Fractal

Εξυμνώντας την φύση της αμερικάνικης δύσης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Wallace Stegner, «Το τραγούδι της σάλπιγγας. Και άλλα διηγήματα». Ανθολόγηση-Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2019

 

Ο Αμερικανός συγγραφέας Ουάλας Στέγκνερ (Wallace Stegner, 1909-1993) δεν έχει απασχολήσει την λογοτεχνική κοινότητα της χώρα μας εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά τελευταία έχει κάνει την είσοδό του σε αυτή με τη συλλογή μικρών ιστοριών που επιγράφεται  «Το τραγούδι της σάλπιγγας. Και άλλα διηγήματα», από τις σοβαρές, από κάθε άποψη, εκδόσεις Gutenberg.  Σταμάτησε να γράφει διηγήματα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950, με το επιχείρημα ότι το συγκεκριμένο είδος είναι έργο και απασχόληση  των νεότερων συγγραφέων, επιδιδόμενος σε άλλα λογοτεχνικά είδη, όπως μυθιστορήματα, δοκίμια και βιογραφίες. Οι ιστορίες ετούτης της συλλογής δεν εμφανίζονται με χρονολογική σειρά, αλλά όλες γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν, στην αρχική τους μορφή, ανάμεσα στα 1938 και 1948. Ωστόσο, φαίνεται να μας παρέχουν μια γενικότερη επισκόπηση της πορείας και της προόδου του συγγραφέα,  και, κατ’ επέκταση του αμερικανικού διηγήματος κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης περιόδου της ιστορίας του.

Μια περίπλοκη και διφορούμενη ιστορία, «Η Διπλή γωνία», περιγράφει τον αγώνα μιας γυναίκας για να κρατήσει την ηλικιωμένη πεθερά της έξω από ένα γηροκομείο. Ακόμα και αν ο σύζυγός της διαφωνεί μαζί της, εκείνη επιμένει να πάρει τη γριά μακρυά από εκεί. Η αμφιταλαντευόμενη στάση της νεότερης γυναίκας φαίνεται στην αρχή σωστή, έπειτα εντελώς λανθασμένη, μετά η κατάλληλη και αρμόζουσα και ούτω καθ’ εξής. Στην πραγματικότητα, οι  περισσότερες ιστορίες του, όσο εξαιρετικές και αν είναι, δεν παύουν να μας  κόβουν την ανάσα με την απρόβλεπτη τροπή τους. Ο Ουάλας Στέγκνερ, έγινε γνωστός με διάφορους τίτλους, όπως βραβευμένος μυθιστοριογράφος, ιδρυτικός διευθυντής του προγράμματος δημιουργικής γραφής του γνωστού Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, βιογράφος, ιστορικός, δοκιμιογράφος, συντάκτης, περιβαλλοντολόγος και προστάτης της φύσης. Ο σεβασμός του για το φυσικό περιβάλλον είναι κεντρικό σημείο στον χαρακτήρα του. Τα γραπτά του, είτε ανήκουν στο χώρο της  μυθοπλασίας, είτε όχι, επικεντρώνονται κυρίως στη Δύση. Μπορεί να μην ξέρω ποιος είμαι, αλλά ξέρω από πού είμαι, έλεγε χαρακτηριστικά. Όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς, η μυθοπλασία του ξεκινά από τις δικές του εμπειρίες, από γεγονότα της προσωπικής του ζωής, τα οποία συνδυάζει με φανταστικούς χαρακτήρες και ανάλογα γεγονότα, θολώνοντας τα όρια μεταξύ της αλήθειας και της μυθοπλασίας. Το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του Ουάλας Στέγκνερ, είναι το μυθιστόρημα «Το ψηλό γλυκό βουνό» (Big Rock Candy Mountain, 1943), όπου μάς δίνει πληροφορίες για την προέλευση των πιο σημαντικών θεμάτων της ζωής και των γραπτών του. Εκεί μέσα εξιστορεί τις συνεχόμενες μετακινήσεις μιας οικογένειας στην αμερικανική δύση, εστιάζοντας περισσότερο στην ενηλικίωση του μικρότερου παιδιού, παραπέμποντας βέβαια εμμέσως στον εαυτό του.

