Fractal

Νοσταλγώντας τη νοσταλγία

Γράφει ο Ζαχαρίας Στουφής //

 

 

«Τοπογραφία της νοσταλγίας», Μαρία Ζαγκλαρά, Εκδόσεις ΑΩ, 2022.

 

Όταν βγαίνει ένα καινούριο βιβλίο, σχεδόν πάντα, γράφονται κάποιες κριτικές προκειμένου το βιβλίο αυτό να συστηθεί στο αναγνωστικό κόσμο. Με το ίδιο σκεπτικό γίνονται μία ή και περισσότερες βιβλιοπαρουσιάσεις στις οποίες οι ομιλητές, τεκμηριώνουν την αξία του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Η όλη διαδικασία των βιβλιοπαρουσιάσεων – εκδηλώσεων, αλλά και αυτή των κριτικών κειμένων – δημοσιεύσεων, θεωρώ πως είναι θεμιτή και πολλές φορές απαραίτητη, προκειμένου να επιτευχθεί η προώθηση και η καλή διακίνηση ενός βιβλίου.

Αυτή η διαδικασία, όμως, δε νομίζω πως είναι απαραίτητη για όλα τα ήδη λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα η ποίηση δεν χρειάζεται καμία κριτική ανάλυση, ούτε χωράει σε εκδηλώσεις βιβλιοπαρουσιάσεων. Η ποίηση είναι τόσο υποκειμενική και «μυστική» για τον αναγνώστη της, όσο είναι και για τον συγγραφέα της, δηλαδή για τον ποιητή. Η «ψηλάφηση» ενός ποιητικού βιβλίου είναι προσωπική υπόθεση, όπως προσωπικός είναι ο χώρος και ο χρόνος που αυτό θα συμβεί. Γιατί η ποίηση δεν διαβάζεται με την «λογική» και τις «γνώσεις» μας, διαβάζεται περισσότερο με την «μεταφυσική» υπόσταση που της προσδίδει το ένστικτο και το συναίσθημα.

Όλοι ξέρουμε πόσα έχουν γραφτεί για τους μεγάλους μας ποιητές, βιβλία ολόκληρα για τον Καρυωτάκη, για τον Καβάφη, για τον Τάσο Λειβαδίτη. Αναφέρω μόνο τρεις από τους αγαπημένους μου Έλληνες ποιητές για να τονίσω πως κανένα από τα τόσα κριτικά κείμενα που έχουν γραφτεί γι’ αυτούς δεν με έκανε να τους αγαπήσω περισσότερο απ’ όσο με έκανε να τους αγαπήσω η κατά καιρούς επαναλαμβανόμενη ανάγνωση των ποιημάτων τους.

Ο λόγος που ξεκινάω να μιλάω κάνοντας αυτή την εισαγωγή για την νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Ζαγκλαρά είναι απλός. Η νέα της συλλογή με τίτλο Τοπογραφία της νοσταλγίας (εκδόσεις ΑΩ 2022), είναι αυτό ακριβώς το «δυνατό» βιβλίο που μπορεί να αντέξει το σκεπτικό που ανέπτυξα πριν περί άσκοπων κριτικών και βιβλιοπαρουσιάσεων για την τέχνη της ποίησης. Όταν μιλάω για «δύναμη» εννοώ τον απόλυτο και καθαρό ποιητικό λόγο και προτάσσοντας την υποκειμενικότητα της κρίσης μου, πιστεύω πως η Μαρία Ζαγκλαρά, με την δεύτερη κιόλας ποιητική της συλλογή, κατατάσσεται στους σημαντικούς ποιητές αυτής της γλώσσας.

