίζει να επηρεάζει και τον Σεΐτ, ο οποίος πλέον αρχίζει να μη μισεί  τον Ντανιγιάρ για την αγάπη του προς την  Τζαμιλιά, ενώ την ίδια στιγμή  αισθάνεται υποχρεωμένος να τους ζωγραφίζει σε μια στιγμή τρυφερότητας. Περιττό να πούμε ότι η πρώτη ζωγραφική του απόπειρα στερείται των πραγματικών δυνατοτήτων του καλλιτέχνη, ειδικά όταν πρόκειται για την επιλογή των χρωμάτων.  Παρ’ όλα αυτά, η Τζαμιλιά κρατάει τη ζωγραφιά στη βαλίτσα της ως αναμνηστικό, ενώ για τον Σεΐτ,  η απόπειρα αυτή δρομολογεί  την άνθησή του   ως καλλιτέχνη. Την επόμενη μέρα, στο σταθμό φόρτωσης, ένας συμπατριώτης πληροφορεί την Τζαμιλιά  ότι ο Σαντίκ  θα εγκαταλείψει σύντομα το νοσοκομείο του Σαράτοφ  όπου νοσηλεύεται και θα επιστρέψει για ένα διάστημα στο σπίτι του στο χωριό. Για το γάμο τους λέγονταν στο χωριό διάφορα πράγματα. ‘…Άλλοι έλεγαν πως παντρεύτηκαν από έρωτα. Μα, όπως και να ’ναι, έζησαν μαζί μόνο τέσσερις μήνες…’, γιατί μόλις άρχισε ο πόλεμος εκείνος έφυγε για το μέτωπο. Οι ηλικιωμένοι του χωριού, την ίδια στιγμή,  ήταν ξεκάθαροι στις απόψεις τους για τον Ντανιγιάρ και το μέλλον του. ‘… Να, θα τσακίσουμε, που λες, πρώτα ο θεός, το Γερμανό, θα ζήσουμε ειρηνικά, κι’ εσύ όπως και οι άλλοι, θα φτιάξεις οικογένεια, θα βγαίνει κουβάρια ο καπνός πάνω απ’ το τζάκι σου’!

Ο Σεΐτ, γυρίζει στο σπίτι του, ενώ ο Ντανιγιάρ και η Τζαμιλιά συναντώνται ξανά στο αλώνι, κι εκείνη τού εκμυστηρεύεται ότι  είχε ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τον Σαντίκ προ πολλού.  Ακούγοντας τα νέα, ο  Σεΐτ, εμπνέεται για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά, όμως, βλέπει την αγάπη ως κάτι τρυφερό και υπέροχο, αλλά ταυτόχρονα σαν κάτι που βρίσκεται πέρα ​​από τον έλεγχο του ανθρώπου.  Η δύναμη της αγάπης δείχνει να τον ενθουσιάζει και να τον εμπνέει καλλιτεχνικά ακόμα περισσότερο. Στη συνέχεια, ένα απόγευμα, ο Ντανιγιάρ και η Τζαμιλιά εγκαταλείπουν το χωριό. Ο πίνακας  του Σεΐτ, του περασμένου καλοκαιριού έρχεται στο φως, ενοχλώντας τον Σαντίκ, ο οποίος σκίζει τη ζωγραφιά σε κομμάτια και αποκαλεί τον Σεΐτ, προδότη. Αισθανόμενος τις ίδιες συστολές που είχαν κάνει την Τζαμιλιά να φύγει από το χωριό, ο Σεΐτ  βγαίνει από το καταθλιπτικό χωριό του για να αναζητήσει νέα και κατάλληλα χρώματα για τη ζωγραφική του. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να κατανοήσει την εμπειρία του χωριού, εισέρχεται σε σχολή εικαστικών τεχνών και, στη συνέχεια, στην Ακαδημία. Τέλος, για τη λήψη του πτυχίου του,  ζωγραφίζει την φθινοπωρινή ημέρα, όταν η Τζαμιλιά και ο Ντανιγιάρ είχαν εγκαταλείψει το χωριό, κατευθυνόμενοι προς αυτό που είχε φανεί στον Σεΐτ  να είναι ένας μεγαλύτερος και λιγότερο διακριτικός κόσμος.

