Fractal

Τίποτα δεν χάνεται για πάντα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Μαρία Γιαγιάννου «Το μέλος φάντασμα», Εκδόσεις Μελάνι

 

Ο Γιάννος Μαυρομάτης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε επαρχία στο χωριό Φίλιον. Έζησε μέχρι τα δεκαοχτώ του με τους γονείς του σ’ ένα περιβάλλον υπερπροστατευτικό, μέχρι ασφυκτικό. Όταν τελείωσε το λύκειο και μπήκε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και μετά έκανε Μεταπτυχιακό από τα δεκαοχτώ του μέχρι τα είκοσι πέντε του πηγαινοερχόταν μεταξύ Αθήνας και Φιλίου. Μετά τις σπουδές του δεν έβρισκε αμέσως δουλειά, γιατί ό,τι έβρισκε δεν άρεσε στην μητέρα του, επειδή εκείνη είχε άλλα όνειρα για τον γιο της. Οπότε από τα είκοσι πέντε του μέχρι τα τριάντα επιστρέφει πάλι στο Φίλιον.

Στα δεκαεφτά του είχε ερωτευτεί μία κοπέλα τη Σοφία, που οι γονείς της είχαν μελίσσια και πήγαινε κι αυτή πολύ συχνά και μάζευε μέλι. Μάλιστα κάποια στιγμή τον είχε πάρει μαζί της και του είχε δείξει πώς έπαιρνε το μέλι, αλλά του έδειξε τι μπορούσε κι αυτή να κάνει με τις μέλισσες. Κάποια στιγμή γδύθηκε τελείως και του είπε να την πασαλείψει με ζάχαρη. Κατόπιν οι μέλισσες την πλησίασαν και την κάλυψαν ολόκληρη. Εκείνη δεν κουνιόταν καθόλου όσο οι μέλισσες έτρωγαν τη ζάχαρη. Μετά από δύο ώρες οι μέλισσες είχαν φύγει χωρίς να την βλάψουν. Αυτός απ’ όλα αυτά που είδε,  την ερωτεύτηκε παράφορα, αλλά όμως  φοβισμένα και ζηλόφθονα. Εκείνη την ώρα ήθελε να την κατακτήσει μεν, αλλά συγχρόνως να την υποτιμήσει και να την κατακρημνίσει. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει τον εγωισμό του, από την επίδειξη δύναμης, που του έκανε. Όσο καιρό βλέπονταν χλεύαζε τις δραστηριότητές της και τις συνήθειές της και διαφωνούσε επιδεικτικά με τα όσα έλεγε. Δεν ξαναπήγε ποτέ μαζί της στα μελίσσια και κάποια στιγμή την εγκατέλειψε.

