Fractal

Η ενδιαφέρουσα περίπτωση του Δημήτρη Σίμου

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Δημήτρης Σίμος: “Τοξικά μάτια” εκδόσεις Bell (σειρά Σκοτεινά νερά)

 

Η νύχτα είναι ο εχθρός της.

Τα πιο βαθιά μέρη της ψυχής της δεν την αφήνουν να αναπνεύσει. Κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα, ο κόσμος έχει αποκτήσει το πορτοκαλί χρώμα της φωτιάς, το κόκκινο του αίματος, το μαύρο του θανάτου. Στον αέρα πετάει ένα σμήνος από πουλιά, που ρίχνουν τις σκιές τους στα πόδια της. Κοράκια κρώζουν. Γυροφέρνουν τη σκελετωμένη μορφή στο χώμα. Κρυώνει. Προσπαθεί να ανάψει τον αναπτήρα. Είναι γυμνή. Δεν τα καταφέρνει. Τα πουλιά πετάνε χαμηλά, σχεδόν την αγγίζουν.

 

Έτσι ξεκινά το τρίτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου, στην ίδια σειρά που φέρει τον εύστοχο τίτλο Σκοτεινά νερά με τα δύο πρώτα (Τα Βατράχια, Τυφλά Ψάρια),  με τα οποία ξεχώρισε ο νέος συγγραφέας και τοποθετήθηκε επάξια στη χορεία όσων γράφουν καλή αστυνομική λογοτεχνία. Επιμένω στον όρο αστυνομική λογοτεχνία, γιατί από κάποιους δυστυχώς δεν γίνεται αποδεκτή η συνύπαρξη της αστυνομικής πλοκής με τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής γραφής. Πιθανόν να έχουν δίκιο, αν λάβουμε υπ’ όψη τα πλείστα όσα δείγματα που επιμένουν στην  περιπετειώδη (και όχι πάντοτε ευφάνταστη) πλοκή αγνοώντας τα βασικά στοιχεία που τοποθετούν μια μυθιστορηματική γραφή  στη λογοτεχνία.

