Fractal

Η ποίηση ως πράξη αντίστασης

Γράφει η Μάρθα Βασιλειάδη // *

 

«Του ουρανού και της γης» του Θάνου Γιαννούδη, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα, 2019

 

Σ’ ένα πολύ πρόσφατο κριτικό δοκίμιο με τον εύγλωττο τίτλο Η τέχνη που αυτοκτονεί, ο μεταφραστής, φιλόλογος και ποιητής ο ίδιος Κώστας Κουτσουρέλης περιγράφει το εθνικό μας ποιητικό τοπίο στους δύσκολους καιρούς «μετανεωτερικού χάους». Βασισμένος σε θλιβερές στατιστικές που καταδεικνύουν μια τεράστια αντίφαση ανάμεσα σ’ έναν επικίνδυνα διογκούμενο εκδοτικό πληθωρισμό σε αντίθεση με ένα ερμητικά κλειστό λογοτεχνικό οικοσύστημα, ο κριτικός καταλήγει με δριμύτητα στο συμπέρασμα ότι η ποίηση που ανθοφορεί στα εγχώρια εδάφη είναι μια ποίηση αυτοθεραπείας, «ακραιφνώς λυρική, υποκειμενική, πρωτοπρόσωπη και αυτοαναφορική»[1], μια τέχνη που διαρκώς δανείζεται από ποικίλες εποχές της λογοτεχνικής ιστορίας χωρίς να αναγνωρίζει τις οφειλές της, παραδομένη σε ναρκισσιστικούς τίτλους αντιλυρικής πρωτοτυπίας και σε θολές φίλαυτες συγκινήσεις.

Και ίσως όντως να είναι έτσι: είναι εντυπωσιακό το πόσες ποιητικές συλλογές εκδίδονται σε δύσκολους καιρούς, πόσες παρουσιάσεις, πόσες κριτικές αφιερώνονται σε νέους ή παλαιότερους ποιητές και πόσο η διαδικασία αυτή μοιάζει να επαναλαμβάνεται με αμείλικτους όρους marketing που δεν πείθουν, απ’ ό,τι φαίνεται από τους αριθμούς, το αναγνωστικό κοινό που προτιμά να επιστρέφει στα εγκλήματα του σκανδιναβικού νούαρ ή τα αμφίβολα ερωτικά πάθη της ροζ λογοτεχνίας.

Σ’ αυτό το παράξενο κλίμα του αυτοοικτιρμού ποιητών και εκδοτών, σ’ αυτήν την κινούμενη άμμο της κρίσης κάνει την δεύτερη εμφάνισή του, ο νέος ποιητής Θάνος Γιαννούδης. Πιστός στον έμμετρο στίχο και στην σταθερή μουσική του ρυθμού, συγκεντρώνει την πλούσια ποιητική παραγωγή των τελευταίων χρόνων σε μια συλλογή που διακλαδώνεται πληθωρικά σε πέντε ενότητες-μέρη: ένα παραμυθικό, πρώτο μέρος με τον τίτλο NASA που περιγράφει αγορίστικα αστρικά ταξίδια σε μυθικούς πλανήτες, με μυθικά πορτραίτα αστροναυτών και μια εφηβική αίσθηση απώλειας και ματαίωσης. Το «Κιλκίς» που είναι το δεύτερο μέρος χρωματίζει το βίωμα της στρατιωτικής θητείας με εντοπιότητα αλλά κι αυτό μετασχηματίζεται σε αφηγήσεις και θραύσματα άλλων ιστοριών άλλοτε με παιγνιώδη κι άλλοτε με στοχαστική διάθεση. Ένα εκτενές ποίημα με τίτλο το «Σχίσμα» αναπαράγει το φανταστικό ημερολόγιο του Μιχαήλ Κηρουλάριου, του μοιραίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στήνοντας σε μια φανταστική σκηνή την αντιπαράθεση της Δύσης και μιας αταύτιστης ανατολής. Και τέλος η τελευταία ενότητα συγκεντρώνει τα ποιήματα των τελευταίων χρόνων, κείμενα με ιστορικοκοινωνική προοπτική και σαφές ιστορικό περίγραμμα στεγάζονται κάτω απ’ τον τίτλο «Αλυτρωτισμός» και αρθρώνουν ένα είδος πολιτικής απορίας, μια παρατεταμένη στιγμή ιδεολογικής απομάγευσης.

