Fractal

“Η τελειότητα αυτής της στιγμής ήταν τόσο σπάνια, που δεν θα μπορούσε ούτε η ίδια να την αναπαραγάγει…”

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

 

Αύγουστος Κορτώ: “Το μυστικό του Λεονάρντο”, Εκδόσεις Πατάκη

 

‘‘Η τελειότητα αυτής της στιγμής ήταν τόσο σπάνια,
που δεν θα μπορούσε ούτε η ίδια να την αναπαραγάγει
– μιας και η αύρα της μητρότητας την περιέβαλλε εν αγνοία της, όχι από πρόθεση αλλά γιατί αυτός ήταν ο πραγματικός,
ο μόνος εαυτός της’’.

 

Τι σημαίνει ένα ακόμα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι; Ίσως τίποτα, ίσως πολλά.

Και όμως ο δικός μας Αύγουστος Κορτώ καταπιάνεται.

Βάζοντας στο λογοτεχνικό του μικροσκόπιο τη σχέση τού γιου (Λεονάρντο) με τη μητέρα του, και περνώντας την μέσα από τη δημιουργία τού περίφημου πορτρέτου τής Λίζα ντελ Τζοκόντο, του γνωστού πίνακα “Μόνα Λίζα”, δημιουργεί τον δικό του Λεονάρντο, ο οποίος βασανίζεται από ένα μυστικό, που τον συνοδεύει μέχρι τον θάνατό του.

Τρυφερή γραφή, καλοδουλεμένη, χωρίς ιστορικές υπερβολές, που κρατά τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα στο βιβλίο.

Ο Αύγουστος Κορτώ (Πέτρος Χατζόπουλος) είναι πολυγραφότατος. Σαράντα χρονών, μόνο, αλλά είκοσι χρόνια παρουσίας στη λογοτεχνία, 28 βιβλία και δεκάδες μεταφράσεις. Οξύτατο πνεύμα.

 

Σημείο συνάντησής του με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, οι μητέρες τους. Κατερίνα το όνομά τους. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά, μπορεί και τίποτα. Ακόμα κι αν αυθαιρετώ, προτιμώ την πρώτη εκδοχή. Ίσως γιατί τον αγαπώ τον Κορτώ. Έχει γράψει δύσκολα πράγματα και έχει σκύψει με τρυφερότητα σε πολλές σκληρές πτυχές τής ανθρώπινης ζωής.

Με άπειρη τρυφερότητα προσεγγίζει και στο πρόσφατο μυθιστόρημά του το πρόσωπο της μητέρας, με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να κλείνει το βιβλίο, κάνοντας μια προθανάτια ομολογία:

«…η μητέρα μου δεν ήταν η στιγμή του χωρισμού μας, δεν ήταν το ξύπνημα μέσα στη νύχτα, το κάρο που τρέχει, το τελευταίο της φιλί.

»Ήταν τα χέρια της όταν ζύμωνε το γλυκό ψωμί, η φωνή της όταν έπαιζα στην αυλή κι έπιανε ψιλόβροχο, το βλέμμα της καθώς με κοίταζε να τρέχω με τα παιδιά του χωριού, τα ατέλειωτα χάδια της και τα φιλιά που με ξυπνούσαν κάθε πρωί. Εκεί βρισκόταν τόσα χρόνια κι εκεί βρίσκεται ακόμα.

»Έψαξα τη μάνα μου στη λύπη, μα εκείνη ήταν στη χαρά.

»Έτσι χαρούμενη ας με υποδεχτεί!»

 

Leonardo Da Vinci

 

Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ήταν γιος τής άσημης χωριατοπούλας Κατερίνα (Απρίλιος 1458) από το Ανκιάνο. Πατέρας του, ένας άρχοντας της περιοχής, ο Πιέρο Ντα Βίντσι, που αναγνώρισε τον Λεονάρντο, τον πήρε στο αρχοντικό του, του έδωσε το επώνυμό του και ανάθεσε την ανατροφή του στη νόμιμη σύζυγό του, την Αλμπιέρα, η οποία τον μεγάλωσε με τη ίδια στοργή που θα μεγάλωνε ένα δικό της παιδί, αν είχε.