Ο τίτλος του βιβλίου, Τοπογραφία της νοσταλγίας, μας προϊδεάζει πριν ακόμα ανοίξουμε το βιβλίο, ότι θα αναμετρηθούμε με το παρελθόν. Εξάλλου το παρόν σαν χρόνος είναι αδύνατον να αποδοθεί σε βιβλίο, γιατί με το που γράφεται κάτι αυτομάτως αποτελεί παρελθόν. Για το μέλλον φυσικά ούτε λόγος, αν κάποιος γράψει ποιήματα που θα περιγράφουν το μέλλον, παίρνει το ρίσκο της προφητείας και οι προφήτες μέχρι να επαληθευθούν «βολτάρουν» στις αυλές των ψυχιατρείων. Το παρελθόν, λοιπόν, είναι ο κοινός τόπος των περισσότερων ποιητών και αυτό συμβαίνει γιατί το παρελθόν χρειάζεται «πολλές» φροντίδες. Καταρχάς χρειάζεται πένθος και στην συνέχεια χρειάζεται αποδοχή των πικρών διαπιστώσεων. Θέλει ακόμη τακτοποίηση και φροντίδα το παρελθόν. Θέλει καλό και προσεκτικό «φύλαγμα» στην μνήμη μας, προκειμένου να μπορούμε τις εμπειρίες του να τις ανακαλούμε στο αδιάκοπο παρόν, καθώς θα σχεδιάζουμε ακόμα μεγαλύτερα «ναυάγια». Στο βιβλίο της Μαρίας Ζαγκλαρά, Τοπογραφία της νοσταλγίας, κατανοούμε για τα καλά ότι είμαστε το παρελθόν μας και πιο συγκεκριμένα, το δύσκολο παρελθόν μας.

Θα σταθώ όμως για λίγο στην νοσταλγία αυτή καθαυτή. Η νοσταλγία, όπως προϊδεάζει και ο τίτλος του βιβλίου, είναι το βασικό συναίσθημα που επικρατεί και που καταφέρνει να κυριεύει αβίαστα τον αναγνώστη. Πολλές φορές, μέσω της οδού των δακρύων, που είτε φτάνουν στις βρύσες των ματιών, είτε μένουν για ώρα κολλημένα στον λαιμό. Δεν θέλω να κλείσω τη νοσταλγία σε κουτάκια και κατηγορίες, ούτε θέλω να την χωρίσω σε «γυναικεία» και «αντρική» νοσταλγία και διαφωνώ με όσους το κάνουν. Η νοσταλγία είναι μία ψυχική κατάσταση που μας αφορά όλους και όλοι την χρησιμοποιούμε σαν ένα καλό «εργαλείο» για την λειτουργία της μνήμης, την ικανοποίηση της φαντασίας – και όχι μόνο.

Το θέμα είναι πως την νοσταλγία δεν την χρησιμοποιούμε με την ίδια συχνότητα σε όλες τις φάσεις και εκφάνσεις της ζωής μας. Θέλω να πω πως η νοσταλγία, όπως και η θλίψη που αυτή επιφέρει, είναι ένα «πριγκιπικό» σπορ, που έχει μεγάλη απήχηση στη νεότητα και την τέχνη. Καθώς ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος φτάνει στην μέση ηλικία, που είναι και η κορύφωση της ζωής του, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πάγιες υποχρεώσεις του, διανύει και την περίοδο που η καθημερινή λειτουργία της νοσταλγίας χάνει όλο και περισσότερο έδαφος από το μυαλό του. Εδώ είναι που συμβαίνει κάτι θαυμαστό με αυτό το βιβλίο! Μας κάνει να νοσταλγήσουμε τη νοσταλγία! Μας κάνει να θυμηθούμε πόσο χρήσιμη ήταν αυτή η εποχή για εμάς και πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιξε στην ζωή μας. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο συνειδητοποιούμε, τελικά, ότι η νοσταλγία είναι αυτό που απέμεινε ύστερα από κάθε «ευτυχία» και κάθε «πένθος».

Στην ποίησή της, η  Μαρία Ζαγκλαρά, μάς συστήνει έντιμα τον κόσμο της κι εμείς οι προσεκτικοί αναγνώστες, θα αναγνωρίσουμε εκεί τον δικό μας εαυτό, τους δικούς μας φόβους και την δική μας πραγματικότητα. Τελικά, μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, αυτό το βιβλίο λέει κάτι πολύ σπουδαίο! Ότι κοινή μοίρα των ανθρώπων είναι η τραγωδία τους. Παρόλο που αυτό μοιάζει με κάτι χιλιοειπωμένο, θέλω να τονίσω πόσο εύστοχα το αποτυπώνει αυτό η ποιήτριά μας και πόσο αναγκαίο είναι να επισημαίνεται αυτό, στην α-τραγική εποχή που διανύουμε.

