Fractal

«Το μαγεμένο παιχνίδι» του Γιώργου Γλυκοφρύδη ☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

 

 

 

 

 

«Το μαγεμένο παιχνίδι»

Του Γιώργου Γλυκοφρύδη

☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα

 

 

Λοιπόν, πρώτα θα σας περιγράψω το πώς ξεκίνησε η ιστορία, και μετά θα σας πω τι συνέβη. Αλλιώς άκρη δεν θα βγάλουμε.

Σαν σήμερα ήταν, όπως σήμερα, τέλος καλοκαιριού αρχές Φθινοπώρου.

Που το πρωί έχει βαριά ομίχλη κι υγρασία. Υγρασία της θάλασσας. Κι έτσι τον είδα να έρχεται. Μια ίδια νύχτα. Αν και καιρό πριν, αλλά ίδια νύχτα. Όπως τον είδα να έρχεται. Ανάμεσα στις 03 με 04 ξημέρωμα. Πότε μπήκε, από πού μπήκε, πότε άνοιξε την πόρτα, πότε την έκλεισε, δεν κατάλαβα. Αλλά τον είδα. Λες και άναψε μπρος από το παράθυρο ήταν. Αλλά όχι απ’ έξω, από μέσα, μέσα στο σαλόνι ήταν, αλλά πώς, δεν ξέρω. Ένας Θεός ξέρει, ίσως.

Έσταζε ολόκληρος όπως στεκόταν εκεί δίπλα στο φωτιστικό της βιβλιοθήκης. Μάλλον είχε βρει όλη την υγρασία της θάλασσας στον δρόμο του. Μια πλεχτή κουκούλα κάλυπτε το κεφάλι του, δεμένη με κουμπιά. Κι ένα παχύ ρούχο σαν κάπα βοσκού, έντυνε το σώμα του.

Έβγαλε την κουκούλα και την ξεκούμπωσε και κάθισε στην καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, απέναντί μου. Διέκρινα κάτι σαν παντελόνι σε βαθύ πράσινο χρώμα, και μπότες με σκοινιά. Γιατί αυτά τα χοντρά πράγματα, κορδόνια δεν τα έλεγες. Μάλλον λεπτοί κάβοι ήταν, είναι το σωστό. Μιας που οι γάμπες του, όπως ανέβαιναν περιτυλιγμένες με τους κάβους, έστω και μέσα από το παντελόνι, ή ό,τι με παντελόνι έμοιαζε, φαινόταν να μπορούν να στηρίξουν καράβι μόλις χτισμένο.

Ξεζώθηκε και μια δερμάτινη τσάντα που είχε περασμένη σαν αντάρτικο φυσεκλίκι, κι αφού την τίναξε δυνατά κι όλη η κουζίνα μύρισε ποτισμένο από την θάλασσα δέρμα, στριφογύρισε την πλάτη του μια δεξιά και μια αριστερά, κάνοντας όλα τα κόκαλά της να τρίξουν ως γυμνασμένες κλειδώσεις χορευτή.

Μαλλιά κατάμαυρα και πυκνά. Τι διάολο; 18 χρονών ήταν; Μάτια από μέλι, πυκνό κι αυτό, βαρύ. Υγρό καφέ με κεχριμπάρι με στάλες αέρα μέσα. Με πράσινο στεφάνι. Και με το χαμόγελο του Θεού. Λογικά, έτσι πρέπει να χαμογελούσε ο Θεός. Είτε όταν ανέβηκε στον Σταυρό, είτε μετά, είτε πριν, είτε κατά την διάρκεια, είτε όποτε. Ο Θεός χρόνο δεν έχει, άλλωστε.