Ωστόσο, η περίπτωση του Σίμου (και μερικών ακόμη που επίσης ξεχωρίζουν) αλλάζει το τοπίο ευτυχώς.  Από το πρώτο του βιβλίο είχε φανεί πως έρχεται για να προσδώσει στην αστυνομική ιστορία αυτό που της έλειπε για να αποδείξει τη λογοτεχνικότητα της γραφής της. Σχολιάζοντας τρία χρόνια πριν το πρώτο του βιβλίο είχα γράψει: ίσως πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή σε νέες εκδοχές του λόγου, που αλλάζουν με την ενδιαφέρουσα γραφή τους το σκηνικό που έχουμε συνηθίσει στις υποθέσεις αστυνομικής πλοκής. Όταν η αστυνομική ιστορία επιχειρεί να δώσει τις προεκτάσεις (πολιτικές και κυρίως κοινωνικές) που ανοίγουν τον στενό ορίζοντα μιας απλής υπόθεσης δολοφονίας, αξίζουν να συγκαταριθμηθούν στα λογοτεχνικά έργα, και μάλιστα με ιδιαίτερες αξιώσεις διάκρισης ανάμεσά τους. Όπως η συγκεκριμένη πρόταση γραφής από τον Δημήτρη Σίμο. (απόσπασμα του άρθρου μου «Ο βάτραχος του παραμυθιού και η λάσπη του τοπίου», δημοσιευμένο στο περιοδικό booktour για τα «Βατράχια»). Με το δεύτερο βιβλίο του φάνηκε πως πράγματι ο Σίμος βρισκόταν στον σωστό δρόμο: Όπως και στην πρώτη ιστορία του ο συγγραφέας δεν εστιάζει μόνο στα θύματα ως μοναδικές περιπτώσεις αλλά επεκτείνει την ατομική εικόνα μέχρι να συναντήσει την κοινωνική στην οποία αυτή εντάσσεται· η γραφή του αποκτά έτσι τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα προκειμένου μια αστυνομική ιστορία να μην εγκλωβιστεί στον στενό χώρο μιας αγωνίας που αναζωογονείται όπως περνούν τα κεφάλαια με όλο νέα θύματα να προστίθενται. Άλλωστε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως ατομική και «στεγανή», καθώς δέχεται επηρεασμούς από τις κοινωνικές συνθήκες και διαμορφώνεται αναλόγως μέσα σε ένα  περιβάλλον με πολλές μορφές παθογένειας. (απόσπασμα του άρθρου μου «Στα σκοτεινά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας», δημοσιευμένο στο περιοδικό Fractal για τα «Τυφλά Ψάρια»). Στο τρίτο του τώρα μυθιστόρημα φαίνεται να έχει ξεπεράσει τις όποιες μικρές αδυναμίες είχαν τα δύο προηγούμενα (ελάχιστα άξιες λόγου ειδικά μιλώντας για νέο λογοτέχνη) και, χωρίς να χάσει ούτε στο ελάχιστο τον αρχικό του στόχο, αναδεικνύει μέσα στη γραφή του το πάσχον κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της ζωής μας, και προχωρώντας ακόμη πιο πέρα επιλέγει δύσκολα θέματα, που μια αστυνομική ιστορία (αν έμενε απλώς και μόνον στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων δολοφονιών) δεν θα προσέγγιζε ποτέ. Στο πρώτο του βιβλίο επικέντρωσε στο bullying, στο δεύτερο μίλησε για την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στους νέους ανθρώπους ειδικότερα. Τώρα, ακόμη πιο βαθιά αλλά και σε ευρύτερη κλίμακα, ψάχνει στα σκοτεινά νερά του κοινωνικού εγκλήματος – αυτό συνοψίζεται στις επεμβάσεις που γίνονται από τα χημικά εργοστάσια με τα τοξικά τους απόβλητα σε βάρος του περιβάλλοντος, στο μέλλον των παιδιών μας που καταργείται, στην ασυδοσία του χρήματος που αδιαφορεί για την καταστροφή του ζωτικού χώρου, στη διαπλοκή επιφανών παραγόντων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στο έγκλημα αυτό. Δύσκολο θέμα, όσο αντιλαμβανόμαστε τον βαθμό που μας αφορά όλους, καθόσον υποβαθμίζεται η ποιότητα της ζωής ως το σημείο που τείνει να αναιρεθεί και ως ζωή καθεαυτή. Ακόμη πιο δύσκολο καταλήγει, όταν αντιληφθούμε πως η ιστορία του βιβλίου στηρίζεται σε μια απολύτως αληθινή  βάση, σε πραγματικά περιστατικά, που αποτέλεσαν την πρόκληση για να επινοηθούν τα μυθοπλαστικά στοιχεία γύρω τους – απόδειξη της κοινωνικής ευαισθησίας του συγγραφέα, που δεν αρκέστηκε σε μια σειρά από φόνους αλλά έψαξε τα συνταρακτικά γεγονότα που συνήθως αποκρύπτονται για να μην ξεσηκώσουν θύελλα διαμαρτυριών (η λογοτεχνία, όμως, είναι εδώ για να στρέψει τον φακό της σ’ αυτά).  Επέλεξε το θέμα του, διασταύρωσε πολλές πληροφορίες, έκανε ενδελεχή έρευνα.  Όπως γράφει στο τέλος του βιβλίου: Μέρος του μύθου του μυθιστορήματος αυτού εμπνέεται από γεγονότα που συνέβησαν στη γειτονική μας χώρα, την Ιταλία. Οι μύθοι βέβαια, κρύβουν τη μαγεία του λάθους, του ψεύδους, όμως δυστυχώς η κατάσταση στα δάση και τα βουνά της Ιταλίας, διαψεύδει τον όρο του μύθου, αφού τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα και πέρα ως πέρα αληθινά – όπως θα διαπιστώσατε, η αποτύπωση τους είναι σκληρή και ισοπεδωτική.      

