Fractal

Για τη νουβέλα “Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή”

Γράφει ο Τάσος Γουδέλης //

 

“Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή”, του Θόδωρου Σούμα, εκδόσεις Βακχικόν

 

“Αν δεν θέλετε η μέρα τούτη να χωρίσει το παρελθόν σας από το μέλλον σας σε δύο κομμάτια χαράς και αγωνίας, μην πλησιάζετε την Κόντσα Πέρεζ. Αν ακόμη δεν δοκιμάσατε την παραφροσύνη που μπορεί να γεννηθεί και να παραμείνει στην ανθρώπινη καρδιά, μην πλησιάζετε αυτή τη γυναίκα. Αποφύγετέ την σαν το θάνατο, αφήστε με να σας σώσω από κείνη, σπλαχνισθείτε τον εαυτό σας.

 Πιερ Λουίς «Η γυναίκα και το νευρόσπαστο».

 

Αυτά ως μότο στο κείμενό μου.

 

Για το πεζογράφημα του Θόδωρου Σούμα Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή θα ήθελα ως εισαγωγή να θυμίσω ένα απόσπασμα από λανθάνον  κείμενο του αείμνηστου συγγραφέα και ψυχιάτρου Μάριου Μαρκίδη με τίτλο « ‘Η αρρώστεια του έρωτα».

«ΔΙΑΒΑΣΑ ΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΛΗΝΟΥ, του πρώτου γιατρού στον κόσμο που δεν έγινε μύθος ή θεός. Ο Γαληνός, που δεν ξέρουν αν εκείνο το CL μπροστά στο όνομά του σήμαινε Κλαύδιος ή εκλαμπρότατος (Clarissimus), κατείχε την τέχνη να παρατηρεί και την τέχνη να ρωτάει. Έψαχνε στο σώμα των αρρώστων τα πάθη της ψυχής. Μια μέρα του έφεραν να κοιτάξει μιαν αρχόντισσα, που την έλιωνε η κατάθλιψη και η αϋπνία. Και καθώς δεν κατάφερνε να βγάλει λέξη απ’ το στόμα της, ο Γαληνός πήρε παράμερα τη δουλειά. Έβγαλε έτσι το συμπέρασμα πως η αιτία της μελαγχολίας της κυράς ήταν κάποια μεγάλη θλίψη. Διάγνωση που στερεώθηκε, όταν κατέβηκε στο κεφάλι του μια σπουδαία έμπνευση – να μετρήσει σ’ εκείνη την άμοιρη γυναίκα το σφυγμό αμέσως μετά το τέλος της παράστασης του χορευτή Πυλάδη. Ο σφυγμός βρέθηκε γρήγορος κι ακανόνιστος, σαν ένα λαχάνιασμα της αρτηρίας, όπως λίγο προτού αγγίξει τα χείλη το φιλί. Και ξαναγινόταν γρήγορος, και το ίδιο ακανόνιστος, κάθε φορά που ονόμαζαν μπροστά της τον Πυλάδη. Ο Γαληνός, με την παρατηρητικότητά του και το συνδυαστικό του μυαλό, έκανε έτσι μια μεγάλη ανακάλυψη, από κείνες που συχνά δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί η ίδια η εποχή και που, για να ξανασκεφτούν εξαρχής οι άνθρωποι, πρέπει να περάσουν δύο χιλιάδες χρόνια. Το σθένος του ονόματος, τη δύναμη της γλώσσας να φυτρώνει στις απουσίες… Όταν κατεβάσεις σε μια παράξενη αρρώστια μια λίστα από ονόματα, είπε ο Γαληνός, θα δεις τον σφυγμό να παίρνει σαν τρελός τον ανήφορο. Αυτός ο τρελός σφυγμός ονομάστηκε από τότε –και για κάμποσους αιώνες μετά– pulsus amatorius. Την ίδια την αρρώστια της ερωτευμένης αρχόντισσας ο Μεσαίωνας την γνώρισε ως Amor heroicus (για κάποιους λόγους heroicus, δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω) ή ερωτομανία. Θυμίζω, όμως, την ιστορία του γέρο Γαληνού που μοιάζει να βρήκε το πασίδηλο, για έναν άλλο κυρίως λόγο: Αυτή η μελαγχολική αρρώστια του έρωτα έβαζε το ζήτημα μιας αιτίας, της ίδιας αιτίας που μια νύχτα του πάνω-κάτω π.Χ., σ’ ένα συμπόσιο του ποιητή Αγάθωνος, έθετε ως απαραίτητο όρο του έρωτα ο Σωκράτης. Η ουσία του έρωτα, είπε στους άλλους, είναι ότι μια έλλειψη φωλιάζει στα σπλάχνα του, έλλειψη που φανερώνεται στον πόθο. Γι’ αυτό ο έρωτας έχει πάντα αντικείμενο, είναι καημός και μαράζι κάποιου για κάποιον. Το ότι υπάρχει πάντοτε ο «άλλος» του ερωτισμού, ότι υπάρχει πάντοτε ένας παραλήπτης αυτού που αναγνωρίσαμε σήμερα ως «διαθεσιμότητα» της σεξουαλικότητας, είναι η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη της αρχαιότητας μετά τη γλώσσα….»

