Fractal

«Ἡ μόνη ἀληθινή πραγματικότητα … βρίσκεται ἐκεῖ, ὅπου ὁ Θεός βλέπει τόν Ἑαυτό Του»

Γράφει η Ελένη Παπανδρέου //

 

Βάσος Η. Βογιατζόγλου «Το κρυφό μονοπάτι», εκδ. Πλέθρον, σελ. 320

 

Αν η ζωή του καθενός μας είναι ένα παραμύθι, αληθινό όσο οι αισθήσεις και ψεύτικο όσο ένα όνειρο, τότε ο Βάσος Βογιατζόγλου με το νέο του βιβλίο «Το κρυφό μονοπάτι» μας ανοίγει την πόρτα στο δικό του, το πιο ανομολόγητο παραμύθι. Ξετυλίγεται πίσω από μια θάλασσα από γεγονότα και πρόσωπα και αποτελεί τη συνέχεια από άλλα παραμύθια που υπήρξαν πριν από αυτό, ώσπου όλα μαζί να γίνουν ένα λαγούμι που χτίζει η μία γενιά πίσω από την άλλη. Με αυτή την έννοια, η δική του εξομολόγηση είναι ένας φόρος τιμής για τις γενιές που πέρασαν και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση σε εκείνες που έρχονται, πως όλες οι ιστορίες είναι φτιαγμένες από τα ίδια υλικά και επενδυμένες από τη μάταια ουσία των ονείρων. Η ζωή τρέχει, αφήνοντας πάντα μια γλυκόπικρη γεύση αλήθειας στα χείλη κι εμείς οφείλουμε να αναζητήσουμε το νόημα όλων των ιστοριών μέσα στη δική μας ιστορία.

Με τον υπότιτλο «Ημερολόγια και Νυχτολόγια ενός περαστικού» ο συγγραφέας μας προϊδεάζει πως η ιστορία του, όπως και όλες οι προσωπικές ιστορίες, είναι εφήμερη αφήνοντας μια αίσθηση πεπερασμένου. Αυτό όμως που δίνει μία άλλη ώθηση στο εγχείρημα του συγγραφέα είναι ότι το βιβλίο διαπνέεται από την ανάγκη ενατένισης της κάθε στιγμής υπό το πιεστικό πρίσμα ενός βαθύτερου νοήματος. Η ζωή του γίνεται ένας καμβάς, ένα εφαλτήριο στοχασμού και πύκνωσης νοημάτων, προκειμένου το ατομικό να γίνει συλλογικό. Για να επιτευχθεί αυτό, ο συγγραφέας ανοίγει έναν ιδιότυπο διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό ενεργοποιώντας λογοτεχνικά τρεις διαφορετικές φωνές, του παρατηρητή, του αφηγητή και του συνομιλητή Θεού.

-Στη πρώτη φωνή ο συγγραφέας αναλαμβάνει το ρόλο του παρατηρητή. Χάρη στην τριτοπρόσωπη διήγησή, ο ίδιος αποστασιοποιείται από το ρόλο του πρωταγωνιστή, χωρίς πότε να χάνει το βαθύ συναισθηματικό υπόβαθρο που χαρακτηρίζει ολόκληρο το βιβλίο. Με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία και τα πρόσωπα, κεντάει το σκηνικό της ζωής του μέσα από μία ζωντανή αφήγηση. Στοιχείο έντασης και αφηγηματικής επιδεξιότητας γίνονται τα πρόσωπα που τον πλαισίωσαν.  Μέσα από την παλλόμενη παρουσία τους αναδεικνύονται οι σχέσεις, το κοινωνικό πλαίσιο, η παράδοση, οι θεσμοί και τέλος τα ίδια τα γεγονότα. Στο σύνολο τους τα πρόσωπα γίνονται ένα ενιαίο πολύχρωμο σώμα συνθέσεων και αντιθέσεων που κυλάει παράλληλα με τη ζωή του συγγραφέα, καθρεφτίζοντας τόσο την ιστορία της χώρας όσο και την προσωπική του ιστορία. Τόπος μνήμης και σημείο αναφοράς είναι πάντα η Νέα Ιωνία. Από εδώ ξεκινάει κι εδώ επιστρέφει ο ήρωας του βιβλίου  αποζητώντας την αθωότητα των παιδικών του χρόνων. Ταυτόχρονα λειτουργικά χτίζει το ιστορικό πλαίσιο με τις ημερομηνίες και τα γεγονότα που χάραξαν τη συλλογική πορεία της χώρας.

