Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο έρωτας και η επανάσταση

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου // 

 

“Το κισσόσπιτο” μυθιστόρημα, Γιώργης Ξηρογιάννης, εκδόσεις Βακχικόν

 

Ένα μυθιστόρημα που σε προσκαλεί με τους δικούς του όρους, ορίζοντας εξ αρχής την είσοδο. Θα εισχωρήσεις μέσα του σαν σε παραμύθι, με το μυστικό πέρασμα ανοιχτό, αν είσαι ικανός να το δεις. Από τη στιγμή, όμως, που θα περάσεις το κατώφλι του Κισσόσπιτου, αρχίζει η προσωπική σου διαδρομή. Μπορεί να θέλεις να το δεις σαν μια ερωτική ιστορία – φυσικά και είναι τέτοια. Μπορείς, όμως,  να το διαβάσεις σαν μια οφειλή αληθινή (όχι μόνον κομματική και υποκριτική) που ακόμα χρωστάει η ιστορία στην εμβληματική μορφή του Νίκου Πλουμπίδη, που εδώ για τη μυθοπλασία θα αναφέρεται ως Π.Ν. Αλλά κι αν χαθείς μέσα στους στίχους που ο πεζογράφος/ποιητής Γιώργης Ξηρογιάννης ρίχνει ανάμεσα στην αφήγηση μπερδεύοντας ακόμη περισσότερο τα χρονικά διαστήματα, έτσι κι αλλιώς καταργημένα όπως μοιράζονται στο τότε και στο τώρα αλλά και στην πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη φωνή, πάλι μέσα στην ιστορία του θα είσαι.

Το Κισσόσπιτο το διαβάζεις χωρίς να νοιάζεσαι για το είδος (κι ας γράφει στο εξώφυλλο: μυθιστόρημα), αρκεί να πιαστείς από ένα κλαδί του κισσού που αγκαλιάζει ασφυκτικά τον παλαιό πύργο στη Μάνη. Το σπίτι που ένα ζευγάρι αγοράζει για να κατοικήσει αγνοώντας πως αυτό δεν είναι ακατοίκητο. Ο Ζουμπουλάκος, ο γερο-δαίμονας, που με την παρουσία του το στοιχειώνει (έχει η Μάνη τέτοιες μορφές να συντηρούν τους θρύλους της) θα τους διηγηθεί την ιστορία του. Είναι αυτός που υπηρετώντας στο σώμα της Βασιλικής Χωροφυλακής συνέλαβε τον Π.Ν. Αυτός που, όσο έμεινε φυλακισμένος ο καταδικασμένος σε θάνατο κομμουνιστής, ήταν ο δεσμοφύλακάς του αλλά και ο αποδέκτης των ποιημάτων του δένοντας με περίεργο τρόπο τη ζωή του μαζί του.

Υπάρχει, άραγε, κάποιο νήμα που να συνδέει τις δύο ιστορίες, την ερωτική του ζευγαριού και την πολιτική του Π.Ν., που μπερδεύουν τις διαδρομές τους όπως τα κλαδιά του κισσού σκαρφαλώνουν και πνίγουν το σπίτι; Ο έρωτας και η επανάσταση, οι δύο συνθήκες ζωής που υψώνουν τον ταπεινό θνητό και τον καθιστούν, έστω και για λίγο, κυρίαρχο του κόσμου. Η αυταπάτη της συγχώνευσης των δύο σε ένα, η ψευδαίσθηση της διάρκειας, η απατηλή ελπίδα της ανατροπής, η προδοσία από τους συντρόφους, η μοναξιά εν τέλει – κοινός τόπος, ίδια πορεία, ίδια κατάληξη.

Ο Ξηρογιάννης ίσως ήθελε να μιλήσει για τον Πλουμπίδη, για την ιστορία του και τη μοναχική (και στην ουσία αδικαίωτη ακόμα) πορεία του. Δεν μπόρεσε, όμως, να μη δει πίσω από την πολιτική ταυτότητα τον άνθρωπο· έτσι επινόησε την παράλληλη σύγχρονη ιστορία, την ερωτική (μα και η επανάσταση έρωτα δεν έχει μέσα της;). Τις δύο αυτές εκδοχές της ανθρώπινης  εξύψωσης τις τοποθέτησε στο φόντο του σπιτιού που το αγκαλιάζει ο κισσός. Τι θα συμβεί αν αποκοπούμε από όσα μας συγκρατούν όρθιους; Ο κισσός εδώ δεν είναι το παράσιτο που επιβιώνει σε βάρος του σπιτιού· είναι ο ίδιος ο κορμός του σπιτιού, ό,τι το κρατάει όρθιο. Όταν ο ήρωας θα πελεκήσει τον κορμό του, το σπίτι θα καταρρεύσει.

Και η ποίηση, η εμβόλιμη, που με τη μεταφορικότητά της μοιάζει να ερμηνεύει τα τεκταινόμενα; Αυτή είναι η μόνη που θα διασωθεί, όταν όλα θα έχουν διαλυθεί. Μήπως το Κισσόσπιτο είναι τελικά ένα ποίημα με ένδυμα μυθοπλασίας;

 

Γιώργης Ξηρογιάννης

 

 

Αποσπάσματα:

 

Ήταν σαν να έχει εκραγεί ένας τεράστιος βράχος, ή καλύτερα σαν να έχει ανθίσει ο βράχος, να έχει γεννήσει ένα πράσινο συμπαγές και ζωντανό πέτρινο λουλούδι σε σχήμα πύργου, ένα λουλούδι με αμέτρητα βαθυπράσινα φύλλα, μικρά και στρογγυλά και γυαλιστερά που αντανακλούσαν τον ήλιο σαν καθρέφτες που σε τύφλωναν, σε μάγευαν και θρόιζαν στην παραμικρή ανάσα του ανέμου, σου μιλούσαν, σ’ έσπρωχναν να το βάλεις στα πόδια –πόση ομορφιά μπορεί να αντέξει ένας οργανισμός– αλλά ταυτόχρονα σου έκοβαν τα γόνατα, σε μαύλιζαν, ώστε να αναγκαστείς  έστω και για λίγο να βιώσεις τον τρόμο και τον όλεθρο που μπορεί να επιφέρει η επαφή με  κάθε τι καθαρό και τέλειο σε μεγάλες ποσότητες. (σ. 100)

 

Στο δικαστήριο είπε μόνο μία φράση, όταν του ζητήθηκε να απολογηθεί. Η απολογία του ήταν μόνο μία φράση, ό,τι άλλο είπε στο δικαστήριο ήταν παρόρμηση, έμπνευση της στιγμής.

Εκτός από μια χειρονομία που έκανε στο τέλος, σε μια απονενοημένη προσπάθεια ναυαγού που, από καθήκον μάλλον παρά από ελπίδα, ρίχνει ένα μπουκάλι με το τελευταίο μήνυμα προς αυτούς που ίσως τον αναζητούν ή προς αυτούς που πολλά χρόνια μετά ίσως τον ανακαλύψουν.

«Πρόδωσα, αλλά κανέναν και τίποτα από αυτά που κατηγορούμαι. Ούτε τους συντρόφους, ούτε τους αντιπάλους. Ούτε την Πατρίδα, ούτε το Κόμμα. Και… δεν είμαι κατάσκοπος, είμαι Έλληνας. Πρόδωσα όμως τον εαυτό μου και την ουσία του ανθρώπου…» (σ.137)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top