Fractal

Διήγημα «Το Κυνήγι του Φωτός»

Γράφει ο Φώτης Νικολάου // *

 

 

«Εν αυτώ ζωή ήν και η ζωή ήν το φως των ανθρώπων˙ και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ού κατέλαβεν».

(Κατά Ιωάννην 1,5)

 

 

Όταν ήμουν παιδί, τα καλοκαίρια πηγαίναμε συχνά στο σπίτι που είχαμε στο χωριό, κοντά στο βουνό. Τα πρωινά πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα που απείχε δέκα χιλιόμετρα από το σπίτι και τ’ απογεύματα κάναμε βόλτες με τα ποδήλατα στους καταπράσινους λόφους που περιστοίχιζαν το χωριό. Τα βράδια, μου άρεσε να κοιτώ τον ουρανό με τα καταπληκτικά κιάλια που μου είχε χαρίσει ο αδερφός του πατέρα μου. Ο θείος μου ήταν ο μόνος υπαίτιος της ενασχόλησής μου με τ’ άστρα. Του οφείλω πολλά γι’ αυτό.

Εκείνα τα αξέχαστα βράδια στο χωριό, ευχαριστιόμουν να ξαπλώνω στο φουσκωτό στρώμα θαλάσσης, να παίρνω τα κιάλια μου και να παρατηρώ ό,τι κινείται στον ουρανό. Να αναζητώ στην απεραντοσύνη του, τα λαμπερά καταφύγια των θεών.

Τρελαινόμουν από ενθουσιασμό να περιγράφω στις γάτες μου και στα άλλα νυχτόβια ζωάκια τις ανεπαίσθητες κινήσεις των άστρων. Προπάντων οι γάτες μου τ’ άστρα τα περνούσαν για κατοικίες των θεών κι ήθελαν, οι ζημιάρες, με την απαράμιλλη όρασή τους, να εισβάλλουν στο χωροχρόνο σαν αλλόκοτα κατοικίδια της θεάς Ήρας. Κι ενώ η θεά προέτρεπε τις γάτες μου να το κάνουν, εγώ, με τα κιάλια μου και ιδίως με τη φαντασία μου, προσπαθούσα να διατρέξω το στιλπνό μονοπάτι του Γαλαξία.

Εκείνες τις καλοκαιρινές νυχτιές, οι γάτες μου με περιτριγύριζαν σαν άτακτα φαντάσματα και το τραγούδι του γκιόνη μού έκανε συντροφιά. Ένα συνεχές μελαγχολικό ψιθύρισμα στ’ αυτιά μου, ένας παιδικός πνιχτός λυγμός βγαλμένος από τα σπλάχνα ανεξερεύνητης περιοχής. Κάτι σαν παράπονο μέσα στην άγρια ερημιά της νύχτας. Σαν παράξενο τρίξιμο σκουριασμένης κούνιας που σε κάθε φύσημα του αέρα, αόρατες μορφές ταλαντεύονταν πέρα δώθε στο μοναχικό τους λίκνο και με παρέσερναν σε αστρικά μονοπάτια. Ξημερωνόμουν πάνω στο στρώμα θαλάσσης. Κοιτώντας από τη Γη, ψηλάφιζα τα βάθη του σύμπαντος. Εξυψωτικό πραγματικά. Τη μια στιγμή κατανοητό, την άλλη ακαταλαβίστικο.

Ένα βράδυ, είχε έρθει κοντά μου μία από τις κρυφές μορφές της νύχτας, μπορεί να ήταν κι ο γκιόνης, σκεφτόμουν, που λικνίζεται πάνω σε σκουριασμένη κούνια κάπου στο σκοτάδι. Κι όταν μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή απόρησα, γιατί τελικά άνθρωπος ήταν αυτός που μου μιλούσε – και μάλιστα πολύ γνωστός από τα μαθήματα της φυσικής στο σχολείο – κι όχι κάποιο κλαψοπούλι ή άλλο πλάσμα της νύχτας. Είχε αχτένιστα λευκά μαλλιά και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Ο διάσημος μαθηματικός που διατύπωσε τη θεωρία της σχετικότητας, με πλησίασε και μου έδειξε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά. Έκανα κι εγώ το ίδιο κι αμέσως μου είπε με ύφος αυστηρό:

«Ποιος σου είπε, νέε μου, ότι το σύμπαν είναι ακαταλαβίστικο;»

Χαμογέλασα στον Αϊνστάιν κι ο ιδιοφυής επιστήμων, με βλέμμα χαμένο στο κενό, είπε ειρωνικά:

«Μου είναι πιο εύκολο να κατανοήσω το σύμπαν παρά τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη ψυχή είναι δυσεξήγητη, όχι το σύμπαν!»

