Fractal

Στο όνομα της ‘’αγίας’’ οικογένειας

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Μάκης Τσίτας «Πέντε στάσεις», Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 75

 

Πρόκειται για το μονόλογο μιας γυναίκας, της Τασούλας, που, μεσήλικη πια, αναστοχάζεται  τη ζωή της. Η Τασούλα κατάγεται από χωριό της Ημαθίας και σε ηλικία 19 ετών, φοιτήτρια στη Νοσηλευτική Θεσσαλονίκης, γνωρίζει σε συγγενικό της σπίτι στην Αθήνα τον Θεόφιλο, δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερό της, επαγγελματία οδηγό σε τουριστικό γραφείο, και, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, τον παντρεύεται. Ο γάμος της πολύ σύντομα αποδεικνύεται η μεγάλη ατυχία της ζωής της, μια επιπόλαιη, βιαστική απόφαση της άβγαλτης κοπέλας που, κολακευμένη από το επίμονο φλερτ του μέλλοντα συζύγου της, εμπιστεύεται τα λόγια αγάπης, τη θερμή και γενναιόδωρη αρχικά συμπεριφορά του, η οποία όμως την επαύριο κιόλας του γάμου τους αποδεικνύεται υποκριτική και ψεύτικη. Η Τασούλα αποδέχεται στωικά ‘’ τον κλήρο που της έτυχε ‘’ και παλεύει με νύχια και με δόντια να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες. Με τη συμπαράσταση, οικονομική κυρίως, του πατέρα της ολοκληρώνει τις σπουδές της και εγκαθίσταται με τον σύζυγό της στην Τούμπα της Θεσ/νίκης.  Αφοσιώνεται στα δυο της παιδιά και στη δουλειά της ως νοσηλεύτρια στο ΑΧΕΠΑ, παραμερίζοντας κάθε δική της επιθυμία, κάθε προσωπική της απόλαυση. Ταγμένη στο καθήκον δεν ξέρει τίποτε άλλο πέρα από τις πέντε στάσεις του 14 από την Αγία Βαρβάρα ως το νοσοκομείο. Ακόμη και τα ρούχα της δίνει παραγγελία στη νύφη της όταν κατεβαίνει στην αγορά του κέντρου να τα αγοράσει για λογαριασμό της, εκείνη δεν έχει ποτέ χρόνο ούτε για μια βόλτα, δοσμένη αποκλειστικά στο σπίτι, τα παιδιά, τη δουλειά της.

Όσο η Τασούλα επωμίζεται όλο και περισσότερες ευθύνες, αναλαμβάνοντας τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων της οικογένειας, τόσο ο Θεόφιλος, αντί αναγνώρισης της προσφοράς της, απομακρύνεται από την ίδια, τα παιδιά και το σπίτι. Αδιαφορεί για όλα, διατηρεί παράλληλες σχέσεις με αλλοδαπές, κάνει τη φιγούρα του στο καφενείο που συχνάζει, υποτιμά και προσβάλλει την Τασούλα και τον γιο του κυρίως, που υπερασπίζεται την μητέρα του ως άντρας και μεγαλύτερος, ξεσπά πάνω τους με λεκτική και σωματική βία, ώστε συχνά πυκνά το σπίτι να θυμίζει εμπόλεμη ζώνη από τις φωνές και τους καβγάδες.

Η Τασούλα δεν έχει ούτε την πολυτέλεια της εξομολόγησης των βασάνων της, ώστε να αποφορτιστεί κάπως, να ξαλαφρώσει, ν’ ακούσει ίσως κάποια χρήσιμη συμβουλή. Αισθήματα ντροπής την κατακλύζουν, την εμποδίζουν να ανοιχτεί, να ζητήσει βοήθεια. Η έννοια της είναι μήπως μαθευτούν τα μαντάτα στο χωριό και ρεζιλευτεί η ίδια στους γονείς της και η οικογένειά της στα μάτια των συγχωριανών. Για διαζύγιο φυσικά ούτε λόγος, οι αναστολές της είναι τόσο μεγάλες που αρνείται και να το σκεφτεί ως λύση. Προτιμάει να υιοθετεί μια αδιάφορη στάση απέναντι στον Θεόφιλο, να προσποιείται ότι είναι απών, ανάλογη συμπεριφορά προτείνει και στον γιο και την κόρη της, παρά να προχωρήσει σε ριζικές λύσεις. Η Τασούλα με την υποταγμένη, θυματοποιημένη συμπεριφορά της επιμένει να συντηρεί μια δυσλειτουργική οικογένεια, με την πληθώρα των συνεπειών που αυτό συνεπάγεται για όλους, καθώς δεν έχει το σθένος να βάλει ένα τέλος στη δυσβάσταχτη συμβίωση πληρώνοντας το όποιο τίμημα.

Δυστυχώς πρόκειται για μια συνηθισμένη κατάσταση, ακόμη και σήμερα, στον 21ο αιώνα, εποχή που υποτίθεται πως οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό, πόσο μάλλον στα τέλη της δεκαετίας του 70 που τοποθετείται η ιστορία. Οι επιρροές, οι κληρονομημένες συμπεριφορές και νοοτροπίες της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, οι κυτταρικές μνήμες και τα στερεότυπα ωθούν σε έλλειψη σεβασμού στην προσωπικότητα του άλλου, σε μορφές κάθε είδους καταπίεσης και βίας. Ο συγγραφέας απλώς εκθέτει τα γεγονότα με το γνωστό ρεαλισμό της πένας του, χωρίς σχόλια, χωρίς κρίσεις. Τα συμπεράσματα αφήνονται στον αναγνώστη.

