Fractal

Διήγημα: “Το τσουβάλι”

Της Μαριέττας Πεπελάση //

 

 

 

Το καλοκαίρι η μητέρα μας μάς επέβαλλε να κοιμηθούμε από τις εννιά το βράδυ. Τ’ άλλα γειτονοπούλα έπαιζαν ακόμη στο δρόμο, μα για εμάς αυτή ήταν η επιθυμία της μητέρας.

Ο πατέρας κάθονταν στη βεράντα και ακούγαμε την φωνή του να περνά τις γρίλιες απ’ το παράθυρο της πρόσοψης του μικρού σπιτιού. Αυτή η φωνή τρύπωνε παντού. Έπαιζε με το καλοκαιρινό αεράκι δίνοντάς του μια δροσερή αύρα, περνούσε μέσα από τα φωτεινά της νύχτας και σαν μια αστραφτερή λάμψη, άγγιζε τα νυχτολούλουδα και τα γιασεμιά, τους κατιφέδες και τ’ αγιόκλημα σκορπίζοντας τ’ αρώματά τους σ’ όλο το ουράνιο στερέωμα, τι θεϊκό το τραγούδι του πατέρα!

Η μητέρα μάς έδινε το τελευταίο ποτηράκι νερό της ημέρας, μας σταύρωνε και λέγαμε μαζί της την προσευχή:

“Παναγιά μου,

έχε καλά τον πατέρα μου, τη μητέρα μου

το αδελφάκι μου, εμένα και

όλο τον κόσμο”.

Σαν τελείωνε η προσευχή, μας φιλούσε τρυφερά στο μέτωπο.

“Καληνύχτα, μανούλα”, λέγαμε και τα δυο παιδιά μαζί.

“Καλό ξημέρωμα, καλό ξημέρωμα και όνειρα γλυκά”, σιγομουρμούριζε, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο κι ήταν σαν τρυφερός φύλακας άγγελος.

Ο αδελφός μου κοιμόταν συνήθως αμέσως. Εμένα όμως μ’ έπιανε μια περιέργεια να δω τι θα έκαναν, τι θα συζητούσαν οι γονείς, όταν θα έμεναν οι δυο τους.

Έκανα πως κοιμόμουν, ήξερα πως θα έρχονταν και πάλι η μητέρα να δει ή να ελέγξει αν όλα ήταν εντάξει. Μόλις έφευγε, πεταγόμουν και κόλλαγα τ’ αυτί μου στις γρίλιες του παραθύρου.

Η καρδιά μου χοροπηδούσε από αγωνία και φόβο.

“Αν με καταλάβουν, ωχ!, τι μουρμούρα και φοβέρες θ’ ακούσω”, σκεφτόμουν, αλλά δεν ξεκόλλαγα τ’ αυτί μου απ’ τις γρίλιες, απεναντίας γινόμουν όλο και πιο προσεκτική και επιτήδεια στην παραμικρή δυσκολία που αντιμετώπιζα.

Μια φορά μπήκε ένα κουνούπι στο ρουθούνι μου.

Πιέζω αμέσως το ρουθούνι, το κουνούπι εκτελείται επί τόπου κι εγώ σε κλάσμα δευτερολέπτου βρίσκομαι στο κρεβάτι μου σκούζοντας, οι γονείς πανικόβλητοι ήρθαν να με σώσουν. Δεν κατάλαβαν τίποτα.

Άλλο ένα δράμα ήταν όταν μια αράχνη έκανε τον περίπατό της στα μαλλιά μου.

Άχνα δεν έβγαλα.. Έτρεξα στο κρεβάτι μου φωνάζοντας:

“Βοήθεια, ένα τέρας στο κεφάλι μου”,

πάλι την γλύτωσα.

Πολλά ζωύφια έμπαιναν μέσα στο σπίτι, γιατί δεν ήταν σπίτι ακόμη.

Είχε παντζούρια, αλλά δεν είχε παράθυρα, είχε ντουβάρια, αλλά φαίνονταν τα τούβλα, είχε σωλήνες για να τρέχει το νερό στο σπίτι, αλλά δεν είχε συνδεθεί με την ΟΥΛΕΝ, είχε ηλεκτρική εγκατάσταση, αλλά δεν είχε συνδεθεί με την Ηλεκτρική Εταιρεία, είχε δυο εξωτερικές πόρτες, μια στην κουζίνα και μια στο χολ εισόδου, αλλά οι εσωτερικές πόρτες ήταν από τσουβάλια.

Νερό βγάζαμε απ’ το πηγάδι και για φως υπήρχαν λάμπες πετρελαίου με το φυτίλι και για να μαγειρεύεται το φαγητό μια γκαζιέρα πετρελαίου με τρόμπα. Για τον καφέ υπήρχε το καμινέτο με πράσινο οινόπνευμα, μαγική η φλόγα του! Επικίνδυνα εργαλεία τού νοικοκυριού, ευτυχώς δεν πάθαμε κανένα ατύχημα!

Εκείνο το βράδυ για πολλή ώρα έμειναν στη σιωπή. Άκουγα μόνο τους χτύπους από το μαχαίρι και το πιρούνι, ενώ η μυρωδιά του καρπουζιού, γλύκα της αγωνίας μου.

