Fractal

«Δεν παίξαμε κορώνα γράμματα το ανάστημά μας»

Του Νεκταρίου – Γεωργίου Κωνσταντινίδη // *

 

Καλλιόπη Εξάρχου, “Τόσο ήθελε το στήθος”, ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Σοκόλη, 2020

 

Η ποιητική συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου αποτελείται από δέκα ενότητες, μία ενδέκατη ως επανάληψη της πρώτης και μια αφιέρωση που λειτουργεί και σαν επίλογος. Ο τρόπος που διαχειρίζεται η ποιήτρια τις εικόνες της, φλερτάροντας με έναν ευφάνταστο υπερρεαλισμό, μεταμορφώνει τα τοπία και τις εποχές σε συναισθήματα, τα στοιχεία της φύσης μετασχηματίζονται μαγικά σε δυστοπίες της νόησης και λεπταίσθητες ψυχικές ιδιότητες, οι εποχές αντικατοπτρίζουν συνθήκες και καταστάσεις του βίου, οι αντιξοότητες φωτίζουν κρυφές γωνιές της μνήμης και της εμπειρίας. Οι φράσεις περιπλέκονται απρόβλεπτα σε νέους, ευφάνταστους συνδυασμούς ερεθίζοντας την φαντασία του αναγνώστη και εμβαθύνοντας σε συμβολισμούς που ενισχύουν με παράδοξους τρόπους την κυριολεξία, υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε κοινοτοπία.

Όταν οι λέξεις συνδυάζονται με δεξιοτεχνική ευελιξία και με μια τόσο καθαρή αντίληψη του εσωτερικού ρυθμού, ώστε όχι μόνο οι έννοιες που αποδίδουν αλλά και οι ανακρούσεις των ήχων της προφορικής εκφοράς τους να προκαλούν συγκινησιακές αναταράξεις, η προσπάθεια του μελετητή, του κριτικού ή του αναγνώστη να αναλύσει τον στίχο εξελίσσεται σε μια διαδικασία εξαιρετικά συγγενή με αυτήν της ιατροδικαστικής ανατομίας. Όμως, καθώς η ποίηση αυτή δεν κείτεται νεκρή στο ανατομικό τραπέζι κάποιου κακώς εννοούμενου ακαδημαϊσμού αλλά αντιθέτως σφύζει από ζωή, σπαράζει και ουρλιάζει την αλήθεια της, εκφράζεται όχι μόνο μέσα από τις λογικές συναρμογές των λέξεων αλλά και μέσα από μνήμες, όνειρα, εικόνες και αισθήσεις, μέσα από ήχους μουσικούς που εξερευνούν τις αόρατες συγγένειες των ακουσμάτων με την πηγή του αισθήματος, θα προτιμούσα, αντί να κομματιάσω τον λόγο και να διερευνήσω με αδιακρισία τις μυστικές περιπλοκές των εννοιών, να ξεναγηθώ και να σας ξεναγήσω στον εκθαμβωτικό κόσμο της εξαιρετικής αυτής συλλογής, από τον δρόμο του ενστίκτου και της έκστασης.

Στην πρώτη ενότητα, την Μήτρα\Μητρίδα, η ποιήτρια επιλέγει την λέξη Μητρίδα (την «γη» της Μητέρας αντί εκείνης του Πατέρα, της Πατρίδας), προσδίδοντας στον καταγωγικό τόπο την βαθύτερη ουσία του που δεν είναι άλλη από αυτήν του πρώτου τόπου, της πρώτης κατοικίας όλων μας, της μήτρας. Μιας μήτρας γονιμοποιημένης από τον Πατέρα μέσα από την μαγική διαδικασία της ερωτικής έκστασης. Έτσι, η ύπαρξη της Μητέρας, του πρώτου μας συνδέσμου με τη ζωή, ενώνεται αξεδιάλυτα με τον γενέθλιο τόπο μας αλλά κι εκείνο τον μυστικό, υγρό τόπο που συντίθεται η ζωή. Και καθώς η ύπαρξη, ανυπόφορα παραδομένη στην αλλαγή, πεθαίνει και ξαναγεννιέται διαρκώς, η γενετήσια ορμή στον τόπο της, στην μητρίδα, παρούσα με το ποιητικό της σώμα, το ενισχυμένο από τη μνήμη που συνθέτει συμπαγή, σαν από ύλη, ψυχικά τοπία, ενσαρκώνεται και φορώντας τις αγαπημένες της κινήσεις, τις απλές, ευανάγνωστες, τις  οικείες, τις ηδονικές κι αφόρητα ποθητές, τις επαναλαμβανόμενες εις το διηνεκές, «ντύνεται» ανάσταση.