-Στη δεύτερη φωνή ο συγγραφέας-αφηγητής απευθύνεται στον Φίλιππο, έναν φανταστικό συνομιλητή. Πρόκειται για μία προσφιλή τεχνική αφήγησης του συγγραφέα που τη συναντάμε και σε άλλα βιβλία του με στόχο τη διδασκαλία. Εδώ όμως ο συνομιλητής έχει περισσότερο το ρόλο ενός συνοδοιπόρου στην αφήγηση ή ενός εξομολόγου. Ο συγγραφέας δικαιολογημένα επιλέγει την  πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μία προσπάθεια να μας μυήσει στον δικό του μυστικό κόσμο, αποκαλύπτοντας μύχιες σκέψεις και υπαρξιακές αγωνίες. Επιστρατεύει μικρές καθημερινές εικόνες για να πει την ιστορία. ‘Ετσι π.χ. στον πόλεμο το σκηνικό του τρόμου και της απόγνωσης στήνεται από το καταφύγιο της Μαριγώς, τις σειρήνες, τους αξύριστους φαντάρους, τα αμήχανα μάτια των ανθρώπων, τους δωσίλογους και τους  μαυραγορίτες. Η γειτονία γίνεται ο μικρόκοσμος που αντανακλά όλη τη χώρα. Τέλος, συχνά σε σκηνές μεγάλης συναισθηματικής έντασης η διήγηση κλιμακώνεται με εικόνες απόκοσμης  ομορφιάς που φυγαδεύουν τον ήρωα σε μία ουράνια, υπαινικτικά αγγελική κλίμακα.

– Η τρίτη φωνή είναι η συνομιλία με το Θεό. Πρόκειται για μία υπαρξιακή ενατένιση όλης της ζωής, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκαλυφθεί η ουσία της. Ο τόνος είναι σπαραχτικός. Ποιο είναι το νόημα όλου αυτού του πόνου; Η ζωή παύει να είναι μια αφηγηματική αφορμή, αλλά μια αφορμή για βαθύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση του εαυτού ως φορέα του θείου σχεδίου. Με πάθος αναζητεί τους ρόλους, τους νόμους, τον ίδιο το νομοθέτη. Όσο μεγάλη και αν είναι η συντριβή του από την καταιγιστική πορεία της ζωής έχει πάντα τα μάτια στραμμένα στο θαύμα της Δημιουργίας, στις μυστικές συναντήσεις με ανθρώπους και τόπους, στο συγχρονισμό των γεγονότων που υποκρύπτει ένα μυστήριο. Χαρακτηριστικός εδώ είναι ο χειμαρρώδης λόγος με την απουσία προτάσεων. Οι εικόνες καλπάζουν σε έναν προσωπικό ονειρικό κόσμο, αποκαλύπτοντας τη λεπτή διάσταση των πραγμάτων που μόνο ένας ποιητής μπορεί να διακρίνει. Εδώ η παρατήρηση κορυφώνεται καθώς κάθε εικόνα είναι μια αποκάλυψη που σφυρηλατεί την ενότητα και εξυμνεί το «μικρό» στο βαθμό που συνθέτει το «μεγάλο».

