Fractal

Ένα μεθυσμένο, εορταστικό, ελπιδοφόρο, απελπισμένο και σατανικό τανγκό: Ένα ουγγρικό ορόσημο!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

“Το τανγκό του Σατανά”, Λάσλο Κρασναχορκάι, Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2018

 

Το πρώτο μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai, 5 Ιανουαρίου 1954- ), που ακούει στο όνομα ‘Το τανγκό του Σατανά’, δημοσιεύθηκε αρχικά το 1985, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ουγγαρία.  Ήταν, όπως πολύ σωστά ειπώθηκε,  ένα ορόσημο στην Ουγγρική μυθοπλασία, έχοντας όμως την ίδια στιγμή οικουμενική διάσταση, ξεφεύγοντας αναγκαστικά από τα στενά πλαίσια της χώρας αυτής. Παρ’ όλα αυτά, η υποδοχή του βιβλίου, έγινε με κάπως επιβραδυμένο ρυθμό. Μεταφράστηκε στη γερμανική γλώσσα το 1990, στη συνέχεια στα γαλλικά το 2000, και έπειτα ακολούθησε η γνωστή και επιτυχημένη πορεία, τόσο του εν λόγω βιβλίου, όσο και του συγγραφέα. ‘Το τανγκό του Σατανά’, είναι ένα αρκούντως πρωτότυπο και ανησυχητικό έργο,  κατασταλαγμένο προϊόν του χρόνου και του τόπου του, αφού αναφέρεται, έστω υπαινικτικά και συγκεκαλυμμένα, στις τελευταίες περιόδους του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ουγγαρία. Η ανάγνωσή του, τόσα χρόνια μετά, καθιστά αρκούντως σαφή την υπερβατική δύναμη της εγνωσμένης πλέον τέχνης και ικανότητας του Ούγγρου συγγραφέα και της παγκόσμιας διάστασης των κειμένων του και των βαθύτερων και φιλόδοξων οραμάτων του που εμπεριέχονται σ’ αυτά. Σε επίπεδο υπόθεσης του μυθιστορήματος,  τώρα, το κύριο ενδιαφέρον εκ πρώτης όψεως εστιάζεται στα χρήματα, τη λύτρωση και την καταδίκη. Γεωγραφικά, τοποθετείται σε ένα φτωχό και σχεδόν εγκαταλελειμμένο χωριό, στην πραγματικότητα έναν απόμερο αγροτικό οικισμό, που κατοικείται από ενήλικες ή ζευγάρια, όλα άτεκνα, με μία μόνο εξαίρεση.  Δύο κακοί χαρακτήρες, οι Ιερεμίας και ο Πέτρινα, που πιστεύεται ότι είναι νεκροί, επιστρέφουν κάποια στιγμή απροσδόκητα για να προτείνουν τη σωτήρια  ίδρυση μιας νέας κοινότητας. ‘…αυτό που θέλω είναι να δημιουργήσω  μια νησίδα με λίγους ανθρώπους, που δεν έχουν να χάσουν τίποτε, μια νησίδα όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση, όπου ο κόσμος θα δουλεύει ο ένας για τον άλλον κι’ όχι ο ένας ενάντια στον άλλο, όπου ο καθένας θα έχει   πλούτο και ειρήνη και ασφάλεια και θα μπορεί να κοιμάται τη νύχτα σαν άνθρωπος…’, δηλώνει ευθαρσώς ο Ιερεμίας στην αρχή του κειμένου, για να παραδεχτεί αργότερα, πως ‘…το δίκτυο, αυτόν τον τεράστιο ιστό αράχνης που καλύπτει όλη τη χώρα… τον ύφανα με τον δικό μου τρόπο…’.

Οι κάτοικοι αναμένουν πρωτίστως οικονομική σωτηρία, αν και ορισμένοι έχουν και επιδεικνύουν διαφορετικά οράματα. Ένα από τα λίγα άτομα που δεν υιοθετήθηκαν από το σχέδιο του Ιερεμία, ένας  μοναχικός τουτέστιν γιατρός που φυλάσσει επίσης λεπτομερή αρχεία για τους λιγοστούς, ούτως ή άλλως, κατοίκους στο χωριό, είναι τόσο κωμικός και περίεργος, όσο και αυθεντικός χαρακτήρας, ενώ φαίνεται επίσης ότι είναι μοναδικά απαλλαγμένος από τα περιρρέοντα οικονομικά κίνητρα με τα οποία εμφορούνται οι υπόλοιποι θαμώνες του οικισμού. Ακόμα και τα δυο παιδιά του μυθιστορήματος συμμετέχουν σε μια μικρογραφία του σχεδίου του Ιερεμία, όπως όταν για παράδειγμα το μικρό κορίτσι δίνει τα χρήματά του στον βασανιστικό  αδελφό της για να φυτέψει και να  μεγαλώσει ένα ‘δέντρο χρήματος’.

 

Δημιουργία μνημείου δίπλα από το ουγγρικό κοινοβούλιο προς τιμήν του μεγάλου πολιτικού άνδρα και ευγενούς Lajos Kossuth (1802 -1894). Ο Ούγγρος συγγραφέας Λάσλο Κρασναχορκάι, έχει τιμηθεί με το σπουδαίο βραβείο που φέρει το όνομά του,  το έτος 2004. 