Ο Θεόφιλος φέρει το στίγμα του μέθυσου, βίαιου, συζυγοκτόνου πατέρα του, τη δυστυχία της απορφανισμένης από γονείς πολύτεκνης οικογένειάς του. Βαρύ το παρελθόν, υφαίνει μέσα του σφιχτά συμπλέγματα που δεν αποχωρίζεται παρά στα στερνά του, όταν έχουν πια όλα κριθεί. Η παιδική του ηλικία καθόρισε τη ζωή του, μια ζωή χωρίς αγάπη, χωρίς σεβασμό, χωρίς αξιοπρέπεια. Θύμα και θύτης ο Θεόφιλος, αναπαράγει την επιθετική, εγωιστική συμπεριφορά του καταδικασμένου πατέρα του.

 

Μάκης Τσίτας

 

Η Τασούλα ζει δέσμια της νοοτροπίας του χωριού, τι κι αν σπούδασε στην πόλη, ξεκινάει την ενήλικη ζωή της άπειρη, αθώα, εύπιστη κι ανυποψίαστη και τη συνεχίζει καλοσυνάτη, ανασφαλής και άβουλη. Θυσιάζεται λοιπόν προκειμένου να διαφυλάξει άθικτο το καλό όνομα της οικογένειας. Πιστή στο πρότυπο της αγίας συζύγου και μητέρας βάζει τη ζωή της σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να κρατήσει έστω και μόνο τα προσχήματα μιας ομαλής οικογενειακής συνθήκης. Κρατάει σφιχτοδεμένα στον κόρφο της τα επτασφράγιστα μυστικά της δυστυχίας της. Άλλωστε για εκείνην η παραδοχή της αλήθειας εκτός από ντροπή είναι και ομολογία αποτυχίας, οπότε προτιμάει να αυτοτιμωρείται καταπίνοντας καθημερινά την πίκρα της, στηρίζοντας τα παιδιά της και κάνοντας υπομονή. Κάποια στιγμή οι αντοχές της δοκιμάζονται τόσο που φτάνει στο σημείο να ευχηθεί το τέλος του Θεόφιλου, πράγμα που συμβαίνει, λες κι η ζωή την λυπήθηκε κι έσπευσε να εκπληρώσει άμεσα την ευχή της. Να λοιπόν που οι δύο βασικοί ήρωες εναλλάσσονται στις θέσεις θύτη και θύματος.

Ο συγγραφέας ωστόσο γνωρίζει πως η αλυσίδα δεν σπάει εύκολα και τα λάθη που επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά είναι σχεδόν κανόνας. Έτσι λοιπόν η Σοφία, η κόρη της Τασούλας, στα χνάρια θαρρείς της μητέρας της, βιώνει ως ένα βαθμό μια ανάλογη κατάσταση μ΄εκείνη. Ενώνει τη ζωή της μ΄έναν άντρα που αποδεικνύεται ακατάλληλος, παραβλέποντας τις επιφυλάξεις και την αντίθετη γνώμη της μητέρας της. Η Τασούλα βρίσκεται σε ανάλογη θέση μ΄αυτή των γονιών της όταν προσπαθούσαν να την αποτρέψουν από το γάμο της με τον Θεόφιλο. Η Σοφία όμως επιδεικνύει αποφασιστικότητα και θάρρος, εκεί που η μητέρα της έδειξε ανοχή και καρτερικότητα, οπότε εγκαταλείπει μαζί με το παιδί της τον προβληματικό γάμο της έγκαιρα και προσπαθεί για μια νέα αρχή στο εξωτερικό, όπου ήταν εγκατεστημένος ήδη ο αδελφός της Χριστόφορος. Η πράξη της αυτή  αποτελεί μια υγιή και παρήγορη επιλογή, μπροστά στην τοξικότητα μιας αναγκαστικής συνέχειας.

Η νουβέλα του Μάκη Τσίτα μας αφηγείται μια ιστορία γνωστή, σίγουρα κάποια παραπλήσιά της έχουμε ζήσει ή έχουμε ακούσει όλοι, οπότε ο συγγραφέας με τις ’’Πέντε στάσεις’’ σαφώς δεν διεκδικεί εύσημα πρωτοτυπίας. Κατά την άποψή μου η νουβέλα αυτή, που προορίζεται και για θεατρικός μονόλογος, λειτουργεί με την αλήθεια και το λιτό της ύφος κυρίως σε επίπεδο καταγραφής μιας κοινωνικής πραγματικότητας και παράλληλα στηλίτευσης του κομφορμισμού που την διακρίνει. Συμβάλλει έτσι σε αφύπνιση στον τομέα των οικογενειακών σχέσεων και των σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, όπως διαμορφώνονται από τα στερεότυπα και τις επιρροές του περιβάλλοντος, καταδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία που έχουν οι εμπειρίες ζωής για τις επιλογές μας. Συμβολή διόλου αμελητέα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top