Τα παράθυρα κι οι πόρτες ανοίγουν θριαμβικά από το πρώτο κιόλας ποίημα, το «ανυπόφορο» κλειδώνεται στο υπόγειο και, σαν ευωδιά τριαντάφυλλου, η σάρκα της ανάσας μάς αποπλανεί ώστε εύκολα τα χέρια-παραμύθια της ποιήτριας, να μας τραβήξουν στον οίκο-κόσμο της και να μας γητέψουν με την ευλυγισία και την τολμηρότητα των ανατρεπτικών ποιητικών συλλήψεών της. Κι όταν ίσως κάποτε θα ξαποστάσουν οι κόμποι της αιχμαλωσίας, μια μορφή απελευθέρωσης, μια νέα εκδοχή αντίληψης ίσως ακολουθήσει. Μα πρέπει να έχει έρθει ο καιρός της ωρίμανσης.

Ξεκινώντας από τον γλυκό πνιγμό που προκαλούσαν τα μυστικά του σοφού γλυκού της μητέρας, ενός πνιγμού που αναδημιούργησε την γυναίκα-παιδί ως σώμα απάνθρωπων ερώτων, μπαίνουμε στη δεύτερη ενότητα με τον τίτλο Σώμα\έρωτας. Εκεί, η τελετουργία της ένωσης των σωμάτων στεφανώνεται από την επίμονη αίσθηση της γυμνότητας των ψυχών κι από την αποδοχή της αναπόφευκτης πληγής τόσο πρόθυμα όσο κι η ανάγκη να σταθείς όρθιος όπως σε λιτανεία. Όταν η προσευχή σηκώνεται απ’ τα γόνατα και προχωράει θριαμβικά, χωρίς φόβο και χωρίς ενδοιασμούς, όταν η ικεσία απελευθερώνεται, τότε το σώμα, ακολουθώντας τους δικούς του δρόμους, εγείρεται και εξεγείρεται αλλοπρόσαλλο. Το σώμα λύνει τους δεσμούς του με την ψυχή, αψηφά τη λογική, προκαλεί την έκρηξη που θα το αποκόψει από τις λέξεις τις δεμένες χειροπόδαρα, που θα ανατινάξει  τις καθησυχαστικές γραμμές των οριζόντων και που θα το κομματιάσει αναπόφευκτα σαν το σφάγιο μιας θυσίας. Εξερευνώντας αγωνιωδώς τα μυστήρια του έρωτα, η ποιήτρια τον μεταποιεί σε διονυσιακό αναστεναγμό, τον ντύνει άλλοτε με πορφύρες κι άλλοτε μ’ αγκάθια, τον οραματίζεται σαν λύτρωση ή σαν κατατρεγμό, σαν ένα μυστήριο που μπορεί να μας αποκαλυφθεί μόνο αν παίξουμε κορώνα-γράμματα το ανάστημά μας, αν εκμηδενίσουμε την εικόνα μας, αν τα ερωτήματα κι οι θόρυβοι αποσυρθούν για να εισβάλλει θριαμβευτικά η ζωή και να υποχωρήσει, ηττημένη από το «επείγον» του, η έρημος.

Μέσα από την ενότητα Μάτια\Όραση, ένας στίχος με ακινητοποίησε: «Μην ενοχλείτε την χαραμάδα των ματιών, όταν ονειρεύονται». Η ποίηση, από εργαλείο των ποιητών μετασχηματίζεται εδώ σε υλικό ονείρων, σε όχημα για την κατάκτηση της μαγικής εκείνης συνθήκης που υπερβαίνει κάθε όριο και κάθε σύνορο, με όποιο τίμημα… Γίνεται αίφνης ο λόγος ο ποιητικός, υπέρβαση κι ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του πάνω από τη γη του και πέρα από τον οίκο του για να αξιωθεί πτερωτό το άρμα, όπως αναφέρεται σε ένα επόμενο ποίημα.