Έβγαλα τα γυαλιά μου και τα καθάρισα. Τον είχα καταλάβει. Άλλωστε η ύπαρξή μου είχε γίνει ένα σύνολο γαλήνης και ειρήνης. Αν άνοιγα τις παλάμες μου ανάποδα να κοιτούν τον ουρανό, στο ξύλινο τραπέζι επάνω, πιθανολογώ πως θα έβγαιναν απτά κομμάτια εύπλαστης αγάπης. «Βολέψου…» του είπα. «Και μην στριμώχνεσαι. Δεν είναι και κανείς εδώ. Βολέψου.» του είπα ξανά και τον είδα να βγάζει εκείνο το χοντρό μάλλινο ρούχο το σαν κάπα βοσκού από πλέξη ζώου.

Δευτερόλεπτα μετά δυο τεράστιες λευκές φτερούγες ξεδίπλωσαν πίσω από την πλάτη του κι απλώθηκαν αγγίζοντας όλο τον χώρο. Από την οροφή ως το δάπεδο. Και ξεφτισμένες, φαγωμένες στα τελειώματά τους. Ξεφύσησε με μια θορυβώδη ανάσα ανακούφισης, «Ω! Σ’ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ…»

Δεν ήταν αυτό που κάποιος θα ονόμαζε γεροδεμένος, αλλά όχι κι έτοιμος να πέσει κάτω από την αδυναμία. Νεανικό σώμα φαινόταν ή όπως και να έχει χωρίς σημάδια χρόνου. Ναι, ναι. Αυτό ήταν. Χωρίς σημάδια χρόνου.

Έσκυψε κι έβγαλε ένα διπλωμένο κομμάτι πανί από την τσάντα, παχύ πολύ από τις φορές που ήταν διπλωμένο, και πάλευε να το ανοίξει και να το κλείσει ξανά, κι άνοιγε τα χέρια του σε πλήρη έκταση μπας και το κατάφερνε, κι ενώ τα φτερά του βρόνταγαν δεξιά κι αριστερά έτοιμα να σκορπίσουν χάμω όλο το περιεχόμενο των κοντινών ραφιών, δεν το έφερνε βόλτα.

«Ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο…» του είπα.

Σταμάτησε. «Χωρίς λόγο; Τι λες;»

«Λέω πως ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο. Άφησέ με να σε βοηθήσω.»

Ξανάπιασε δουλειά. «Πρέπει να το καρφώσουμε στον τοίχο.»

«Τι;»

Άφησε το πανί να κυλιστεί κάτω. «Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; Σε παρακαλώ.»

«Νερό; Όσο θέλεις.» Πήγα ως την βρύση κι επέστρεψα. «Ορίστε.»

Ήπιε όλο το μεγάλο ποτήρι χωρίς ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ. Την δροσιά του να ’χεις. Είσαι καλός άνθρωπος. Σ’ αγαπά ο Θεός. Να το ξέρεις.»

Κάθισα πάλι. «Κουβαλά αρμύρα αυτή η υγρασία. Πολύ. Πάντα. Από την θάλασσα. Τι να γίνει. Θα σ’ άφηνα χωρίς νερό;» Σηκώθηκα. Άρχισα να μαζεύω το πανί. Τυλιχτό. «Πειράζει που το τυλίγω; Τι είναι, δα; Της Αγίας Τράπεζας ριχτάρι;»

Γέλασε πολύ. «Να σε βοηθήσω να το καρφώσουμε.»

«Να με βοηθήσεις.» Σηκώθηκα.

Η ώρα πήγαινε 05. Αλλά είχε ακόμη ένα δίωρο μέχρι να φέρει φως η μέρα. Τα φτερά του κουβαλούσαν την πνιγηρή υγρασία της ομίχλης των υψηλών νεφών. Και τα τίναζε συχνά αν και προσεκτικά πολύ. Αλλά δεν του είπα τίποτε. Αν και το νερό τον είχε συνεφέρει, δεν φαινόταν να έχει όσες δυνάμεις πιθανολογούσα να έχει.

Τον σταμάτησα μετά το τελευταίο καρφί. «Θέλεις να καθίσεις; Να φας κάτι; Λίγο κρέας, ψωμί, ό,τι θέλεις… Θα σε δυναμώσουν αυτά.»