Την ίδια στιγμή ο γκιόνης τάραξε τη γαλήνη της νύχτας με το παραπονιάρικο τραγούδι του και ο Αϊνστάιν εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν τελείως «εξωγήινος» ο Αϊνστάιν, σκέφτηκα, τι διάνοια! Με τέτοιους «εξωγήινους» συνομιλούσα τις καλοκαιρινές βραδιές στο χωριό, καθώς μετρούσα τη λαμπρότητα των άστρων. Βέβαια, στην πραγματικότητα ο θείος μου ήταν αυτός που μου μιλούσε για τέτοια θέματα, αλλά εγώ, σαν παιδί που ήμουν, μου άρεσε να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες.

Μια άλλη φορά πάλι, εκτός από τον γκιόνη, ένας μπούφος ήρθε και κάθισε στον πλάτανο που υπήρχε απέναντι από το σπίτι κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Οι γάτες, ο γκιόνης κι ο μπούφος: μάτια που αντιδρούσαν αμέσως στο σκοτάδι, αυξάνοντας το μέγεθος της κόρης τους, παρακολουθώντας τους μετεωρίτες, τους δορυφόρους και τα αεροπλάνα, αλλά και οποιαδήποτε λάμψη τύχαινε να σχίσει τον ουρανό. Τα δικά μου, ανθρώπινα, παιδικά μάτια, κοιτούσαν εκστατικά τη λωρίδα φωτός του Γαλαξία.

Μερικές φορές, κάποιος συγγενής μας, που τον φιλοξενούσαμε στο σπίτι τα καλοκαίρια, όχι φυσικά ο θείος, ο οποίος είχε εμπειρία στη νυχτερινή παρατήρηση των άστρων, αλλά κάποιος ανίδεος από άστρα κι ουρανούς που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, έβγαινε ξαφνικά έξω, με πλησίαζε ανάβοντας τα φώτα και ενώ τον παρακαλούσα να τα σβήσει, προσπαθώντας να του εξηγήσω από το στρώμα θαλάσσης μου ότι μόνο με απόλυτο σκοτάδι μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τον Γαλαξία, εκείνος αρπάζοντας τα κιάλια από τα χέρια μου ρωτούσε σα χάννος:

«Ποιον Γαλαξία; Δώσε μου να δω. Πού είναι, πού να κοιτάξω Αριστοτέλη;»

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό που προσπαθούσα να του εξηγήσω ήταν ότι αν κάποιος δε βρεθεί στο απόλυτο σκοτάδι δεν μπορεί να εκτιμήσει το φως. Μόνο που αυτό το έμαθα πολύ αργότερα, όταν πια είχα μεγαλώσει.

Από την άλλη, τα νυχτόβια πουλιά και οι γάτες μου, με τα τεράστια απειλητικά τους μάτια, δε χρειάζονταν κιάλια για να τσακώσουν ποντίκια κι άλλα μικρά νυχτόβια πλάσματα.

Κι έτσι, όπως παρατηρούσα τις λάμψεις στον ουρανό, οι γάτες μου αλλά και οι κουκουβάγιες άρχιζαν το άγριο κυνήγι της νύχτας. Θηρευτές και θηράματα περιστρέφονταν μαζί με τη Γη γύρω από τον άξονά της. Στα δικά μου μάτια, η Γη έμοιαζε σαν μια γιγαντιαία ρόδα στο λούνα-παρκ του νυχτερινού ουρανού. Και τότε, έβλεπα να περνούν από μπροστά μου, αλλά και μπροστά από τα νυχτόβια ζωάκια που είχαν θέσεις επισήμων στη ρόδα, διπλοί και μεταβλητοί αστέρες, αστρικά σμήνη, νεφελώματα και μακρινοί γαλαξίες.

Κάθε καλοκαίρι τις νύχτες στριφογύριζα, όχι στο κρεβάτι μου, αλλά στο αγαπημένο μου στρώμα θαλάσσης που το έριχνα έξω στην αυλή και περιστρεφόμουν γύρω από τον άξονα της Γης. Ένιωθα ότι γύριζα έτσι χρόνια ή και αιώνες, χαμένος στο διάστημα.

