Fractal

Τα νεανικά χρόνια του Κοραή που έμελλε να αλλάξουν τη ζωή του

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Αργυρώ Μαντόγλου «Τρικυμίες παθών», Εκδόσεις Κλειδάριθμος

 

Ο Διαμαντής ήταν πρωτότοκος γιος του Ιωάννη και της Θωμαΐδας Κοραή. Η οικογένεια κατοικούσε στη Σμύρνη, όμως ο Διαμαντής ήθελε να φύγει και να πάει στην Ευρώπη, διότι αποστρεφόταν μεν την Τουρκιά, αλλά επειδή ήταν πολύ φιλομαθής ήθελε να γνωρίσει τη Δύση, εκεί που γράφτηκαν τα βιβλία που διάβαζε και μιλούσαν τις γλώσσες που μάθαινε, που ήταν γαλλικά, αραβικά και εβραϊκά. Ήθελε επίσης να γίνει γιατρός. Ο πατέρας του όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον ήθελε έμπορο, όπως άλλωστε ήταν και ο ίδιος, γι’ αυτό αποφάσισε να τον στείλει στην Ολλανδία. Θα πήγαινε στο Άμστερνταμ ως αντιπρόσωπος ενός εμπορικού συνεταιρισμού, που οι εταίροι άλλοι βρίσκονταν στην Πόλη, άλλοι στη Χίο και ο διευθυντής στη Σμύρνη. Η μητέρα του όμως, που τον ήξερε καλύτερα, ήξερε πως ο γιος της δεν κάνει γι’ αυτό το επάγγελμα, γιατί δεν έχει ιδέα από εμπόριο και συναλλαγές, επειδή ήταν ιδεολόγος, δοσμένος στα γράμματα και στις μελέτες. Μάταια προσπαθούσε να πείσει τον άντρα της ν ’αλλάξει γνώμη. Αυτός της απαντούσε, ότι έπρεπε να πάει στην αγορά για να ψηθεί. Θα του έδινε μάλιστα μαζί του για βοηθό έναν πεπειραμένο άνθρωπο, τον Σταμάτη, του πρότεινε να πάνε στην αγορά που γνώριζε καλά την αγορά, τη γλώσσα, τα προϊόντα και τις συνήθειες του τόπου, γιατί είχε δουλέψει εκεί δέκα χρόνια.

Ο Διαμαντής δεν έφερε αντίρρηση στον πατέρα του, γιατί λαχταρούσε να πάει στη Δύση να φωτιστεί και το ταξίδι αυτό το έβλεπε αφ’ ενός σαν ένα πρώτο βήμα προς την ελευθερία, αλλά αφετέρου να συναντήσει τον λόγιο Βύρτον, για να του δώσει τη συστατική επιστολή που είχε μαζί του που την έγραψε ο δάσκαλός του ο Ολλανδός ιερέας Βερνάρδος Κεύνου, προκειμένου να τον δεχτεί για μαθητή του. Ο Διαμαντής ήθελε διακαώς να μπει στους κόλπους της επιστήμης και της φιλοσοφίας και να μελετήσει τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Επιβιβάστηκαν στο πλοίο και ξεκίνησαν για το  πολυήμερο ταξίδι τους. Όταν όμως έφτασαν στο λιμάνι δεν τους άφησαν να αποβιβαστούν, γιατί όσοι έρχονταν από το Λεβάντε έπρεπε να μείνουν σαράντα μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο, πριν βγουν να επισκεφτούν την Κεντρική Ευρώπη. Όλες αυτές οι ημέρες που ήταν μαζί με τον παραγιό ήταν αρκετές για να τον γνωρίσει καλά. Ο άνθρωπος δεν παλευόταν. Δεν ήταν ικανός να χωρίσει ούτε δυο γαϊδάρων άχυρα. Ούτε γλώσσες ήξερε. Μίλαγε ανάμικτα αρβανίτικα με τούρκικα και παραποιημένα ολλανδέζικα. Ο Διαμαντής τον ένιωθε σαν αγκάθι, που δεν ήξερε πώς να τον ξεφορτωθεί. Φαινόταν άνθρωπος πονηρός, που κοίταγε μόνο το συμφέρον κι ας ζημιωνόταν ο άλλος. Μάταια προσπαθούσε ο Διαμαντής να τον πείσει ότι ο δόλος, η μπαγαποντιά και η αγυρτεία τον μειώνουν κι έτσι δεν είναι ούτε καλός Χριστιανός, αλλά ούτε και άνθρωπος, οπότε εκείνος του απαντούσε ότι με το σταυρό στο χέρι δεν γίνεται έμπορος και ότι ο παράς είναι ικανός να τον βάλει ακόμα και στον Παράδεισο κι αν κάνει κάποια αμαρτία, πάλι με τον  παρά μπορεί κι αγοράζει μέχρι και συγχωροχάρτι. Άρα εκείνο που πρέπει να μάθει ο Διαμαντής είναι να κάνει καλές αγορές, συμφέρουσες, να εξυπηρετεί τους συνεταίρους και τον πατέρα του, ώστε να μπαίνει το χρήμα στην τσέπη, γιατί όλα στη ζωή είναι εμπόριο κι αλισβερίσι.