Ο Ουάλας Στέγκνερ, γεννήθηκε το 1909 στο αγρόκτημα του παππού του, στο Λέικ Μίλς της Αϊόβα. Ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός τυχοδιώκτη και σκληροτράχηλου πατέρα, του Τζώρτζ Στέγκνερ, που μετέφερε την οικογένειά του σε όλη τη Δύση αναζητώντας αναδυόμενες ευκαιρίες, και μιας μητέρας που, παρά την απομόνωση και τη μοναξιά, ασχολούταν με την ανατροφή των παιδιών της, ενώ προσπαθούσε την ίδια στιγμή να  δημιουργήσει μια ζεστή ατμόσφαιρα όπου κι αν βρισκόταν όλη η οικογένεια. Όταν ο Ουάλας ήταν μόλις πέντε ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Ίστεντ, στην καναδική επαρχία Σασκάτσουαν, ζώντας κάτω από άσχημες συνθήκες. Ο πατέρας του προσπαθούσε με κάθε τρόπο να οργανώσει μια φάρμα καλλιεργώντας σιτάρι. Στα επόμενα χρόνια και στα γραπτά του, ο Στέγκνερ αναφέρεται συχνά σε εκείνα τα χρόνια, μέσα στα λιβάδια και τις σαβάνες, που σημάδεψαν τον χαρακτήρα και αργότερα τις αναμνήσεις του. Ο Στέγκνερ αποτυπώνει αυτήν την ατμόσφαιρα στο έργο του, «Η μυρωδιά της λυγαριάς. Μνήμη, χρονικό και παραμύθι του στερνού μεγάλου κάμπου» (Wolf Willow: A history, a story and a memory of the last plains frontier», 1961). Στην καναδική αυτή επαρχία ο Στέγκνερ πέρασε πολύ χρόνο ζώντας κοντά στη φύση, φτιάχνοντας παγίδες για τυφλοπόντικες και ασχολούμενος γενικώς με άγρια ζώα, νυφίτσες, κουνάβια, γεράκια, ασβούς κλπ. Τους καλοκαιρινούς μήνες, ο αδερφός του, Σέσιλ, δύο ετών μεγαλύτερος, δούλευε με τους γονείς του, βοηθώντας την καλλιέργεια σιταριού., ενώ εκείνος για κάποια από αυτά τα καλοκαίρια ήταν εντελώς μόνος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του γεγονότος, βρίσκουμε στο διήγημα «Το τραγούδι της σάλπιγγας» (Bugle Song), το πρώτο ετούτης της συλλογής. Πάντα πίστευε πως η παραμονή στην εξοχή ήταν ουσιώδους σημασίας για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων παρατήρησης του περιβάλλοντος. Όταν δεν υπάρχουν πολλά πράγματα γύρω σου για να εστιάσεις τα μάτια σου, έλεγε, ίσως τότε να βρεις ενδιαφέρον στα μυρμήγκια! Αργότερα, όταν βρισκόταν στην ηλικία των έντεκα ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Γκρέιτ Φολς της  Μοντάνα. Λυπήθηκε για όσα άφησε πίσω του, όπως και η μητέρα του εξομολογήθηκε αργότερα, νοιώθοντας σαν ένα πουλί που πηγαίνει από δω κι’ από εκεί φτιάχνοντας συνεχώς καινούργια  φωλιά. Σύντομα έφυγαν και από εκεί για το Σωλτ Λέικ Σίτυ της Γιούτα. Ήταν ένα κρίσιμο σημείο στην μετέπειτα καριέρα του, αφού εκεί απέκτησε πλέον πρόσβαση σε δημόσια βιβλιοθήκη, όπου σύχναζε τακτικά. Λόγω των εξαιρετικών επιδόσεων, αποφοιτά από το λύκειο στην ηλικία των δεκαέξι ετών.  Σε λίγο καιρό (1931) χάνει τόσο τον αδελφό του  από πνευμονία, όσο και τη μητέρα του από καρκίνο (1933). Το 1930 πήγε στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα για μεταπτυχιακές σπουδές δημιουργικής γραφής, ολοκληρώνοντας τη διδακτορική του διατριβή στην Αμερικανική Λογοτεχνία, το 1935. Το 1934 παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Μαίρη Στιούαρτ Πέιτζ, επίσης μεταπτυχιακή φοιτήτρια στην Αγγλική φιλολογία, με την οποία παρέμειναν μαζί δια βίου.