Όταν ανέτελλαν οι πλανήτες και οι αστερισμοί, οι θερινοί οδοδείκτες στο στερέωμα με καθοδηγούσαν σ’ έναν κόσμο ξένο και συνάμα σαγηνευτικό, σχηματίζοντας σκαληνά, αμβλυγώνια και άλλα ουράνια τρίγωνα. Στην αυλή, αλλά και γύρω από το σπίτι, μόνο οι γάτες μου είχαν το νου τους στα ιψενικά τρίγωνα, οι ερωτιάρες, κι όχι στα τρίγωνα του ουρανού όπως εγώ, που αναζητούσα με την έντονη περιέργειά μου να βρω τον Βέγα, τον Ντενέμπ, και τον Αλτάιρ! Αυτό ήταν το όνειρο της δικής μου θερινής νυκτός, του δικού μου ουρανού: δύο αρπαχτικά πουλιά, ένας ντελικάτος κύκνος και πολλές άλλες μυθολογικές ουράνιες μορφές.

Έπλεκα στον ουράνιο θόλο το δικό μου παραμύθι και μιλούσα με τις μορφές των αστεριών. Ή μήπως μου μιλούσαν εκείνες; Ως το ξημέρωμα, κυνηγούσα το φως τους. Από παντού σαν λαμπρά πετράδια εμφανίζονταν οι ακτινοβόλες μορφές των αστερισμών του καλοκαιριού: ένα δελφίνι! μία αλεπού! ένα φίδι! ένας κύκνος! ένα όρνιο! ένας αετός! ένας σκορπιός! ένας δράκος! μα και ο Ηρακλής;

Θωρώντας τα ύψη σαν χαμένος, μια ξάστερη νυχτιά, το δελφίνι που φορούσε ένα περιδέραιο από διάφανα μικρά αστράκια τα οποία εξέπεμπαν ένα κυανοπράσινο φως και ο νους του ήταν συνεχώς στο παιχνίδι, έδωσε την εντύπωση στο μικρό Αριστοτέλη ότι του μίλησε πρώτο, στη γλώσσα των δελφινιών που μόνο αυτός καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τα δελφίνια και γιατί κάπου είχε διαβάσει ότι όποιος αγαπάει τα ζώα μπορεί να αφουγκραστεί την ίδια τη φύση.

Το Δελφίνι, φυσώντας τον αέρα της αναπνοής του ανάμεσα στα δόντια τού χαμογέλασε σαν άνθρωπος:

«Σε καλώ με το σφύριγμά μου να ταξιδέψουμε με την ταχύτητα του φωτός και να παίξουμε στον φωτογόνο αφρό του Γαλαξία».

Ο Αριστοτέλης χωρίς να χάσει χρόνο, αμέσως έπιασε την κουβέντα με το Δελφίνι:

«Αναζητώ την αλήθεια αυτού του κόσμου».

Και το Δελφίνι είπε με παιχνιδιάρικη διάθεση:

«Το φως είναι η μόνη αλήθεια. Μου αρέσει να βουτάω στο φως των αστεριών. Να καταδύομαι στα πιο λαμπερά αστέρια και να αναδύομαι μέσα από τα λιγότερο λαμπρά. Ταξιδεύοντας στα πέρατα του κόσμου και παίζοντας με τη λαμπρότητα του φωτός των αστεριών, ανακαλύπτω συνεχώς το Θεό. Έλα μαζί μου τώρα, που είσαι ακόμα παιδί και σου αρέσει να κοιτάς τ’ αστέρια γιατί άμα μεγαλώσεις…».

Το Δελφίνι τον οδήγησε σ’ ένα ουράνιο μοναστήρι, μέσα σε ένα πρασινωπό νεφέλωμα που τα κελιά του λαμπύριζαν τις νύχτες. Στα παράθυρά του υπήρχαν λυχνάρια που τρεμόφεγγαν. Του είπε να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί σ’ ένα από τα κελιά του ουράνιου μοναστηριού. Ο Αριστοτέλης αποκοιμήθηκε κι όταν ξύπνησε, είδε το Δελφινάκι να παίζει ακόμα με το φως. Από το μικρό παράθυρο του κελιού το είδε που χανόταν στα βάθη του ουρανού και έλαμπε ανάμεσα σε χιλιάδες άστρα. Τα λυχναράκια είχαν σβήσει και τη θέση τους στα παράθυρα είχαν πάρει οι φλόγες, φυτά με κατακόκκινο χρώμα.

Η ημέρα στο μοναστήρι του ουρανού δε διαρκούσε πολύ. Το φως του πιο κοντινού αστεριού ήταν πολύ ασθενικό και οι νύχτες ήταν μεγαλύτερες από τις μέρες. Γρήγορα οι φλόγες των λυχναριών αντικαθιστούσαν τα κόκκινα φυτά στα παράθυρα. Μόλις το Δελφίνι εξαφανίστηκε από την ξύλινη πύλη του ουράνιου μοναστηριού, εμφανίστηκε η Αλεπού, που στη φουντωτή ουρά της έκρυβε εκρήξεις, εκπλήξεις και πανουργίες υπερκαινοφανών. Ο Αριστοτέλης μόλις την αντίκρυσε σκέφτηκε ότι η πανουργία πότε πότε είναι πιο αποτελεσματική από τη δύναμη.