Το ονειρικό στοιχείο διατρέχει το σύνολο του έργου, αποκτώντας μια διττή σημασία. Από τη μια πλευρά τα όνειρα αποτελούν την οραματική σύνδεση με το φαντασιακό κόσμο των επιθυμιών. Πρόκειται για μια απαρνημένη πραγματικότητα, την οποία ο συγγραφέας ατενίζει με νοσταλγία ομολογώντας τη ζωή που δεν έζησε. Χαρακτηριστικά αναρωτιέται «τά ὄνειρα δέν βρίσκουνε ποτέ δικαίωση; γιατί πάντα διαλέγουμε κάποια ζωή πού, μέ μιά πρώτη ματιά, μοιάζει πώς δέν μᾶς ἀνήκει;». Ταυτόχρονα όμως μας προϊδεάζει ότι όλη η ζωή είναι ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση, αποτέλεσμα της υποκειμενικής μας αντίληψης για τον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα λέει «φύλαξέ με , νά γίνω …ὄνειρο μέσα στό ὄνειρο τό μέγα, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πιά οὔτε τό πρίν οὔτε καί τό μετά, παρά τό παραμύθι μοναχά πού ἱστοροῦν τά χρόνια μου, τά πιό τρυφερά, ἀπό τό πουθενά ὥς τό τέλος τῆς ἀθωότητας». Με την τελευταία παραδοχή και ενεργοποιώντας το ρόλο του παρατηρητή,  αναρωτιέται μήπως όλα αυτά που έζησε – απαρνημένες επιθυμίες, φόβοι, λύπες, χαρές, έρωτες – δεν ήταν παρά ένα όνειρο, μια σύμβαση με το χρόνο, αναγκαία όμως για την συμμετοχή του στο ευρύτερο όνειρο της Δημιουργίας. Αναρωτιέται «ἤμουν αὐτό πού συμβαίνει ἤ μήπως Ἐκεῖνο πού παρατηροῦσε τά ὅσα συμβαίνουν;». Ο καθένας μας είναι ένα παραμύθι. Όνειρο μέσα στο όνειρο. Αυτή για το συγγραφέα είναι η πλάνη της ζωής.

Ο ήρωας θέλει αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει αλώβητος στη χώρα της μνήμης. Όσα χρόνια και αν περάσουν επιστρέφει πάντα στην οδό Αγίου Βασιλείου, στο στενό όπου πάλλεται το σύμπαν των παιδικών του χρόνων, για να συναντήσει τους ολοζώντανους νεκρούς του που κουβαλούν όπως γράφει τις «ἀσημένιες σκιές τῶν νεκρῶν ἀδελφῶν ἀπό τή Γῆ της μητέρας Μικρασίας». Εδώ οι μυρωδιές γίνονται μνήμες και οι εικόνες ταξιδεύουν από τη γη στον ουρανό και πάλι πίσω.

 

Βάσος Η. Βογιατζόγλου

 

Όλο το βιβλίο αδιαμφισβήτητα είναι μια λιτανεία από εικόνες που αποθέτουν φόρο τιμής στους διάφανους αγίους της παιδικής του ηλικίας: τη δασκάλα του την κυρία Ιφιγένεια, την Ανθούλα με τα κόκκινα μάγουλα, τον κυρ Αρίστο το Φανάρα, τον κυρ-Στέλιο τον κουρέα, τον Μπότσο με τα πρόβατα, τον μονόφθαλμο ψάλτη και φυσικά, πάνω και πέρα από όλους, τις αρχετυπικές μορφές της μητέρας και του πατέρα. Η μητέρα είναι το όνειρο,  είναι «ἡ ἔξοδος στό φῶς τῆς Ζωῆς», είναι «ὁ ζωοδότης μαστός», είναι όλες οι μητέρες της γης που με την αγάπη τους αγκαλιάζουν τη Δημιουργία. Ο  πατέρας είναι ένας «ευλογημένος ίσκιος» που αφήνει στους ώμους του μικρού Βάσου την ιερή παρακαταθήκη της παράδοσης. «Ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀλλάζουνε τόν κόσμο κι ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀλλάζουνε τόν ἑαυτό τους. Καί ὁ πατέρας ἦταν ἀπ’ αὐτούς τούς τελευταίους» λέει χαρακτηριστικά.