 

Ο Λάσλο Κρασναχορκάι δημιουργεί και ξεδιπλώνει αρκετές αφηγήσεις και πολλαπλά αφηγηματικά μητρώα, το ένα πάνω από το άλλο, και βάζει το αποτέλεσμα σε μια κάπως λοξή σειρά από αλληγορίες,  μεταφορές,  τον χορό  του τίτλου, τα θρησκευτικά και συχνά βιβλικά στοιχεία, τις πανταχού παρούσες αράχνες, και φυσικά την σκοτεινή πλοκή. Εκτός από την πολυπλοκότητα της οργάνωσης, εδώ μπορεί να ιδωθούν και πολλές πτυχές της πολύπλευρης φαντασίας του.  Υπάρχει ένα σύνολο χαρακτήρων, με αφηγήσεις εστιασμένες σε πολλαπλούς πρωταγωνιστές και περιστατικά που συχνά αναπαράγονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες και κάτω από διαφορετικά διαθλαστικά πρίσματα. Υπάρχουν εκεί μέσα κάτοικοι οραματιστές, ιδεολόγοι και ορισμένοι ονειροπόλοι  διαφόρων βεβαίως εκφάνσεων. Συχνά ένα έγκλημα, μια κλιμακωτή πράξη βίας ή θυσίας, αν και σε πολλές περιπτώσεις η βία και η θυσία δεν είναι ταυτόσημες αλλά συμπληρωματικές, και η συχνή απογοήτευση, ενώ σημαντικοί χαρακτήρες τείνουν να προσκολλώνται σε παλιές ψευδαισθήσεις ή να ανακαλύπτουν, για κάποιους δικούς τους λόγους, καινούργιες. Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια αναποφασιστικότητα και διστακτικότητα που μεταμφιέζεται ως μια σοβαρή και τεράστια απόφαση. Το τέλος του βιβλίου ετούτου, φυσικά, δεν φτάνει στο επίπεδο των αληθινά εμπνευσμένων συμπερασμάτων των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του Λάσλο Κρασναχορκάι, αλλά σίγουρα μπορεί να προσφέρει μία κάποια αναδρομική καθοδήγηση και πληροφορίες στην ανάγνωση του έως τώρα έργου του. Οι χαρακτήρες αυτοί, στο παλιότερο πνεύμα κάποιων άλλων μορφών, εξαρτώνται εν μέρει από το παιχνίδι και την εναλλαγή  μεταξύ λόγων και  πράξεων.

 

Από ένα  απομακρυσμένο χωριό στην ουγγρική επικράτεια.

 

Μέσα από μια πληθώρα λέξεων και φράσεων, ομιλούμενων και μη, η πλοκή του ‘τανγκό του Σατανά’ χαρακτηρίζεται από την συμπαιγνία και την προηγηθείσα συνεννόηση του Ιερεμία με τις ανώτερες αρχές για να δελεάσουν και να παγιδεύσουν τους χωρικούς, το καταστροφικό ξετύλιγμα του μικρού κοριτσιού Έστι στο κεφάλαιο V, και τέλος τις παρατηρήσεις και τις ερμηνείες του γιατρού του εγκαταλελειμμένου, από θεούς και ανθρώπους, αγροτικού οικισμού. Η επιστροφή του Ιερεμία στο χωριό, οι παραφουσκωμένες του υποσχέσεις που θα οδηγούσαν τους χωρικούς σε μια νέα ζωή και ο μετέπειτα διασκορπισμός τους στα πέρατα της χώρας, όταν αυτό το θαυμαστό σχέδιο διαλύεται, αποτελούν την κύρια πλοκή και υπόθεση του μυθιστορήματος. Η χαρισματική του αυθεντία και το κύρος του, είναι εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα της αντίληψης των χωρικών, αφού αρχικά τον βλέπουμε ως έναν απατηλό και ανόητο χαρακτήρα που περιπλανιέται κατά λάθος στο ληξιαρχείο με τις πόρνες, αλλά με έμπρακτη και εστιασμένη κοσμική εξουσία. Εμφανίζεται κάτω από ένα στρώμα ειρωνείας, ως ένας μηδενιστής για την ίδια τη φαντασία, και είναι προσκολλημένος με πράξεις σε μια πλοκή που μπορεί να ανήκει σε οποιαδήποτε παραλογοτεχνία και παραφιλολογία της κομμουνιστικής εποχής. Υπάρχει στην πραγματικότητα ένας ισχυρός διαχωρισμός μέσα στο μυθιστόρημα μεταξύ δράσης, επιθυμίας και δυσαρέσκειας, τον οποίο οι κεντρικοί πρωταγωνιστές και χαρακτήρες ενσωματώνουν με διαφορετικούς τρόπους. Για τον Ιερεμία, η πνευματική, στοχαστική διάσταση είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ρητορική και ειρωνική. Οι θρησκευτικές αυταπάτες διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο για την Έστι,  το  παιδί που απορροφά απελπισμένα και ενστερνίζεται την αξία ενός κακοποιού για ένα χωριό και για τον ανώνυμο γιατρό, ο οποίος χρησιμεύει ως μυστικός αρχειοφύλακας των όποιων περιουσιών των λιγοστών, ούτως ή άλλως,  κατοίκων του.