Ο πατέρας του ήταν ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης, ο οποίος είχε αναλάβει να εξελίξει την λαϊκή παράδοση στο χωριό Φίλιον μεταξύ βουνού και θάλασσας, όπου μετακόμισαν με την μητέρα του από την Αθήνα, γύρω στα τριάντα τους. Ο πατέρας έφτιαχνε μόνος του τις φιγούρες από χαρτόνι ή από κοιλιές γουρουνιών τις έβαφε και τις έβαζε σε ξύλινα χειριστήρια. Για να δίνει τις παραστάσεις του στον μπερντέ είχε βοηθούς τη γυναίκα του και τον καθηγητή των αγγλικών της περιοχής. Το ρεπερτόριό του αφορούσε ιστορίες από τη λογοτεχνία, που τις διασκεύαζε ο ίδιος, ή μεμονωμένες σκηνές διάσημων μυθιστορημάτων, όπως για παράδειγμα  σκηνές από τον «Ηλίθιο», από τον «Όλιβερ Τουίστ» ή και από άλλα μυθιστορήματα. Δεν είχε πάντα για πρωταγωνιστή του τον Καραγκιόζη, τον χρησιμοποιούσε κυρίως για να κάνει τον κόσμο να γελάσει, ακόμα κι αν το έργο ήταν τραγωδία. Ένιωθε όμως πολύ υπερήφανος, όταν άκουγε τους ανθρώπους του χωριού να χρησιμοποιούν εκφράσεις στην κανονική τους ζωή, που τις είχαν ακούσει στα έργα του, που προέρχονταν από την υψηλή λογοτεχνία, ή να χρησιμοποιούν ονόματα που ανήκαν σε διάσημα πρόσωπα. Σιγά σιγά όμως ο πατέρας έπαθε άνοια και είχε φτάσει στο σημείο να μην μπορεί ούτε να αυτοεξυπηρετείται. Η μητέρα σ’ αυτήν την περίπτωση έδειχνε να είναι ένα τέλειο ορθολογικό ον και προσπαθώντας να ξεχάσει τον πόνο της  τον μετέτρεπε  σε διεκπεραίωση, κάνοντας όλες τις δουλειές του σπιτιού, αλλά έκανε και πράγματα που την ευχαριστούσαν, όπως γυμναστική από το διαδίκτυο, έλυνε σταυρόλεξα ή ετοίμαζε να πιει κρασάκι με το άντρα της το απόγευμα στο μπαλκόνι, ακούγοντας τραγούδια. Ο γιος όμως πληγωνόταν, ένιωθε αδύναμος, ανεπαρκής, ένοχος και εντελώς απροετοίμαστος. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα, αλλά και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του, αφού τον κούραζε πολύ και η επανάληψη. Δεν μπορούσε να ακούει μία ιστορία που την είχε πει να την ξαναλέει σαν να ήταν καινούρια.

Ο πατέρας έχει ρετάρει, αλλά αρχίζει να ρετάρει και  ο ίδιος. Γι’ αυτό αποφασίζει να φύγει και να πάει στην Αθήνα να βρει δουλειά, όμως χρήματα δεν υπάρχουν. Στο χωριό δεν μπορούσε άλλο να μείνει, γιατί αφ’ ενός μεν δεν τον ενδιέφερε η καραγκιοζοπαιχτική, γιατί έβλεπε πως δεν ήταν μία επιχείρηση με μέλλον, αλλά δεν ήθελε να γίνει και επιχειρηματίας, όμως δεν τον ενδιέφερε και η γη, για να την σκάβει και να την καλλιεργεί. Ήταν ένας νέος, που ποθούσε κίνηση και επικοινωνία είχε βαρεθεί να κάνει παρέα μόνο με τον εαυτό του, παρόλο που είχε ασκηθεί σ’ αυτό. Το σώμα του λαχταρούσε την αδρεναλίνη και όχι το Φίλιον. Έπρεπε να πάει στην Αθήνα να βρει δουλειά, αλλά και να ζήσει τη ζωή της πόλης, χωρίς να γνωρίζει τους τρόπους, που η πόλη κάποτε θα τον πέθαινε.

Αποφασίζει και πουλάει το σπίτι μια και το είχαν γράψει οι γονείς του στο όνομά του, το καλοκαίρι που οι γονείς του είχαν πάει διακοπές στο σπίτι κάποιας θείας του. Πηγαίνει στην Αθήνα και ζει σε κοινόβιο μαζί με designers, με τους οποίους ιδρύει εταιρεία με δικό του κεφάλαιο, η οποία χρεοκοπεί σε τρία χρόνια.

Οι γονείς επιστρέφουν δυο μήνες αργότερα βλέπουν λουκέτο στο σπίτι και πάνε στην αστυνομία. Χρησιμοποιούν δικηγόρο, όπου μαθαίνουν την πώληση του σπιτιού και ψάχνουν να βρουν τον εξαφανισμένο γιο τους.