Όταν επιτέλους έφτασαν στο Άμστερνταμ ο Σταμάτης του πρότεινε να πάνε στην αγορά, για να γνωρίσουν εμπόρους, που τον εκτιμούσαν, αλλά όταν πήγαν στην αγορά ο Διαμαντής διαπίστωσε ότι όχι μόνο δεν τον εκτιμούσαν καθόλου, αλλά ούτε τη γλώσσα δεν ήξερε. Εκείνο επίσης που κατάλαβε ήταν ότι ο Σταμάτης έκανε κάποιο δικό του εμπόριο ή έπαιρνε κάποια παράνομη προμήθεια κι έτσι ο Διαμαντής αποφάσισε να βρει έναν  γραμματικό, που να ξέρει τη γλώσσα και το εμπόριο, για να κάνει τις συναλλαγές του. Στο χρηματιστήριο που πήγε ο Διαμαντής γνώρισε έναν έμπορο Ρωμιό, που το έλεγαν Πρίγκο. Ήταν αγράμματος, όμως ήταν έντιμος, σοβαρός, αυτοδημιούργητος,  κι επιθυμούσε να μορφωθούν οι  γιοι του, γι’ αυτό άκουσε με προσοχή τις συμβουλές του και γνώρισε και τους γιους του, που έγιναν φίλοι. Επίσης εκεί συνάντησε κι έναν Γάλλο, τον κο Ζερό,  που του νοίκιασε το σπίτι του.

Αφού τακτοποιήθηκε στο σπίτι ήρθε η ώρα να επισκεφτεί τον λόγιο Βύρτον, ο οποίος τον καλοδέχτηκε, τον ενέταξε στο τμήμα του και αφού γνώρισε και τη γυναίκα του, δέχτηκε να παρακολουθεί και τα δικά της μαθήματα, που ήταν μαθήματα μεταφυσικής και φυσικής θεολογίας. Στο σπίτι του Βύρτον συνάντησε την Κορνηλία, η οποία του μίλησε για την Όπερα. Ο Διαμαντής έδειξε ενδιαφέρον για την Όπερα οπότε η κοπέλα του είπε πως για να πάει εκεί θα πρέπει να περιποιηθεί το μουστάκι του και να αλλάξει ρούχα, γιατί η ανατολίτικη φορεσιά του είναι απαγορευτική.