 

 

 

Το ‘ταγκό’  περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις μορφές συγγραφής, καθεμιά  από τις οποίες ευθυγραμμίζονται σε μεγάλο βαθμό με μία από τις παραπάνω ενέργειες. Η έκθεση Ιερεμία υποτάσσεται στις αρχές κοντά στο τέλος του βιβλίου, το ημερολόγιο του ιδιόρρυθμου γιατρού και η ανακάλυψή του που μπορεί να προκαλέσουν  γεγονότα, και τέλος, οι μύθοι που δημιούργησε, θέλοντας και μη,  η μικρή κοπελίτσα Έστι. Αυτοί οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους έρχονται να αποτελέσουν μια κάποια ιεραρχία στις πολυδαίδαλες κινήσεις. Η Έστι   δρομολογεί  την πίστη της στον αδελφό της, Σάνι που ενώνεται με τον Ιερεμία, ο οποίος εργάζεται για τη μυστική αστυνομία, που μπορεί ή όχι να είναι η εφεύρεση του γιατρού, ο τελικός δηλαδή συλλέκτης όλων των σχετικών πληροφοριών. Κάποια παραδείγματα μπορούν να βοηθήσουν στην απεικόνιση της αλληλεπίδρασης μεταξύ της δράσης και της πολύπλοκης αφηγηματικής δομής του σκοτεινού μυθιστορήματος.  Στο εντυπωσιακό και φρικτό κεφάλαιο που αφιερώνεται στην Έστι, οι βίαιες πράξεις της, η μαρτυρική συνενοχή τους με τη σκληρότητα που οι άλλοι, και ιδιαίτερα ο αδελφός της, τής επιβάλλουν, είναι θεμελιωδώς αρνητικές, απομακρύνοντας τους ανθρώπους και τα πράγματα από τον κόσμο όπου ζουν και ελπίζουν. Δημιουργούν ένα ανησυχητικό κενό που καταλαμβάνεται πρώτα από τον Ιερεμία, και αργότερα από ένα αταξινόμητο και παροπλισμένο όραμα που διαδόθηκε από τους Ιερεμία, Πέτρινα και Σάνι, με προσεκτική ασάφεια. Και οι τρεις τρομακτικοί χαρακτήρες την απορρίπτουν ως ψευδαίσθηση, ως προϊόν της ομαδικής εξάντλησης, και ο Ιερεμίας δεν χάνει την ευκαιρία για να διατυπώσει αυτή τη ζοφερή φιλοσοφία, με λόγια που έχουν ως κεντρική ιδέα ότι δεν έχει σημασία αυτό που είδαμε μόλις τώρα. Το τελευταίο δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο. Τι είναι γι’  αυτόν ο παράδεισος, η κόλαση, η μετά θάνατον ζωή; Όλα ανοησίες, απλώς χάσιμο χρόνου! Τα χαρακτηριστικά του λόγια,  ‘… Και το είδαμε κάτι, αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Ο Παράδεισος, η Κόλαση, η μετά θάνατον ζωή; Όλα αυτά είναι ανοησίες. Μόνο χαμένος χρόνος. Η φαντασία δεν σταματά να δουλεύει ποτέ, αλλά όσες φορές περάσαμε δίπλα από την αλήθεια, δεν την αγγίξαμε’, ηχούν περίεργα, απειλητικά και αποκαλυπτικά στους κατοίκους του οικισμού και στους ανυποψίαστους αναγνώστες!

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κατά κόρον μακρυές και κουραστικές προτάσεις, ένα γεγονός που έδωσε αφορμή για πολλά κριτικά σχόλια, αλλά η τεχνική φαίνεται να εξυπηρετεί πολυποίκιλους σκοπούς για διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά σε κάθε περίπτωση, η αφήγηση των σκέψεων και των ενεργειών ενός ατόμου διακόπτεται, εκνευριστικά, από φράσεις από άλλες εποχές ή από άλλους αφηγητές. Εκτός από το κατηγορηματικό τανγκό που κλείνει το πρώτο μέρος, υπάρχει  ένας πιο σιωπηλός χορός που λαμβάνει χώρα σε ένα κεντρικό επεισόδιο του βιβλίου. Σε μια φευγαλέα συνάντηση, η Έστι προσεγγίζει τον γιατρό και κρατάει γρήγορα το παλτό του. Εκείνος την ωθεί μακρυά του, εκείνη τρέχει, και αυτός την κυνηγάει μέχρι να πέσει. Η σκηνή εμφανίζεται στο κείμενο δύο φορές. Μια φορά από την δική του οπτική γωνία και στη συνέχεια από τη δική της. Για αυτόν, είναι ένα απλό και απογοητευτικό περιστατικό, αλλά για αυτήν, κάτι περισσότερο, ήτοι η απόρριψη από έναν άνδρα που λίγο πριν θυμόταν, γενικώς, ως αυθόρμητα ευγενικό και λεπτό χαρακτήρα. Ωστόσο, η δύναμη των φαντασιώσεων των δύο χαρακτήρων δεν είναι καθόλου επιπολαιότητα. Αν πάρουμε σοβαρά το τέλος, αυτό δημιουργεί τον φανταστικό κόσμο, και, πέρα ​​από τη ζοφερή και ακριβή εκτίμηση της τυφλής εξάρτησης και δυναμισμό του Ιερεμία, προσφέρει τη μοναδική του ελπίδα για σωτηρία. Η πολυπλοκότητα και η αβεβαιότητα αυτής της εικόνας, καθώς και η δεξιοτεχνία, είναι ήδη εμφανή στα ογκώδη πεζά κείμενα του Λάσλο Κρασναχορκάι.