Μετά τη χρεοκοπία της επιχείρησης, αναγκάζεται να βρει δουλειά αλλού. Έτσι έπιασε δουλειά σ’ ένα γραφείο όπου ήταν υπεύθυνος Απρόσκοπτης  Επικοινωνίας. Ο Διευθυντής ήταν ικανοποιημένος από την απόδοσή του, όμως ήξερε πως πολλοί συνάδελφοί του τον αντιπαθούσαν , γιατί δούλευαν περισσότερο απ’ αυτόν και πληρώνονταν λιγότερο απ’ αυτόν. Επίσης έμοιαζε να πατρονάρει όλους τους άλλους, ενώ εκείνος δεν είχε ανάγκη από κανέναν. Το γραφείο είχε μία ιδιαιτερότητα, που άρχισε να ενοχλεί τον ψυχισμό του Γιάννου. Οι τοίχοι της αίθουσας ήταν γυάλινοι και ο χώρος επικοινωνούσε οπτικά με όλες τις άλλες αίθουσες. Παρ’ όλο που εργαζόταν εκεί πάνω από δύο χρόνια εντούτοις δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Ενοχλείτο που μπορούσαν οι άλλοι να τον βλέπουν συνέχεια, γιατί είχε αρχίσει να δείχνει πως δεν ήταν καλά και αυτό είχε χαροποιήσει τους συναδέλφους του και φαινόταν. Κάθε μέρα χαμογελούσε λιγότερο. Τη στιγμή που βρισκόταν σε ψυχική κατάπτωση τον κάλεσε ο διευθυντής του και του έκανε παράπονα για μια επιστολή που είχε στείλει σε κάποιον πελάτη τους, στην εταιρεία «malakostrom». Στην αρχή του πρότεινε να προσπαθήσει να την ξαναγράψει, γιατί την βρήκε εξωφρενική και τον παρακάλεσε να προσπαθήσει να βρει τον παλιό του εαυτό και στην επιστολή να γράψει στον πελάτη τους, πως αυτά που είχε γράψει ήταν φάρσα. Ο Γιάννος ήταν αμετανόητος δεν πίστευε, πως είχε γράψει κάτι κακό και δεν δέχτηκε να ξαναγράψει την επιστολή πιστεύοντας πως αυτά που είχε γράψει άξιζαν στον πελάτη, οπότε ο διευθυντής αναγκάστηκε να τον απολύσει. Πριν φύγει άρχισε να δικαιολογείται, πως δεν ξέρει πώς του ήρθε κι έγραψε αυτά στον πελάτη, αλλά τα έγραψε γιατί ήθελε να είναι πιο άμεσος και πιο ανθρώπινος. Ο διευθυντής όμως ήταν αμετανόητος, οπότε ο Γιάννος αναγκάστηκε και μάζεψε τα πράγματά του αδειάζοντας το γραφείο. Στο δρόμο προσπαθούσε να σκεφτεί πότε και γιατί το έγραψε και δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.

Περπατά στο δρόμο και κοιτά κάτω. Στο παρτέρι μιας νεραντζιάς είδε ένα πακέτο «santé» πεταμένο. Στην αρχή το προσπέρασε, αλλά μετά σκέφτηκε πως άφησε μια γυναίκα στο πάτωμα αβοήθητη και γύρισε να το μαζέψει, γιατί θυμήθηκε το δυστύχημα των γονιών του, παρ’ όλο που αυτός δεν είχε δει, την σκηνή αυτή όμως την είχε ονειρευτεί άπειρες φορές. Έβλεπε τον πατέρα και τη μητέρα του πεσμένους στο δρόμο μετά το αυτοκινητικό τους δυστύχημα κι ας είχαν περάσει δέκα χρόνια. Προχωρώντας συνάντησε ένα μαγαζί με μαλλιά και μπήκε μέσα. Αγόρασε μαλλιά για πλέξιμο και βελόνες και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει, γιατί απολύθηκε πάνω που περίμενε προαγωγή. Άρχισε να σκέφτεται, μήπως  πάσχει από κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια.