Συγκλονιστικοί κι οι λιτοί στίχοι του ποιήματος της επόμενης ενότητας Στόμα/Φωνή, με τις άστεγες σιωπές, που θέλουν να τα πουν όλα με μόνο ένα στόμα. Πόσες τέτοιες σιωπές δεν έχουμε κληρονομήσει αιώνες τώρα που έφτασαν να αποτελούν συλλογική μας διαστροφή, σιωπές που ουρλιάζουν αλλά δεν ακούγονται ποτέ και που εν τέλει, μάς αποδομούν ή μας επαναπροσδιορίζουν με βίαιους τρόπους, οξύτερους από τον λόγο και τις απολογίες του. Γιατί είναι χαρακτηριστικό αυτό το ιδίωμα της ποιήτριας, να κινείται διαρκώς στα όρια, να χρησιμοποιεί τον λόγο ενάντια στον εαυτό του, να δημιουργεί με πρωτογενές υλικό τις λέξεις, οικοδομήματα άυλα που ορίζουν την ύπαρξή μας, «εξωλεκτικά». Άλλωστε, όλο και κάποιος λυγμός κλείνει το στόμα της σιωπής, οπότε πρέπει σίγουρα να την ακούμε από μέσα προς τα έξω. Σαν μια φράση που λυγίζει προς τα μέσα είναι κι ο εξαίσιος στίχος, «Και ποιος τώρα θα περιθάλψει την αγιότητα των μικρών πραγμάτων», που μας εισάγει σε ένα ακόμα ποίημα αυτής της ενότητας με το πιο απρόβλεπτο και συναρπαστικό ερώτημα. Και λίγο πιο κάτω, μ’ έναν σπαρακτικό σαρκασμό, η ποιήτρια αναλογίζεται το μέγεθος των απωλειών που μεταφράζονται σε ποσά. Τον αριθμό και το βάρος των θανάτων. Για να καταλήξει σε μια φράση-κλειδί, που στεφανώνεται από μια διακριτική αλλά σαφή ειρωνεία: Τελικά έχει πολλή δουλειά εκεί κάτω, στο πέτρινο, το προπατορικό αλώνι. Πάνω στο πτερωτό άρμα που κινούν τα ερωτήματα των συλλογισμών, ισορροπεί με ένα «ίσως» ανάμεσα στα ουράνια και τα γήινα, ορίζοντας τις αντιθέσεις με την ταπεινότητα του εξαίσιου πνεύματος που δεν κομπορρημονεί, που δεν σταματά να αμφιβάλλει, αφήνοντας χώρο, χρόνο και ανάσα στο αντίπαλο δέος, με σεβασμό στην ύψιστη δυναμική της οριστικής του συμφιλίωσης που, όμως, τερματίζοντας τον πόλεμο, υπονομεύει και την ίδια την ύπαρξη. Άλλωστε, η ποίηση ντύνεται ριπή, αδιακρίτως. Προκαλώντας τις λέξεις σε εκδίκηση. Και γι’ αυτό την προτρέπει να αφήσει να ξεραθεί καλύτερα το αίμα, πριν πάρει τους δρόμους. Οι αντιθέσεις που διατρέχουν τους στίχους αυτής της ενότητας, εμπεριέχουν μια άδολη θλίψη τόσο για το αμίλητο και τη σιωπή όσο και για την ανατροπή τους, που ανέλπιδα αλλά και γενναία προσπαθεί να αρθρώσει ένα εξόριστο «αχ». Που μέσα απ’ αυτής της εξορίας το πλέγμα και το σύμπλεγμα, κάτι θα έχει να πει με το επίσης εξόριστο, αμίλητο νερό του πηγαδιού της πατρογονικής αυλής.

 

Καλλιόπη Εξάρχου

 

Στην ενότητα Χείλη\Φιλί, η παρότρυνση «φιλί φιλί να ανέρχεστε την κλίμακα του μαρτυρίου» αφήνει πίσω της ένα μειδίαμα-αμάλγαμα πόνου και απόλαυσης, όπως όταν το στόμα σταματάει να εκτοξεύει φράσεις κι αφοσιώνεται στην παράδοσή του μέσα από το φιλί. Ένα φιλί που υπόσχεται όλες τις όψεις του μαρτυρίου, αφού, σε αντίθεση με τον λόγο και τις άμυνές του, σφραγίζει επώδυνα την κατάτμηση του όντος.