Και η Αλεπού, του μίλησε στη γλώσσα των αλεπούδων που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τις αλεπούδες:

«Σε καλωσορίζω στην ουράνια φωλιά μου, στον πλανήτη Ίππαρχο. Καλωσόρισες, μικρέ μου φίλε!»

Κι είπε στην Αλεπού το ίδιο πράγμα:

«Αναζητώ την αλήθεια αυτού του κόσμου».

Και η Αλεπού του απάντησε:

«Το φως είναι η μόνη αλήθεια. Το φως ως άυλη οντότητα, ταξιδεύει από τις εσχατιές του κόσμου και φθάνει στα μάτια μας, υπονοώντας τον πνευματικό Θεό. Ο Θεός και το φως του, μην αντιπροσωπεύοντας την ύλη, αλλά το πνεύμα, μας παρουσιάζονται, το μεν φως ως αιθέρια, ανώτερη και άσπιλη δύναμη, ο δε Θεός, αφανέρωτος κι αιώνιος, το υπέρτατο ον».

Ο Αριστοτέλης είχε την αίσθηση ότι όσο πιο πολύ ανακάλυπτε το σύμπαν τόσο περισσότερο το ερωτευόταν. Με μάτια κλειστά ή ανοιχτά, μια νύχτα κάτω από τα αστέρια ήταν η απόλυτη ένωση με τη φύση.

Η Αλεπού τον πλησίασε. Βάζοντας το μουσούδι της στ’ αυτί του τού ψιθύρισε κάπως βαθυστόχαστα:

«Άκου ένα μυστικό: το Θεό να τον ψάχνεις με την καρδιά σου, όχι με το μυαλό. Εσύ που είσαι παιδί το καταλαβαίνεις καλά αυτό».

Μόλις η Αλεπού τελείωσε τη φράση της, εμφανίστηκε το Φίδι στον ουρανό. Η αλεπού δεν έχασε την ευκαιρία και είπε χοροπηδώντας:

«Να, το Φίδι! Ας το ρωτήσουμε να μας πει τη γνώμη του για το αντίθετο του φωτός, που γνωρίζει καλύτερα από εμάς».

Κι αμέσως απευθύνθηκε στο Φίδι λέγοντας:

«Ποια είναι η άποψή σου για το σκοτάδι, Φιδάκι μου πονηρό;»

Το Φίδι ξετυλίχτηκε στον ουρανό σαν μεζούρα και της απάντησε βγάζοντας γλώσσα. Της απάντησε ειρωνικά στη γλώσσα των φιδιών που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε και τα φίδια:

«Για δες ποιος μιλάει για πονηριά! Αλεπού, σκοτάδι για μένα είναι ο μονότονος ήχος που διαρκεί στη σιωπή του μαύρου».

«Ε;» είπε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό ο Αριστοτέλης.

Κι η Αλεπού φανερά ταραγμένη του απάντησε:

«Πολύ ποιητική η απάντησή σου, Φίδι. Γι’ αυτό θα σε αφήσω στην ησυχία σου κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε …»

Τότε, το Φίδι εξαφανίστηκε σ’ εκείνη τη σκοτεινή περιοχή του ουρανού που δεν έχει αστέρια, τυλίγοντας το σώμα του γύρω από το τυλιγάδι του Οφιούχου.

Η Αλεπού με το πάλσαρ στη φουντωτή ουρά, έμεινε πάλι μόνη της με τον Αριστοτέλη. Μόλις έφυγε το Φίδι, για να τον εντυπωσιάσει τον πλησίασε και τον οδήγησε σ’ ένα αστρικό σμήνος όπου δέκα κιτρινωπά υπέρλαμπρα άστρα φώτιζαν τα σκοτεινά πέπλα αερίου και σκόνης ενός κολοσσιαίου νεφελώματος. Στη συνέχεια, τον προέτρεψε να βάλει το χέρι του στη φουντωτή ουρά της και να βρει ένα θεϊκό παιχνίδι. Ψαχουλεύοντας την ουρά της παμπόνηρης αλεπούς, ανακάλυψε έναν υπερσυμπυκνωμένο πυρήνα άστρου! Τον έπαλε στο χέρι του και τον έριξε μακριά σαν να ήταν μια απλή πέτρα. Το άστρο εξερράγη και μέσα από την εκτυφλωτική λάμψη, που θύμιζε αστραποφεγγιά, ξεπετάχθηκε ένα θαυμάσιο λευκόχρουν πτηνό: ο μοναδικός Κύκνος των βόρειων ουρανών. Ο Κύκνος που φορούσε στην κεφαλή του ένα διάδημα από λευκόχρυσο ήρθε και κάθισε κοντά του. Το πανέμορφο πουλί τον ρώτησε στη γλώσσα των κύκνων που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τους κύκνους:

«Γιατί ταξίδεψες από τον πλανήτη σου ως εδώ; Τι ψάχνεις να βρεις εδώ σ’ αυτούς τους ξένους κι επικίνδυνους τόπους, ανήσυχο γήινο πλάσμα; Η Γη είναι τόσο ωραία!»