Σε όλους αυτούς τους θεματικούς κύκλους και κάτω από το πρόσημο του νεοφορμαλισμού, σχολής στην οποία εντάσσεται πολύ συνειδητά ο νεαρός ποιητής, το στοίχημα της έκφρασης δεν λειτουργεί μόνον αυτοθεραπευτικά. Πέρα από τις δοκιμές σε ποικίλα μέτρα, σε ποικίλα είδη (στη συλλογή υπάρχουν και εκτενέστερα πεζά με αξιόλογες αρετές ενάργειας και αφηγηματικότητας), στα ποιήματα του Ουρανού και της Γής η ποίηση δεν λειτουργεί ως μια παρηγορητική συνθήκη που γράφεται για να λυτρώσει τον ποιητή από τα κρυφά του πάθη. Αντίθετα κινείται από μια σαρωτική ορμή, μια «δύναμη συνολικής ενατένισης» που περιέχει και διεκδικεί και μια κοινωνική διάσταση. Απ’ αυτή την ορμή συνωστίζονται και τα μέτρα και οι ρυθμοί, μπλέκονται οι λέξεις κι άλλοτε θυμίζουν τις σύνθετες λέξεις του Παλαμά κι άλλοτε ξαφνιάζουν με απρόβλεπτους φιλυρικούς σχεδόν απόηχους.

Ο Θάνος Γιαννούδης δοκιμάζεται στους «νέους ήχους στο παμπάλαιο νερό»[2] με την άνεση που θα το έκανε ένας ποιητής που δεν φοβάται τις ιδιομορφίες του μέτρου, που δεν φοβάται να δώσει στο προσωπικό του βίωμα μια καθολική χροιά, δεν διστάζει να ανοίξει όλα του τα χαρτιά, να ενώσει τις νοητές γραμμές ανάμεσα στην ιστορία και τη δική του σύγχρονη πραγματικότητα. Κάποτε όλο αυτό το υλικό τον πνίγει, τον ξεπερνά και μοιάζει να μην μπορεί να το δαμάσει: η εντυπωσιακή ευκολία του να γεννούν οι λέξεις κι άλλες λέξεις αφήνει μικρό περιθώριο στον αναγνώστη να πλάσει τις δικές του εικόνες.

 

Θάνος Γιαννούδης

 

Όμως η στόφα του πραγματικού ποιητή δεν αλλάζει. Ανατρέπει τους κανόνες μιας «τέχνης που αυτοκτονεί» και δεν μπαίνει στις κατηγορίες που απαριθμεί ο συνοδοιπόρος και δάσκαλός του Κουτσουρέλης για τη σύγχρονη ποίηση. Ο Γιαννούδης γνωρίζει και ψηλαφεί με προσοχή, σχεδόν με δέος τις δυνατότητες του στίχου, την αρχιτεκτονική της προσωδίας, παιδεύεται κι εκπαιδεύεται σε όλες τις φόρμες της στιχουργίας (σονέτο, παντούμ, τερτσίνα) και κυρίως δεν προδίδει τους προγόνους του. Τους ενσωματώνει και είναι αναγνωρίσιμοι στις παραινέσεις του στους ομοτέχνους του, όπως στο ποίημα «Ενότητα του ονείρου πριν το χαμό μας», ένα ποίημα ποιητικού αυτοπροσδιορισμού:

 

Αυριανοί μου ποιητές που θα διαβείτε,

δεν θα διαβάσετ’ όσα γράψαμε για σας.

Κύματα, ανάμεσα στα γράμματά μας μπείτε!

Μη σταματάς γλυκό αεράκι να φυσάς!