 

Wallace Stegner

 

Στην Αϊόβα άρχισε να γράφει πλέον σοβαρά, αρχής γενομένης με το μυθιστόρημα θετικής υποδοχής «Η ανάμνηση του γέλιου» (Remembering Laughter, 1936), κερδίζοντας ένα βραβείο και ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Παράλληλα εκείνα τα χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της διδασκαλίας σε διάφορα πανεπιστήμια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε το δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Σε μια σκοτεινή πεδιάδα» (On a Darkling Plain, 1940), το «Φωτιά και πάγος» (Fire and Ice, 1941) και τη «Χώρα των Μορμόνων»    (Mormon Country, 1942), καθώς και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που ήδη αναφέραμε, «Το ψηλό γλυκό βουνό» (Big Rock Candy Mountain, 1943), με πολλές αναφορές στον πατέρα του, το οποίο του πρόσφερε εγκωμιαστικές κριτικές και γνώρισε σημαντική εμπορική επιτυχία. Ο πατέρας του, σημειωτέον, αυτοκτόνησε στα 1940, αδυνατώντας να διαχειριστεί τις πολυποίκιλες και συνεχόμενες οικονομικές αποτυχίες του, τρία χρόνια ακριβώς πριν δει το φως της δημοσιότητας «Το ψηλό γλυκό βουνό». Ο Ουάλας Στέγκνερ, συμφωνεί με εκείνους που πιστεύουν ότι οι γυναίκες στη μυθοπλασία του φαίνονται συχνά πιο δυνατές από τους άντρες. Αυτό, για τους περισσότερους,  οφείλεται εν μέρει στη σχέση του με τη μητέρα του. Ήταν λέει μια δύσκολη ζωή για μια γυναίκα  πολύ μοναχική και απομονωμένη ολοένα και πιο πολύ από τις ρίζες της.   Περιγράφει τη μητέρα του ως ευγενική και στοργική, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανθεκτική στους πολυποίκιλους κραδασμούς. Πέθανε στα πενήντα της, όταν εκείνος ήταν είκοσι τεσσάρων ετών. Στα 1945, σημαντική ημερομηνία ήταν η μετακόμισή του στην Καλιφόρνια. Με την πάροδο των χρόνων, πολλοί γνωστοί συγγραφείς έχουν περάσει από το πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Στάνφορντ, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε, και πολλή αμερικανική λογοτεχνία γράφτηκε από αυτό το πρόγραμμα από όλους  τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί, για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ο Στέγκνερ δημοσίευσε δύο συλλογές διηγημάτων. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες του ξεκίνησαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιτάχθηκε σθεναρά σε νομοσχέδια καταστροφής των βοσκοτόπων και κατασκευής φραγμάτων σε εθνικά πάρκα. Το «Προς την ασφάλεια» (Crossing to Safety, 1987),  ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, που αναφέρεται στην μακρόχρονη φιλία δύο ζευγαριών. Εκεί προεκτείνει το συλλογισμό του σε θέματα ζωής και θανάτου και πολλοί αναγνώστες ίσως έχουν πολλές ερωτήσεις, ή και αντιρρήσεις, αλλά όπως εξηγούσε ο ίδιος, ένα μυθιστόρημα που δεν θέτει περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες μπορεί να απαντήσει δεν εξυπηρετεί το σκοπό του. Ο Στέγκνερ αφιέρωσε αυτό το μυθιστόρημα στη γυναίκα του, Μαίρη, ενώ καταγράφει όμορφα και τον σεβασμό του στην αμερικάνικη φύση. Το 1990, κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των διηγημάτων του, με τίτλο «Άπαντα τα διηγήματα του Ουάλας Στέγκνερ» (The Collected Stories of Wallace Stegner), αποτελούμενος από τριάντα μια ιστορίες που είχαν δημοσιευτεί προηγουμένως στις δύο συλλογές, «Οι γυναίκες στον τοίχο» (The Women on the Wall, 1950), και «Η πόλη των ζωντανών και άλλα διηγήματα» (The City of the Living, 1956), καθώς και σε διάφορα περιοδικά.