Οι καίριες κατά τη γνώμη μου απόψεις του Μάριου Μαρκίδη μπορούν να χρησιμεύσουν ως γενικό πλαίσιο για το παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίου του φίλου Θόδωρου Σούμα, ενός σκηνοθέτη, κριτικού κινηματογράφου και συγγραφέα, ο οποίος έχει ασχοληθεί εικονιστικά, θεωρητικά και λογοτεχνικά με το θέμα του εράν, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ή αν θέλετε να είμαστε πιο σύγχρονοι: με το θέμα του ερωτισμού.  Ας μην ξεχνάμε και την πιο γνωστή του ταινία το Περί έρωτος (αυτό το δίπτυχο φιλμ που συνυπέγραψαν με την Μαρία Γαβαλά, το 1982, και ο Σούμας χρεώθηκε το ένα κομμάτι).

Ο Σούμας  σε αυτό το βιβλίο του  προσεγγίζει ένα θέμα του πιο συνολικά; Εννοώ ότι τον ενδιαφέρει ο ετεροφυλοφιλικός έρωτας και ο ερωτισμός, ας πούμε σε όλες τους τις μορφές; που καλύπτει όλο το φάσμα των εκδηλώσεων του από το ιδεατό/ φαντασιωτικό/ πλατωνικό έως το απολύτως σαρκικό/ηδονιστικό.

O ερωτισμός, διδάσκει η ψυχανάλυση, είναι μια από τις ψυχικές δραστηριότητες, που ενίοτε εκβάλλει, καταφέρνει η προσπαθεί να φέρει κάποια ακραία πράγματα κοντά, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος, η ηδονή και ο θάνατος, όπως είναι η υπέρβαση προς τα πίσω ή προς τα εμπρός της κρίσιμης μοίρας που είναι η διαφορά των δύο φύλων.

Για τον έρωτα μας λέει ότι είναι μια από τις δυνάμεις μας τις ορμές ή ενορμήσεις. Με άλλα λόγια είναι μια φόρμα, μια μήτρα, ένας αλγόριθμος, ένας κώδικας, ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας/διεπαφή (interface) που μεταγράφει τη σωματική ανάγκη σε ψυχική κατάσταση και ροπή. Η δε ψυχή σκηνοθετεί τη βιολογική /σωματική ανάγκη για να την καλύψει. Το ερωτικό πάθος και η εικόνα του αντικειμένου του πόθου κατακυριεύει την ερωτευμένη ψυχή, την κατακλύζει. Ο έρωτας ως έργο ψυχής μεταφράζει τη σωματική ανάγκη σε φαντασία και λόγο, σε σκηνοθεσία, δεν τα διεκπεραιώνει απλώς όπως συνήθως συμβαίνει στα ζώα. Η ορμή αυτή στον άνθρωπο αρπάζει και συναρπάζει. Δεν υπάρχει ερωτική διέγερση που να μην έχει σωματική καταβολή και συνιστώσα, δεν υπάρχει έρωτας που να μην περιέχει σεξουαλικότητα, δηλαδή σωματική λειτουργία που προσπορίζει ηδονή.

Αυτά τα θιγόμενα επί τροχάδην γενικά στοιχεία περί έρωτος έχουν απασχολήσει τον Θόδωρο Σούμα στο παρελθόν, με πολλές από τις ιδιαίτερες πτυχές τους, που τις έχει  σκηνοθετήσει με τον τρόπο του.

Ας δούμε , λοιπόν, και σε αυτό το βιβλίο του, μια νουβέλα εν προκειμένω, πως σκηνοθετεί το ερωτικό του θέμα.