Χαμογέλασε. «Α! Ναι! Σ’ ευχαριστώ και πάλι…»

Καθίσαμε. Έκοβε κομμάτια παστό κρέας με τυρί αλμυρό φρέσκο. Και ψωμί σε μπουκιές μεγάλες.

Έκανα πως έτρωγα κι εγώ. Πιο πολύ για παρέα. «Όταν με το καλό τελειώσεις το φαγητό σου να μου πεις τι είναι αυτό το πανί εκεί στον τοίχο.»

Το κοίταξε. «Σε ωραία θέση το βάλαμε, πάντως. Όταν έρθει ο ήλιος το πρωί θα έχει φως πάνω του, πολύ. Όλο το φως θα το έχει. Οπότε θα μπορείς να σχεδιάσεις. Ή και να ζωγραφίσεις. Ό,τι προτιμάς.»

«Τι να ζωγραφίσω;»

«Μια σημαία.»

«Τι;»

«Μια σημαία.»

«Μία σημαία; Τι σημαία;»

«Της πατρίδας σου.»

«Της πατρίδας μου;»

«Ε, ναι. Πατρίδα δεν έχεις;»

«Ναι…»

«Ε, αυτήν.»

Έκανα τον σταυρό μου. «Έλα Παναγία μου…»

«Μην Την καλείς Αυτήν για πλάκα!»

Τον κοίταξα έντονα. «Δεν Την κάλεσα για πλάκα! Ποιον να καλούσα; Τι αινίγματα είναι αυτά; Και στο κάτω κάτω, πώς θα ζωγραφίσω μια σημαία; Έτσι; Κανονικά αν θέλεις να ζωγραφίσεις μια σημαία πρέπει να ξέρεις και τι τραγούδι θα πεις. Πώς, έτσι άντε;»

Γέλασε έντονα. «Σου είπα εγώ να μην τραγουδήσεις;»

Σκούπισα πάλι τα γυαλιά μου. Κοίταξα κάτω το δάπεδο. Σήκωσα ξανά το κεφάλι μου και τον είδα να σκουπίζει το στόμα του και ν’ ακουμπά πίσω στην καρέκλα χορτασμένος. Τα φτερά του έτριξαν όπως δίπλωσαν πάνω στην ξύλινη πλάτη του καθίσματος. «Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι κόκκινο κρασί; Σε παρακαλώ.»

«Κρασί; Όσο θέλεις.» Πήγα ως το ράφι κι έπιασα ένα μπουκάλι. Γέμισα ένα ποτήρι κι επέστρεψα. «Ορίστε.»

Το ήπιε όλο χωρίς ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ. Την ευτυχία του να ’χεις. Είσαι καλός άνθρωπος. Σ’ αγαπά ο Θεός. Να το ξέρεις.»

Κάθισα πάλι. Τον κοίταξα. Δεν είπα τίποτε.

Έδειξε το παράθυρο. «Κοίτα, έρχεται ο ήλιος όπου να ’ναι.»

Ανασηκώθηκα. «Δίκιο έχεις… Πέρασε κι η ώρα, δεν το πήρα είδηση.»

«Δεν πειράζει. Ο χρόνος δεν και τόσο σημαντικός όσο λένε. Να σου φέρω τα πινέλα…»

«Ναι, βεβαίως και να μου φέρεις τα πινέλα.»

Κάμποσες ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τις κουρτίνες κι έφτασαν ως τον τοίχο με το καρφωμένο πανί.

Πήγα ως το πανί και στάθηκα μπροστά του. «Γιατί να μην το αφήσω λευκό;»

Με κοίταξε έντονα. «Δεν ήρθα ως εδώ για τόσο εύκολες λύσεις! Για όνομα του Θεού! Κάνε μια προσευχή στο κάτω κάτω… Ζήτα Του να σου πει την πατρίδα σου! Εκείνος θα την ξέρει. Όσο να πεις.» Και χαμογέλασε.