Στο σπίτι ξεκίνησε να πλέκει χωρίς γνώση του πλεξίματος, χωρίς πατρόν και χωρίς προορισμό. Ξαφνικά όμως θυμήθηκε πως η μητέρα του έπλεκε οπότε αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο. ‘Όταν την χρειαζόταν πάντα την έπαιρνε. Σχημάτισε το νούμερο, όμως όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή αμέσως το έκλεισε, γιατί τότε θυμήθηκε πως η μητέρα του είχε σκοτωθεί στο δυστύχημα πριν δέκα χρόνια. Ο Γιάννος δεν ήταν παρόν τη στιγμή που σκοτώθηκαν οι γονείς του, οπότε δεν μπορεί να το χωνέψει. Η μνήμη του είναι αδύναμη ή αρνείται να θυμάται, γι’ αυτό πιάνει τον εαυτό του να σηκώνει το ακουστικό και να σχηματίζει το νούμερο τους, όμως όταν ακούει άγνωστη φωνή πάντα το κλείνει.

Συνέχισε να πλέκει, γιατί αυτή η κίνηση που την έκανε συνέχεια χωρίς να σκέφτεται τίποτε, του χαλάρωσε το μυαλό. Κάποια στιγμή σταμάτησε να πλέκει κι άρχισε να κόβει  μικρά μικρά  χαρτάκια με ψαλίδι ακούγοντας μουσική από το cd, που του έκανε δώρο η πρώην του, η εικαστικός Γίκι, που ήταν μέλος μιας εναλλακτικής ιαπωνόφιλης λέσχης, που συνδύαζε την αισθητική Λουί κενζ με το γιαπωνέζικο πολιτισμό. Την χώρισε,  γιατί είχε βάψει την οδοντοστοιχία της μαύρη για να τιμήσει τις διάσημες καλλονές γκέισες της εποχής Μιντσί.

Έζησε μια εβδομάδα χωρίς τηλέφωνο, χωρίς κουδούνι και χωρίς κινητό. Όταν αποφάσισε ν’ ανοίξει το κινητό του ήταν η Γίκι, που του υπενθύμιζε ότι ήταν καλεσμένος της στην έκθεση που επρόκειτο να κάνει την επομένη. Αυτός της απάντησε ότι θα πάει και της ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της τόσο καιρό, γιατί παραδέχτηκε πως είχε πάθει κατάθλιψη.  Οι φοβίες του επίσης τον ακολουθούσαν παντού, όπως δεν ήθελε να κοιτάζεται πολύ ώρα στον καθρέφτη, γιατί φοβόταν  ότι θα έχανε τον εαυτό του μέσα στον εαυτό του, όπως φοβόταν να κοιτάζει κάτω όταν βρισκόταν στο μπαλκόνι, γιατί ένιωθε την έλξη της γης σαν μία απωθημένη επιθυμία του. Φανταζόταν τον εαυτό του να πηδάει κάτω. Ήταν τόσο έντονη η φαντασίωση, που έσφιγγε το κάγκελο μέχρι που ίδρωναν οι παλάμες του.

Τελικά έγινε η έκθεση και μαζί με αυτόν είχε πάει και ο φίλος του ο Γιακουμής, ο οποίος εκτός από ποιητής, ήταν και πραγματογνώμων αυτοκινητικών δυστυχημάτων. Αυτός ενδιαφερόταν για το θέμα της Έκθεσης και παρακολουθούσε ανελλιπώς την καλλιτεχνική πορεία της Γίκι. Ο Γιακουμής ήταν αυτός, κατά τη γνώμη του Γιάννου, που είχε προστατεύσει τον Γιάννο από το θέαμα των αιμόφυρτων γονιών του. Από εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες έγιναν φίλοι, παρά τις τεράστιες διαφορές του χαρακτήρα τους.