Στον καλά συγκεκαλυμένο κόσμο του ‘τανγκό του Σατανά’, όλα  παγιδεύονται μέσα σε έναν καταχθόνιο χορό. Η υπόθεση του βιβλίου, περιλαμβάνει αρκετές μεταφυσικές εικασίες για να μας ενημερώσει ότι βρισκόμαστε σε ένα από τα πιο καυτά σημεία της πνευματικής μυθοπλασίας, το τμήμα εκείνο του υπαρξιακού άγχους, σε έναν κόσμο με άλλα λόγια όπου ο Σατανάς είναι εκείνος που κυβερνά τις πράξεις των ανθρώπων και το βαθύτερο νόημα της ζωής τους. ‘…Όλα είναι καθορισμένα εκ των προτέρων. Μην κουράζεσαι άδικα, καλύτερα να μην πιστεύεις αυτό που βλέπουν τα μάτια σου. Είναι παγίδα, Πέτρινα. Και κάθε φορά πέφτουμε μέσα της. Νομίζουμε πως είμαστε ελεύθεροι, αλλά το μόνο που κάνουμε είναι να αναπροσαρμόζουμε τις κλειδαριές. Όλα είναι καθορισμένα εκ των προτέρων…’.

 

 

Ο ουγγρικός Δούναβης κοντά στο Βίσεγκραντ.

 

Ο Κρασναχορκάι, δημοσίευσε το μυθιστόρημα τέσσερα χρόνια πριν από την πτώση του κομμουνισμού και, μάλιστα, το βιβλίο έχει ως στόχο τις πολλαπλές καταστροφές που προκάλεσε το σύστημα του ολοκληρωτισμού στην Ουγγαρία, αλλά  και έξω ​​από αυτήν. Η απεικόνιση των χωρικών και μια συλλογική δουλειά πάνω σε κοινωνικά ερείπια, πρέπει να ήταν ένα εξόχως δυνατό χαστούκι στην κομμουνιστική λογοκρισία, τουλάχιστον για όσους αξιωματούχους της εποχής ήταν σε θέση να συλλάβουν, να υποπτευθούν και να εκτιμήσουν τα βαθύτερα υπαινικτικά νοήματα του συγγραφέα σε τούτο το μυθιστόρημα. Ένα μεγάλο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα μέσα και γύρω από ένα ανώνυμο χώρο που εγκαταλείπεται σε μεγάλο βαθμό, για διάφορες αιτίες. Οι κάτοικοί του περιλαμβάνουν τους απελπισμένους και εξαθλιωμένους χωρικούς, και μεταξύ των άλλων, έναν γιατρό, μερικές έφηβες πόρνες, τη μεθυσμένη μητέρα τους, τον μοχθηρό αδελφό τους και την αλαφιασμένη μικρή αδελφή. Ζουν στα σαπισμένα από την υγρασία και την εγκατάλειψη σπίτια τους και συναθροίζονται στην ετοιμόρροπη και γεμάτη αράχνες, αφιλόξενη κάτω από άλλες συνθήκες, φτωχή και επαρχιακή παμπ. Η φθινοπωρινή βροχή πέφτει αδιάκοπα και διαποτίζει τα πάντα και οι χαρακτήρες, κωμικοί, λυπημένοι και ταυτόχρονα ανίκανοι, καπνίζουν και πίνουν ασταμάτητα. Βέβαια δεδομένης της πολιτικής κατάστασης εκείνη την εποχή στη χώρα του, ίσως ο συγγραφέας να επιθυμούσε ένα τέτοιο σκηνικό που δεν ήταν ρητά και αυστηρώς ‘κομμουνιστικό’. Στην Ανατολική Ευρώπη, βεβαίως, ένα παρεμφερές μυθιστόρημα όπως το  ‘ταγκό του σατανά’, θα έπρεπε είτε να κρατηθεί μυστικό σε συρτάρι μέχρι το 1989, είτε εναλλακτικά, να έχει τις ιδέες του καλά καλυμμένες σε κωδικοποιημένη γλώσσα και μορφή και φυσικά να περιορίζεται γεωγραφικά σε κάποιο απομακρυσμένο και το σπουδαιότερο, σε ένα φανταστικό μέρος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κρασναχορκάι τοποθέτησε το μυθιστόρημά του, για ευνόητους λόγους,  πέρα από τον καθορισμένο ιστορικό χρόνο.