Κατέβασα το κεφάλι. Το σήκωσα ξανά. Στράφηκα στον άγγελο. «Σε ποια γλώσσα να κάνω την προσευχή;»

Γέλασε βραχνά. «Μα τι ’ναι αυτά που ρωτάς; Στης πατρίδας σου.» Σηκώθηκε. «Ξέχασα να σου φέρω τα χρώματα…» Επέστρεψε με τρεις μικρούς κουβάδες. «Ορίστε…»

Κοίταξα προσεκτικά το υγρό χρώμα του κάθε μικρού κουβά. «Τι είναι αυτό; Τρία χρώματα; Κόκκινο, κίτρινο, και μπλε;»

«Γιατί; Υπάρχουν κι άλλα; Αυτά τα τρία είναι. Όσα θέλεις φτιάχνεις μ’ αυτά. Ανακάτεψέ τα και φτιάξε.»

Έσκυψα πάλι κάτω αλλά άγγιξα το πανί με το χέρι μου. Ως εικονοστάσι λευκό να χωρά όλες τις προσευχές του κόσμου. Και είπα την προσευχή από μέσα μου. Μουρμούριζα όμως. Αυτό είναι σίγουρο. Γιατί ήταν μελωδική η προσευχή. Μουρμούριζα την μελωδία της.

Ο κόσμος φλεγόταν και κανείς δεν μπορούσε να με σώσει παρά μόνο εσύ.

Πόσο παράξενο το τι μπορεί να καταφέρει η επιθυμία στους τρελούς.

Ποτέ δεν ονειρεύτηκα πως θα συναντούσα κάποια σαν εσένα. Και ποτέ δεν ονειρεύτηκα πως θα έχανα κάποια σαν εσένα.

Όχι δεν θέλω να ερωτευτώ. Δεν θέλω να βυθιστώ στην αγάπη. Δεν θέλω. (Λένε, πως αυτή η πατρίδα θα σου ραγίσει την καρδιά.)

Μ’ εσένα, δεν θέλω.

Ποιο μαγικό παιχνίδι έπαιξες και μ’ έκανες να νιώθω έτσι.

Πόσο μαγικό να είναι να μ’ αφήνεις να σε ονειρεύομαι.

Πόσο μαγεμένο να είναι να μου λες πως ποτέ σου δεν έχεις νιώσει έτσι.

Ο κόσμος φλεγόταν και κανείς δεν μπορούσε να με σώσει παρά μόνο εσύ.

Κανείς δεν αγαπά κανέναν.

Μόλις σταμάτησα να μουρμουρίζω κοίταξα τον άγγελο. «Τι είναι;»

Με κοιτούσε με μάτια διάπλατα. «Τι είναι αυτό που τραγουδάς; !»

«Γιατί;»

«Τι γιατί! Αυτό είναι τραγούδι της πατρίδας σου;»

Γέλασα λίγο. «Τι θέλεις; Κάποιον εθνικό ύμνο;»

«Δε θα ήταν κακή ιδέα, αλλά τουλάχιστον το τραγούδι να ήταν της πατρίδας σου!»

Κάθισα  κάτω οκλαδόν κι άρχισα ν’ ανακατεύω το μπλε χρώμα με το πινέλο. «Εσύ δε μου είπες να κάνω μια προσευχή και να Τον ρωτήσω ποια είναι η πατρίδα μου;»

«Ναι, ναι… Και λοιπόν;»

«Και λοιπόν μου είπε πως πατρίδα μου είναι όπου ραγίζει η καρδιά μου.»

Δίπλωσε τα φτερά του άτσαλα κι έφυγε για την κουζίνα. «Δε λέει τέτοια πράγματα Αυτός… Άιντε…»

«Πες μου εσύ τότε αφού ξέρεις τι λέει, Εκείνος!»

Τον άκουσα να επιστρέφει με γρήγορα βήματα. Στάθηκε από επάνω μου. «Δε πιάνεις να βάλεις καμιά πινελιά λέω εγώ…»

Μάζεψα τα πινέλα και καπάκωσα τα χρώματα εκτός από το κόκκινο. «Μαύρο δεν έχεις;»

«Γιατί; Θες να πετύχεις το κόκκινο του αίματος;»

Αυτό είναι το κακό με τους αγγέλους. Διαβάζουν τη σκέψη. «Ναι.»