Στην ενότητα Πνεύμονες\Ανάσα βρισκόμαστε κατευθείαν από το πρώτο ποίημα σε μια συνθήκη που καθορίζεται όχι μόνο από το πέρασμα του χρόνου αλλά κι από τις αντοχές των πνευμόνων. «Μπαίνουμε με τους πνεύμονες ανεμόμυλους και βγαίνουμε με κομμένη την ανάσα». Έχουμε την αίσθηση της ζωής σαν μια ριπή ιερή που συγχωνεύει την στιγμή με την αιωνιότητα, όπως «μια προσευχή δρόμος από το έαρ ως το καταχείμωνο». Μια προσευχή που το περιεχόμενο της θα μπορούσε να καθορίσει ίσως και το μέγεθος της διαδρομής. Η προσευχή λειτουργεί σαν μια παράδοξη μονάδα μέτρησης που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, να μειώσει ή να μεγεθύνει την απόσταση, να ορίσει την μετάβαση σαν ένα στιγμιαίο συμβάν ή σαν ένα περιπετειώδες ταξίδι που διαστέλλει τον χρόνο.

     Στήθος/Σθένος είναι ο τίτλος της ενότητας που ακολουθεί και περιλαμβάνει μια σειρά από ποιήματα που με σπαρακτική ακρίβεια μιλούν για την παραπλάνηση της μνήμης, την παντοδυναμία των αισθήσεων, την γενναιότητα, το σθένος και την περηφάνια των θνητών υπάρξεων που ορθώνουν την επιθυμία τους ενάντια στην ανάγκη και στο πεπρωμένο, με το θράσος της «παρεπιδημίας σε στήθη εφηβικά» και μιαν αίσθηση παντοδυναμίας που, όμως, πληρώνεται με το ανάλογο αντίτιμο. Με τον στίχο «Αν δεν κολυμπήσεις στο στήθος του άλλου, πώς θα ακούσεις βαθιά τη βοή του βυθού;», η συνάντηση των σωμάτων αποκτά μια υπόσταση θαλασσινής ευρύτητας και βάθους, αποχωρίζεται την φθαρτή και πρόσκαιρη φύση της για να λειτουργήσει σαν μια δεξαμενή μνήμης κι επιθυμίας. Το στήθος, έδρα της αναπνοής, δοχείο της τροφής της μητρικής και διεγέρτης πόθου, διασώζεται από το χωνευτήρι που ονομάζουμε ζωή ή θάνατο με τρόπο μαγικό. Μέσα από έναν αιρετικό εναγκαλισμό. Μέσα από μια αντίπραξη που αψηφά τους νόμους της φύσης και αιωρείται ανάμεσα στον χρόνο και στην υπέρβασή του. Γίνεται πλοίο και θάλασσα μαζί, πανί που αρπάζεται από το κατάρτι για να παραδοθεί στον άνεμο και να κινηθεί ο κόσμος.

Στην ενότητα Άκρα\Δεσμοί\Δεσμά,ο άνθρωπος απελευθερώνεται και σκλαβώνεται μέσα από μια δυναμική αλληλεπίδραση με το αντίπαλο δέος του. Οι σπασμένες αγκαλιές υψώνουν τα λάβαρα των στιγμών τους, το πόδι, μυθολογικό σύμβολο της ψυχής, αλλάζει διαρκώς ιδιότητες και λειτουργίες, αφήνει οπλισμένο ίχνη ανεξίτηλα, παγιδεύεται κι απελευθερώνεται, αντανακλά το εφήμερο της μνήμης αλλά και το ανεξάντλητο της συστολής, δημιουργεί το έρεισμα για μια σειρά από στίχους αποστομωτικής ωραιότητας και ακαταπόνητης έμπνευσης.

Στην ενότητα Δέρμα\Δέρας, η απολεσθείσα εμφανίζεται με δέρμα ελαφιού κι ένα τεράστιο χαμόγελο που ξεκινάει από το φως το ηλιακό, πηγή της καθαρής γνώσης και του Λόγου, μα απλώνει το εκτόπισμά του ως φως-λύκη στον βυθό, εκεί που κατοικεί συμβολικά το υλικό του υποσυνείδητου, των παθών και του ενστίκτου. Το δέρμα γίνεται ρούχο που το ενδύεσαι και το αποδύεσαι, γίνεται η μεταβλητή της ύπαρξης και του κόσμου, γίνεται εργαλείο μεταμόρφωσης και εσωτερικών διεργασιών, για να καταλήξεις εν τέλει να φορέσεις τον «άλλο», σαν δέρμα.

