Fractal

H παραβολική τού Σκότους

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Μάριος Μιχαηλίδης: “Το Συμβόλαιο”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Νίκας, Αθήνα Οκτώβριος 2022, σελ. 106

 

Η διαφορά νουβέλας και μυθιστορήματος δεν έγκειται στην έκταση και στον αριθμό των σελίδων, αλλά στον πανοραμικό αφηγηματικό φακό.

Έτσι πολλά εκτεταμένα διηγήματα παραμένουν νουβέλες, αφού περιορίζονται στον μικρόκοσμο ενός έως το πολύ τριών προσώπων και τα όποια περιστατικά περιγράφονται απεικονίζονται με έναν μάλλον ιμπρεσιονιστικό τρόπο (με θολωμένο τον φακό εκτός εστιαζομένου προσώπου ή προσώπων).

Όταν όμως απεικονίζεται όχι απλώς μια εποχή ένας συγκεκριμένος τόπος στη διαχρονική του ευμεταβλητότητα κι ετερότητα, τότε είναι σαφές πως η επιχειρούμενη «τοιχογραφία» είναι κάθε άλλο παρά ιμπρεσιονιστική (ανεξάρτητα από το αν είναι ρεαλιστική, νατουραλιστική, φορμαλιστική και λοιπά).

Με αυτή την ειδολογική διευκρίνιση, ορθώς χαρακτηρίζονται οι εκατόν έξι σελίδες αυτού του βιβλίου ως «μυθιστόρημα», αφού το θέμα τής πανούκλας-λοιμού δεν εξαντλείται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, στα μεσαιωνικά χρόνια, στην Δυτικοευρωπαϊκή Αναγέννηση και στους ηφαιστειακούς τριγμούς που υφίσταται ο σύγχρονος Δυτικός Πολιτισμός μας.

Εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενοι, το Κράτος και η Βία, από την εποχή τού αισχύλειου «Προμηθέα Δεσμώτη» μέχρι σήμερα εξακολουθούν να παίζουν τους τυποποιημένους ρόλους τους, ακολουθώντας προδεδιαγραμμένες τροχιές, λες και το ανθρώπινο είδος δεν έχει εξελιχθεί αρκετά (όχι ακόμη) από την πρώτη ίδρυση τής δημοκρατικής πόλεως μέχρι τις σημερινές διαδικτυακές δημοκρατίες μας. Ο ψηφιακός (και σε λίγο ο κβαντικός) κόσμος τής Πληροφορικής απαιτούν άλματα δυσανάλογα τής ανάπτυξης των νευρώνων μας. Και ναι μεν μπορούμε να χτίζουμε γέφυρες σαν αυτή που συνδέει το Ρίο με το Αντίρριο, μέσα μας όμως παλεύουν σκοτεινά φαντάσματα των ιδίων Λαιστρυγόνων και Κυκλώπων που αντιμετώπισε ο Οδυσσέας, ο Αλέξανδρος, ο Καβάφης, ο Καμύ, ο Σεφέρης…

Αφού ξεπεράσουμε το ειδολογικό πρόβλημα, το επόμενο που τίθεται από (και στον) τον επαρκή αναγνώστη είναι το αισθητικό, «ρευματολογικό» θα έλεγα χαριτολογώντας. Είναι μεταμοντέρνο αυτό το αποκύημα ιδεών, συμβόλων και ειδών; Είναι παραδοσιακή η γραφή ή υπόκειται στους κανόνες τής μετανεωτερικότητας; Η αφήγηση ποιους «νόμους» ακολουθεί;

Εδώ θα μπερδευτούμε κάπως στην αρχή. Ενώ ξεκινάμε με μοντερνιστικά άλματα στο χρόνο και υποψιαζόμαστε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεταμοντέρνα συρραφή διαλειπουσών ψηφίδων, ξαφνικά αυτή η παραβολική τού Σκότους, αυτό το βαριά φορτισμένο με συμβολισμούς και σύμβολα κείμενο αποκτά μια λογική συνέχεια και συνέπεια, σχεδόν παλαιού τύπου. Απαιτείται προς τούτο ένας συγκεκριμένος χρόνος εξοικείωσης με τον συγκεκριμένο συγγραφικό κώδικα.

Η λογοτεχνικότητα υλοποιείται λεκτικά από το όγδοο κεφάλαιο και μετά. Μέχρι τότε η αποφυγή επιθέτων και καλολογικών στοιχείων ενισχύει μια κάποιου είδους δραματική προφορικότητα. Η ιδιόλεκτος φαίνεται λεπταίσθητα επεξεργασμένη έτσι ώστε το αισθητικό αποτέλεσμα να φαίνεται στρογγυλευμένο και λείο σαν βότσαλο θαλασσινό.