 

Δημήτρης Σίμος

 

Τα πρόσωπα που επινοεί ο Σίμος, είτε τα σταθερά που αποτελούν τον κύκλο συνεργατών (Μινιόν, Ορέστης) είτε αυτά της προσωπικής ζωής τού πολύ ξεχωριστού αστυνόμου Καπετάνου διαγράφονται με την πληρέστερη δυνατή προσωπικότητα που μπορεί να δώσει η λογοτεχνία. Ειδικότερα ο τύπος του Καπετάνου («η ελληνική εκδοχή του επιθεωρητή Βαλάντερ», όπως τον χαρακτήρισε ο Πέτρος Μάρκαρης), με τα πολλά προσωπικά προβλήματα, την ανασφάλεια και την αίσθηση μιας ύπουλης  ήττας να γράφει μέσα του, αποτελεί οικείο χαρακτήρα με τις εντελώς ανθρώπινες αντιδράσεις (σ’ αυτή την ιστορία θα ερωτευθεί μάλιστα), που απέχει πολύ από το δυναμικό προφίλ του αστυνόμου ως λογοτεχνικής περσόνας· με δυο κουβέντες: αν αφήσεις την τύχη σου στα χέρια του, νιώθεις ότι ρισκάρεις – το κάνεις όμως. Οι γυναικείοι χαρακτήρες (ειδικά σ’ αυτή την ιστορία) ανατέμνονται εντυπωσιακά – η αδελφή του Καπετάνου, η Κάτια είναι μια έκπληξη, η Νεφέλη και η Χημικός προσφέρονται για να διεισδύσει ο συγγραφέας στο ανθρώπινο μυαλό αλλά και στην ηθική των προσώπων.

Η επιλογή του χώρου, στον οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες και των τριών βιβλίων, δεν είναι τυχαία. Η Εύβοια των σκοτεινών, τρελών νερών, τόσο κοντά στη μεγαλούπολη αλλά και τόσο απόμακρη και κλειστή όπως ο κάθε επαρχιακός τόπος, διατηρεί τα μυστικά της, διαποτίζει με την υγρασία των νερών της τις άνομες πράξεις των προσώπων – έντονη η παρουσία του  υγρού  τοπίου στις ιστορίες του Σίμου. Η βόρεια Εύβοια είναι ο παράδεισος που πάντα θα αναζητούμε και πάντα θα βρίσκουμε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που χειρίζεται την πλοκή. Καταργεί τη γραμμική χρονική αφήγηση, προκειμένου να μοιράσει την ιστορία του σε διαφορετικά επίπεδα που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, μέχρι να τα συνταυτίσει, στο σημείο εκείνο που το ένα εξηγεί το άλλο και ρίχνει φως στα μυστήρια. Ευφυής η σύλληψη, καθόσον τίποτα ποτέ δεν είναι μονοσήμαντο  (τότε θα ήταν πολύ απλή η προσέγγισή του και η ερμηνεία του) αλλά η αρχή του πρέπει να αναζητηθεί σε προηγούμενα χρονικά επίπεδα, τότε που κάποια γεγονότα είχαν ακόμη πάνω τους την αθωότητα (τεχνηέντως επίπλαστη) και δεν φαινόταν πού θα οδηγούσαν. Στα Τοξικά Μάτια τα δύο επίπεδα δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους (2010, 2013), ίσως γιατί καμιά φορά οι εξελίξεις επιταχύνονται προκειμένου να επισπευσθεί και η απολαβή του παράνομου κέρδους.

Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις καταδεικνύουν την αξία της συγκεκριμένης γραφής και ξεχωρίζουν την περίπτωση του Δημήτρη Σίμου, ο οποίος καταξιώνεται μεν ως συγγραφέας αστυνομικού μυθιστορήματος δείχνει ωστόσο πως θα μπορούσε να δοκιμάσει να γράψει και άλλου είδους μυθοπλασία· έχει όλα τα προσόντα να διαπρέψει στη μεγάλη αφήγηση: ευέλικτη γλώσσα, χτίσιμο πλοκής σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, σκιαγράφηση των χαρακτήρων του με πληρότητα και κυρίως άποψη/θέση σε καίρια σύγχρονα ζητήματα. Όσο θα συνεχίζει όμως στα πλαίσια της συγκεκριμένης του επιλογής, θα μας επιτρέπει να περιμένουμε τη νέα περιπέτεια με ήρωα τον αστυνόμο Καπετάνο, που τείνει να μας γίνει εθιστικός πολύ. Η τελευταία του ιστορία, τα Τοξικά Μάτια είναι η καλύτερη ως τώρα γραφή του. Μια κατάδυση στα σκοτεινά νερά του κοινωνικού εγκλήματος,  μια ανάδυση με ένα εξαιρετικό δείγμα αστυνομικής λογοτεχνίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top