Ο Αύγουστος Κορτώ, ξεκινώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση από το τέλος τής ζωής τού Λεονάρντο, θέλει τον μεγάλο δημιουργό ν’ ανακαλεί στη μνήμη του κάποια καθοριστικά στοιχεία τής ζωής του και μέσα από αυτά να δίνει απάντηση σε κάποια ‘‘γιατί’’ που σημάδεψαν την πολυτάραχη πορεία του.

Εγχείρημα δύσκολο, με μεγαλύτερο τον κίνδυνο να μην προσθέσει τίποτα στα χιλιάδες που έχουν γραφεί για τον Λεονάρντο. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε πως για τον μεγάλο αυτόν δημιουργό, το πρώτο σοβαρό κείμενο που έχει γραφεί είναι του Τζιόρτζιο Βαζάρι, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ντα Βίντσι (2/5/1519), στο μνημειώδες για την εποχή του έργο, που στην Ελλάδα το γνωρίζουμε με τον τίτλο «Καλλιτέχνες τής Αναγέννησης» (α΄ έκδοση το 1550, β΄ έκδοση το 1568). Στα 450 χρόνια που μεσολάβησαν, ο Ντα Βίντσι απασχόλησε εκατοντάδες μελετητές και βιογράφους, ίσως όσους και ο Σαίξπηρ.

Άρα, τι παραπάνω να μας πει ο Αύγουστος Κορτώ;

Και όμως. Ο Αύγουστος Κορτώ έρχεται να μας πει κάτι άλλο. Κάτι που έχει σχέση με τη μητρότητα, κάτι που έχει σχέση με τον πόνο τής μάνας όταν χάνει το παιδί της, αλλά και με τον πόνο τού παιδιού όταν χάνει τη μάνα. Και αυτό είναι βαθιά ανθρώπινο. Είναι συγκλονιστικό.

 

Ο συγγραφέας, εστιάζοντας ως αρχή τής αφήγησης, στις τελευταίες ώρες τού Ντα Βίντσι, βάζει τον μεγάλο δημιουργό να δηλώνει πως ο θάνατος που περιμένει δεν είναι ο πρώτος. Βίωσε πολλούς θανάτους, με πρώτο εκείνον που ένιωσε στα πέντε του χρόνια.

«Πέθανα πρώτη φορά στα πέντε μου χρόνια.

»Όχι, δεν έχει θολώσει ακόμα ολότελα το γέρικο μυαλό μου.

»Μα πώς αλλιώς μπορείς να πεις, αν όχι θάνατο, εκείνη τη στιγμή – όταν αυτό που κάποτε αγάπησες αθώα, χωρίς ποτέ να σκεφτείς πως θέλει το κακό σου, γίνεται ξάφνου κάτι που μισείς; Πώς αλλιώς να περιγράψεις αυτήν την προδοσία της καρδιάς, ίδια με τη στιγμή που χτυπάει για τελευταία φορά κι έπειτα παύει;»

Εκείνη η στιγμή ήταν για τον μικρό Λεονάρντο, η βραδιά τού οριστικού αποχωρισμού του από τη φυσική μητέρα του, ένας αποχωρισμός – θάνατος, παρότι τα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν και θα τα περάσει στο σπίτι τού πατέρα του, θα είναι χρόνια εύπορα, στοργικά…

Η περιγραφή τής σκηνής είναι σπαραχτική. Η μητέρα του τον απιθώνει στην άμαξα που θα τον πάρει μαζί της, σπαράζοντας. Το κάνει όμως, γιατί ξέρει πως αυτό είναι το καλύτερο για τον μικρό Λεονάρντο, που κοντά της θα είναι καταδικασμένος στην ένδεια και τη μιζέρια. Ο πατέρας του είναι ο μόνος που θα μπορέσει να του προσφέρει ένα ασφαλές μέλλον. Άλλωστε, κι εκείνη, θα την αποκαταστήσει. Θα την παντρέψει μ’ ένα χωρικό, ονόματι Ακαταμπρίγκα.