Ας εστιάσουμε, όμως, στο περιεχόμενο του βιβλίου και ας επιχειρήσουμε μία βαθύτερη ανάγνωση. Το βιβλίο ξεκινάει με μότο – απόσπασμα από το ποίημα του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, Μακρόνησος: «Απόψε λέμε να σου γράψουμε μάνα,/ […] / μήπως δούμε το χαμόγελό σου / να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τη δίψα μας.» Και στην μεθεπόμενη σελίδα του βιβλίου η αφιέρωση: Στην μητέρα μου, Ειρήνη. Τα ποιήματα του βιβλίου είναι χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες που δεν τιτλοφορούνται. Αυτό που ορίζει την αρχή κάθε ενότητας είναι ένα μότο με στίχους κάποιου Έλληνα ποιητή και η λευκή σελίδα που ακολουθεί. Η επιλογή να μην έχει τίτλο κάθε ενότητα μοιάζει να έχει γίνει από την ποιήτρια για να μην αποδυναμώσει τον γενικό τίτλο, Τοπογραφία της νοσταλγίας, που εκφράζει απόλυτα ολόκληρο το περιεχόμενο του βιβλίου.

 

 

Πάντως για κάθε ενότητα που θα προσεγγίζω, πρώτα θα παραθέτω το μότο που η ποιήτρια έχει επιλέξει ως εναρκτήριο. Πρώτη ενότητα: «το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα / υπογειωθεί· το ξέρω και το ξέρει.» (Αργύρης Χιόνης, Το ποδήλατο). Η ενότητα αυτή αποτελείται από οκτώ ποιήματα τα οποία εκτός από το τελευταίο, φαίνεται να απευθύνονται στον πατέρα. Είναι νοσταλγικά μα και απολογητικά, μοιάζουν με αυτά τα γράμματα που γράψαμε από ψυχής και που ποτέ δεν ταχυδρομήσαμε. Τα ποιήματα αυτά λειτουργούν αναπόφευκτα σαν πρόλογος, για το ότι μένει να ακολουθήσει σε αυτό το βιβλίο, όμως για όσους έχουν διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο της Μαρίας Ζαγκλαρά (Η καρδιά ήταν μόνο το πρόσχημα, εκδ. Κουκούτσι, 2018), θα καταλάβουν εύκολα πως δεν είναι μόνον ο πρόλογος αυτού του βιβλίου, μοιάζουν να είναι ταυτόχρονα και ο επίλογος της προηγούμενης ποιητικής της συλλογής. Δεν είναι καθόλου παράξενο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί οι «έντιμοι» ποιητές έχουν συνέχεια, δεν είναι «αυτοτελή επεισόδια». Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αυτής με τίτλο Βύσσινο γλυκό, είναι αφιερωμένο στην Ειρήνη, που είναι η μητέρα της ποιήτριας, όπως μας πληροφορεί στη γενική αφιέρωση του βιβλίου. Οι δύο τελευταίες στροφές του ποιήματος είναι τόσο συγκινητικές και τόσο περιγραφικές για τη σχέση μητέρας και κόρης, που δεν μπορώ να μην της παραθέσω: «Μόνον εσύ μπορείς να μου θυμίζεις όσα (ξ)έχασα / κι αυτό να μην πονάει, μαμά»

Η δεύτερη ενότητα της συλλογής είναι και η μικρότερη, αφού αποτελείται μόνο από πέντε ποιήματα. «Τόσο μπορώ να ζήσω/ που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω. / Τόσο ζητώ να ζήσω / που δεν αντέχω να ζω.» (Ζωή Καρέλλη, Υπαρκτικά IV) Αυτή την ενότητα θα την χαρακτήριζα ενότητα των πικρών νοσταλγιών ή των νοσταλγικών απολογισμών. Πέντε ποιήματα υπαρξιακά και απολογητικά, όπως όταν στεκόμαστε γυμνοί μπροστά στον καθρέφτη. Ποιήματα αμείλικτα με βαθιά εσωστρέφεια που κατά τη γνώμη μου, προετοιμάζουν τον αναγνώστη για αυτό που θα ακολουθήσει, δηλαδή την τρίτη και μεγαλύτερη ενότητα του βιβλίου.