Αν και ο Γιάννος δεν ήταν φύση καλλιτεχνική, θαύμαζε τον Γιακουμή για την ποίησή του και για τους πίνακες που ζωγράφιζε με θέμα την αυτοψία του αίματος στα συμπλέγματα της ασφάλτου. Ο Γιακουμής αγαπούσε τον Γιάννο για την έξυπνη αφέλειά του και για την ομορφιά της ανθρώπινης επικοινωνίας, μέσα από την τέχνη.

Η Έκθεση της Γίκι είχε θέμα «Χαρακίρι κύριοι», κι εξήγησε ότι με αυτόν τον τίτλο επιχειρούσε να ανασκάψει τις κοινές ρίζες ασιατικής και ελληνικής παράδοσης και να ανοίξει έναν διάλογο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στην είσοδο μάλιστα οι θεατές αναγκάστηκαν να φορέσουν παπούτσια δυο νούμερα μικρότερα από το νούμερό τους, για να περιηγηθούν στην Έκθεση ως βιωματική συμμετοχή και να υπενθυμίσει την παραδοσιακή κακοποίηση των ποδιών των κινέζων γυναικών, αλλά και την οικονομική στενότητα του σύγχρονου Έλληνα. Το κεντρικό κομμάτι της Έκθεσης ήταν ένα βίντεο –ντοκουμέντο σχετικό με την ατμοσφαιρική ρύπανση στο Τόκιο. Έγινε κι ένα χάπενινγκ αφιερωμένο στη γιαπωνέζικη τελετή προετοιμασίας και σερβιρίσματος τσαγιού, αλλά σ’ αυτήν την εκδοχή με σουβλάκι. Ακολούθησε μετά η διάλεξη του Ελληνοϊάπωνα καθηγητή φιλοσοφίας της τέχνης, Θύμιου Χιροχίτο, « το τατάμι και το σαλόνι». Ο καθηγητής επρόκειτο να επικεντρωθεί στην Γιαπωνέζικη Κουλτούρα και την Γαλλική Επανάσταση.

 

Μαρία Γιαγιάννου

 

Από την Έκθεση αυτή ο Γιάννος αποφάσισε να πάει να ζήσει στο πατρικό του σπίτι και να σταματήσει να τρέχει με τη φόρα του δρομέα τα χρόνια που διανύει και νιώθει πάντα κουρασμένος.

Στους εφιάλτες που έβλεπε συχνά, πάντα έβλεπε το σπίτι του, πότε άδειο από έπιπλα και πότε να ποθεί να το φτάσει, όμως αυτό να ξεμακραίνει και όταν το πλησίαζε ή το πόμολο της πόρτας έτρεμε  σαν να γίνεται σεισμός ή έβλεπε να ανεβαίνει το σπίτι λες και ανέβαινε στους ουρανούς, αλλά συγχρόνως να διαλύεται. Το δικαιολόγησε το όνειρο, που είδε, σαν φυσιολογικό αφού το είδε την προηγούμενη του ταξιδιού κι ένιωθε ένα τέτοιο σφίξιμο στο στομάχι στη σκέψη ότι επιστρέφει στο  πατρικό του. Παρ’ όλο που πίστευε πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί οι εφιάλτες δεν τον άφησαν όλη τη νύχτα.

Το πρώτο άτομο, που είδε, όταν έφτασε στο Φίλιον, ήταν η Σοφία. Αγκαλιάστηκαν και τον ρώτησε αν ήρθε στο Φίλιον λόγω του φεστιβάλ μελιού. Της απάντησε πως δεν το θυμόταν, όμως της είπε ότι  πήγε εκεί γιατί ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του από την πόλη. Της είπε επίσης πως απολύθηκε από τη δουλειά. Τον ρώτησε πού θα μείνει οπότε μην μπορώντας να καταλάβει την ερώτηση, πίστεψε πως του έκανε χιούμορ. Την Σοφία πάντα την αγαπούσε, την ένιωθε μέσα του, γιατί τη θεωρούσε το κορίτσι του κι ένιωσε τη στοργή του να ξεχειλίζει. Και για τη Σοφία αυτός ήταν το αγόρι της μόνο, που ενώ φαινόταν άνετος, από μέσα ήταν δειλός. Ήξερε πως είχε φοβίες αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να συμφιλιωθεί με αυτές.