Ο τίτλος του βιβλίου εμπεριέχει τη λέξη «ημερολόγιο»: αυτό το στοιχείο μας επιτρέπει να σκεφτούμε, μαζί με άλλα, και ένα είδος απολογισμού ενός βίου, στην περίπτωσή μας ερωτικού.

Και όντως η καταγραφή που γίνεται αφορά ολόκληρο το τόξο της ζωής ενός «διαφθορέα» (παρένθεση:  με μια αντεστραμμένη θάλεγα εκδοχή της κιρκεγκαρντιανής έννοιας), πράγμα που σημαίνει ότι τον συγγραφέα εδώ ενδιαφέρει ένα ολοκληρωμένο βιογραφικό, ούτως ώστε να βγάλει συμπεράσματα από ένα σύνολο συμπεριφορών και αντιδράσεων απέναντι στο θέμα που τον ενδιαφέρει, δηλαδή το ερωτικό.

 

Αλλά ας πάμε πιο συγκεκριμένα στο επίθετο που υπάρχει στη φράση: ο Σούμας χαρακτηρίζει τον ήρωά του «αδέξιο»; Αυτό το επίθετο μας δίνει την άκρη του μίτου για να βρούμε μ ι  α  διέξοδο (δεν λέω τ η ν έξοδο, γιατί δεν υπάρχει μια και μοναδική ερμηνεία για ένα ανάγνωσμα , και όχι μόνο, βέβαια).

Επειδή αυτό το επίθετο είναι απολύτως προσδιοριστικό του χαρακτήρα του ήρωα Φάνη θα επιμείνω: κατ’ αρχάς ο Σούμας δημιουργεί έναν ήρωα αμφίθυμο ως προς τα ερωτικά ήθη της εποχής και βαθύτερα σε μια θεμελιωμένη πεποίθηση περί αυτών. Η πρώτη ανάγνωσή του από εμάς εστιάζεται στον ιδεαλιστικό, ρομαντικό του κόσμο, ο οποίος αντιτίθεται στις λιβιδικές εκδηλώσεις που τον περιτριγυρίζουν.

Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να τον προσομοιάσουμε βιαστικά με τον ιδεαλιστή, μεταφυσικό Τρεντινιάν στο Μια νύχτα με την Μοντ και στην προέκταση με τον κόσμο των στοχασμών του Ιανσενιστή  Μπλεζ Πασκάλ, που εκτιμούσε βαθύτατα ο Ρομέρ.

Δεν είναι, όμως, εξ όσων συμπεραίνω. η συγκεκριμένη μόνο οπτική του Σούμα πάνω στον ψυχισμό του δικού του ήρωα (και αυτή οπωσδήποτε υπάρχει), που τον απασχολεί. Αν κατάλαβα καλά: ο ήρωας του Φάνης συγκροτείται με πολλαπλά υλικά, που έχουν να κάνουν με ψυχαναλυτικές και ποιητικές αφετηρίες.

 

Θεόδωρος Σούμας

 

Θέλω να πω πολύ απλά και σε μια προσπάθεια να δώσω ένα πρώτο σχήμα στην χαρακτηρολογική προσέγγιση που κάνω, ότι οι αναστολές και ο σκεπτικισμός του ήρωα δημιουργούνται καθώς αυτός έρχεται σε επαφή με το υλιστικό, σεξουαλικό περιβάλλον μέσα το οποίο κινείται (με τα εμπόδια που του στήνει καθώς θέλει αυτός να προχωρήσει στις όποιες εμπειρίες), μια συνθήκη η οποία τον αναγκάζει να γνωρίσει τον βαθύτερο εαυτό του.

Δεν σταθμεύει, όμως, εδώ ο Σούμας στην φιλοτέχνηση των κινήτρων και του εσωτερικού κόσμου του Φάνη, θεωρώντας ότι η προηγούμενη εκδοχή μοιάζει κάπως μονομερής ίσως και εξαντλημένη για ό,τι τέλος πάντων θεωρούμε ως σύγχρονο ψυχισμό ενός μελετητή και συμμέτοχου ως ένα βαθμό, ας το πω έτσι, στο ερωτικό παιχνίδι.

Ο Φάνης δεν έχει μια προγραμματική άποψη για τα ερωτικά ας μοιάζει ότι ακολουθεί βαθύτερες προδιαθέσεις και καταφύσεις. Νομίζω ότι διαμορφώνει αυτό τον ψυχισμό ως άμυνα, αν θέλετε, απέναντι στις δυσκολίες να συνυπάρξει με έναν κόσμο, τον απολύτως σωματικό. Δεν είναι φύσει ιδεαλιστής αλλά γίνεται ιδεαλιστής και αποστασιακός όταν αντιμετωπίζει το εχθρικό γυναικείο περιβάλλον.