Η περιγραφική δύναμη του Αύγουστου Κορτώ καθηλώνει τον αναγνώστη, καθώς ο γέροντας Ντα Βίντσι θυμάται:

«…μόλις κατάλαβα, κοιτώντας την να ξεμακραίνει, πως η μητέρα μου δεν θα με ακολουθούσε, έκανα να σηκωθώ και να πηδήξω απ’ την καρότσα για να τρέξω προς το μέρος της, κι εκείνη βλέποντας τον τρόμο στα γουρλωμένα μου μάτια όρμηξε να με συγκρατήσει, κι όπως η λάμπα είχε σβήσει πέφτοντας απ’ το χέρι της, έβλεπα μονάχα το λευκό του προσώπου της να ζυγώνει, σαν να το φώτιζε από μέσα η λύπη της, μια λύπη που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου και που έσκαβε με μανιασμένα νύχια μια τρύπα στην καρδιά μου.

»Κι όταν η μάμα πρόφτασε το κάρο, τα χέρια της απλώθηκαν και γράπωσαν τους ώμους μου και πριν το στόμα μου προλάβει ν’ ανοίξει σε μια γοερή κραυγή, το πρόσωπό της χύμηξε και τα χείλη της κόλλησαν στα δικά μου, φιλώντας τα απαλά και συνάμα με πάθος, σαν το άγγιγμα της φτερωτής ουράς του σταυραετού – μα η δύσμοιρη ήταν άφτερη σαν άνθρωπος, κι έτσι, μετά από δέκα, εκατό, χίλια φιλιά στο στόμα, τα πόδια της κουράστηκαν να τρέχουνε ξοπίσω μου κι απόμεινε να με κοιτάζει για μια στιγμή μ’ αυτή την απέραντη λύπη της, κι όταν πια της έγινε αχώρετη, έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια.

»Κι αυτή η εικόνα της ήταν η τελευταία».

 

Αύγουστος Κορτώ

 

Το σημείο που η ζωή τού Λεονάρντο – κατά τον συγγραφέα – τέμνεται από την απώλεια της μητέρας του είναι ένας πόλος τής αφήγησης, που τείνει να εξελιχθεί σε μια, κατά κάποιο τρόπο, αυτοβιογραφία.

Άλλος πόλος είναι οι ‘‘ιδιοτροπίες’’ που χάρισε η φύση στον Λεονάρντο, ιδιαίτερα καθοριστικές για την εξέλιξη της ζωής του. Η δυνατότητα, για παράδειγμα, να γράφει και με τα δυο χέρια, με προτίμηση το αριστερό και η αριστερόστροφη γραφή του, αλλά και ο ερωτισμός του. Σε λίγες αράδες, ο Κορτώ, δίνει την ταυτότητα αυτών των δυο παραμέτρων, σημαντικότατων και των δυο στην εξέλιξη της πορείας του Ντα Βίντσι και όχι απλά της μυθοπλασίας.

«Γράφοντας και τώρα με τ’ αριστερό μου χέρι, έμπειρο παρά το γήρας, και εξασκημένο τόσο ώστε η κατοπτρική γραφή που κυλάει απ’ την άκρη του φτερού μοιάζει με κορδέλα που ξετυλίγεται στο ανώδυνο φύσημα μιας πνοής, νιώθω την ισόβια, ακαταμάχητη έλξη της σκανταλιάς, της παραβατικότητας, που υπήρξε από τότε η κινητήρια δύναμή μου.

»Δεν έμαθα ποτέ από πού πηγάζει η εναντίωση αυτή της φύσης μου στους απαράβατους νόμους των ανθρώπων, στερώντας τους συχνά την ελευθερία που αποζήτησα τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Μα ξέρω καλά την ηδονή που ’χει χαρίσει στο μυαλό και στο κορμί μου».