Φεύγοντας και πηγαίνοντας προς το σπίτι του, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε σπίτι εκεί, ούτε πατώματα, ούτε τοίχοι παρά μόνο κάτι σπασμένα τζάμια και λίγες τσιμεντένιες πλάκες με ρωγμές. Αισθανόταν έκπληξη, φόβο, απορία, άγχος, ώσπου κάποια στιγμή λιποθύμησε. Ο Γιάννος μπροστά στο σοκ αυτής της αποκάλυψης έχασε τις αισθήσεις του και η Σοφία τον μετέφερε στον ξενώνα της. Βρέθηκε σ’ ένα γνωστό ντιβάνι, αλλά δεν ήταν σίγουρος, φοβόταν μήπως το φανταζόταν. Είχε λόγους ν’ αμφιβάλλει για το μυαλό του. Όταν ξύπνησε ομολόγησε στη Σοφία, πως δεν είναι καλά, πως έχει πρόβλημα μνήμης, όμως δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο σπίτι του. Βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του, βρήκε ένα χαρτί που δεν θυμόταν τι ήταν και πού το είχε βρει και το έδωσε στη Σοφία να το διαβάσει και να του πει αν ξέρει κάτι γι’ αυτό. Του είπε πως ήταν το συμβόλαιο, που πούλησε το σπίτι,  και ότι θα τον βοηθούσε να καταλάβει κάποια πράγματα, αφού όμως πρώτα έκανε ένα ντους και έβαζε καθαρά ρούχα.

Όταν εμφανίστηκε καθαρός και κάπως πιο ήρεμος, του είπε πως το σπίτι του το είχε πουλήσει αυτός μόλις του το έγραψαν. Τότε αυτός την διόρθωσε λέγοντάς της ότι το σπίτι το κληρονόμησε, όταν πέθαναν οι γονείς του στο αυτοκινητικό δυστύχημα. Οπότε η Σοφία του είπε πως κανείς δεν μπορεί να κληρονομεί κάτι όταν οι γονείς είναι ζωντανοί. Συνεχίζοντας του είπε πως αυτός το είχε πουλήσει σ’ ένα ζευγάρι Νορβηγών και αυτοί το κατεδάφισαν, για να χτίσουν έναν ξενώνα, αλλά κάτι τους έτυχε και διέκοψαν την ανοικοδόμηση. Ο Γιάννος δεν πίστευε στ’ αυτιά του και τη ρωτούσε γιατί το έκανε αυτό, οπότε εκείνη του είπε ότι μόνο αυτός μπορεί να δώσει την απάντηση. Στο τέλος παραδέχτηκε πως ήταν τελειομανής και ψυχαναγκαστικός με διαταραγμένο μυαλό και ότι σ’ αυτό το άρρωστο μυαλό του έβλεπε τελείως διαφορετικά τη ζωή του από τους άλλους. Θέλει όμως να μάθει πώς έκατσε στο μυαλό του το αυτοκινητικό δυστύχημα των γονιών του, που είχε επιβεβαιωθεί από τον φίλο του τον Γιακουμή, που είναι ειδικός εμπειρογνώμων ατυχημάτων. Εκείνη προσπαθώντας να τον βοηθήσει του λέει πως δεν υπάρχει δυστύχημα για να επιβεβαιωθεί από τον Γιακουμή Παπαϊωάννου, αφού οι γονείς του ήταν σε διακοπές, αλλά του λέει πιθανά να έμπλεξε στο μυαλό του ένα συμβάν που είχε συμβεί παλαιότερα, που δεν είχε να κάνει με τους γονείς του κι άρχισε να του διηγείται το συμβάν. Του είπε ότι κάποια μέρα που οδηγούσε αυτός και συνοδηγός ήταν ο Γιακουμής, πάτησε με το αυτοκίνητο δύο σκαντζόχοιρους, που εκείνη τη στιγμή περνούσαν τον δρόμο. Τότε από το αυτοκίνητο κατέβηκε ο Γιακουμής τους μάζεψε και τους τοποθέτησε πίσω από κάτι θάμνους και του είπε φαίνεται ότι ήταν ένα ανδρόγυνο και ότι κατέβηκε αυτός να τους μαζέψει για να τον σώσει από το δυσάρεστο αυτό θέαμα κι επειδή δεν ήταν καλά το μυαλό του, μπορεί να  συνδύασε, ότι αυτοί ήταν οι γονείς του.