Το μυθιστόρημα, λοιπόν, επικεντρώνεται στο εσωτερικό δίκτυο κατασκοπείας ενός ολοκληρωτικού κράτους, αλλά ξεκινάει με μια ματαιωμένη πλοκή. Κάποιοι από τους αγρότες ενός μεγάλου κτήματος σχεδιάζουν να αποχωρήσουν με τα ετήσια κέρδη της συλλογικής ομάδας, αλλά αρχίζουν να το σκέπτονται ξανά όταν μαθαίνουν ότι δύο χαρακτήρες, τους οποίους γνωρίζουν και τους οποίους θεωρούν παλιούς φίλους, βρίσκονται καθ’ οδόν προς την εν λόγω περιουσία. Επειδή ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα κάνουν το ταξίδι από την κοντινή εμπορική πόλη με τα πόδια μέσα στην ανελέητη βροχή και τους δύσκολα προσπελάσιμους λασπερούς δρόμους, τους παίρνει  αρκετό καιρό για να φτάσουν στον μακρυνό αγροτικό οικισμό. Η σκοτεινή κωμωδία των σφαλμάτων που ακολουθεί την εμφάνισή τους στρέφεται στο γεγονός ότι, χωρίς να γνωρίζουν οι αγρότες, οι Ιερεμίας και Πέτρινα είναι, στην πραγματικότητα, χαμηλόβαθμοι και λιποτάκτες μυστικοί υπάλληλοι των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας. Ο Ιερεμίας, φυσικά, κάποια στιγμή εμφανίζεται ως σωτήρας των αγροτών, με τον πιστό του ακόλουθο, τον Πέτρινα. Οι δύο δεν είναι τίποτα περισσότερο από άνδρες υπόλογοι στην κυβέρνηση και  που πληρώνονται από την κρατική μισθοδοσία, αλλά οι αγρότες, μέσα στην άγνοια τους, τους  θεωρούν ως εν δυνάμει λυτρωτές.  Αρκεί να πούμε ότι όταν οι δυό τους  ‘εισέρχονται’ στο μυθιστόρημα στο δεύτερο κεφάλαιο, η μυστική υπηρεσία αρχίζει να κινεί τη δράση του μυθιστορήματος.

Ο Ιερεμίας φοράει φωτεινά κίτρινα παπούτσια, έχει έντονη κόκκινη γραβάτα και ένα περίεργο σακάκι. Έχει μακρυά και λεπτά δάχτυλα, ένα αιχμηρό πηγούνι και μια αστεία μύτη, λεπτομέρειες που παραπέμπουν σε ήρωα ενός φθηνού και αστείου βιβλίου. Ο Πέτρινα πάλι, είναι χοντρός και άσχημος. Η Πέτρινα μας δίνει το κλειδί στη σχέση τους όταν αποκαλεί τον Ιερεμία παλιό  φίλο, σωτήρα και σκληρό εργοδότη. Αρχικά ακούμε τα ονόματά τους στο πρώτο κεφάλαιο  το οποίο έχει να κάνει με την κλοπή, αλλά  επανέρχονται στη σκηνή στο επόμενο κεφάλαιο. Με στόχο να τους ταπεινώσει, ο επικεφαλής προϊστάμενός τους, τούς προτρέπει  με το δικό του τρόπο να ακολουθήσουν τις  εντολές, και να ενεργήσουν σύμφωνα με τον νόμο και όχι πιο ελεύθερα! Τρομερά εξοργισμένος ο Ιερεμίας, καταλήγει σε ένα μπαρ, όπου ορκίζεται να τα ανατινάξει όλα, το οποίο προφανώς  σημαίνει τόσο τους θαμώνες και ιδιοκτήτες του  μπαρ όσο και όλα τα άλλα και όλους τους άλλους… Τις γέφυρες, τα σπίτια τους, όλη την πόλη, τα πάρκα, τα πρωινά τους, το ταχυδρομείο τους. Βγαίνει από το μπαρ μόνο και μόνο για να εισέλθει σε μια πιο βρώμικη ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στη δυσοσμία των υπονόμων που αναμιγνύονται με τη λάσπη, τις λακκούβες, τη μυρωδιά της περίεργης ρωγμής της λάμψης, του ανέμου… τις άδειες φωλιές. Με  την προτροπή του Πέτρινα, ο Ιερεμίας αφήνει να γίνει γνωστό ότι θα χρηματοδοτήσει την εκδίκησή του εκμεταλλευόμενος τους άπορους αγρότες τους οποίους διαχειρίστηκε πριν χωρίς να το γνωρίζουν οι ίδιοι και που τον λατρεύουν για θαύματα από πολύ καιρό πριν. Λειτουργεί έξω από ένα κτίριο που διαλύει και καταπίνει στην κυριολεξία  το φως. Ο προϊστάμενός του είναι ένα είδος Μεγάλου Σατανά και πρωταγωνιστής του σκοταδιού. Ο προϊστάμενος διατηρεί την εξουσία πάνω σε όλα και σε όλους τους χαρακτήρες σε αυτό το μυθιστόρημα. Είναι κύριος υπεύθυνος εκείνου που  αποκαλείται Ουγγαρία, και η γενικότερη διάχυτη σήψη και η αποσύνθεση είναι μεταφορικές επεκτάσεις του ίδιου του σώματός του. Επομένως, φαίνεται ότι η συνάντηση του Ιερεμία με το αφεντικό του, είναι εκείνο που δίνει έναυσμα για το ξεδίπλωμα της πλοκής  και της  αφήγησης του μυθιστορήματος. Για όλους τους εχθρούς  εναντίον του, ο Ιερεμίας θα συνεχίσει να λειτουργεί σύμφωνα με τη φύση και την αποστολή του ως λειτουργός ασφαλείας. Εδώ, το να ανήκεις στον μηχανισμό ασφαλείας, είναι συνώνυμο με τον σατανισμό, και δεδομένου ότι σε κάθε ολοκληρωτική κατάσταση ο καθένας μπορεί δυνητικά να μετατραπεί σε πληροφοριοδότη, ο λιποτάκτης Ιερεμίας θα εργαστεί για τη δημιουργία του δικού του κατασκοπευτικού δικτύου απέναντι στους δύσμοιρους και εξαθλιωμένους αγρότες της Ουγγρικής υπαίθρου, οι οποίοι ουδόλως υποψιάζονταν τα τεκταινόμενα στα παρασκήνια.