Μ’ αυτήν τη γραφή ο Λεονάρντο έγραψε χιλιάδες σελίδες ποιητικού μεγαλείου και φοβερών οραματισμών. Δεν θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να την παραλείψει ο συγγραφέας, καθώς αυτές οι χιλιάδες σελίδες έχουν απασχολήσει μεγάλους μελετητές, οι οποίοι ξόδεψαν τόνους μελάνης για την «Πραγματεία περί ζωγραφικής», τον «κατακλυσμό και την καταστροφή της Αρμενίας» και πολλά ακόμα έργα τού Λεονάρντο.

Ούτε θα μπορούσε να παραλείψει τους έρωτες του Λεονάρντο. Όμως τους αφήνει να περάσουν ιδιαίτερα χαμηλότονα και διακριτικά μέσα από την αφήγηση – εξομολόγηση του γέροντα πλέον Ντα Βίντσι.

Το ίδιο διακριτικά περνά, ο Κορτώ, τις απόψεις τού Ντα Βίντσι για την Τέχνη και τις τεχνοτροπίες που ακολούθησε, κάποιες οπό τις οποίες υπήρξαν πρωτοπορίες, όπως η χρήση τού λαδιού, αντί της τέμπερας:

«Η τέμπερα έχει ως βάση της το αυγό, και το αυγό είναι προϊόν ζωικό. Πόσο μπορεί να ζήσει ένα αυγό, ακόμα και αν ωριμάσει σε μια κότα; Πόσο μπορεί να ζήσει το οποιοδήποτε ζώο; Ελάχιστα, σε σχέση με τα δέντρα, δηλαδή με τα φυτά. Ενώ το λάδι, ακόμα και το ταπεινό λινέλαιο, όντας συγγενικό με τις υπεραιωνόβιες ελιές και τις αθάνατες βελανιδιές, μπορεί να ζήσει για πάντα – και μαζί του να ζήσει και το έργο του ζωγράφου, το οποίο ειδάλλως είναι καταδικασμένο στη μοιραία φθορά της αυγοτέμπερας».

 

Ωστόσο, όλα αυτά μάλλον λειτουργούν ως πρόσχημα για να φτάσει – ο Κορτώ – κάπου αλλού, κάπου που σημαίνεται ως κέντρο τής εικαστικής ανάτασης του Ντα Βίντσι. Αυτό είναι το μέγα κεφάλαιο της σχέσης τού Ντα Βίντσι με την Έκφραση, του δημιουργού που ερευνά τα όρια του φωτός, καθώς αυτό συμβιώνει με τη σκιά. «Η σκιά είναι το φράγμα τού φωτός», έγραφε. «Η σκιά μετέχει στη φύση τής παγκόσμιας ύλης… Σκότος είναι ο ισχυρότερος βαθμός τής σκιάς και φως ο ασθενέστερος… Μια σκιά μπορεί να είναι άπειρα σκοτεινή και μπορεί επομένως να έχει κι άπειρους βαθμούς απουσίας τού σκότους…»

Μέσα από τον Κορτώ, ο Λεονάρντο θα πει:

«…πως η ομορφιά και το μεγαλείο της ανθρώπινης επινοητικότητας μπορούσε να ξορκίσει το φάσμα της θνητότητας, αφήνοντας στο διάβα έναν καλύτερο κόσμο», πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, γιατί αυτή η μέγιστη μορφή τής Αναγέννησης δεν ήταν μόνο ζωγράφος, αλλά και ερευνητής που έψαχνε τα πάντα που έχουν σχέση με τον άνθρωπο και τη φύση.

Πάνω απ’ όλα έψαχνε την έκφραση, όμως. Το ομολογούν αυτό τα έργα του. Πριν ακόμα φύγει ο Λεονάρντο από τη Φλωρεντία για το Μιλάνο, είχε αρχίσει να πιάνει με το βλέμμα τής φαντασίας του τις μορφές τής Παρθένου και γενικότερα τις γυναικείες μορφές, που η έκφρασή τους έχει αποτελέσει ένα από τα μεγάλα αινίγματα στην ιστορία τού πνεύματος, αλλά εν τέλει, η Έκφραση, για τον Κορτώ είναι αυτή που έχει την απόλυτη σχέση με το μυστικό τού Λεονάρντο, το οποίο υπήρξε και η αιτία τής γέννησης του συγκεκριμένου μυθιστορήματος: Η έκφραση της Τζοκόντα.