Τελικά όταν ο γιος συνάντησε τους γονείς του, τον υποδέχθηκαν καλά, παρ’ όλο που αυτός δεν τους είχε φερθεί καλά. Τους είπε ότι δεν έφταιγε αυτός, αλλά η μνήμη του, γιατί ήθελε να ξεχάσει για να μην φταίει. Θυμάται την αδυναμία του πατέρα του, την υπερδύναμη της μάνας κι εκείνος ήταν ανάμεσα, οπότε έμοιαζε σαν νάνος, ανίκανος να κρατήσει το σώμα του, που είχε γιγαντωθεί. Το σώμα του, του ζητούσε πράγματα, που μόνο μακριά από αυτούς μπορούσε να βρει και δεν ξέρει γιατί τα σκότωσε όλα μέσα του. Ξέρει πως δεν άντεχε πια τη βουβή πίεση ανάμεσα στους τοίχους. Δικαιολογείται πως το κενό της μνήμης του τον γέμισε με ζωή και ξέχασε να θυμάται, αλλά επειδή χόρτασε απ’ όλα αυτά ήθελε να γυρίσει πίσω.

Η Γίκι συμμετέχει σε μια ομαδική έκθεση με θέμα το τραύμα, όπου συμμετέχουν δεκαέξι εικαστικοί καλλιτέχνες από την Ελλάδα και την Ιαπωνία, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας. Ο κάθε καλλιτέχνης είχε αναλάβει να προτείνει μία καλλιτεχνική λύση για τη διαχείριση ψυχικών και σωματικών τραυμάτων. Το έργο που εξέθεσε η Γίκι ήταν η αφορμή να έρθει πιο κοντά με τον Γιακουμή, πράγμα που το κατάφερε. Η Γίκι έδωσε ένα ερωτηματολόγιο στον Γιακουμή κι εκείνος έτσι όπως το απάντησε συνδυάζοντας γράμματα και σκίτσα η Γίκι ενθουσιάστηκε τόσο που ένιωσε πως οι δυο τους αλληλοσυμπληρώθηκαν. Όταν της παρέδωσε το ερωτηματολόγιο την είδε αμακιγιάριστη και μπόρεσε να δει τα κανονικά της μάτια, που ήταν σχιστά και ότι ήταν πράγματι γιαπωνέζα, τότε την πλησίασε τόσο, που φιλήθηκαν παθιασμένα πάνω από το ερωτηματολόγιο του τραύματος. Το έργο της Γίκι πέρασε απαρατήρητο.