Η ‘Τζαμιλιά’  ενσωματώνει ορισμένες εθνικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις στην Κιργιζία. Σε εθνικό τώρα επίπεδο, προσπάθησε  να ανυψώσει τη σοβιετική ταυτότητα υπεράνω της αντίστοιχης της Κιργιζίας, με την υποβάθμιση μερικών από τις βασικές αξίες της κοινωνίας της τελευταίας, τουτέστιν, το σεβασμό για τους ηλικιωμένους, τον σύζυγο και την τιμή της φυλής. Το γεγονός και μόνο ότι οι ανησυχίες αυτές εγέρθηκαν  όσο βρισκόταν σε εξέλιξη ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σε καμία περίπτωση δεν αλλάζει την υπόσταση του λαού της Κιργιζίας που ενεπλάκη σε αυτόν, ή την αιώνια φύση της ζωντανής δύναμης που τους οδηγούσε και τότε  στην πορεία της ιστορίας τους. Σε κοινωνικό επίπεδο, τώρα, η ‘Τζαμιλιά’ περιγράφει την παραδοσιακή οικογένεια της Κιργιζίας που βρίσκεται, όμως, σε ένα μεταβατικό στάδιο. Είναι προφανές ότι, παρά την αναγκαστική προσπάθεια αλλαγής των Κιργιζίων εκ μέρους των σοβιετικών, η ζωή στη δημοκρατία ελάχιστα είχε αλλάξει. Κάποιες μουσουλμανικές συνήθειες βρίσκονταν σε ισχύ, ειδικά εκείνη σύμφωνα με την οποία ο αδελφός ενός αποθανόντος συζύγου ήταν υποχρεωμένος να παντρευτεί τη χήρα του, στοιχείο που στην ουσία και στην πραγματικότητα σημαίνει ότι εξακολουθούσε να εφαρμόζεται η διγαμία. Ο Σαντίκ, σύζυγος της Τζαμιλιά, ενσαρκώνει προφανώς την μακραίωνα παράδοση του χωριού. Δεν αντιμετωπίζει την Τζαμιλιά ως μια συγκεκριμένη γυναίκα που αγαπά, αλλά ως γυναίκα που κατέχει και  αποτελεί αποκλειστική περιουσία του. Σε γενικές γραμμές μιμείται στις συνήθειες τον πατέρα του και τους κατοίκους  του χωριού. Αλλά κι’ άλλοι, ειδικά ο Οσμάν, μοιράζονται την καλά διαρθρωμένη περιφρόνηση του Σαντίκ  για τις γυναίκες. Αυτό που κάνει τον Οσμάν, όμως,  υποκριτή και σοβινιστή είναι ότι προσπαθεί να αποπλανήσει την Τζαμιλιά, και μάλιστα  ενώπιον άλλων.  Η συμβολική διάσπαση της οικογένειας μετά την αναχώρηση των νέων για το πολεμικό μέτωπο αποκαλύπτει όμως περισσότερο τις ελπίδες του συγγραφέα της ‘Τζαμιλιά’ και των άλλων για μια πραγματική σοβιετική επανάσταση μέσα στην παραδοσιακή ζωή της Κιργιζίας.

 

Σειρά γραμματοσήμων της Κιργιζίας με θέμα τον Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ και την ‘Τζαμιλιά’ του.

 

Στο επίπεδο της ιδεολογίας, η ‘Τζαμιλιά’  είναι κάπως πιο περίπλοκη. Εδώ, ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοβ χρησιμοποιεί τις τέχνες, ειδικά τη μουσική και τη ζωγραφική, ως μέσα για την ανάπτυξη της πεποίθησής του ότι ο σοβιετικός πολιτισμός είναι συμβατός με τον φυλετικό κώδικα που ακούει στο όνομα ‘adat’. Ο τελευταίος είναι  γενικός όρος που προέρχεται από την αραβική γλώσσα και χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας ποικιλίας τοπικών συνήθων πρακτικών και παραδόσεων, όπως αυτές που παρατηρούνται στις μουσουλμανικές κοινότητες στον Βόρειο Καύκασο, την Κεντρική Ασία και τη Νοτιοανατολική Ασία. Επίσης, περιλαμβάνει το σύνολο των τοπικών και παραδοσιακών νόμων και συστημάτων επίλυσης διαφορών με τους οποίους ρυθμίζεται η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Και ακόμα οι παραδόσεις της Κεντρικής Ασίας, όπως η μουσική, φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν εδώ απ’ τον συγγραφέα για την προώθηση του νέου σοβιετικού τρόπου ζωής που ανέτειλε ελπιδοφόρα στον παγκόσμιο ορίζοντα. Υποστηρίζει επίσης ότι η αγάπη μπορεί να χρησιμεύσει ως καταλύτης για να ενώσει τον άνθρωπο, τη γυναίκα και τη φύση μέσω των τεχνών. Μετά την σοβιετική ειδικά επανάσταση, κάτι άρχιζε να αλλάζει στην πολιτιστική παράμετρο και των επιμέρους Δημοκρατιών, όπως για παράδειγμα στα τραγούδια και το  περιεχόμενό τους, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αντικατοπτρίζεται η συγχώνευση όλων των λαών κάτω από ένα ενιαίο κέντρο και διευθυντήριο. Έτσι ήρθαν στο προσκήνιο τραγούδια που αφορούσαν την καταπίεση των γυναικών και την ανάγκη ανατροπής των επιταγών του ισχύοντος δόγματος, ενώ ξεκίνησε η διαδικασία προτροπής της νεολαίας του χωριού ώστε να ενστερνισθεί τον καινούργιο, σοβιετικό τρόπο ζωής. Ενσωματώθηκαν, έτσι, στοιχεία στη μουσική τους που αύξησαν σε μεγάλο βαθμό την ταξική συνείδηση ​​μεταξύ των εργαζομένων.