Η τρίτη ενότητα ξεκινά με ένα μότο από ποίημα της Μάτσης Χατζηλαζάρου  [Απόψε]: «Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις / κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά / της ζωής μου που γέρασε / βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες/ είναι πληρωμένοι δολοφόνοι / ας οργανωθεί πια η σφαγή / απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα» Η ενότητα αυτή αποτελείται από 21 ποιήματα τα οποία θα τα χαρακτήριζα ερωτικά και νοσταλγικά μαζί. Αν σε αυτή την ενότητα, που είναι και ο βασικός κορμός του βιβλίου, μου ζητούσαν να δώσω έναν τίτλο, αυτός θα ήταν Νοσταλγώντας την νοσταλγία, με τον οποίο τιτλοφορώ και αυτό το κείμενο. Η εν λόγω ενότητα ποιημάτων, εκτός των άλλων, είναι ένα μεγάλο μάθημα αισθηματικής αγωγής για τον αναγνώστη κι ένας οδηγός διαχείρισης των δακρύων, θα τολμούσα να πω. Εδώ η Μαρία Ζαγκλαρά αποκαλύπτεται εντελώς και μεταφορικά μιλώντας, δεν μένει μόνο εντελώς γυμνή μπροστά μας, αλλά μπαίνει μόνη της στον «αξονικό τομογράφο» για να μπορέσουμε όσο πιο βαθιά μέσα της να δούμε. Γράφει στη σελίδα 41: «Κάποιος με χαιρέτησε στο δρόμο. Σου έμοιαζε, / μα δεν. Όμως μπορεί και να ήσουν. Μπερδεύομαι / πια. Φίλα με, είπα. Προσπαθώ να θυμηθώ από / πού σε ξέχασα. / Ασφυξία.»

Η τέταρτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου ξεκινάει με μότο ένα απόσπασμα από το ποίημα του Κώστα Θ. Ριζάκη «το δάνειο της πέτρας»: «είχες να μου χτυπήσεις χρόνια Ναζωραίε / πέρασε μέσα το σκαμνί σε περιμένει / […] / (ξυπόλυσεν όλο το έλεός σου εν σιωπή / τη λύπη γλύκανε που πελεκάω στο ποίημα).» Αυτή η τελευταία ενότητα, που αποτελείται από 12 ποιήματα, με δυσκόλεψε περισσότερο από όλες. Θα πάρω όμως το ρίσκο να χαρακτηρίσω αυτά τα ποιήματα «ιστορικά». Προσοχή όμως: μην περιμένετε να διαβάσετε εδώ ποιήματα όμοια λ.χ. με τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη. Εδώ θα βρείτε ποιήματα ιστορικά, γραμμένα υπό το πρίσμα της γυναικείας υποκειμενικότητας, γιατί η ιστορία του κόσμου στην πραγματικότητα είναι γυναικεία υπόθεση, όπως είναι και η γλώσσα, εξού και το επίθετο «μητρική». Η ιστορία της Ελλάδας και η ιστορία του κόσμου, μέσα από την προσωπική ιστορία της ποιήτριας, ξεδιπλώνονται μπροστά μας κατά την ανάγνωση και μας τοποθετούν κι εμάς, σχεδόν άθελά μας, απέναντι στην συνολική ευθύνη που μας αναλογεί, μα εν τέλει κυρίως απέναντι στην ιστορική ευθύνη μας. Μερικά απλά καθημερινά περιστατικά αρκούν. Οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να τα αφηγηθούν με τέτοιον τρόπο, ώστε αν και μιλούν για συγκεκριμένα και «μικρά» πράγματα, εν τούτοις μέσα από αυτά να λένε την ιστορία ενός ολόκληρου κόσμου.  Αυτή η περίεργη ιδιότητα των γυναικών δεν είναι κάποια εξειδικευμένη ικανότητα, μα όπως και τόσα άλλα «εκπληκτικά» που έχουν, είναι απλά θέμα οπτικής του πώς βλέπουν τον κόσμο, έναν κόσμο που γεννούν και φροντίζουν μέχρι τέλους – σε αντίθεση με τους άντρες που θέλουν να κατακτούν αδιάκοπα τον κόσμο, καταστρέφοντάς τον.