«Τράβα μια χαρακιά στο μπράτσο σου να δεις το αίμα και μετά φτιάξ’ το… Μαύρο όχι δεν έχω.»

Ο Χριστός κι η Παναγία…

Ο άγγελος ξεφώνισε. «Τι σου είπα!»

Σηκώθηκα όρθιος. «Μα δε μου λες, δεν έχεις ακούσει ποτέ ανθρώπους να μιλούν;»

«Ναι, βέβαια, εκατομμύρια φορές. Ε, και; Λάθος μιλούν όλοι. Λες κι Εκείνος είναι κάποιο είδος γραφείου εξυπηρέτησης…»

«Συγχώρησέ μας.»

«Αυτό κάνω.» είπε κι έφυγε ξανά.

Γύρισα στο πανί. Το κοιτούσα. Ανακάτεψα λίγο το κόκκινο. Τον άκουσα να έρχεται πάλι. Στάθηκε από πάνω μου ξανά. «Ξέρεις, έχω μια ιδέα.»

«Σε ακούω.»

«Κάνε μια ευχή. Είναι ευκολότερο. Ζωγράφισε μια ευχή ή μην την ζωγραφίσεις. Κάνε την, όμως. Μπορεί να σε οδηγήσει στην πατρίδα σου.»

Οπότε την θυμήθηκα άμεσα. Μάλλον, δεν την θυμήθηκα· την ένιωσα ν’ ανάβει. Ως παλιός φανοστάτης αερίου. Μ’ εκείνον τον απαλό, θαμπό, υπόλευκο ήχο, που μετά πασχίζει να γίνει όσο φωτεινότερος μπορεί. Γιατί συνήθως γύρω του επικρατεί ομίχλη. Υγρή συμπαγής. Και θέλησα να της πω, να την ρωτήσω «Όλον αυτόν τον καιρό που ήμουν εκεί πάνω, στο Γαλλικό το αντιτορπιλικό, που έφευγα από εσένα, κάποια από τις νύχτες σου, με σκέφτηκες; Σε κάποιο από τα ξημερώματά σου, πέρασα από το μυαλό σου; Ή έστω, σε κάποιο αφημένο βλέμμα σου εκεί στον ορίζοντα της απαστράπτουσας θάλασσάς σου, είτε σύννεφα κι ουρανούς θαυμάζοντας είτε τον πορφυρό κυματισμό κάποιου ηλιοβασιλέματος, εμφανίστηκε το πρόσωπό μου να σε κοιτά; Αυτό εύχομαι, γεμάτο μυρωδιές χαμόγελό μου, αυτό εύχομαι, να διαπέρασα το μυαλό σου έστω για ένα δευτερόλεπτο, έστω ως θαλάσσιο πλάσμα απ’ αυτά τα τόσο συνηθισμένα σου…»

Άξαφνα κοίταξα τον άγγελο που στεκόταν από πάνω μου. «Τι έγινε;»

Μου χαμογέλασε. «Τι να γίνει; Ποια είναι αυτή;»

Κάθισα οκλαδόν και τον κοίταξα από χαμηλά με τεντωμένο το λαιμό μου, γιατί ήταν που ήταν ψηλός, τώρα φαινόταν ανδριάντας. «Τι με ρωτάς; Ποια είναι; Εδώ διαβάζεις την σκέψη και με ρωτάς ποια είναι;»

«Δίκαιο αυτό που λες.»

«Οπότε;»

«Οπότε ναι· ένιωσε πολλά για ‘σένα η πατρίδα σου. Και σε θυμήθηκε πολλές φορές, μη νομίζεις, και σε σκέφτηκε συχνά.»