Τι συμβαίνει λοιπόν όταν οι λιποτάκτες και κακοποιοί, Ιερεμίας και Πέτρινα, καταλήγουν τελικά στον ερειπωμένο αγροτικό οικισμό; Ο Ιερεμίας επιτρέπει σε μια επιλεγμένη ομάδα αγροτών να σκεφτούν ότι αποστέλνονται σε διάφορα μέρη σε όλη την χώρα για λόγους φύλαξης, μέχρι να τους μεταφέρει σε μια συλλογική ουτοπία.  Σε πολιτικό επίπεδο, βέβαια, το βιβλίο είναι ο  τρόπος με τον οποίο η μυστική υπηρεσία του κράτους σαγηνευτικά και αδιάκριτα καταπίνει τους πολίτες ολόκληρους, ενσωματώνοντάς τους στο απεριόριστο πληροφοριακό τους δίκτυο και εγκλωβίζοντάς τους στους δαιδαλώδεις ιστούς της αράχνης. Επιπλέον, ο συγγραφέας περιέγραψε την υπηρεσία ασφαλείας με πιο σκούρα χρώματα που ξεπερνούσαν τους καθημερινούς μηχανισμούς και τις ιδιαίτερες προσβολές, εξυβρίσεις και προπηλακισμούς, αλλά ο πραγματικός στόχος του, τελικά ήταν  αναμφίβολα το ίδιο το κακό. Στον κόσμο του ‘ταγκό του Σατανά,’ τα πάντα παγιδεύονται σε έναν υποχθόνιο χορό.

Καθώς οι αγρότες περιμένουν μεθυσμένοι τον Ιερεμία, χορεύουν το δικό τους ταγκό, και όταν κοιμούνται εξαντλημένοι, οι αράχνες καλύπτουν ολόκληρο το μπαρ, συμπεριλαμβανομένων των μεθυσμένων, με έναν αόρατο ιστό. Τα τραπέζια και οι καρέκλες πλεγμένα σε ένα  κουκούλι, όλα συνδεδεμένα σαν να ήταν θέμα κάποιας ιδιαίτερης σημασίας να πετάξουν μακρυά το μυστικό τους, έπρεπε να ενημερώνονται δεόντως για κάθε ελαφρύ τρόμο και κάθε μικροσκοπική μετατόπιση, αλλά το αόρατο δίκτυο να παραμένει ουσιαστικά ανέγγιχτο και ανέπαφο. Αυτοί οι άνθρωποι καταλήγουν τελικά  μπλεγμένοι σε έναν περίεργο και δαιδαλώδη ιστό. Ο σκληρός και πορωμένος εγωκεντρισμός βασιλεύει παντού, μέχρι τη στιγμή που ο Ιερεμίας ξεκινάει για το κτήμα, και οι κάτοικοί του έχουν οδηγήσει έναν χαρακτήρα, την Έστι, ένα παιδί που φαίνεται ελαφρώς αλαφιασμένο, να αυτοκτονήσει σε ένα κοντινό ερειπωμένο κάστρο. Σε ένα σημείο, ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα φεύγουν  να παζαρέψουν για όπλα στην πόλη. Ταξιδεύοντας μέσα στη βροχή, συνοδευόμενοι από τον φοβερό αδελφό της Έστι, οι ταξιδιώτες τρομοκρατούνται από μια αινιγματική ανάσταση στην οποία το σώμα της Έστι καλύπτεται από διαφανές πέπλο ανεβαίνοντας προς τα πάνω, στον αέρα, τρεις ημέρες μετά το θάνατό της Είναι λοιπόν μια πραγματική ανάσταση ή ένα κακό παιχνίδι που παίζεται από υποχθόνιες και σκοτεινές δυνάμεις; Φαίνεται αδύνατο να γνωρίζουμε από τότε που βλέπουμε την Έστι να ανεβαίνει αποκλειστικά μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων εκείνων που αποφασίζουν να μην πιστέψουν ότι έχουν δει. Αλλά αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τα μάτια τους. Ο υποτιθέμενος συγγραφέας του ταγκό ετούτου, είναι  ο ανώνυμος γιατρός της περιοχής, ένας μισάνθρωπος που  κάνει παρατηρήσεις και διαβάζει συγχρόνως εγκυκλοπαιδικά γεωλογικά κείμενα από τα οποία γεννιούνται μεταφορές για τη σημερινή ύπαρξη. Οι πρώτες λέξεις του τμήματος εκείνου στο οποίο εμφανίζεται ο γιατρός είναι:

‘Στο τέλος του Παλαιοζωϊκού αιώνα, ολόκληρη η Κεντρική Ευρώπη αρχίζει να βυθίζεται. Φυσικά, η πατρίδα μας η Ουγγαρία αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας. Στις νέες γεωλογικές συνθήκες, ο ορεινός όγκος του Παλαιοζωϊκού αιώνα, βυθίζεται ακόμη πιο χαμηλά, μέχρι που αγγίζει τον βραχώδη βυθό, οπότε η ιζηματώδης θάλασσα πλημμυρίζει και τον καλύπτει…’.