Τα λόγια του Κύκνου φώτισαν το χαμόγελο του Αριστοτέλη που του απάντησε μάλλον κομψά:

«Κι εσύ είσαι αστέρι, Κύκνε, ξεχωριστός ανάμεσα στις άλλες μορφές του ουρανού. Ήρθα ως εδώ γιατί αναζητώ την αλήθεια αυτού του κόσμου. Ποια είναι η δική σου γνώμη;»

Και ο Κύκνος του είπε με χάρη:

«Η ομορφιά της φύσης. Αυτή είναι η αλήθεια του κόσμου. Αλλά ποτέ να μην ξεχνάς ότι η φύση δεν ανήκει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ανήκει στη φύση που τον έπλασε και πρέπει να συμπορεύεται μαζί της, σαν φίλος κι όχι σαν εχθρός, στην κατεύθυνση που ορίζει το φως αυτού του κόσμου».

Ο Αριστοτέλης άφησε τον Κύκνο να τον πάει μακριά από τον πλανήτη Ίππαρχο της Αλεπούς, έτη φωτός μακριά από την περιοχή της, σ’ έναν υπέρογκο ήλιο με λευκοπυρωμένη επιφάνεια.

Εκεί του έδειξε έναν άλλον πλανήτη που ήταν φτιαγμένος από ήλεκτρο και τα λευκάνθεμα αφθονούσαν: τον πλανήτη Λευκίππη. Άλλωστε, πού αλλού θα μπορούσε να τον είχε πάει το εντυπωσιακό λευκό πουλί;

Ο Κύκνος του μίλησε για τον πλανήτη και τον τεράστιο ήλιο που τον φώτιζε κι ύστερα χάθηκε:

«Ο ουρανός εδώ δεν είναι ποτέ σκοτεινός με αυτόν τον λευκό γίγαντα πάνω από τον ορίζοντα. Είναι συνεχώς καλοκαίρι. Εσύ τα γνωρίζεις αυτά!»

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Κύκνου, καθώς το ένα από τα δύο αρπαχτικά του ουρανού, το επιβλητικό Όρνεο, του επιτέθηκε από ψηλά γιατί ζήλευε την ομορφιά του. Ο Κύκνος, πετώντας κατά μήκος της αστραφτερής ζώνης του Γαλαξία, βρήκε εύκολα καταφύγιο κοντά στον κεχριμπαρένιο πλανήτη της Λευκίππης. Κρύφτηκε μέσα στ’ αστρικά ροδοπέταλα ενός νεφελώματος που έμοιαζε με πελώριο λευκό τριαντάφυλλο. Καθώς φώλιαζε ανάμεσά τους, προκαλούσε συγχρόνως λάμψεις κι έντονες μαρμαρυγές στην αέρια θάλασσα του νεφελώματος.

Το μαγευτικό Όρνεο που είχε γαλάζιους ήλιους για μάτια, εμφανίστηκε μπροστά στον Αριστοτέλη, βγαίνοντας μέσα από έναν κύλινδρο αερίου και σκόνης. Στην αρχή, ο Αριστοτέλης τρόμαξε, αλλά μετά κατάφερε να ψελλίσει αργά και σταθερά:

«Καλό μου Όρνιο, αναζητώ την αλήθεια αυτού του κόσμου. Θα μου πεις πού θα τη βρω;»

Και το Όρνεο του απάντησε στη γλώσσα των όρνεων, που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τα όρνεα σίγουρα:

«Τα άλλα πουλιά με φοβούνται, αλλά δεν είμαι τόσο κακός όσο φαίνομαι. Εγώ απλώς πετώ ψηλότερα γιατί μου αρέσουν τα μεγάλα ύψη. Τρώγοντας τους σάπιους ήλιους, καθαρίζω το σύμπαν από τη θανατηφόρο ενέργεια. Κι αντί να με συγχαίρουν με μισούν, τα αχάριστα! Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την αχαριστία. Μεγαλώνοντας, θα καταλάβεις καλύτερα αυτό που σου λέω».