Ο Ντανιγιάρ, διαδραματίζει τον  ρόλο του πολύ καλά. Ο κύριος στόχος του ήταν να εμπνεύσει τους άλλους να υποβληθούν πρόθυμα σε μια απόλυτη πολιτισμική και πολιτική μεταμόρφωση. Τα διάφορα άτομα, βεβαίως,  απάντησαν διαφορετικά σε αυτή την  πρόκληση. Μερικοί, όπως η Τζαμιλιά, την χρησιμοποίησαν ως μέσο για να ξεφύγουν από το βαρετό παρελθόν τους,  ενώ άλλοι, όπως ο Σεΐτ  είδαν καινούργιες καλλιτεχνικές  προοπτικές να ανοίγονται μπροστά τους. Αυτή η τελευταία ομάδα συνέχισε στην πορεία του σοβιετικού μετασχηματισμού μέχρι να γίνουν οι ίδιοι συνεχιστές της μεγαλεπήβολης προσπάθειας. Στην περίπτωση του  Σεΐτ, αυτός έγινε ένας εικαστικός ζωγράφος με καλή κατανόηση των χρωμάτων που χρησιμοποιούσε. Η αρχική παράγραφος του  βιβλίου ετούτου, μαρτυρεί την εσωτερική φώτιση του  Σεΐτ. Η πρόθεσή του να δώσει στο χωριό του αυτό που του έδωσε με τον τρόπο του  ο Ντανιγιάρ,  επιβεβαιώνει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της συμβολής και καθοδήγησης του Ντανιγιάρ. Επιλύει επίσης το αίνιγμα και το ερώτημα το οποίο αντιμετωπίζει ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση της πρώτης παραγράφου.

Η αγάπη, ωστόσο, παραμένει πάντοτε μέσα στον πυρήνα της εν λόγω ιστορίας. Ήταν μέσα από την αγάπη που η Τζαμιλιά ανακάλυψε κάτι θαυμάσιο στο Ντανιγιάρ, κάτι που ήταν η επιθυμία της να βρεθεί σε έναν άνδρα, να πάρει κάτι  το οποίο ο Σαντίκ δεν κατάφερε ποτέ να της δώσει.  Στον Ντανιγιάρ βρήκε εσωτερική δύναμη, συμπόνια και αγάπη, σε αντίθεση με τον Σαντίκ από τον οποίο ελάμβανε μόνο ένα σημείωμα τυποποιημένων ευχαριστιών στο τέλος των επιστολών του που έστελνε στο σπίτι το χρονικό διάστημα που βρισκόταν στο μέτωπο. Από τα τραγούδια του, τις πράξεις του, και αργότερα απ’ τα λόγια του, ήξερε ότι ο Ντανιγιάρ την αγάπησε τόσο απλά όσο τον αγάπησε εκείνη. Την αποκαλούσε χρησιμοποιώντας κάθε αγαπητό όνομα του Καζακστάν και της Κιργιζίας, αλλά ακόμα και όταν δεν έκαναν συζήτηση, επικοινωνούσαν με τη γλώσσα της αγάπης, μια γλώσσα που δεν απαιτούσε λόγια. Η αγάπη που αναπτύχθηκε μεταξύ τους και η οποία τελικά τους σημάδεψε,  είχε τεράστιο αντίκτυπο στον εντυπωσιασμένο Σεΐτ, ο οποίος συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι το ζευγάρι ήταν  ένα με την ομορφιά της γης και με την ελευθερία της στέπας. Στην πραγματικότητα, οι δυο τους  συμπλήρωσαν τη γη και τη στέπα, την ίδια την ουσία των τραγουδιών της περιοχής τους. Η αναχώρησή τους σήμαινε την πτήση και φυγή τους προς την ελευθερία, εκεί όπου θα ενταχθούν σε άλλους Σοβιετικούς παραλλήλους, σε μια συλλογική προσπάθεια για ένα λαμπρότερο κοινωνικό μέλλον. Σήμαινε περαιτέρω ότι πέρα ​​από το περιβάλλον του χωριού, έδειξαν την προτίμησή τους να συμβάλλουν στην οικοδόμηση της νέας σοβιετικής ζωής και του νέου σοβιετικού πολίτη. Θα μπορούσαν να ενώσουν τους αδελφούς τους στα χαρακώματα, στα εργοστάσια, στα συλλογικά αγροκτήματα και στα νοσοκομεία. Ο συγγραφέας δείχνει καθαρά, όμως, ότι εναπόκειται τελικά και στον άνθρωπο να διακρίνει αυτές τις πολυποίκιλες πτυχές της καθημερινότητας και να σπάσει την παράδοση για να τις χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος, καθώς και για την ανύψωση γενικότερα της ανθρωπότητας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top