«Η γλύκα των παραμορφωμένων μήλων» (The Sweetness of the Twisted Apples), το δεύτερο διήγημα ετούτης της συλλογής, εστιάζεται στην Πολιτεία του Βερμόντ. Απεικονίζει έναν αξιαγάπητο χαρακτήρα που μας μαθαίνει ότι πολλοί πρέπει να ζουν και να πεθάνουν μόνοι τους, είτε στο απομακρυσμένο σκηνικό της ιστορίας του Στέγκνερ, είτε αλλού. Ο συγγραφέας, έγραψε αυτή την ιστορία αφού είχε την ευκαιρία πρώτα να εξοικειωθεί με την ύπαιθρο του Βερμόντ και τους ανθρώπους της από πρώτο χέρι. Η ιστορία αφορά ένα ζευγάρι, όπως εκείνος και η σύζυγός του, αλλά και τους υπόλοιπους ανθρώπους που αρέσκονται σε εξερευνήσεις τοπίων χωρίς  σχεδόν καθόλου δρόμο, είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης, εν προκειμένω, αν και ο φαινομενικός σκοπός τους είναι να βρουν κατάλληλα τοπία για τη ζωγραφική δραστηριότητα και καλλιτεχνική έμπνευση του συζύγου. Η σύζυγος του ζωγράφου, Μάργκαρετ, είναι περισσότερο ευαίσθητη και ανοιχτή στην καινούργια εμπειρία, και καθώς ταξιδεύουν όλο και πιο μακρυά από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, φαίνεται σαν να ταξιδεύουν και πάλι στο παρελθόν. Κι’ όταν εκείνη ανακάλυψε έναν παλιό πέτρινο τοίχο που εξαφανιζόταν μέσα στο δάσος, και τώρα οριοθετούσε ακόμα επιμελώς κάποιο έρημο λιβάδι σκεπασμένο με αγριόχορτα, σκέφτηκε ότι ο κόπος που χρειάστηκε να χτιστεί είχε πάει στράφι, και πλέον η κυριότητα της περιοχής είχε περάσει στις μαρμότες και στις αλεπούδες, προς μεγάλη τους ευχαρίστηση, και αναφώνησε, «…Απίστευτο ότι υπάρχουν τόσο παλιά πράγματα στην Αμερική…»! Το ζευγάρι στην ιστορία πηγαίνει κατά μήκος του έρημου δρόμου και συναντά μια μητέρα και κόρη, περίεργα εξοχικά άτομα απομονωμένα από τον κόσμο, από τόπο και χρόνο, και σύντομα έρχεται στην επιφάνεια η λυπημένη ιστορία της κόρης, της  Σάρι, η νεανική της ελπίδα  και η οριστική απώλεια. Η ηρεμία της απέναντι σε αυτό που αποκαλεί απογοήτευση, η αποδοχή των τετελεσμένων καθώς και η  απροθυμία της να  παραπονιέται, ήταν κάποια από τα  χαρακτηριστικά των κύριων πρωταγωνιστών των ιστοριών  του Στέγκνερ. Ενώ ο σύζυγός της ζωγραφίζει, η γυναίκα περπατά στο δρόμο μέσα από ένα ερημικό κυριολεκτικά χωριό προς ένα παλιό και εγκαταλειμμένο νεκροταφείο όπου σταματά και κάθεται σε μια ταφόπλακα. Σκέφτεται τη σταδιακή εγκατάλειψη της περιοχής με την πάροδο των ετών, έτσι ώστε, «…μια μέρα θα  έστεκες στο κατώφλι σου και δεν θα έβλεπες ίχνος ζωής, ούτε θα άκουγες ανθρώπινο ήχο απ’ τη μια άκρη του χωριού ως την άλλη». Στη  «γλύκα των παραμορφωμένων μήλων», η ευχαρίστηση έρχεται στη γυναίκα όταν ανακαλύπτει τα παραμορφωμένα μήλα που κρέμονται από τα δέντρα σε έναν εγκαταλελειμμένο οπωρώνα. Το διήγημα προσφέρει μια συναρπαστική μεταφορά για την ερειπωμένη Εδέμ, τον κήπο των πρωτόπλαστων, στα απομεινάρια του πολιτισμού, κάτι που είναι σύμφυτο  σε μεγάλο μέρος του γραψίματός του. Παραπέμπει εμμέσως στην ανησυχία του Στέγκνερ, ότι, ως Αμερικανοί, τους οδήγησαν να εκμεταλλευτούν την ελεύθερη γη της κληρονομιάς τους σε μια προσπάθεια να εκπληρώσουν με κάθε θυσία  τις δρομολογημένες, άπιαστες σε μεγάλο βαθμό,  έννοιες του Αμερικανικού ονείρου. Η Μάργκαρετ από τη μεριά της μεταμορφώνεται σε σύγχρονη Εύα, κι’ αφού δοκιμάσει ένα, προσφέρει ένα άλλο στον άντρα μέσα σε ένα πλαίσιο γενικευμένης αποσύνθεσης και καταστροφής της φύσης.