Αυτά είπε το Όρνεο και του χάρισε μια λύρα γιατί ήταν θαρραλέο παιδί!

Ο Αριστοτέλης ενθουσιάστηκε κι άρχισε να παίζει τη λύρα. «Ίσως αυτή να ’ναι η αλήθεια του κόσμου, η μουσική», συλλογίστηκε. Κι από το παίξιμο της λύρας, ο Αετός, ανυψώθηκε ψηλότερα από τον αστερισμό του και βρέθηκε πολύ μακριά από την αστρική αετοφωλιά που είχε φτιάξει ανάμεσα σ’ ένα ασημί κι ένα χρυσό άστρο.

Αφήνοντας τις αστρικές αετοράχες του Γαλαξία, πέταξε για τη νότια πλευρά του ουρανού για να αρπάξει από τον νοτινό αστερισμό του Σκορπιού την κατακόκκινη καρδιά του και να ταΐσει μ’ αυτήν το νεοσσό του. Όμως, ο γαμψώνυχος αετός δεν κατάφερε να νικήσει τον ύπουλο και εκθαμβωτικό Σκορπιό. Η καρδιά του νυχτόβιου αρθροπόδου παρέμεινε στη θέση της και ο αετιδεύς δυστυχώς νηστικός.

Ο Αριστοτέλης πλησίασε πρώτος τον εκλαμπρότατο Αετό και με ταπεινοφροσύνη φυσικά του ζήτησε να του πει για την αλήθεια αυτού του κόσμου.

Ο Αετός, παρόλο που είχε ηττηθεί από τον δηλητηριώδη Σκορπιό, δεν είχε χάσει την περηφάνεια του. Τα εντυπωσιακά φτερά του βασιλικού πουλιού παρήγαγαν εκλάμψεις και οι εκλάμψεις των φτερών του έμοιαζαν με τα παλμικά φώτα των νυχτερινών αεροπλάνων κάθε φορά που τα άνοιγε για να πετάξει ή για να εντυπωσιάσει. Ο βασιλιάς των πουλιών και των αιθέρων του μίλησε στη γλώσσα των αετών, που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τους αετούς:

«Το φως είναι η φανέρωση της φύσης του Θεού στους ανθρώπους».

Αμέσως πήρε το λόγο ο Σκορπιός, μιλώντας στη γλώσσα των σκορπιών, που μόνο ο Αριστοτέλης καταλάβαινε γιατί αγαπούσε και τους σκορπιούς:

«Η άγνοια είναι ένας σκοτεινός λαβύρινθος, αλλά υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί στις ουράνιες πολιτείες που εκπέμπουν φως αληθινό, αρκεί να τις αναζητάς συνεχώς».

Ο Σκορπιός, χτύπησε με το κεντρί της ουράς του το αστρικό του σώμα κι όλος ο νότιος ουρανός έλαμψε. Η γαλακτώδης ζώνη του Γαλαξία πλημμύρισε από αμέτρητα φτερωτά, αστρικά σμήνη ενώ ο Σκορπιός κοιμήθηκε για πάντα στο νότο…

Ξαφνικά, μια φοβερή εισβολή φωτός είχε πλημμυρίσει το μυαλό και την ψυχή του. Ήταν σαν να είχε δοθεί απάντηση στο ερώτημά του. Η έκθεσή του στο φως των άστρων τον είχε κάνει πιο σοφό. Κι ήταν τότε, λίγο πιο πριν ή πιο μετά, που μέσα από μια μυστηριώδη λαμπρή σφαίρα, η οποία εξέπεμπε φως όσο χίλιοι ήλιοι, αναπήδησε ο πολυδάκτυλος και φτερωτός Δράκος που φεγγοβολούσε σαν τεράστια λαμπυρίδα στον νυχτερινό ουρανό, αεικίνητη και ταξιδιάρικη.

Ο Δράκος του βορρά, ήταν ο φρουρός και ο υπηρέτης του μυθικού ήρωα, του Ηρακλή! Του πολυδύναμου γιού της Αλκμήνης και του Δία – μπορεί και του Αμφιτρύωνα… Ξεπροβάλλοντας στο άπειρο ο Ηρακλής ρώτησε το Δράκο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Αριστοτέλη:

«Τι μου έφερες από το ταξίδι σου στον νότο, Δράκοντα;»

Και ήταν περίεργο γιατί ο Δράκος απάντησε στον Ηρακλή στη γλώσσα των δράκων, που ο ήρωας καταλάβαινε γιατί αγαπούσε τους δράκους όπως ακριβώς και ο Αριστοτέλης!