Όμως απαιτείται ιδιαίτερη λογοτεχνική δεξιοτεχνία προκειμένου να μπορείς να συνδυάζεις με ιδιοφυή τρόπο κοινότοπες παρομοιώσεις με πρωτότυπες μεταφορές χρησιμοποιώντας τον λόγο ως δίχτυ και την αφηγούμενη ιστορία ως δόλωμα αλιευτικόν.

Ρητορικές ερωτήσεις χωρίς ερωτηματικό, επαναλήψεις ουσιαστικών, ιδιόλεκτος τής δεκαετίας τού 1970, γενιά στην οποία ανήκει ο Μάριος Μιχαηλίδης, συμβάλλουν στην δημιουργία ενός ρυθμού αναγνωρίσιμου και πρωτότυπου συνάμα, που μας θέλγει και μας παρασέρνει στα μυθοποιητικά βάθη του.

Το στοιχείο τού σασπένς ενισχύεται από τις πολλαπλές διαδοχικές ανατροπές (μετράμε τουλάχιστον τρεις, στις σελίδες 76, 94 και 100). Η τρίτη ανατροπή είναι ίδια με την πρώτη προσδίδοντας έτσι έναν φιλοσοφικό μανδύα κυκλικότητας στο ήδη πολύπλοκο και πολλαπλώς επεξεργασμένο κείμενο.

Οι διακειμενικές αναφορές σε ποιητές είναι συνειδητές και μαρτυρούν έναν άλλον ανθολογικό χαρακτήρα που εμπλουτίζει το συγγραφικό αποτέλεσμα, ενδιαφέρον ούτως ή άλλως για πολλούς και διάφορους λόγους.

Δεν θα μείνω στην πλοκή, γιατί αυτό είναι δουλειά όσων συντάσσουν τα Δελτία Τύπου και τα κείμενα που κοσμούν τα οπισθόφυλλα των βιβλίων.

Το story είναι η αφορμή, όχι το διακύβευμα.

Θέματα όμως όπως η ευθανασία (ατομική ή και ομαδική) μας αφορούν και δεν έχουν επιλυθεί ακόμη, τουλάχιστον στον δικό μας πολιτισμό.

 

Μάριος Μιχαηλίδης

 

Οι μεταφορές και οι αναφορές στην Αρχαιότητα αποδεικνύουν την (αμφισβητούμενη από την ελληνική Αριστερά) συνέχεια τού παρελθόντος στο παρόν.

Πανούκλα – χολέρα – λοιμός, είναι διαφορετικές λέξεις για το ίδιο βίωμα, για το ίδιο κοινωνικό απόστημα, που ενίοτε σπάει και πυορροεί.

Στο μυθολογικό υπόβαθρο θάλλει η «πρωτόγνωρη θεατρική λειτουργία» (σελ. 101).

Αυτός είναι κι ο λόγος που οι σύγχρονοι πεζογράφοι είναι κατεξοχήν δραματικοί ποιητές που χάνονται στην μετάφραση κι ως εκ τούτου δεν είναι εξαγώγιμοι, ως πολιτισμικό προϊόν ευρείας καταναλώσεως.

Τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι για την Ελλάδα αμφότερα στην Ποίηση. Και μάλλον έτσι θα παραμείνει για πολλές δεκαετίες ακόμα.

Αναφορές στους διανοούμενους έχουμε μόνο στις σελίδες 18 και 102.

Όχι γιατί τους αποφεύγει ο Μάριος Μιχαηλίδης αλλά γιατί δεν μπορεί παρά να τους υπολήπτεται.

Με αυτό του το πόνημα μπορεί να συγκαταλαχθεί ανάμεσά τους αφού αυτή η μελλοντολογική δυστοπία συνδυάζει με αριστοτεχνικές παρηχήσεις και διαφοροποιήσεις τού αφηγηματικού ρυθμού, με έντονους αλλά προσεκτικά ενσωματωμένους συμβολισμούς που αποκαλύπτουν την πλήρη κατοχή των εκφραστικών του μέσων από τον δεινό και έμπειρο αφηγητή.

«Τον έπαινο τού δήμου και των σοφιστών» μπορεί και δύναται επάξια να διεκδικήσει ο Μάριος Μιχαηλίδης με αυτό του το έργο κι όχι μόνο για την αναφορά του στην αρχαία «σεισάχθεια» (σελ. 50 και εξής).

Η αρχαιογνωσία συνδυάζεται με καλή γνώση (εκ παρατηρήσεως) τής περιρρέουσας ατμόσφαιρας από έναν προσεκτικό αναλυτή, μελετητή των πολιτισμικών φαινομένων και μεταλλάξεων, που – όχι τυχαία – έχει σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Οι λέξεις τον κυνηγούν και τις κυνηγάει, τις κατέχει και τον (δια)κατέχουν, καταλαμβάνεται από αυτές και τις καταλαμβάνει (καταλαβαίνει) όπως μόνον οι γνήσιοι θηρευτές μπορούν (από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα).

Άξιος ο μισθός και ο έπαινός του.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top