 

 

Η «Διπλή γωνιά» (The Double Corner), βασίζεται περισσότερο γύρω από το περιστατικό της γιαγιάς που στέκεται έξω από το δωμάτιο των αγοριών: «…Η γιαγιά έστεκε στα μισά του διαδρόμου, μπρος στην ανοιχτή πόρτα των αγοριών. Το κεφάλι της είχε βουλιάξει στους ώμους προδίδοντας την ίδια ένταση με το βλέμμα της, ενώ τα χείλια έτρεμαν με κρυφή μοχθηρία. Δεν έκανε να μπει, μόνο κοιτούσε σκυμμένη ελαφρά…». Η ιστορία ασχολείται με τη διανοητική σύγχυση και άνοια της ηλικιωμένης γυναίκας και με τις στοργικές αλλά τελικά μάταιες προσπάθειες της νύφης να μειώσουν αυτή τη σύγχυση. Φόντο οι υπέροχες εικόνες της Καλιφορνέζικης Δύσης, γύρω από το σπίτι, που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Στέγκνερ: «… ολόγυρα στην κοιλάδα τα χωράφια ξεθώριαζαν και βυθίζονταν στους ίσκιους. Σύντομα το φως θα χανόταν πίσω από το ακριανό ύψωμα. Τα σύννεφα πάνω από τους λόφους της ακτής θα σκοτείνιαζαν, τα ράντζα θα γίνονταν ένα με τα δέντρα, οι φανοστάτες θα άναβαν και ο άδειος ουρανός θα φέγγιζε σπαρμένος με άστρα. Ο τόπος εδώ ήταν γαλήνιος, το ίδιο και η ζωή…». Περιττό ίσως να τονίσουμε πως, «Το ταξίδι στην πόλη», είναι εμπνευσμένο, επίσης, από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα Ουάλας Στέγκνερ στον Καναδά και από την γνωστή και τόσο αγαπητή του ύπαιθρο. Το «Ηφαίστειο», στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο μιας ομάδας που δημιουργήθηκε κατά τη μεταγενέστερη περίοδο, και ανήκει στις ιστορίες που εμπνεύστηκε από τα ταξίδια του. Αφού ανέλαβε εργασία στο Στάνφορντ, ο Στέγκνερ έκανε πολλά και μεγάλα ταξίδια στο εξωτερικό και οι καταστάσεις και οι χαρακτήρες που αντιμετώπισε και ήρθε σε επαφή σε αυτά τα ταξίδια τον ενέπνευσαν για μια σειρά από άλλες ιστορίες που δικαιολογούν  τη μετέπειτα φήμη του ως «πρύτανη των δυτικών συγγραφέων». Οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το «Ηφαίστειο», έχουν ως κεντρικό θέμα την αντιπαράθεση και την διαφορά απόψεων των Αμερικανών με τους ξένους πολιτισμούς. Ο αμερικανός πρωταγωνιστής εδώ, μαθαίνει κάτι διαφορετικό για άλλους ανθρώπους, αλλά και για τον εαυτό του, και κατά κάποιο τρόπο βγαίνει, εν προκειμένω, κάπως σαν ταπεινωμένος από τη συνάντησή του με τους Μεξικανούς. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ανακαλύπτει την άγνοιά του, μια άγνοια που υποδηλώνει ότι, ως Αμερικανός, έχει απομακρυνθεί από τη γη και από τη σχέση που έχουν οι ντόπιοι μιας περιοχής με τη φύση και το περιβάλλον τους, γεγονός που τον αναγκάζει να επανεκτιμήσει τις βασικές προτεραιότητές του και τις αξίες της ζωής. Αυτό το θέμα, σε κάποιο βαθμό, αντικατοπτρίζει την πρόοδο της ζωής του συγγραφέα,   από μια παιδική ηλικία κοντά στη γη όπου αυτός και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να ζήσουν με ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης, σε μια εκλεπτυσμένη ζωή με αρκετές ευκολίες ως ενήλικας, αργότερα. Σε όλες αυτές τις ιστορίες που αναφέρονται ή παραπέμπουν στην μικρή του ηλικία, υπάρχει υφέρπουσα η έννοια της νοσταλγίας, ενώ στις ταξιδιωτικές ιστορίες, η αντιπαράθεση με έναν πιο βασικό ή διαφορετικό τρόπο ζωής μπορεί να είναι ενοχλητική, ή ακόμη και οδυνηρή. Ο αφηγητής του «Ηφαιστείου», είχε μεταβεί ως τουρίστας στο Παρικουτίν,  στο Μεξικό, πιθανώς από περιέργεια για να δει τις συνέπειες της έκρηξης και της συνεχούς δραστηριότητας του εκεί ηφαιστείου. Το συγκεκριμένο ηφαίστειο, εξερράγη στις 4 Φεβρουαρίου του 1943 και έμεινε ενεργό μέχρι το 1952. Ο Στέγκνερ επισκέφτηκε το μέρος λίγους μήνες μετά την έκρηξή του, που άφησε πίσω του νεκρούς, θαμμένα χωριά και  αποτεφρωμένα πολλά αγροκτήματα καλλιεργήσιμης γης. Σε αυτό το διήγημα δεν υπάρχει τίποτα το νοσταλγικό, παρά μόνο ένα απόκοσμο τοπίο, σαν μια σκηνή από την κόλαση, ένα τοπίο χωρίς σκιές, βυθισμένο σε γκρίζο λυκόφως. Εδώ ο αμερικανός τουρίστας, φαίνεται να παίρνει ένα μάθημα για την