Ο Δράκοντας του Ηρακλή, που ο ίδιος τον είχε εξημερώσει, βγάζοντας φωτιές από τα ρουθούνια είπε:

«Άρχοντά μου, σου έφερα αυτό το αρχαίο Τσαγερό που βρήκα στον πάτο μιας ρηχής, πύρινης θάλασσας από αστέρια. Καθώς τριγυρνούσα στις εύφορες αστρικές αλάνες του νότου, με μάγεψαν τα υπέροχα νεφελώματα που υπήρχαν στην περιοχή και θέλησα να τα εξερευνήσω. Χώθηκα λοιπόν βαθιά στο πιο λαμπρό. Ξαφνικά, ένα φως από χιλιάδες ήλιους μ’ έλουσε. Ολόκληρος ο βυθός έλαμψε από αμέτρητους αστερίες σαν τους αστερίες που υπάρχουν στις θάλασσες της Γης! Μόνο που αυτοί ήταν οι σταυροί του λαμπρού νεφελώματος στο οποίο είχα εισχωρήσει και το αγκαθωτό αστρικό τους σώμα φωσφόριζε μέσα σε όλη την αστρική λιμνοθάλασσα, εκπέμποντας ένα μαγικό φως. Ανάμεσα σ’ αυτό το φως βρήκα αυτό το Τσαγερό που κάποτε μου είχες πει ότι περιέχει το απόσταγμα της λάμψης των αστεριών, το φως όλου του κόσμου που σε κάνει αθάνατο».

Ο Ηρακλής χάρηκε και ευχαρίστησε τον τυχερό Δράκο. Από τη χαρά του, σήκωσε ψηλά στα χέρια τον Αριστοτέλη σαν να ήταν ο πατέρας του. Ο Αριστοτέλης λάτρευε ιδιαιτέρως τον Έλληνα ημίθεο γιατί ήταν η προσωποποίηση της σωματικής δύναμης και δεν ξαφνιάστηκε όταν του είπε:

«Θα πρέπει να είσαι πολύ μοναχικό παιδί για να ασχολείσαι με τις μορφές των αστερισμών τις νύχτες. Αλήθεια, πες μου, ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τα ουράνια φαινόμενα;»

Αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει, ο Ηρακλής, το μαγικό Τσαγερό του νότου, ο Δράκων, ο Σκορπιός, ο Αετός, το Όρνεο, το Φίδι, η Αλεπού, το Δελφίνι, οι γάτες, οι γλαύκες, ο πλάτανος, όλα κινήθηκαν κυκλικά στον ουρανό και η γιγαντιαία ρόδα του σύμπαντος, έτσι όπως φανταζόταν τη Γη ο Αριστοτέλης, στριφογύρισε σαν τρελή γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον κόσμο! Όλες οι θαυμαστές μορφές των αστερισμών, μαζί με τον Αριστοτέλη, ζαλίστηκαν κι έπεσαν μέσα σε μια αόρατη, τεράστια μαύρη τρύπα. Έτσι, τους κατάπιε όλους το σκοτάδι.

Συνήθως κοιμόμουν στην αυλή κοιτώνας τ’ αστέρια. Οι μαύρες τρύπες ήταν οι παγίδες της νύστας που έπεφτα πάνω τους, συνήθως πριν το ξημέρωμα. Αλλά ω! κοιμόμουν τόσο ευχαριστημένος μετά, στην αυλή του σπιτιού τα καλοκαίρια! Η μητέρα μου μού φώναζε ότι θα κρυώσω κι ερχόταν και με σκέπαζε με μια κουβέρτα. Στη συνέχεια, ενώ κοιμόμουν, έβαζε τον πατέρα μου να με σηκώνει στα χέρια του και να με πηγαίνει στο κρεβάτι.

Σήμερα που ασχολούμαι με τους νόμους που διέπουν τη φύση κι έχω ειδικευτεί στη φυσική και στα μαθηματικά, αναπολώ συχνά εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια. Κι εκτός από το θείο μου που μ’ έμαθε να αγαπώ τ’ αστέρια, έχω κι άλλες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, οι οποίες φυσικά είναι κι αυτές σχετικές με τον ουρανό, πιο παλιές κι από εκείνα τα υπέροχα καλοκαιρινά βράδια. Τότε που ήμουν οκτώ χρονών και μέναμε για ένα διάστημα, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, στην οδό Πύργου Διρού, ακόμη και τότε μ’ απασχολούσαν τα θαύματα του ουρανού!

Τότε που η μαμά μ’ έστελνε, ως συνήθως, να ψωνίσω από το μπακαλικάκι της γειτονιάς. Τότε που υπήρχαν ακόμη γειτονιές στην Αθήνα, μπακάλικα, αλάνες για ξέγνοιαστο παιχνίδι και κυρίως ζεστασιά στις καρδιές των ανθρώπων. Τότε. Τότε συνέβη!