Όταν γύρισε στο σπίτι τον επισκέφτηκε ο Μιχαήλ, ο γιος του Ρήγα Νιώτη, που ήταν αντιπρόσωπος της εταιρείας του Αμβροσίου Μαυροκορδάτου, με τον οποίο βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για φορεσιές και τις νέες μόδες που είχαν κατακλύσει την πόλη, οπότε του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει για να ράψει καινούριες φορεσιές. Όταν πήρε τα ρούχα και τα φόρεσε στο σπίτι, είδε στον καθρέφτη έναν άλλο άνθρωπο και δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους ντόπιους και τους Παριζιάνους. Μόνο στον Σταμάτη δεν άρεσαν, γιατί του έλεγε πως ντύθηκε σαν μασκαράς. Επίσης ο Σταμάτης δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη φιλία, γιατί στην ουσία ήταν ανταγωνιστές και στο εμπόριο το συμφέρον του ενός είναι ζημιά για τον άλλον. Ο Διαμαντής δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό, γιατί πίστευε πως ο Σταμάτης τα λέει αυτά γιατί είναι αχρείος, πονηρός και υποτελής. Από το Μιχάλη ζήτησε να του βρει γραμματικό και ήταν έτοιμος να πετάξει έξω τον Σταμάτη από το σπίτι.

Άρχισε να προσέχει την εμφάνισή του, γιατί κατάλαβε, πως δυστυχώς οι άνθρωποι σε κρίνουν πρώτα απ’ αυτό, πρωτού προλάβεις ν’ αρθρώσεις λέξη. Ο Στέφανος που ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Νιώτη και είχε αναλάβει τη διαχείριση της επιχείρησης, είχε το δικό του θεωρείο στην Όπερα και συμβούλεψε τον Διαμαντή, ότι θα πρέπει ν’ αποκτήσει κι αυτός δικό του θεωρείο, διότι όλοι οι επιτυχημένοι έμποροι έχουν δικό τους θεωρείο, ανεξάρτητα αν τους αρέσει η όπερα, διότι είναι ένδειξη πως οι δουλειές πάνε καλά και μπορούν να πληρώσουν για τη διασκέδασή τους, ότι ξέρουν να εκτιμούν την τέχνη, ακόμα κι αν πλήττει θανάσιμα, αλλά ανεβαίνουν και κοινωνική τάξη. Άλλωστε η Όπερα ήταν υποχρεωτική για εμπορικές συναντήσεις και γνωριμίες. Έπρεπε όμως να μεταμορφωθεί στην κυριολεξία. Εκτός από τις ξένες γλώσσες, έπρεπε να μάθει ξιφασκία και να μάθει να παίζει ένα μουσικό όργανο, για να μπορεί  να συνοδεύσει ένα τραγούδι αν το ζητούσαν στις χοροεσπερίδες.

Μία ημέρα ο τελάλης προειδοποιούσε τους κατοίκους για την επερχόμενη κακοκαιρία και τους έλεγε να μείνουν στα σπίτια τους, όμως ο Διαμαντής έπρεπε να πάει να συναντήσει κάποιους εμπόρους σ’ ένα σπίτι. Εκεί άκουσε από κάποιον Γάλλο συγγενή του οικοδεσπότη, που μόλις είχε  γυρίσει από τη Γαλλία, ότι έγιναν εξεγέρσεις, κατέλαβαν τη Βαστίλη και μιλούσε για την εκμετάλλευση και τις καταχρήσεις της μοναρχίας και της εκκλησίας και τον ξεσηκωμό των λαϊκών τάξεων. Όταν μάλιστα λόγω της κακοκαιρίας έγινε ένα ατύχημα σ’ έναν αμαξά έξω από το σπίτι, πρώτος ο Διαμαντής έτρεξε να βοηθήσει σχίζοντας το γιλέκο του για να δέσει την πληγή σφιχτά, ώστε να σταματήσει το αίμα, μέχρι να έρθει ο γιατρός.  Ο Βιμ Σάμλε ένας Ολλανδός έμπορος τον ρώτησε αν είναι γιατρός και απόρησε για την αυτοθυσία του, προκειμένου να βοηθήσει τον αμαξά, οπότε ο Διαμαντής του απάντησε πως κάθε ανθρώπινη ζωή έχει  αξία. Από τις κουβέντες των εμπόρων που άκουγε, διαπίστωσε ότι αυτός δεν ανήκει σ’ αυτούς, διότι αυτοί ήταν ματαιόδοξοι και ρηχοί και βιαζόταν να πάει σπίτι του να διαβάσει το βιβλίο του Βολτέρου, που στη Γαλλία είχε αρχίσει να έχει μεγάλη επιρροή.