     Ελελεύ είναι μια πολεμική κραυγή μα ταυτόχρονα είναι και κραυγή πόνου ή χαράς, ένας αλαλαγμός ή ένας ολοφυρμός. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας συγκινούν με την τρυφερότητα τους που πηγάζει από έναν σκληρό, «χιονισμένο» βίο, από μια κραυγή που γίνεται θρήνος ή από έναν θρήνο που υψώνεται σε πολεμική κραυγή. Η πολεμική κραυγή είναι το σύνθημα και ταυτόχρονα το έρεισμα για να «σε κατοικούν όσοι δεν θέλουν να σου αλλάξουν πόρτες και παράθυρα», να «απαγκιάζεις στην κόχη όπου κοπάζουν οι θάλασσες», να «υπάρχουν κι εκείνοι που δεν λησμονιούνται ποτέ, που αφήνουν το φως ανοιχτό για να μην χάνουμε το δρόμο» και να «σκοντάφτεις στην βολικά στρωμένη ενδοχώρα αφού εν τέλει δεν είσαι για τα ατσαλάκωτα».

Οι γραμματικοί κανόνες ενσωματώνονται στο παιχνίδι για να οριστούν παράδοξα οι θεμελιώδεις ισορροπίες, ενώ τον ρυθμό τον κρατάει αόρατη ορχήστρα. Το στιγμιαίο θαύμα της ζωής, σαν μια εκπνοή, ένα φύσημα που γίνεται χάραγμα, εναποτίθεται ευλαβικά στο «τώρα» χωρίς προεκτάσεις και ματαιόδοξες υστεροφημίες. Και μια εξομολόγηση στο παιδί της ποιήτριας, φέρνει σε αντιπαράθεση την δική της εμπειρία, την πλούσια σοδειά από πληγές χαραγμένες σε πέτρες αρχαιόθεμες, μιας ζωής που δεν συλήθηκε ούτε οριζοντίως ούτε καθέτως, με τη δική του ανάγκη να αντιληφθεί τον κόσμο, να παραπλανηθεί, να γνωρίσει τους όρους από την αυγή τους και να τους αναιρέσει ή να τους διαιωνίσει.

 

 

Η Μήτρα\Μητρίδα, η ενότητα της αρχής, επανακάμπτει στο τέλος με ένα συγκλονιστικό ποίημα αναχώρησης που θα μπορούσε να είναι και το εναρκτήριο λάκτισμα για να επιστρέψουμε στην πρώτη σελίδα και να επαναλάβουμε την ανάγνωση, όντας πια ωριμότεροι, σοφότεροι και πιο ευέλικτοι αναγνώστες. Σαν να έχουμε έναν κύκλο-φίδι που, ενώ ετοιμάζεται να κλείσει δαγκώνοντας την ουρά του, αίφνης, με την υπόσχεση της επιστροφής, «όταν τα βήματα χορτάσουν αίμα», την μετατοπίζει ελαφρά και με έναν μετεωρισμό μετακινείται στην υψηλότερη στιβάδα, προσφέροντάς μας την ευελιξία μιας σπείρας. Σαν αφιέρωση που ενώνει τον αναγνώστη με την δημιουργό μέσα από την εκ βαθέων επικοινωνία της ποίησης και σαν αποχαιρετισμός οι τελευταίες φράσεις: «Στα θραύσματα, στις αναγνώσεις τους, στα κουράγια μας. Αμήν»

Δεν μπορώ παρά να ξαναφέρω στην μνήμη μου, τελειώνοντας αυτό το ηδονικό και αποκαλυπτικό ταξίδι στη χώρα-σώμα αυτής της συλλογής, κάποιες φράσεις που με συντάραξαν. Όπως το «να ξαποστάσουν οι κόμποι», το «σώμα απάνθρωπων ερώτων», την «ακάθιστη πληγή σαν λιτανεία», εκείνο το «δεν παίξαμε κορώνα γράμματα το ανάστημά μας», τις «αβάσταχτες λέξεις», το «προπατορικό αλώνι», το «τραύμα χωνεμένο σε βαθιές ρυτίδες», την «έφιππη φωνή». Υλικά ποίησης στιβαρής και καλοδουλεμένης που τρίφτηκε στις μυλόπετρες της υψηλής λογοτεχνικής αντίληψης, της ψυχικής υπέρβασης και της εύστροφης περισυλλογής, για να αποδοθεί στον αποδέκτη της λεία και ταυτόχρονα ακανθώδης, με σχήμα ευφάνταστο αλλά και ευκίνητα μεταβλητό, με περιεχόμενο κατευναστικό και ταυτόχρονα διεγερτικό, ανατρεπτικό, που όμως ξεπηδάει ολοφάνερα από την αρχετυπική πηγή μιας αρχαίας και πανανθρώπινης γνώσης.

Διαβάστε αυτή την ποιητική συλλογή και ξαναδιαβάστε την. Μετά, θα είστε πλουσιότεροι.

 

 

 

* Ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top