Ακριβώς πάνω από το μικρό διαμέρισμά μας συνέβη εκείνη η παράξενη συσκότιση, μέρα μεσημέρι, εκείνη η έκλειψη ηλίου, που την έλεγα έκθλιψη επίτηδες ή και θλίψη ακόμη˙ παιδί ήμουν και μ’ άρεσε να παίζω με τις λέξεις και με τους ανθρώπους. Μπέρδευα επίτηδες τις αποβολές των φωνηέντων με την παροδική απόκρυψη των ουράνιων σωμάτων. Δε θυμάμαι καλά αν ήταν μερική ή ολική, θυμάμαι όμως ότι οι εφημερίδες της εποχής, τις οποίες ξεφύλλιζε καθημερινά ο πατέρας μου στο σπίτι, έγραφαν πολλά άρθρα για την σπανιότητα και την επικινδυνότητα του φαινομένου, αλλά και για την ομορφιά που προκαλεί το σμίξιμο των δύο ουράνιων σωμάτων, του ηλίου και της σελήνης.

Μια τέτοια μέρα λοιπόν που με είχε στείλει η μαμά να ψωνίσω κάτι από το μπακάλικο, έγινα μάρτυρας αυτής της σπάνιας ένωσης. Η έκλειψη είχε προξενήσει αναστάτωση σε γείτονες και σε περαστικούς, όχι μόνο σε μένα. Ήταν μεγάλη πλανεύτρα! Είχε κάνει όλη τη γειτονιά να είναι στο πόδι!

Κι ενώ όλοι είχαν βγει στον δρόμο και κοιτούσαν το φαινόμενο με μαύρα γυαλιά και ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, με πλησίασε ένας άνδρας, από το σιδεράδικο που ήταν δίπλα στο μπακάλικο. Ο μεγαλόσωμος άνδρας φορούσε ολόσωμη φόρμα εργασίας και με τα μπράτσα που είχε, θύμιζε τον μυθολογικό Ηρακλή. Με είδε που κοιτούσα ψηλά και μου έδωσε ένα τζάμι ηλεκτροκολλητή για να δω κι εγώ την έκλειψη. Του χαμογέλασα και χωρίς να ξέρω την αιτία, σκέφτηκα ότι ο σιδεράς ήταν ο συγκολλητής του ήλιου και του φεγγαριού. Το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι ήταν ένα μυστήριο που είχα λύσει: η πρώτη μου έκλειψη!

«Θα πρέπει να είσαι πολύ μοναχικό παιδί για να ασχολείσαι με τις μορφές των αστερισμών τις νύχτες. Αλήθεια, πες μου, ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τα ουράνια φαινόμενα;» του είχε πει ο Ηρακλής λίγο πριν πέσουν μέσα στη μαύρη τρύπα…

Το σκοτάδι μπορεί να είχε νικήσει, αλλά ο Αριστοτέλης ένιωθε ότι η νίκη αυτή ήταν προσωρινή γιατί στο βάθος της ψυχής του – ίσως και στο αμέτρητο βάθος μιας μαύρης τρύπας που κανείς δε γνωρίζει – πίστευε ότι στο τέλος θριαμβεύει μόνο το φως καθότι είναι η μόνη αλήθεια αυτού του κόσμου.

Θα ήθελε πολύ επίσης ο Ηρακλής να ήταν ο συγκολλητής, αυτός που ενώνει τα μέταλλα, αλλά και τα ουράνια σώματα καμιά φορά, πάνω από τις μικρές γειτονιές των ανθρώπων…

Ο Αριστοτέλης αμέσως μετά το ερώτημα του Ηρακλή πήρε στα χέρια του τη λύρα που του είχε χαρίσει το Όρνεο. Άγγιξε απαλά μια τις χορδές της, μια το τρεμουλιαστό φως των άστρων. Ένας ονειρικός ήχος μάγεψε τις γάτες, τα νυχτόβια πουλιά, τον πλάτανο. Περιπλανήθηκε στον κόσμο περιχαρής, παίζοντας ύμνους προς τιμήν των ζώων, των δέντρων και του φωτός. Κι έτσι αποκοιμήθηκε…

Φω-Ν, Το Κυνήγι του Φωτός, Γκράφιτι, 2019

 

 

 

 

* Ο Φώτης Νικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η συγγραφή γι’ αυτόν είναι αγάπη, ένα είδος φυγής από την καθημερινότητα. Το 2019 το διήγημά του «Άντελ και Χάσαν» διακρίθηκε στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος. Έχει εκδώσει μία συλλογή με πεζογραφήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top