Κατάπια κι έβηξα γιατί το να τον κοιτώ συνεχώς έτσι με τον λαιμό τεντωμένο, και να του μιλώ κιόλας, με δυσκόλευε. «Αλλά;»

«Αλλά κάηκε η καημένη, έγινε παρανάλωμα. Δεν τα θυμάσαι; Εγώ να στα λέω; Εσείς τρέχατε μιλιούνια κι από πίσω ο αφηνιασμένος όχλος. Τούρκικος όχλος με διαταγές σφαγής ανήλεης. Φστ λέει τα χατζάρια σχραπ το πόδι πιτσιλιές το αίμα. Σπαραγμός οι γυναίκες. Ουρλιαχτά.»

«Σταμάτα.»

«Ε, μα… Εσύ μου τα έχεις πει, εσύ τα λες σε όλους, και με ρωτάς αλλά;»

Άρχισα να στεναχωριέμαι. Κατέβασα το κεφάλι. Κοιτούσα το πάτωμα. «Συγγνώμη…»

«Σε τι να σε συγχωρήσω; Δεν ξέρεις ποια είναι η πατρίδα σου; Φτωχέ μου! Παριστάνεις πως δεν θυμάσαι; Τις φωνές τα παρακάλια της αδερφής του πατέρα σου δεν τις θυμάσαι; “Μπαρολιέ, ισί! Ισί! Ισί! Μπαρολιέ! Μπαρολιέ!” Αυτή σας έσωσε αλλά δεν θυμάσαι;»

Η στεναχώρια έγινε θλίψη. Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω.

Κενό. Στη θέση του δεν ήταν κανείς. Δεν υπήρχε κανείς εκεί από πάνω μου.

Πετάχτηκα όρθιος. Στράφηκα να δω το καρφωμένο πανί. Δεν υπήρχε κανένα καρφωμένο πανί. Μόνο ήλιος που είχε φωτίσει όλο τον τοίχο.

Πήγα μέχρι την κουζίνα. Δεν υπήρχε κανένα ρούχο του. Καμία τσάντα του. Καμία μυρωδιά ταγγισμένου δέρματος από τη βροχή.

Γύρισα στο σαλόνι και αφέθηκα να πέσω στον καναπέ. Χαμογελούσα.

Άκουσα την κλήση Skype να βουίζει από το μικρό γραφείο κοντά στην μπαλκονόπορτα. Σηκώθηκα άτσαλα και βημάτισα γρήγορα ως εκεί και κάθισα στην πολυθρόνα κι απάντησα στην κλήση και την είδα να εμφανίζεται με πλατύ χαμόγελο. Πίσω της, το ολόλευκο εξαιρετικά ακατάστατο περιβάλλον του Διαστημικού Σταθμού. Με δεκάδες καλώδια και μηχανήματα ολούθε και ολόγυρα. Δύο από τους υπόλοιπους του πληρώματος πέρασαν πλέοντας και σταμάτησαν και με χαιρέτησαν.

Τους χαιρέτησα κι εγώ.

Έφυγαν.

Εκείνη μου μίλησε πρώτη. «Καλημέρα…»

«Καλημέρα πολύ…»

«Πώς πάει εκεί στην πατρίδα;»

«Εσύ πώς πας εκεί, πες μου…»

Ο χώρος πίσω της είχε αδειάσει από ανθρώπους. Έμεινε μόνο το πανταχού παρόν πλήθος των δεκάδων μηχανημάτων. Μου έκανε έναν κουρασμένο μορφασμό. «Πολύ δουλειά.»

«Κοιμάσαι καλά;»

«Ναι, ναι… Μια χαρά… Μου λείπεις.»

Έβαλα το χέρι μου στο στόμα. Χαμογελούσα όμως. Ήμουν γεμάτος ευτυχία. Δεν μίλησα.

«Δε μου είπες όμως πώς πάει εκεί στην πατρίδα.»

Έβγαλα το χέρι μου από το στόμα. «Η πατρίδα μου κάηκε σύγκορμη 200 χρόνια πριν. Η πατρίδα μου είσαι εσύ.» της είπα. Κι έπιασα την οθόνη και με τα δύο χέρια δεξιά κι αριστερά.