Σ’ αυτή την ανιαρή ατμόσφαιρα άρχισαν να πέφτουν τα βλέφαρα, αυτό ήταν κάτι επικίνδυνο, ο αυτοέλεγχος μ´ εγκατέλειπε, ετοιμαζόμουν ν’ αποχωρήσω σιγά σιγά.

“Τι έχεις, γυναίκα μου, γιατί δεν μιλάς σήμερα;”

Αμέσως ξύπνησα.

“Τι να πω; Για τη δυστυχία μας; Τι να πω για τα χάλια μας; Δες πώς ζούμε ! Ούτε οι γύφτοι δεν ζουν σ’ αυτά τα χάλια”, είπε η μητέρα.

Τα λόγια της με τάραξαν, δεν καταλάβαινα ποια ήταν τα χάλια μας. Εγώ ήμουν ευτυχισμένη σ’ αυτό το σπιτάκι. Είχα φίλους στη γειτονιά, όλη μέρα έπαιζα, ούτε που μ’ ένοιαζε τίποτ’ άλλο.

“Μη στεναχωριέσαι, γυναίκα μου, δεν είναι λίγα αυτά που καταφέραμε, μπήκαμε μέσα με τα παιδιά μας, θα βγάλουμε το καλοκαίρι, θα μαζέψουμε και πάλι λεφτά με τις οικονομίες μας και του χρόνου το καλοκαίρι θα είναι όλα όμορφα. Μη στεναχωριέσαι, καλή μου”.

Η τρυφερότητα της φωνής του πατέρα, μου έφερε έναν κρυφό λυγμό, μα δεν έπρεπε να φανερωθεί τίποτα.

“Κουράστηκα, κουράστηκα όλο υπομονή και υπομονή για ποιο πράγμα, για να ζω μέσα στα τσουβάλια;”

Σηκώθηκε απότομα, ίσως σχεδόν βίαια, έπεσαν τα μαχαιροπήρουνα κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο, μ’ ένα πήδημα βρέθηκα στο κρεβάτι μου με την καρδιά μου να χτυπά σαν του σπουργίτη.

Το σπιτάκι είχε ένα δωμάτιο, ένα χολ τραπεζαρία, μια κουζίνα κι ένα μπάνιο.

Το δωμάτιο είχε τέσσερα κρεβάτια, όπου κοιμόταν όλη η οικογένεια μαζί, μεγάλη χαρά και ασφάλεια έδινε η κοινοβιακή μας ζωή, και κάνοντας την κοιμισμένη όλο κάτι άκουγα.

Καθώς μπήκε η μητέρα στο δωμάτιο, τράβηξε με θυμό την τσουβαλένια πόρτα, έσπασε ο σπάγκος που την κρατούσε με δυο καρφιά στον τοίχο και η πόρτα τσουβαλιάστηκε στο πάτωμα. Η μητέρα την ποδοπάτησε, την κλώτσησε, την έβρισε και κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της. Την παρακολουθούσα με μισό μάτι ανοιγμένο, για να μην με καταλάβει.

Δεν καταλάβαινα γιατί θυμώνει η μητέρα τόσο. «Εγώ θυμώνω, όταν δεν μ’ αφήνουν να κάνω αυτό που θέλω. Τι είναι αυτό που θέλει η μητέρα; Τι δεν θέλει να κάνει στη ζωή της; Γιατί κάθε λίγο και λιγάκι δεν είναι ευχαριστημένη και ζητά κάτι άλλο;», σκεφτόμουν.

Πόσο ήθελα να είναι ευτυχισμένη η μητέρα, να είναι όμορφη, χαρούμενη, να θυμώνει, μα ο θυμός της να μην κρατά μέρες, ν’ αγαπά και να φροντίζει τον εαυτό της, να έχει φίλες, ν’ αγαπιούνται με τον πατέρα και να κάνει λιγότερες θυσίες για τα παιδιά της. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε. Έβλεπα μια βασανισμένη γυναίκα, κουρασμένη που δεν γελούσε, δεν αγκαλιάζονταν με τον πατέρα, κι όλο δούλευε, δεν είχε χρόνο για εκείνη και χρόνο με το χρόνο έπαιρνε βάρος.

“Τι βάρος έχει η ψυχή σου, μητέρα;”

Πώς να είναι ευτυχισμένη μια κόρη με μια τέτοια μητρική ενσωματωμένη εικόνα, πόσο δύσκολο γίνεται να βρει τα δυνατά χαρακτηριστικά της μάνας της και του εαυτού της κι αυτά να γίνουν οδηγός για τη δύσκολη ζωή που σίγουρα ένα κορίτσι κι αργότερα μια γυναίκα θα συναντήσει.

Δεν κουνιόμουν καθόλου στο κρεβάτι μου, σχεδόν δεν ανέπνεα, γιατί αν καταλάβαινε πως δεν είχα κοιμηθεί, πως παρακολουθούσα τις εκρήξεις της, πως ήμουν ο κατάσκοπος και ο κριτής της τεράστιας απογοήτευσης και της οργής της, ποιος ξέρει τι αντίδραση θα είχε.

Λίγο πιο πριν ήταν τόσο γλυκιά.

“Καλό ξημέρωμα, καλό ξημέρωμα”, μας είχε ευχηθεί, μα τώρα φοβόμουν, φοβόμουν ότι θα ξεσκίσει και εμένα σαν το τσουβάλι.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top