Fractal

ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ (33): Αχιλλέα Μπανάσιου, “Τουτέστιν και ασκαρδαμυκτί” (Σκωπτική ποίηση), Εκδόσεις «Άλλωστε», Αθήνα 2022.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

Κάποτε o ποιητής Τ. Σ. Έλιοτ  έγραψε για το έργο του πατριώτη του Αμερικανού ευθυμογράφου και σκιτσογράφου, Τζαίημς Θέρμπερ (1894 – 1961): «Στο βάθος δεν είναι παρά μια κριτική της ίδιας της ζωής». Η κριτική αποτελεί πρωτίστως και το αληθινό καθήκον της Τέχνης και κατ’ επέκταση ενός καλλιτέχνη.

Αυτή την εντύπωση είχα όταν πήρα στα χέρια μου το πρόσφατο βιβλίο του φίλου Αχιλλέα Μπανάσιου, Τουτέστιν Ασκαρδαμυκτί  των εκδόσεων «Άλλωστε» με το θαυμάσιο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε τόσο πρωτότυπα η ζωγράφος κόρη του, Εύα. Σε ό,τι αφορά όμως τον τίτλο, οφείλουμε  να θυμηθούμε ξανά και τη λόγια γλώσσα της παράδοσής μας, που τον ερμηνεύει ως εξής: Δηλαδή χωρίς ν’ ανοιγοκλείσουν καν τα  βλέφαρα, με βλέμμα ατενές,  κάτι που συμβαίνει πολύ γρήγορα στο οπτικό μας  πεδίο, όσο χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, για να γίνει κάτι γνωστό, κι εδώ συγκεκριμένα, η ίδια η ποιητική γλώσσα, της οποίας το περιεχόμενο στοχεύει τόσο στη γνώση όσο και στη λειτουργία της, που πρέπει να έχει στην ψυχή του αναγνώστη ή του ακροατή.

Η περίπτωση του Αχιλλέα Μπανάσιου είναι από τις σπάνιες. Τόλμησε μέσα στης μοναξιάς του τις ώρες να γράψει σε ρίμα, δηλαδή σε ομοιοκαταληξία μια σειρά από 68 ποιήματα, σκωπτικής διάθεσης και τεχνοτροπίας, καταφέρνοντας με αστεϊσμούς να μας χαρίσει μια πραγματικότητα, στην οποία οφείλουμε να ανακαλύψουμε και τη φαιδρή της πλευρά, αφού η ζωή δεν είναι μονάχα κατήφεια και θλίψη, αλλά χαρά και αστεϊσμός, διαθέσεις που συνήθως συμβαίνουν σε ανύποπτες στιγμές, λες και θέλουν να μας θυμίσουν αυτόν τον τόσο σημαντικό διαχωρισμό της καθημερινότητας. Όντως, μεγάλες αλήθειες βρίσκουμε στην ποίηση του Αχιλλέα Μπανάσιου, που μας απασχολούν και που περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να τις διαβάσουμε ή να τις ακούσουμε σε στίχους.

Ο Αχιλλέας Μπανάσιος επέλεξε να εκδώσει τα ποιήματά του σε μια περίοδο δοκιμασίας του πλανήτη με την επιδημία, που δυστυχώς συνεχίζεται, έστω και κάπως αφυδατωμένη. Πολλοί φρονούν πως το να γράψεις ποίηση που ομοιοκαταληκτεί είναι κάτι το εύκολο. Ίσως να είναι, αν έχεις σκοπό να μην υπηρετήσεις την αλήθεια του κόσμου. Από την άλλη, το να περιορίσεις ένα ποίημα με επίκαιρο θέμα σε ομοιοκατάληκτους στίχους δεν είναι απλό πράγμα. Ευτυχώς, που ο Αχιλλέας Μπανάσιος το απέδειξε πέρα ως πέρα επιχειρώντας το με επιτυχία. Θέματα ποικίλα τον απασχολούν, όπως ο έρωτας, η επίσκεψη σε γιατρό, ένα φαγητό, μυθικές ιστορίες με ζώα, η καραντίνα, o λαϊκός άντρας, η αχάριστη γυναίκα, τα κουνούπια, η μοναξιά του διαδικτύου, το κούρεμα, το ροχαλητό, η περιπτερού, οι εποχές του χρόνου, ο κορωνοϊός, η μάσκα, αγαπημένοι τόποι, όπως το Παγκράτι, το Ζάππειο και τέλος ο κλόουν, που, ως περσόνα, άκρως κωμική και αιώνια, συμβολίζει και χαρακτηρίζει την όλη αυτή προσπάθεια, που για μια φορά ακόμα ήρθε για να μας ξεσηκώσει από τον ζοφερό και επαναλαμβανόμενο κύκλο των προβλημάτων μας.

Λίγο πολύ, η ποίηση του Αχιλλέα Μπανάσιου μας θυμίζει κάπως απόμακρα την αντίστοιχη του Γιώργου Σουρή (1953-1919) που στιγμάτισε τον 19ο αιώνα  με γλώσσα αιχμηρή όλη εκείνη την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αντικατοπτρίζοντας συγχρόνως και τα ελαττώματα της φυλής με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ, όταν γράφει στο ποίημα «Δυστυχία σου, Ελλάς»:

 

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ

σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,

ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ

καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;

 

Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,

νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,

ταμεῖο δίχως χρήματα

καὶ δόξης τόσα μνήματα;

 

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ

καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,

κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε

τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

 

Με την ίδια ζέση, γράφει ο Μπανάσιος στο ποίημα «Novartis και ξερό ψωμί»:

 

Γιατρέ μου σου τ’ ορκίζομαι, δεν βλέπω να με πιάνουν

Έχεις κάτι καλύτερο τα μέσα μου να γιάνουν;

 

Δεν ντρέπεσαι ν’ αμφισβητείς τα χάπια που σου δίνω;

Είν’ εταιρεία ξακουστή και στην υγειά της πίνω

 

Novartis και ξερό ψωμί, την ξέρ’ ο κόσμος όλος,

Την ξέρουν οι πολιτικοί και της μαϊμούς ο κώλος.

 

Η ποίηση όμως του Αχιλλέα Μπανάσιου  δεν υπερβαίνει τα άκρα. Περιορίζεται σε ευπρεπή όρια, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα δουλεμένη και γόνιμη που διοχετεύεται άμεσα στον απαιτητικό αναγνώστη ή ακροατή. Οι στίχοι του διαρκούν ακόμα στη μνήμη μας και, όταν τελειώνει το ποίημα, ο ήχος τους είναι αποτελεσματικός και λειτουργεί. Είναι ποιήματα που αναζητούν σίγουρα μελοποίηση, και δύο από αυτά, «Ο κλόουν» και «Ο λύκος σοπράνο» (το τελευταίο με κάποιες αλλαγές), έτυχαν αναγνώρισης και ντύθηκαν με τη σπουδαία μουσική του αναγνωρισμένου συνθέτη μουσουργού και στιχουργού, Τάκη Φάβιου, ως σπουδαία χειρονομία αναγνώρισης. Τον ευχαριστούμε κι εμείς με τη σειρά μας για την τόσο πετυχημένη και άρτια καλλιτεχνική απόδοση.

Τα ποιήματα λοιπόν αυτά, εκλεκτά στο σύνολό τους, σωστά αναζητούν, θα έλεγε κανείς, μουσική για να αναδειχτούν. Εμείς, από τη μεριά μας, του το ευχόμαστε με σεβασμό και εκτίμηση.

 

                                                  

Ιούνιος 2022

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top