Άνοιξε την παλάμη της και την κόλλησε στην κάμερά της και η οθόνη μου γέμισε με το χέρι της και τα δάχτυλά της. Πίσω το πρόσωπό της. Και το χαμόγελό της.

Κι είχε διάρκεια αυτό. Ούτ’ εγώ μιλούσα ούτε εκείνη. Μόνο το βούισμα του Διαστημικού Σταθμού.

Τράβηξε το χέρι της. Αναστέναξε. «Πόση ησυχία… Μερικές φορές έχει τρομαχτική ησυχία εδώ… Εκεί; Πώς είναι εκεί;»

«Ζωγράφισα την σημαία της πατρίδας μου!»

«Ω! Ενδιαφέρον. Και πώς είναι; Γαλανόλευκη;»

«Όχι. Όχι. Ένα λευκό πανί με κοκκινόμαυρα σιρίτια αίμα, είναι.»

Χαμογέλασε πικρά. «Τον αγαπούσες πολύ τον παππού σου. Πολύ όμορφο, αυτό. Θα σταθώ στην cupola αργότερα, κι όταν περάσουμε πάνω από την Σμύρνη θα σου στείλω φωτογραφία.»

«Περπατούν άγγελοι γύρω όταν έχει τόση ησυχία σαν αυτή που έλεγες πριν. Το ξέρεις αυτό, δε το ξέρεις;»

«Μου λείπεις.»

 

 

_._

 

 

Ο τίτλος του διηγήματος όπως και η “προσευχή” του ήρωα του διηγήματος είναι ελεύθερη μετάφραση των στίχων του Chris Isaac από το τραγούδι του ίδιου Wicked Game. Το συγκεκριμένο ανάπτυγμα των στίχων, όμως, ανήκει στην cover διασκευή του ίδιου τραγουδιού από το μουσικό συγκρότημα London Grammar. Εκτός της τελευταίας φράσης που είναι η αυθεντική του αυθεντικού αναπτύγματος του Chris Isaac.

Chris Isaac, Wicked Game https://youtu.be/dlJew-Dw87I

London Grammar, Wicked Game https://youtu.be/Wo80bXyEbkE

Η χρήση του Διεθνή Διαστημικού Σταθμού και της αστροναύτη του διηγήματος, ανήκουν στην αστροναύτη της ESA Samantha Cristoforetti και την αποστολή 42 και 43 στον ISS, με την ονομασία “FUTURA”, που διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015.

Εδώ ένα αναλυτικό TEDxESA της ίδιας https://youtu.be/99i3T1Cw8z8

 

 

Γιώργος Γλυκοφρύδης

 

 

Βιογραφικό:

Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις ταινίες και στα τηλεοπτικά σίριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β΄ βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην Deutsche Film- und Fernsehakademie στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σπούδασε
φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο La Sapienza της Ρώμης, αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την πληροφορική, την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, άρχισε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως ειδικού τύπου, δημοσιεύοντας παράλληλα και διηγήματα, με σημαντικότερη τη σειρά με τον τίτλο «Utopia» στο περιοδικό Ο κόσμος του Internet (1995-1996). Η νουβέλα του «99,9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το Α΄ βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας
της Anubis το 1996. Συμμετείχε με διηγήματά του στα συλλογικά έργα Α, όπως Αμερική (Το Μαγικό Κουτί, 2007), Το βιβλίο του κακού (Το Μαγικό Κουτί, 2009) και Έρως 13 (Ψυχογιός, 2011). Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Ο επιβάτης (Νεφέλη, 2006, υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό Διαβάζω), 10 ώρες δυτικά (Ελληνικά Γράμματα, 2008) και Hotel Chelsea (Ψυχογιός, 2012). Επίσης, διηγήματα, άρθρα και νουβέλες του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Έθνος και στα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs και websites literature.gr, fractalart.gr, toparathyro.com και dimartblog.com.

Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το τρίτο αστέρι» από τις εκδόσεις Διάπλαση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top