Οι εικόνες όλων αυτών των ανθρώπων εμπεριέχουν στα μάτια του μικρού Βάσου την παρουσία του Θεού. Είναι μορφές ιερές, φορείς μιας αθάνατης παράδοσης, μάρτυρες μιας άλλης Ελλάδας, που θα ζει αιώνια μέσα του σε ένα παράλληλο σύμπαν ομορφιάς και ποίησης, ακόμη κι όταν η μνήμη θα έχει στερέψει. Στο τέλος, όλοι θα συγχωρεθούν, ακόμα και οι θύτες, οι προδότες ή όσοι τον πλήγωσαν. Ήταν όλοι τους ρόλοι απαραίτητοι για την εξέλιξη του δράματος. Εξαγνισμένοι μοιάζουν να κρατούν το χέρι στον άφαντο χρόνο, γνέφοντας πως όλα τελικά ενυπάρχουν μέσα στο ένα. Πίσω από όλους αυτούς τους ίσκιους ο Βάσος κυνηγάει κάθε βράδυ ένα σύννεφο στους δρόμους της Νέας Ιωνίας. Τι κι αν οι δρόμοι γέμισαν με φωτεινές επιγραφές, για τον συγγραφέα εδώ ξαποσταίνουν οι γενιές των ανθρώπων, εδώ η παράδοση κοιμάται μέσα στα λιβάνια και τα παραμύθια της Ανατολής, και οι αυλές μυρίζουν αρμπαρόριζα. Ο ίδιος ομολογεί «ξέρω μιά πολιτεία πού παίζουν ἀκόμα οἱ παιδικές μου μέρες». Θέλει όλα αυτά να μας τα δώσει ο Βάσος Βογιατζόγλου. Είναι το χρέος του. Γι’ αυτό και τα βράδια επιστρέφει στους δρόμους που μεγάλωσε με την αγωνία και το βάρος της μνήμης  που χάνεται, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει ότι η αλλοτρίωση του τοπίου είναι η αλλοτρίωση της ίδιας της ζωής. Σε αυτήν λοιπόν αντιστέκεται ενώ ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει πως τελικά όλοι κουβαλάμε τα σκηνικά μας. Τα στήνουμε και τα ξεστήνουμε αποζητώντας την επιστροφή μας στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Αυτός είναι ο χαμένος παράδεισος.

Στη διαδρομή ο ήρωας μας ανακαλύπτει νέες πατρίδες, τη Σκύρο, την Πάτμο, τις Πρέσπες, όπου η κάθε μία είναι μια μυστική υπόσχεση επιστροφής.  Με εμμονή συλλέγει τις εικόνες του, τις γυαλίζει, τις ταιριάζει με ήχους και μετά τις αφήνει να ξεκουραστούν σ’ ένα ονειρικό σύμπαν πνευματικής ενατένισης. Ανακαλύπτει τους ανθρώπους από την αρχή και στα τοπία καθρεφτίζει την ύπαρξή του. Πρώτα στήνει μέσα του τα σκηνικά και μετά βγαίνει στον κόσμο για να τα συναντήσει. Η φύση είναι το ζωντανό κάδρο της ψυχής του. Πότε καθρεφτίζει τον ασφυκτικό κλοιό ενός υπαρξιακού αδιεξόδου και πότε συναντά το Θεό σε ένα σύννεφο, σε μια πεταλούδα ή στη μυρωδιά της βροχής καταλήγοντας στην ονειρική δοξολογία των μικρών πραγμάτων. Αποζητά το μικρό για να συνομιλήσει με το μεγάλο. Οι εικόνες αποκτούν πνευματική υπόσταση, καθώς οι λέξεις γίνονται δαντελωτές και οι φράσεις ουράνιες, κεντώντας με λεπτές ψιλοβελονιές την πνευματικότητα ενός κόσμου που γεννιέται την ίδια στιγμή που πεθαίνει, αφήνοντας ανοιχτά μόνο τα φώτα της ψυχής. Όλα καταλήγουν σε έναν λυρικό καταρράκτη και οι ήχοι αντηχούν τον ήχο της Δημιουργίας.

«Καί ἦταν τότε πού ἄνοιγαν, θαρρεῖς, οἱ οὐρανοί καί ἔμοιαζε σά ν’ ἁπλωνόταν ἕνα φῶς ἄγνωστο, ὑπερουράνιο καί ὅλα ξαφνικά ἀποκτούσανε τή σημασία τους μέσα σέ μιάν ἀπερίγραπτη ἑνότητα. Καί ἦταν ὅλα ἐκεῖ. Τῶν γλάρων οἱ χαιρετισμοί καί οἱ κραυγές τῶν βατράχων, δίπλα στό μύλο τοῦ Εὐσταθίου. Τά πουριά καί οἱ κροκάλες καί οἱ βράχοι καί οἱ γιαλαστβές κι ἕνα πλῆθος πολύχρωμα λαλάρια γύρω καί πέρα ἀπό τό μύλο τοῦ Φραγκούλη. Θαρρεῖς καί ὅλα φρουροῦσαν ἕναν ἄλλο κόσμο, μιάν ἄλλη αἰωνιότητα. Ἕναν ἄλλο παράδεισο.»