Τόσο φτωχή μας η πραμάτεια, δεν αξίζει

τον ίσιο δρόμο των καιρών να συνεχίζει…[3]

 

Ο νεαρός ποιητής μοιάζει να ξαναζεί την αγωνία των μεσοπολεμικών ποιητών χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα της «ρομαντικής ερωτοπάθειας», (ο όρος είναι του Παλαμά που ο ίδιος τόσο θαυμάζει). Στήνει εμπρός του ένα συλλογικό εμείς και επιστρέφει στους γνώριμους, οικείους δρόμους της αυτοπαρατήρησης από μια άλλη οπτική χωρίς να φοβάται την αφήγηση και το βιωματικό χαρακτήρα αναζητά στην ποίηση ένα συλλογικό όραμα, μια πολιτική ελπίδα, μια σταθερή ιδεολογία.

 

Τώρα ξέρω πια! Πουλί μην κελαηδήσεις,

πετροπέρδικα κι αηδόνι μη λαλείς!

Μα, αν στο δρόμο σου τη δεις, να πεις της Δύσης

την αγάπη της εγγύς Ανατολής

που επιμένει να παλεύει δίχως χρίσμα

κι επιζεί στη γη που χτίκιασε το Σχίσμα.[4]

 

 

Τα ποιήματα του Ουρανού και της Γης δεν έχουν όλα την ίδια αισθητική αξία, δεν προκαλούν όλα την ίδια ποιητική συγκίνηση κι αυτό είναι φυσικό για μια συλλογή που συγκεντρώνει ετερόκλητες εικόνες και ακουμπά σε διαφορετικές θεματικές. Αυτό όμως που αποτελεί το συνεκτικό ιστό της ποιητικής του Θάνου Γιαννούδη, αυτό που αψιμιθύωτο επιζεί στο ποιητικό αδιέξοδο του καιρού μας είναι ότι ο ποιητής έχει εμπιστοσύνη στην τέχνη του, έχει πίστη στην ποιητική του. Κι αυτό κάποιες φορές βγαίνει τόσο αβίαστα, τόσο πηγαία στους στίχους του που κι ο πιο αδιάφορος, άμουσος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί μπροστά τους.

 

Θά’ ρθουν, άραγες, καινούργιοι ουρανοί

σ’ όσους μέλλονται ανθρώπους να διαβούνε

ή θ’ ακούσουνε τη μέσα τους φωνή

και στο χάος θα φοβούνται ν’ ανεβούνε;

 

Είσαι ο πρώτος ενός αύριο λαμπρού

ή ο έσχατος ενός στραβού αιώνα;

Ζω τον γάμο του γαλάζιου μας γαμπρού

ή το γκρέμισμα του αστρικού πυλώνα;

 

Ω, πώς μού λαχε σε βίο αδειανό,

το βασίλεμα του Άρη ν’ αγαπάω

και να σέρνω πια μαζί μου και να υμνώ

τον αιώνιο αντίπαλο του ΠΑΟΚ…[5]

 

 

 

* Η Μάρθα Βασιλειάδη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα, τη μυθοκριτική και τις γυνακείες μορφές στη λογοτεχνία. Έχει ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Κ. Π. Καβάφη.

 

 

___________________

[1] Κώστας Κουτσουρέλης, Η τέχνη που αυτοκτονεί, Μελάνι, Αθήνα, 2019, σ.

[2] Πρόκειται για τον ιστότοπο «Σύγχρονης ελληνικής ποίησης σε αυστηρές μορφές» στον οποίο συμμετέχει ενεργά ο Θάνος Γιαννούδης. Βλ. https://pampalaionero.wordpress.com

[3] «Ενότητα του ονείρου πριν τον χαμό μας», σ. 136.

[4] «Το σχίσμα. Από το ημερολόγιο του Μιχαήλ Κηρουλάριου», σ. 118.

[5] «Το γαλάζιο ηλιοβασίλεμα» (αφιερωμένο στον Γιάννη Δούκα με την ελπίδα να αλλάξει ομάδα), σ. 165.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top