Ο Σούμας με ψυχαναλυτική… ψυχραιμία σκιαγραφεί την επικράτηση αυτής της αντίστασης, χωρίς ωστόσο να αποκλείει και μια ενδιάθετη ρομαντική, ρεμβαστική πλευρά της προσωπικότητας του Φάνη. Δηλαδή επιχειρεί η αφήγηση την περιγραφή ενός διχασμού, την σκοτεινή διασταύρωση επιθυμιών και συνείδησης, καθώς αυτές οι δύο περιοχές συναντώμενες διαμορφώνουν ένα παράδοξο ηθικό μίγμα, καθόλου καθαρό και εύληπτο.

Ο Φάνης δεν προσέρχεται αγνός στην ερωτική περιοχή, το επαναλαμβάνω, ή τουλάχιστον απολύτως διαυγής ως προς τις προθέσεις του,  τον ρομαντισμό των οποίων θα αναγκαστεί να παραδεχθεί, θύμα, αν θέλετε, της σκληρότητας του γυναικείου φύλου.

Μπορεί ο Θόδωρος Σούμας να μην παραδέχεται εξωδίκως, στις δηλώσεις του, ότι ο ήρωάς του είναι ένας voyer ή ένας flaneur στον χώρο του ερωτικού διακυβεύματος, αλλά προσωπικά έχω εισπράξει το βλέμμα και τη διαδρομή του στα ερωτικά χάριν αυτών των δύο χαρακτηριστικών.

Ναι, είναι παρατηρητής γιατί νιώθει ξένος μέσα σε έναν ενστικτώδη κόσμο τον οποίο απολαμβάνει ο φίλος του Γιώργος, ας πούμε, και οι διάφορες φίλες του με αποκορύφωμα την Ηλέκτρα, μια εμμονική του, φαντασιωτική του σχέση και εξάρτηση κατευθείαν ερχόμενη από την Γυναίκα και το νευρόσπαστο του Πιερ Λουίς,

Θα χρησιμοποιήσω φράσεις του βιβλίου για να ενισχύσω την άποψή μου περί voyer (και όχι μόνο, βέβαια): στη σελίδα 58 ο Σούμας περιγράφοντας μια πλευρά του ήρωά του σημειώνει: «Επαιζε κατά βάθος υποφέροντας, μη θέλοντας να ενηλικιωθεί, τον ρόλο του παιδιού που παρακολουθεί παθητικά, ζηλεύοντας, το ζευγάρι των γονιών, των ενηλίκων που ερωτοτροπούν κλπ»

 

Ο Φάνης αντιλαμβάνεται βαθμιαία αυτό που έχει επισημάνει εύστοχα ο Εμίλ Σιοράν για τον έρωτα, ο οποίος κατ’ αυτόν είναι μια διασταυρωμένη κατάσταση ευτυχίας και δυστυχίας. Το θέμα είναι, βέβαια, κατά πόσον ο ήρωάς μας έχει επιλέξει ξεκάθαρα τι ποθεί περισσότερο από τα δύο αυτά συστατικά. Και εδώ ο μελετητής της ερωτικής και όχι μόνο επιθυμίας Σούμας, μαζί με τον ήρωά του μας κάνει να προβληματιζόμαστε…

Ο Οκτάβιο Παζ έλεγε ότι όσον αφορά την σαρκική έκφανση του έρωτα δύο είναι οι δυνατές απαντήσεις σχετικά με αυτήν: το τρανταχτό γέλιο και η απάθεια ( η πρώτη είναι η μυθική και η δεύτερη η φιλοσοφική απάντηση).