 

Αργυρώ Μαντόγλου

 

Το πρώτο που έκανε όταν έφτασε σπίτι του ήταν να πάρει πένα και χαρτί και να σημειώσει τι θα πρέπει να κάνει για να συνδυάσει το εμπόριο και τη μόρφωσή του. Οπότε σημείωσε πως η τιμιότης, η φαντασία, η αντοχή, η συνέπεια, ο αυτοσχεδιασμός, αλλά και η ελαστικότητα ήταν όλα αυτά απαραίτητα και για τις δυο δραστηριότητές του. Το κέρδος θα ήταν απλά για το όφελος της εταιρείας, της κοινότητας, αλλά και να μπορεί να χρηματοδοτήσει τον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Ήθελε να ξεφύγει από τη νοοτροπία του πονηρού Ρωμιού, που λειτουργεί με δόλο, που φορτώνει άψογο εμπόρευμα εξωτερικά και μέσα βάζει μουχλιασμένο και σκάρτο πράγμα, ή να κλέβει στο ζύγι, διότι αυτό δεν συνάδει ούτε με τη χριστιανική του παιδεία, ούτε με τη φιλοδοξία του να εξελιχθεί σαν άνθρωπος ηθικός και πνευματικός. Πόσες φορές θα ξεγελαστεί και ο αγοραστής, την άλλη φορά θα πάει σε άλλον έμπορο και η κακή φήμη θα διαδοθεί πολύ γρήγορα. Την πρώτη φορά που χρειάστηκε ν’ αντικαταστήσει εμπορεύματα σε πελάτη, ο Σταμάτης αντέδρασε βίαια και του είπε πως δεν είναι συμπεριφορές εμπόρου.

Ο Διαμαντής είχε παρατηρήσει μια κοπέλα να περνά έξω από το παράθυρό του. Είχε προσέξει τη χάρη και την ελαφράδα της στο βηματισμό και μια συστολή στον τρόπο που μάζευε το φόρεμά της όταν ήθελε να τρέξει. Την πήρε από πίσω και είδε πως μπήκε στην εκκλησία των Καλβινιστών. Ο Σταμάτης τον κατακρίνει και για τα ρούχα που φοράει και για την Όπερα και τώρα για το κορίτσι που είναι αλλόθρησκο, γι’ αυτό πρέπει όλα αυτά να τα γράψει να τα μάθει ο πατέρας του.

Κάποια μέρα τον κάλεσε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ο κύριος Ζερό, για να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του μισθώματος. Εκεί συνάντησε την κοπέλα με τα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά και τα γαλαζοπράσινα μάτια, που του πήρε την καρδιά κι έμαθε πως ήταν η μεγαλύτερη κόρη του κύριου Ζερό και την έλεγαν Μαρί.  Από τότε η Μαρί τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι. Ταίριαζαν πολύ, έκαναν ευφυείς συζητήσεις, του έκανε μάλιστα και μαθήματα ολλανδικών. Ό,τι έμαθε κοντά της χαράχτηκαν βαθιά μέσα του και τα έφερε μαζί του για το υπόλοιπο της ζωής του. Έγιναν φίλοι και η μουντή πόλη απέκτησε χρώμα και ζωή. Από την ημέρα που μπήκε στη ζωή του αισθάνθηκε δυνατός και ήθελε να πετύχει στο εμπόριο, για να της προσφέρει μια άνετη ζωή, όμως η μοίρα άλλα αποφάσισε, γιατί έπαθε ένα μεγάλο στραπάτσο. Νοίκιασε ένα πλοίο για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του και για να βγάλει περισσότερα χρήματα, πήρε εμπορεύματα και από άλλους εμπόρους για μεταφορά. Όμως τα εμπορεύματα έμειναν πολλούς μήνες στη Μασσαλία λόγο απαγόρευσης του απόπλου και τα εμπορεύματα σάπισαν, οπότε δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους κι έπρεπε αυτός να πληρώσει όλα τα σπασμένα. Τώρα χωρίς χρήματα κανένας δεν του έδινε πιστώσεις και το πιο άσχημο ούτε ο πατέρας του, αλλά ούτε οι εταίροι του έστειλαν χρήματα.