Από την άποψη του γιατρού, όλα εκεί έπαιρναν την κατιούσα πορεία. Έχει αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο στην καταγραφή των πράξεων των ηλιθίων στον οικισμό, που σε ένα σημείο πιστεύει ότι μπορεί να παρεμβαίνει στη ζωή τους, καταγράφοντάς τους. Αλλά αυτό είναι απλώς μια καλοφτιαγμένη ψευδαίσθηση. Όταν πέσει το πέπλο απ’ το εσωτερικό του μάτι, ο ίδιος δίνει τον εαυτό του σε ένα είδος μαντικής άποψης του μικρού κόσμου του αγροτικού οικισμού. Προς το τέλος του μυθιστορήματος, ο γιατρός σημειώνει κοιτώντας θλιμμένος τον σκοτεινό και απειλητικό ουρανό, πως, ‘… είδε σαν όραμα να παρελαύνουν διαδοχικά η μια εποχή μετά την άλλη, η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας, ως εάν ολάκερος ο χρόνος να ήταν μόνο ένα ασήμαντο ιντερλούδιο στους απείρως μεγαλύτερους χρόνους της αιωνιότητας, ένα εξαιρετικό ταχυδακτυλουργικό τρικ που δημιουργεί μια φαινομενική τάξη εντός της χαοτικής αταξίας και ορίζει μια πλεονεκτική θέση, από την οποία η τύχη αρχίζει να μοιάζει με αναγκαιότητα…’.

 

László Krasznahorkai

 

‘Ένα πρωί, κοντά στα τέλη Οκτωβρίου, λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι  πρώτες σταγόνες των ανελέητων ατέρμονων  φθινοπωρινών βροχών πάνω στο ραγισμένο και αλατούχο έδαφος στη δυτική πλευρά του συνεταιριστικού αγροτικού οικισμού  (και μια θάλασσα δυσώδους κίτρινης λάσπης καταστήσει  τα μονοπάτια αδιάβροχα και την πόλη απροσπέλαστη), ο Φούτακι ξύπνησε από ήχους καμπάνας…’. Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του μυθιστορήματος καθώς και οι πρώτες γραμμές του τελευταίου εδαφίου του. Χτισμένο σε έναν κύκλο που αγκαλιάζει και σφίγγει ερμητικά τον κόσμο του, το ταγκό του Σατανά, είναι  ο διαλογισμός του γιατρού στον σκοτεινό, σατανικό ιστό που περιβάλλει μια χώρα, όπως φυσικά και κάθε άλλο έθνος που έπεσε κάτω από το ξόρκι του ολοκληρωτισμού, ένας κόσμος στον οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι απλά πιόνια, απλώς συνήθεις παίκτες. Στην απογοήτευσή του με το σατανικό σύστημα και την πλήρη επίγνωσή του για τα εκτεταμένα καρφιά του, ο γιατρός συνεχίζει να υποψιάζεται ότι ολόκληρο το σύστημα του κόσμου αποκλείει τη δυνατότητα σωτηρίας, που συμβολίζεται σε αυτό το μυθιστόρημα από τους ήχους της καμπάνας.  Ο γιατρός λοιπόν υποθέτει ότι  το σύνολο του χρόνου μπορεί να είναι ένα επιπόλαιο διάλειμμα μέσα στους πολύ μεγαλύτερους χώρους της αιωνιότητας, ένα λαμπρό τέχνασμα για να παραχθεί κάτι προφανώς έξω από το χάος, για να δημιουργηθεί ένα πλεονέκτημα από το οποίο θα μπορούσε να ξεκινήσει η τύχη να μοιάζει με αναγκαιότητα. Αυτό που μετράει περισσότερο, στο τέλος, όμως, δεν είναι τόσο η υπόθεση του βιβλίου ως θέμα μελέτης, ούτε η εκπληκτική χρήση της γλώσσας, ή ακόμα και της κοσμολογίας του. Αντίθετα, όλο αυτό το λογοτεχνικό υλικό μας συνδέει με τον συγγραφέα με το να μας μετατρέπει σε ένα είδος ενεργών συνεργατών στο προσωπικό του όραμα. Είναι, χωρίς αμφιβολία, βάναυσο μυθιστόρημα, αμείλικτο και τόσο καταπληκτικό, που συχνά μοιάζει περισσότερο  με αστείο. Η δράση που επικεντρώνεται στην άφιξη ενός ανθρώπου που μπορεί να είναι ή όχι προφήτης, ή  διάβολος, ή απλώς ένας συνάνθρωπος, ξετυλίγεται σε ένα σαπισμένο βροχερό ουγγρικό χωριουδάκι μιας μακρυνής δεκαετίας. Αυτό είναι το ‘κτήμα’, προφανώς ένα είδος αποτυχημένης συλλογικότητας, όπου όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί και όλα τα κτίρια, οι ιδέες, οι ελπίδες  και τα οράματα  καταρρέουν. Είναι κατοικημένο από μισότρελους  και απελπισμένους αγρότες προσπαθώντας κατά βάθος να διαλύσουν ψυχολογικά ο ένας τον άλλον, ενώ γλυκοκοιτάζουν τις συζύγους των άλλων, ένας αενάως μεθυσμένος γιατρός παρακολουθώντας με προσοχή τους γείτονές του, νέες γυναίκες που προσπαθούν να πουλήσουν τον εαυτό τους σε ένα ερειπωμένο μύλο, και ένα άτομο με ειδικές ανάγκες που προσπαθεί να σκοτώσει τη γάτα της. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, όλοι μαθαίνουν ότι ο Ιερεμίας, ένας άνθρωπος στον οποίο αποδίδουν εξαιρετικές δυνάμεις και ο οποίος υποτίθεται ότι έχει πεθάνει, βρίσκεται στο δρόμο προς τον οικισμό με τον βοηθό του Πέτρινα. Οι ντόπιοι μαζεύονται  με ενθουσιασμό στο στοιχειώδες μπαρ που έχει προσβληθεί από αράχνες, για να τον περιμένουν, όπου συζητούν, πίνουν και χορεύουν στις μικρές ώρες. Και αν αυτή η περίληψη του πρώτου μισού του μυθιστορήματος ακούγεται κατά κάποιο τρόπο μπερδεμένη, να τονίσουμε πως είναι πολύ πιο σαφής και ξεκάθαρη από το ίδιο το βιβλίο, αφού οι σκηνές του μυθιστορήματος έχουν σχεδιαστεί για να αποπροσανατολίζουν με ικανό και αποτελεσματικό τρόπο τους αναγνώστες. Τα κεφάλαια τείνουν να ξεκινούν με κάποια υποδεέστερα γεγονότα, για να ξεδιπλώσουν στη συνέχεια τα κρυφά τους υπαινικτικά νοήματα. Στο δεύτερο κεφάλαιο, δύο χαρακτήρες που βρίσκονται πιασμένοι στη δαγκάνα μιας περίεργης και κακοήθους γραφειοκρατίας, δεν προσδιορίζονται για κάποιες σελίδες. Η αφήγηση του μυθιστορήματος, παρομοιάζεται ωσάν μια  αργή ροή λάβας στις ήπιες πλαγιές ενός λόφου, ένας τεράστιος μαύρος ποταμός κειμένων που είναι γεμάτα από βροχή, υγρασία και σκοτεινά και λασπωμένα σοκάκια, όπως μια περιπλάνηση μέσα και έξω από υπόγεια κελάρια.