Μόνα Λίζα (Monna Liza), η περίφημη Τζοκόντα (La Gioconda)…

 

Ποια ήταν η Τζοκόντα; Πρώτος ο Βαζάρι μας είπε πως ήταν η τρίτη σύζυγος του Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, η Ελιζαμπέττα, της οποίας, το πορτρέτο, έδωσε εντολή ο Φραντσέσκο στον Ντα Βίντσι, να το φιλοτεχνήσει. Ο σύζυγος της Ελιζαμπέττα δεν πήρε ποτέ το πορτρέτο τής γυναίκας του στα χέρια του. Γιατί εν τέλει, αυτό που ζωγράφισε ο Ντα Βίντσι δεν ανήκε σε κανέναν θνητό, ανήκε στην ανθρωπότητα και στην αιωνιότητα. Ο Βαζάρι έγραψε, χωρίς ποτέ να συναντήσει την Ελιζαμπέττα, αλλά μόνο βλέποντας τον πίνακα, πως όποιος θέλει να ιδεί ως ποιο σημείο μπορεί η Τέχνη να μιμηθεί τη φύση, δεν έχει παρά να κοιτάξει το κεφάλι τής Μόνα Λίζα, όπου κάθε λεπτομέρεια έχει αποδοθεί με μεγάλη πιστότητα και λεπτότητα.

Όμως, ο Κορτώ δεν επικεντρώνεται σ’ αυτά, δηλαδή την πιστότητα και τη λεπτότητα της απόδοσης. Τον ενδιαφέρει κάτι άλλο. Ξεκινώντας από την εντύπωση της πρώτης συνάντησης του Λεονάρντο με την κυρία Τζοκόντο, θα προχωρήσει αλλού, αφού βέβαια περιγράψει εκείνη τη στιγμή:

«Η Λίζα ήταν το ιδανικό μοντέλο: Σαν να ’χε αποχωριστεί με μιας όλη την ντροπαλοσύνη της τη στιγμή που ο άντρας της βγήκε από την κάμαρα, είχε καθίσει αντίκρυ μου κοιτώντας με όλο τόλμη, δίχως να μετακινεί τα μάτια, με το πρόσωπο σε ευθεία γραμμή με το δικό μου. Ως και το πετάρισμα των βλεφάρων συνέβαινε τις στιγμές που έστρεφα το βλέμμα στο χαρτί – όταν γύριζα το κεφάλι, αντίκριζα την ίδια ακριβώς εικόνα όπως πριν, ακινητοποιημένη στον χώρο και τον χρόνο. Δεν ήξερα τι είχε προκαλέσει αυτή την αλλαγή – αυτή τη μεταμόρφωση σε ώριμη γυναίκα, που δεν δειλιάζει μπροστά σε τίποτα -, αλλά την απολάμβανα τόσο όσο έδειχνε να την απολαμβάνει κι εκείνη, κρίνοντας από το μειδίαμά της, που ’χε έναν αέρα κόσμιας αυθάδειας, αθώας επιτήδευσης».

Σε ποια μονοπάτια θα προχωρήσει ο Κορτώ;

Πάντως όχι της ομορφιάς. Γιατί δεν είναι η ομορφιά τής Τζοκόντα που την κάνει απροσπέλαστη. Υπάρχουν πολύ ομορφότερες γυναίκες σε έργα Τέχνης. Ο Ραφαήλ έπλασε γυναικεία πρόσωπα που ξεπερνούν πολύ την ομορφιά τής Τζοκόντα, αλλά ο Ντα Βίντσι δούλεψε έτσι στην Τζοκόντα ώστε η ομορφιά να βγει από μέσα προς τα έξω, προς τη σαρκική επιφάνεια. Ο δε Κορτώ επικεντρώνεται στην ερμηνεία αυτών που έχουν αποτεθεί σ’ αυτήν την ομορφιά: «στις αλλόκοτες σκέψεις και στα φανταστικά ονειροπολήματα, αλλά και στα διαλεχτά πάθη», όπως έγραψε ο Άγγλος μελετητής τού Ντα Βίτσι, Ουόλτερ Πέιτερ.