προσαρμογή, για την επιβίωση του ανθρώπινου πνεύματος κάτω από τις χειρότερες συνθήκες από αυτούς τους απλούς, μη εξελιγμένους και «πολιτισμένους» ανθρώπους. Είναι τα μάτια των μικρών κοριτσιών, που μέσα τους απεικονίζονταν η ζωτικότητα και η ελπίδα για ένα αγώνα παρά το γεγονός ότι η κατάσταση έμοιαζε απογοητευτική και απελπιστική. Όπως στο «Ξέφωτο με τις βατομουριές» (The Berry Patch), το θέμα του πολέμου εμφανίζεται και εδώ σταδιακά ως σημαντικό γεγονός. Όταν αυτή η έμφαση είναι ξεκάθαρη, ο διάλογος εμφανίζεται έντονα με τον γνωστό τρόπο του Χέμινγουεϊ: «Τρέφω βαθύ μίσος γι’ αυτό το πράγμα. Είναι κάτι που το ξέρω μια ζωή και μια ζωή το μισώ. Είναι δολοφονικό». Κι’ ενώ στο διήγημα «Το τραγούδι της σάλπιγγας» (Bugle Song), διαφαίνεται ένα διαφορετικό προσωπείο του μικρού παιδιού, στο «Πουλάρι» (The Colt), το αγόρι δείχνει μια απέραντη αγάπη για ένα νεογέννητο και κάπως παραμορφωμένο πουλάρι, επιμένοντας ότι το ζώο πρέπει να βοηθηθεί για να ζήσει και να μεγαλώσει σωστά. Στην ιστορία «Πριονιστές» (Saw Gang) παρουσιάζεται η σκληρότητα, η δύσκολη εργασία και η ακεραιότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων της αμερικανικής υπαίθρου. «Το ξέφωτο με τις βατομουριές» (The Berry Patch), παίρνει ένα πολυάσχολο ζευγάρι και το καθοδηγεί μακρυά απ’ τις καθημερινές έννοιες για να απολαύσει τα περίτεχνα δημιουργήματα της φύσης, δίνοντας παράλληλα  στον αναγνώστη να καταλάβει ότι η φύση παρέχει έναν εναλλακτικό και ίσως καλύτερο τρόπο ζωής. Η ζωή στη φύση, για το ζευγάρι, δίνει μια αίσθηση γαλήνης, διαφορετική από εκείνη που ζούσαν, ίσως πιο ελκυστική από τη σύγχρονη κοινωνία. «Στο λυκόφως» δίνεται με ωμό τρόπο η αγροτική ζωή και η προσπάθεια ενηλικίωσης των νεαρών αγοριών σε αυτή με οδηγό τον πατέρα τους. Ο Ουάλας Στέγκνερ δεν έχει ξεφύγει, και δεν θα μπορούσε φυσικά, από την πιο χαρακτηριστική παράδοση της Αμερικανικής Δύσης, την ατελείωτη γοητεία με τον μακρυνό ορίζοντα, το συναρπαστικό παζλ της ζωής σε έναν κόσμο τόσο απέραντο, όσο η αμερικανική ενδοχώρα. Ωστόσο, πολλές από αυτές τις ιστορίες είναι ριζωμένες σε συγκεκριμένες εποχές. Για παράδειγμα, το διήγημα «Η θέα από τη βεράντα» (The View from the Balcony) ξεδιπλώνει και  απεικονίζει την έκρηξη μιας μακράς καταπιεσμένης εχθρότητας μεταξύ ενός μεταπτυχιακού φοιτητή και του συμβούλου του, με μοτίβο την απέραντη και ξεχασμένη αμερικανική φύση,  συνδυάζοντας το διαχρονικό με το εφήμερο. Άνδρες και γυναίκες, αφήνουν πίσω τους τα αποτελέσματα του τελευταίου μεγάλου πολέμου και εισέρχονται στην καθημερινή ζωή ως ενήλικες πλέον. Ο συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει το μεταπολεμικό τοπίο, και τον τρόπο με τον οποίο η νίκη της Αμερικής επηρέασε τη δυναμική της στον κόσμο και πως εισχώρησε μεταξύ των διαφορετικών γενεών στη χώρα.  Άθελά του ή συνειδητά αναφέρεται στα γνωστά ψυχολογικά προβλήματα όσων επέστρεψαν από το μέτωπο και το άγχος τους να  προσαρμοστούν στη νέα μεταπολεμική πραγματικότητα. Στο διήγημα «Η θέα από τη βεράντα», μια ομάδα νεαρών βετεράνων σε κολέγιο στην Ιντιάνα, στους οποίους περιλαμβάνονταν και Άγγλοι, όπου ζουν μαζί, προσπαθούν να τελειώσουν την εκπαίδευσή τους. Αυτή η ιστορία, βρίσκεται κάτω από το πρίσμα μιας Αγγλίδας,  της Λούσι, παντρεμένης με έναν Αμερικανό. Σε ένα πάρτυ μπύρας στο μπαλκόνι της προσωρινής εστίας όπου φιλοξενούνται, οι πολυποίκιλες εντάσεις εμφανίζονται στην επιφάνεια με επώδυνο και κυρίως αναπόφευκτο τρόπο. Όταν η Λούσι μένει τελικά μόνη της, εκεί μέσα στο δάσος της Ιντιάνα, προετοιμάζοντας ένα μέλλον γεμάτο ταπεινές προσδοκίες, συνειδητοποιεί ότι η «… τα νιάτα, η μελέτη, τα κοινά βιώματα και οι κοινές ελπίδες, η κοινή πίστη στο μέλλον, όλα ήταν εύθραυστα σαν καλάμια, ευάλωτα σαν αχυροκαλύβες… για να συνειδητοποιήσει ότι  είχε ζήσει επί έξι χρόνια δεν τέλειωσε και ίσως δεν θα τέλειωνε ποτέ για κανέναν τους…».