Εν ολίγοις, ο Λάσλο Κρασναχορκάι,  γράφει ακολουθώντας το ύφος του υψηλού μοντερνισμού. Και, όπως και στον Φρανς Κάφκα, η απεικόνιση της ζωής σε μια καταπιεστική σύγχρονη κοινωνία, επισκιάζει την αλληγορία. Η όλη πλοκή  φαίνεται να κατευθύνεται και να δείχνει προς την καταστροφική, όπως αποδείχτηκε, προσπάθεια της χώρας για αναγκαστική γεωργική κολεκτιβοποίηση. Αλλά ο συγγραφέας κρατά το μυστικό αυτό αόρατο, αόριστο και αρκετά αφηρημένο, μια φρικιασμένη στην πραγματικότητα αντίδραση σε έναν κόσμο χωρίς κανένα απολύτως  νόημα. Η πλοκή του ‘ταγκό του σατανά’  είναι πολύ απλή ή πολύ περίπλοκη, ανάλογα με το πώς διαβάζει κανείς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Η διφορούμενη χρήση των μεταφορών και των συμβόλων από τον Κρασναχορκάι  εντείνεται από τις παράξενες αντιπαραβολές του,  το σκοτάδι και το φως, τη σωτηρία και την καταδίκη. Μονάχα η λέξη  ‘σκοτεινός’ και οι παραλλαγές της, εμφανίζονται αναρίθμητες φορές στις σελίδες του μυθιστορήματος. Ένας μεθυσμένος, εορταστικός, ελπιδοφόρος και απελπισμένος χορός, ένα σατανικό τανγκό, αρχικά, στον οποίο η κοινότητα συναντάται για να βιώσει το τραύμα του θανάτου της Έστι και την επιστροφή του Ιερεμία, στο δεύτερο μισό της αφήγησης, όπου τα άτομα  επανέρχονται στην προηγούμενη κατάσταση απομόνωσης και αλλοτρίωσης. Ο Κρασναχορκάι  χειρίζεται πολλά από τα υπαρξιακά ερωτήματα επιδέξια, αλλά ποτέ δεν προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, κατηγορηματικά.

Δεν με ενδιαφέρει να πιστεύω σε κάτι, εξομολογήθηκε ο συγγραφέας του βιβλίου σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του, αλλά περισσότερο να κατανοήσω τους ανθρώπους που πιστεύουν!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top