Αντίθετα ένα άλλο έργο κέρδισε τις εντυπώσεις. Το έργο αυτό ονομαζόταν «Θεραπεία» και ήταν στημένο στο πιο κεντρικό σημείο της Γκαλερί. Ήταν ένα τετράγωνο κουτί φτιαγμένο από καθρέφτη πάνω σ’ ένα τραπέζι  και μπροστά του είχε μία καρέκλα. Η κάθετη πλευρά του κουτιού προς τη μεριά της καρέκλας έλειπε, έτσι που ο καθισμένος μπορούσε να το φορέσει σαν ένα μεγάλο γάντι. Αυτή η κατασκευή έδειχνε σε πράξη αυτό που η επιστήμη είχε ανακαλύψει στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 χωρίς όμως τότε να έχει γίνει ιδιαίτερη έρευνα, πριν το 2009.  Η έρευνα που έγινε αφορούσε ασθενείς που είχαν χάσει ένα μέλος του σώματός τους, όμως οι ασθενείς ένιωθαν πόνο ή κάψιμο στο μέλος αυτό κι ας έλειπε. Ιατρικά είναι το φαινόμενο «πόνος μέλους φάντασμα». Πρόκειται για αντανάκλαση του πόνου μέσα από τους νευρώνες, που περνούν και τελειώνουν στο σημείο κοπής. Τώρα λοιπόν μπορούσε ο ασθενής που είχε χάσει ένα μέλος του σώματός του να καθίσει στην καρέκλα και να τοποθετήσει το κολοβωμένο του άκρο μέσα στο κουτί, οπότε έτσι κρύβει το τραύμα πίσω από τον καθρέφτη. Ταυτόχρονα τοποθετεί το υγιές μέλος πάνω στο τραπέζι και αυτό καθρεφτίζεται στην  πλάγια πλευρά του κουτιού. Το υγιές μέλος αντικατοπτρίζεται πάνω στο απολεσθέν μέλος. Οπότε ο ασθενής βλέπει στον καθρέφτη να έχει και τα δυο του μέλη. Η οπτική τώρα ψευδαίσθηση ότι ο ανάπηρος έχει και τα δύο του μέλη, θεράπευε τους ανθρώπους από τον πόνο. Ο καθρέφτης ξεγελούσε το μυαλό και το έκανε να νομίζει ότι το μέλος ήταν εκεί. Το έργο αυτό κέρδισε την προσοχή λόγω της συμμετοχής των αναπήρων στην επίδειξη.

Ο Γιάννος αποφάσισε να ζήσει με τη Σοφία. Αγόρασαν κι ένα τροχόσπιτο για να μπορούν να γνωρίσουν όλα τα μέρη της γύρω περιοχής. Από εδώ και μετά ο Γιάννος έκανε ό,τι ήθελε όποτε το ήθελε με αργές κινήσεις  και τελετουργικά. Τους τελευταίους μήνες πήγαιναν σε μια περιοχή που υπήρχε μία λίμνη. Εκεί γνώρισαν μία γυναίκα που στο αγρόκτημά της είχε διάφορα ζώα. Ο Γιάννος πήγαινε συχνά και την έβλεπε. Μία ημέρα εκεί που έπιναν τον καφέ τους ο Γιάννος είδε πως στην αυλή, που ήταν η χήνα υπήρχε ένας καθρέφτης. Η χήνα μπροστά στον καθρέφτη φούντωνε τα φτερά της, λίκνιζε τον λαιμό της κι έβγαζε γαργαριστούς λαρυγγισμούς. Από την οικοδέσποινα έμαθε, πως πρόσφατα είχε χάσει τον χήνο της και ο καθρέφτης ήταν το υποκατάστατο. Το είχε κάνει αυτό για να σταματήσει η χήνα τα σπαρακτικά κρωξίματα και να αρχίσει να τρώει και να πίνει νερό, που τα είχε σταματήσει.

Κάποια στιγμή η Σοφία τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, αν του λείπει κάτι κι αν θα ήθελε να κάνει κάτι άλλο στην υπόλοιπη ζωή του. Εκείνος της απάντησε ότι ήταν ευχαριστημένος με όλα αυτά και δεν θα ήθελε τίποτε άλλο να  κάνει και τίποτε δεν του λείπει, παρά μόνο ίσως η ενοχή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top