Μια μεγάλη ζωή για τον Ουάλας Στέγκνερ (1909-1993, και μια επίσης μεγάλη, παραγωγική και διακεκριμένη λογοτεχνική καριέρα. Οι δέκα ιστορίες σε αυτήν τη συλλογή είναι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, αντιπροσωπευτική σε κάποιες περιόδους της ζωής και στα μέρη που έζησε και γνώρισε ο συγγραφέας.  Αυτό που είναι εύκολα αντιληπτό στο βιβλίο ετούτο, είναι η αδιάλειπτη ικανότητα του συγγραφέα  να κινείται άνετα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Αμερικής. Κλείνοντας ετούτο το σημείωμα για το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε να τονίσουμε την υψηλή αισθητική έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Gutenberg, το πολυτονικό σύστημα που ναί, ακόμα, παραπέμπει σε σεβασμό της ελληνικής γλώσσας, καθώς και στις άφθονες πληροφορίες που δίνει στον αναγνώστη ο μεταφραστής των ιστοριών, Γιάννης Παλαβός, με την εκτεταμένη εισαγωγή στο έργο και τη ζωή του συγγραφέα, στην αρχή, αλλά και στο τέλος του βιβλίου, δείγμα μεγάλης υπευθυνότητας και σεβασμού απέναντι στους αναγνώστες των ιστοριών της συλλογής αυτής του συγγραφέα Ουάλας Στέγκνερ, έτσι ώστε οι απλές ευχαριστίες μας, σε έναν αμερόληπτο παρατηρητή, να φαντάζουν ανεπαρκείς.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top