Η εικονοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα διαπνέεται από μία βαθιά πνευματικότητα. Με μαεστρία κλείνει τη συνεχή κίνηση των εικόνων ή την ένταση μιας σκηνής με την απουσία ήχων, υπονοώντας πως τελικά όλοι οι θόρυβοι εμπεριέχονται στη μεγάλη σιωπή της Δημιουργίας. Με αυτό τον τρόπο η σιγή σηματοδοτεί την παρουσία του θείου. Άλλες φορές πάλι οι εικόνες έχουν μια ουράνια κατάληξη. Είναι ένα άλλο μέσο φυγής. Εκεί τα απραγματοποίητα όνειρα μπορούν να διεκδικήσουν από τον αόρατο κόσμο τη θέση που τους στερήθηκε στον ορατό. Ταυτόχρονα ο ουρανός δίνει μία άλλη διάσταση στην προοπτική ένωσης του γήινου κόσμου με το θεϊκό στοιχείο. Σε έναν κόσμο παροδικά παράλογο ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει ότι ο μόνος δρόμος για να αποκτήσουν όλα νόημα, είναι να σηκώσουμε τα μάτια μας στον ουρανό, δηλαδή να κοιτάξουμε τα γεγονότα από ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας .

Απέναντι στη θλίψη, την ακοίμητη αράχνη των ημερών του, ο συγγραφέας προτάσσει τον έρωτα. Όχι τον σαρκικό έρωτα, αλλά κυρίως τον έρωτα της ψυχής. ‘Ερωτας είναι η ανάγκη για ένωση, η ανάγκη κατάργησης των ορίων. Αν και οι γυναίκες κυριάρχησαν στην ζωή του με την εξιδανικευμένη μορφή που εκείνος τους έδωσε, ήταν η δίψα για ένωση που ζέσταινε την καρδιά του. Ήθελε με όλα να ενωθεί και όλα ήταν έρωτας. Έρωτας ήταν η γνώση, έρωτας ο Θεός, έρωτας και η ομορφιά που τόσο αναζήτησε στη μουσική και τη λογοτεχνία. Λέει χαρακτηριστικά «σ’ ἕνα χρυσάφι κολυμπούσαμε πού δέν τό ἄγγιζαν τά χρόνια, ἡ φθορά καί τό ψέμμα». Όλο το σύμπαν είναι ρυθμός και αρμονία, γι’ αυτό και η αληθινή τέχνη εμπεριέχει το Θεό σε ένα συνεχές παιχνίδι ενότητας και ομορφιάς. Η μουσική καθρεφτίζει τον κόσμο αλλά και ο κόσμος εμπεριέχει τη μουσική στους ήχους του, ενώ οι λέξεις ταξιδεύουν στους αιώνες τις αλήθειες των ανθρώπων. Στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής στρέφει όλη του την ύπαρξη στην αβάσταχτη ομορφιά των απλών πραγμάτων, αποκαλύπτοντας μέσα από την λεπτή τους ενέργεια την προβολή ενός ουράνιου κόσμου.

Πάνω και πέρα από όλα αυτά, ο συγγραφέας καθώς παρακολουθεί τη ζωή να παίρνει το δρόμο της αποζητά μια άλλη, παράλληλη δράση που εκτυλίσσεται έξω από τα όρια του χώρου και πέρα από το χρόνο. Αποζητά αυτό που ξαγρυπνά  και ατάραχο μας παρατηρεί φορώντας τα ρούχα μια γιορτής, ενός έρωτα ή ενός θανάτου λίγο πριν η μνήμη γίνει λήθη. Αναρωτιέται από πού έρχονται οι χαρές και οι λύπες μας; Που κοιμούνται τα όνειρα; Και τι είναι αυτό που δεν πεθαίνει ακριβώς γιατί ποτέ δεν γεννήθηκε; Ο Βάσος Βογιατζόγλου σε όλα αυτά απαντά: Μας υπενθυμίζει πως ερχόμαστε γυμνοί στη μεγάλη σκηνή του κόσμου για να χωρέσει η γύμνια μας όλους τους ρόλους, όλα τα πρόσωπα και μας καλεί να θυμηθούμε πως άλλος τρόπος δεν υπάρχει να κερδίσουμε την αιωνιότητα από το να δούμε κατάματα τον χρόνο και μετά να τον ξεχάσουμε.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top