Σε αυτή την συνοπτική περιγραφή των ενοτήτων, ο λόγος που παραθέτω τα μότο που η ίδια η ποιήτρια επέλεξε να χρησιμοποιήσει στο βιβλίο της, είναι ο εξής: εκτός του ότι ήθελα να αποδώσω την παράλληλη ατμόσφαιρα που διαμορφώνουν τα ίδια τα μότο, ήθελα να πάρουμε μία μικρή «γεύση» από τους ποιητές που η ίδια μάς προτείνει. Ο λόγος που τους «επιλέγει» και μάς τους προτείνει, δεν μπορεί να είναι άλλος από το ότι είναι αγαπημένοι της ποιητές και ψυχικά συγγενείς της. Είναι πολύ σημαντικό, όταν διαβάζουμε έναν ποιητή, να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις επιρροές του και ευτυχώς η Μαρία Ζαγκλαρά μας τις αποκαλύπτει. Εμένα πάντως όλο αυτό μου έδωσε μία ιδέα. Μήπως θα έπρεπε κάθε ποιητής, κάποια στιγμή της ζωής του, να μας έδινε μία ανθολογία των πολύ αγαπημένων του ποιημάτων, από  ποιητές που το έργο τους τον ενέπνευσε και τον γαλούχησε; Νομίζω πως αυτό, εκτός από μία εξαιρετική ανθολογία, θα ήταν και ένα καλό «κλειδί» για τους μελλοντικούς μελετητές του ανθολόγου ποιητή. Ολοκληρώνοντας αυτή την σκέψη μου, παραθέτω ένα ακόμα μότο που χρησιμοποιεί η ποιήτρια στο άτιτλο ποίημα της σελίδας 34: «Μη μου χτυπάς. Ξέρω.» (Κώστας Μόντης, Προς καρδίαν).

 

Μαρία Ζαγκλαρά

 

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του βιβλίου, θα ήθελα να αναφέρω κάτι που είχα γράψει στην παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου της, που ήταν και η πρώτη της ποιητική συλλογή:

 

«Η Μ. Ζαγκλαρά σε ολόκληρο το βιβλίο της, επικυρώνει των Καρυωτάκη. Σύγχρονος άνθρωπος, κλεισμένος στον εαυτό του, με το συλλογικό όραμα να απουσιάζει από την ποίησή της, όπως απουσιάζει από την ζωή όλων μας. Η ειδοποιός διαφορά με την εποχή της και την ποιητική γενιά της είναι ότι, αυτή την τραγική συνειδητοποίηση δεν την κάνει καταγγελτικό και θυμωμένο λόγο. Την χρησιμοποιεί για να εξερευνήσει τα βάθη της συνείδησής της και έτσι να εισέλθει στην αυτογνωσία. Πιστεύω βαθύτατα, ότι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα, που είναι εγκλωβισμένος στον εαυτό του, αποκομμένος από κάθε ελπίδα, δίχως συλλογικό όραμα, μόνη του διέξοδο έχει την αυτογνωσία, όπου και πιθανότατα να αποδειχτεί η μεγαλύτερη επανάσταση του αιώνα που ξεκινάει.

Σαν υστερόγραφο

Μαρία, μετά το τελευταίο ποίημα του βιβλίου σου, στην επόμενη σελίδα (85) η οποία δεν αριθμείται, γράφεις: «Κανένα ποίημα δε με σημάδεψε τόσο, όσο αυτά που δεν έγραψα»

Μαρία, αυτά τα άγραφτα ποιήματα τα περιμένουμε.»

 

Έτσι έκλεινε η κριτική βιβλιοπαρουσίασή μου για το πρώτο ποιητικό της βιβλίο[1] και την παραθέτω γιατί με δικαίωσε η ποιητική της συνέπεια, δηλαδή μού επέτρεψε να «πέσω μέσα» στο βασικό σκεπτικό μου. Μόνο που αυτά τα άγραφτα ποιήματα που περιμέναμε δεν ήρθαν, δηλαδή ήρθαν, αλλά δεν ήταν τα αναμενόμενα, γιατί τελικά ήταν πολύ καλύτερα από τα αναμενόμενα και αυτό μας εξέπληξε τόσο ευχάριστα! Πάλι θα κλείσω με το τελευταίο ποίημα, του νέου της βιβλίου αυτή την φορά, χωρίς κανένα σχόλιο:

 

«γράφουμε, μα κάποιοι δεν είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό / που γίνονται οι ποιητές / κάποιοι είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό που γίνονται τα / ποιήματα – κατάλαβες;»

 

 

[1] Στουφή, Ζ. (2018). Αγωγή πένθους https://frear.gr/?p=22819

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top