 

Προχωρώντας από το πεπερασμένο στο άπειρο, όπως το τοπίο τού βάθους, η εικόνα τής Τζοκόντα αποσπάται από τη Μόνα Λίζα. Τα δεσμά που τη συνδέουν με το μοντέλο, τεντώνονται και σπάνε. Σ’ αυτήν εδώ τη γυναίκα, ο Λεονάρντο κατέληξε να βλέπει την ιδανική γυναίκα. Η μορφή τής Μόνα Λίζα, κρατάει λοιπόν την ιδέα Μόνα Λίζα, που χάνει το χειροπιαστό και το επεισοδιακό και γίνεται η Τζοκόντα.

Ο Ντα Βίντσι δεν παραδίδει τον πίνακα. Τον παίρνει μαζί του και συνεχίζει να τον δουλεύει, χωρίς το μοντέλο του. Δεν έχει πια ανάγκη να τη βλέπει για να τη ζωγραφίσει. Του φτάνει ο θαυμασμός για την εσωτερική της εικόνα, που κρατάει μέσα του. Έτσι η σημασία τού προσώπου γίνεται πιο πλατιά, αφού ξέφυγε από τα όρια που έβαζε το μοντέλο, τοποθετημένο απέναντι στον ζωγράφο. Η ιδέα γίνεται πιο σπουδαία, περνάει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού μοντέλου και σε συνέχεια γίνεται σύμβολο.

Την αιτία αυτού του συμβόλου αναζητά ο Κορτώ. Και εμφανίζει το «μυστικό». Με μια γραφή ιδιαζόντως τρυφερή, αλλά και εξόχως εσωτερική. Και όταν ο Λεονάρντο, επιτέλους, φτάνει σ’ αυτό που επιζητούσε, φεύγει.

«Δεν χρειαζόταν καν να ποζάρει περισσότερο, η τελειότητα αυτής της στιγμής ήταν τόσο σπάνια, που δεν θα μπορούσε ούτε η ίδια να την αναπαραγάγει – μιας και η αύρα της μητρότητας την περιέβαλλε εν αγνοία της, όχι από πρόθεση αλλά γιατί αυτός ήταν ο πραγματικός, ο μόνος εαυτός της».

Να, λοιπόν, ξανά η μητρότητα. Το σημείο συνάντησης των δυο γυναικών. Της μητέρας Κατερίνα και της μητέρας Ελιζαμπέττα.

Δεν θα αποκαλύψω το «μυστικό», αφήνοντας αυτήν τη γοητευτική έκπληξη στον αναγνώστη. Θα κλείσω, όμως, τούτο το σημείωμα με μια ακόμα σκέψη για τον Ντα Βίτσι, ο οποίος, ακολουθώντας τους μεγάλους νόμους, που διέπουν σε όλες τις εκδηλώσεις τη λειτουργία τού σύμπαντος, έφτασε σ’ αυτό που μπορούμε να το ονομάσουμε αιώνια Γυναίκα, στην ίδια την αρχή τής θηλυκότητας, στην ουσία τής γυναίκας. Το μνημειακό τοπίο, που σύμφωνα με την πρόθεσή του υποβάλλει το άπειρο, δεν είναι πια η προβολή μιας προσωπικότητας, αλλά μιας γενικότητας ενός ολόκληρου είδους. Και ο Κορτώ απέδειξε την ικανότητά του να συλλάβει αυτό το άπειρο μέσα από το δημιουργικό εργαστήρι του…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top