Fractal

Έτσι ή αλλιώς, ο Χρόνος

Της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη // *

 

«Το πριν και το μετά την παύλα»: Ηρώ Νικοπούλου, εκδ. Γαβριηλίδης

 

Η ποίηση είναι τόσο παιδί, όσο και μάνα. Πηγάζει από, όπως και γεννά, πολύ όμορφα συναισθήματα και σκέψεις. Κι έργο του ποιητή, είναι να μας πάρει από το χέρι και να μας περιδιαβάσει στους μοναδικούς δρόμους της. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Ηρώς Νικοπούλου, «Το πριν και το μετά την παύλα», εκδόσεις Γαβριηλίδη, είχα ακριβώς αυτή τη γλυκιά αίσθηση: ότι η ποιήτρια, με ιδιαίτερη ευαισθησία, μας πήρε από το χέρι, για να μας ξεναγήσει, τόσο στον έξω, όσο και στον έσω κόσμο της – με την όποια αλληλεπίδραση μπορούν να έχουν αυτοί οι δύο μεταξύ τους.

 

Πολλές φορές μάλιστα, ο χρόνος έπαιζε παιχνίδια με το νου, κι εγώ, πίσω από την σημερινή Ηρώ Νικοπούλου, διέκρινα ένα γλυκό, στοχαστικό παιδί να γράφει, να περιγράφει και να ιστορεί. Ή, (και) την σημερινή Ηρώ Νικοπούλου να το αναπολεί με μελαγχολία.

Τα συνολικά τριάντα οκτώ ποιήματα της συλλογής διαιρούνται σε δύο μεγάλες ενότητες, «Το πριν και το μετά την παύλα», που υπαγορεύει με την βαρύτητά του και τον τίτλο ολόκληρου του βιβλίου, και το οποίο περιλαμβάνει είκοσι ποιήματα, και τις «Μέρες του Σήμερα», οι οποίες απαρτίζονται από δύο μεμονωμένα ποιήματα, και μια υποενότητα με άλλα δεκαέξι.

Πρωταγωνιστής παντού, ο χρόνος (γέννηση – ζωή – θάνατος), και οι άνθρωποι που πορεύονται θέλοντας και μη μαζί του, οι αγαπημένοι άνθρωποι, οι «δικοί», οι γονιοί, κι ένα καρφάκι στην καρδιά για το ανεπίστρεπτο ποτάμι του. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που ανθίζει μέσα από την τρυφερότητα και την νοσταλγία, χωρίς όμως ποτέ να φτάνει σε μελοδραματισμούς. Τουναντίον, τους στίχους της ποιήτριας τους χαρακτηρίζει μια δημιουργική λιτότητα, μια διάθεση φιλοσοφική, η καίρια περιγραφή των καταστάσεων που υπονοούν τα συναισθήματά της, κι ακόμη, ενίοτε, και μια έκδηλη ειρωνεία για τις καταστάσεις αυτές.

Η πρώτη ενότητα, «Το πριν και το μετά την παύλα», είναι κατ’ εξοχήν αφιερωμένη στον χρόνο, έτσι όπως τον προαναφέραμε, στον πατέρα της Ηρώς Νικοπούλου (εξ’ ού και η αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου), στην μητέρα της, αλλά ακόμη και σ’ ένα αγέννητο παιδί, και στον παιδικό, κοριτσίστικο, αγωνιστικό εφηβικό και φοιτητικό εαυτό της σε χρόνους δύσκολους για την Ελλάδα – την εποχή της δικτατορίας.

Οι στίχοι «εκείνη η παύλα // απ’ την χρονολογία γέννησης μετά…» («Το πριν και το μετά την παύλα», σελ. 12), όπως και ολόκληρο το συγκεκριμένο ποίημα, μετουσιώνει σε λέξεις κάποιες σκέψεις και συναισθήματα που ενδεχομένως να έχουν ενδόμυχα κάνει πολλοί άνθρωποι αναλογιζόμενοι την ζωή και τον θάνατο, χωρίς να έχουν όμως την χαρακτηριστική ευαισθησία και την σοφία των ποιητών για να τα συνειδητοποιήσουν, και να τα αποτυπώσουν στο χαρτί. Έξοχα είναι και τα υπόλοιπα ποιήματα αυτής της ενότητας – με δυσκολία ξεχωρίσαμε το «Εις το όνομα», (σελ. 13), όπου η ποιήτρια απομονώνει την ημέρα της βάφτισής της, γράφοντας «στην αγκαλιά μου το παρηγορώ // εκείνο το μικρό που ακόμα κλαίει», και τον «Δρομέα», στη σελίδα 16, όπου περισσεύει η τρυφερότητα για  το πρόσωπο του ηλικιωμένου πατέρα.

 

Ηρώ Νικοπούλου

 

Η δεύτερη ενότητα, οι «Μέρες του Σήμερα», χρωματίζεται ξεκάθαρα από την σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης, των προσφύγων και τη θλιμμένη μεγαλούπολη της Αθήνας. «Τρυγάς δυο στάλες φως // ζυμώνεις με άπλετο σκοτάδι // και να το γκρίζο το άσφαλτο // απόσταγμα του τέλους», συμπυκνώνει  η Ηρώ Νικοπούλου στο πρώτο κιόλας ποίημα (Α’) της υποενότητας «Μέρες του Σήμερα», (σελ. 38).

Αλλά και τα επόμενα ποιήματα αποδεικνύονται καίρια στην ‘φωτογράφιση’ συμβάντων και την διατύπωση νοημάτων – ξανά με δυσκολία ξεχωρίσαμε ανάμεσά τους το Θ’, «Η αφυπηρέτηση του Φειδιππίδη» από την σύγχρονη τεχνολογία της εποχής μας (σελ. 46), και το ΙΒ’, «Έκθεση φωτογραφίας για τους πρόσφυγες» (σελ. 50), με όλη την τραγικότητα που αυτό εμπεριέχει.

Τα δύο τελευταία ποιήματα, το ΙΕ’ («Λύπη», σελ. 55), και το ΙΣΤ’ («Παρένθεση», σελ. 56), κατατίθενται σαν επιστέγασμα των συναισθημάτων που διαποτίζουν τη συλλογή:  «Τη μονώνεις // … την καρφώνεις στον τοίχο // στην αρχή την κοιτάς συχνά // πεινασμένα στοχαστικά // ύστερα κάθε πρωί πριν τον καφέ // την χαζεύεις αφηρημένα // τέλος την προσπερνάς // δίχως να το καταλαβαίνεις», γράφει φιλοσοφώντας η ποιήτρια στη «Λύπη».

Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να χάσει κανείς σκεπτόμενος κι ευαίσθητος αναγνώστης ποίησης…

 

 

* Η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει γαλλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, και γνωρίζει επίσης αγγλικά και ρωσικά. Είναι δημοσιογράφος και μεταφράστρια. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, ένα ποιητικό πεζό, ενώ ασχολείται και με κριτική λογοτεχνίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top