Ένα απόγευμα συνάντησε τον κύριο Ζερό ο οποίος του είπε πως η Μαρί ήταν πολύ άρρωστη. Εκείνος έμεινε έκπληκτος γιατί δεν είχε καταλάβει τίποτα, που όμως το βράδυ βρήκε τη Μαρί να τον περιμένει έξω από το σπίτι βήχοντας με αιμόπτυση. Την οδήγησε στο σπίτι της και φώναξαν γιατρό, που τους είπε να είναι προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Η μητέρα της Μαρί εκείνο το βράδυ του μίλησε με αγένεια και του είπε να μην ξαναπατήσει στο σπίτι τους. Η Μαρί πέθανε και δεν τον κάλεσαν ούτε στην κηδεία να πάει. Τώρα που είχε πτωχεύσει, αλλά που πέθανε και η φιλάσθενη κόρη τους, δεν τον είχαν ανάγκη άλλο πια και μάλιστα του μήνυσαν ότι έπρεπε να φύγει και από το σπίτι, γιατί το είχαν νοικιάσει σε άλλον.

Ο χαμός της Μαρί ήταν ένα δυνατό χτύπημα γι’ αυτόν και υποσχέθηκε σ’ αυτήν, αλλά και στον εαυτόν του ότι δεν θα την ξεχάσει  ποτέ και δεν θα δεσμευτεί με άλλη γυναίκα στο υπόλοιπο της ζωής του. Οι έμποροι δανειστές του περίμεναν τα χρήματα γιατί αλλιώς θα πήγαινε φυλακή ή θα τον σκότωναν. Η απελπισία του  τον οδήγησε σ’ ένα καπηλειό, εκεί συνάντησε έναν Γάλλο ζωγράφο, που ήταν περίπου στην ίδια κατάσταση και του πρότεινε να νοικιάσει μία σοφίτα στο δικό του φτηνό πανδοχείο. Πράγματι πήγε, μόνο που έπρεπε να ανεβαίνει εκατόν ογδόντα σκαλοπάτια. Το καμαράκι ήταν πολύ μικρό, όμως είχε δυο παράθυρα, που είχαν θέα στο λιμάνι και στους ανεμόμυλους. Ζήτησε βοήθεια από τον Βύρτον και η γυναίκα του, του έδωσε να μεταφράσει κάποια χωρία του Πλάτωνα, που τα χρειαζόταν σε κάποια εργασία της.

Είχε χαθεί από τον κόσμο, ούτε στα μαθήματά του δεν πήγαινε. Μία ημέρα όμως αποφάσισε να πάει στο ταχυδρομείο, για να δει μήπως είχε φτάσει κάποιο έμβασμα από τους εταίρους. Βγαίνοντας συνάντησε τον δάσκαλό του, που τον γύρευε στο παλιό σπίτι. Με χίλια ζόρια του διηγήθηκε την κατάστασή του και Βύρτον του είπε ότι θέλει να τον βοηθήσει να βρει λύση στο πρόβλημά του, γιατί έχει εκτιμήσει το ήθος του.

Τελικά, όπως γράφει και η συγγραφέας, κατάφερε να βρεθεί στη Γαλλία, να κάνει τις σπουδές του, όμως κι εκεί πέρασε χρόνια δύσκολα, υπέμεινε την πενία και την μοναξιά. Μάλιστα στην είσοδο του σπιτιού που έμενε στο Άμστερνταμ υπάρχει πλακέτα με εγχάρακτα ελληνικά γράμματα:

 

ΜΕΓΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top