Συμβαίνει κάτι από αυτά τα δύο στο ανά χείρας βιβλίο;  Εννοώ οι αντιδράσεις του ήρωα απέναντι στα ερωτικά/σωματικά έχουν σχέση με την αίσθηση του κωμικού ή την απάθεια; Σε ένα πρώτο επίπεδο θα έλεγα : όχι. Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως θα σχημάτιζα διαφορετική γνώμη: και αυτό γιατί ο ήρωας, αφού σύρεται εκών άκων στο ερωτικό παιχνίδι και πρέπει να αποφασίσει τελικά για τη σοβαρότητα ή όχι του έρωτα και ταυτόχρονα για τον αυτοσεβασμό του  απέναντι στις προσβολές και ταπεινώσεις που υφίσταται από το άλλο φύλο, μας προσφέρει μια διαδρομή όπου συναντάμε το ιλαροτραγικό στοιχείο (από το βάθος έρχεται η ηχώ της ντεκαντάνς κατάστασης του Καθηγητή Ούνρατ  του Μαν και του Γαλάζιου άγγελου του Στέρνμπεργκ και πολλών ακόμα κινηματογραφικών ηρώων). Εάν κρίνει μάλιστα κανείς την χυλόπιτα που τρώει ο Φάνης στο τέλος της νουβέλας από την πιο ευάλωτη. «εύκολη»  Κερασία, ο αναγνώστης, οπωσδήποτε δεν θα ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, όπως θέλει ο Παζ, αλλά οπωσδήποτε θα διασκεδάσει με μελαγχολικούς τόνους για το πάθημα του ήρωα. Όσο για τον τελευταίο και αυτός θα διασκεδάσει εξίσου μελαγχολικά με την κατάντια του.

Αλλά και γενικότερα το παιχνίδι που έχει ανοίξει με κέντρο αυτόν το ιδανικό του, η Ηλέκτρα, περιέχει, όπως υπαινίχθηκα ήδη, απολύτως έκτυπα τα χαρακτηριστικά αυτής της μελαγχολικής, με στοιχεία φαιδρότητας, εξάρτησής του από το άλλο φύλο.

 

 

Η αφήγηση ανοίγεται σε έναν διάλογο ζωής και κινηματογραφικών εικόνων, καθώς παρακολουθούμε τον ήρωα να προσφεύγει σε ψυχολογικές και ιδεολογικές αναφορές στα καθέκαστα ερωτικών ταινιών, ως συμφραζόμενο της σκέψης και των μιμητικών του αντιδράσεων. Μόνος του σκέπτεται το πώς θα αντιδρούσαν οι ήρωες των αγαπημένων του ταινιών αλλά και οδηγεί τις κοπέλες που επιθυμεί, όπως και την μυθοποιημένη Ηλέκτρα σε σκοτεινές αίθουσες  ως ψυχαναλυτική λύση, κρίνω, στα πρόβλημά του απέναντι στα ερωτικά.

Θα αποφύγω τον πειρασμό να αναφέρω ταινίες ή και λογοτεχνικά έργα που έχουν επηρεάσει τον Σούμα και τον καθοδήγησαν ως ένα βαθμό στην διαχείριση του θέματός. Ο φανατικός σινεφίλ και σκηνοθέτης συγγραφέας μας είτε κρυπτομνησιακά είτε συνειδητά αρδεύεται από εικονιστικά και γραπτά κείμενα. Και είναι απολύτως νόμιμο αυτό γιατί δεν διεκδικεί κανείς καλλιτέχνης παρθενογενετικώς την πρωτοτυπία των προτάσεών του. Όλο αυτό το φορτίο εικόνων και σκέψεων τρίτων που κουβαλά (αυτή διακειμενική, αν θέλετε, κατάσταση)  είναι φυσικό να μεταπλάθονται και να φιλτράρονται μέσα από τις δικές του ευαισθησίες. Εξάλλου αν θέλουμε να τραβήξουμε το θέμα στα άκρα του θα θυμίζαμε και μπορχεσιανές απόψεις που θεωρούν ακόμα και την μετάφραση ενός έργου πρωτότυπη δημιουργία.

 

Ο Σούμας, πάντως, φιλοτεχνεί έναν πρωτότυπο χαρακτήρα που ελίσσεται έντεχνα ανάμεσα σε συγγενικούς ήρωες της οθόνης και της λογοτεχνίας και μας προσφέρει μια ταυτότητα δική του, την οποία προσπάθησα να περιγράψω, μιλώντας για ένα κράμα αγνών προθέσεων, ανάγκης και περιέργειας γύρω από τα ερωτικά, στην περιπέτεια των οποίων εγκαταλείπεται με την ιδιοπροσωπία του: γνωρίζοντας στην πορεία ότι η κακοπάθειά του θα του χαρίσει την εσωτερική πληρότητα, από την οποία μπορεί να αντλήσει την μεγαλύτερη ηδονή, καθώς δεν είναι σε θέση να κατακτήσει τη σωματική ηδονή λόγω της «αδεξιότητός» του, την οποία αναγκάζεται σε κάποιο βαθμό να  εκτιμήσει  και να την δεχθεί ως δώρο.

 

Πιστεύω ότι ο συγγραφέας μας αποφεύγοντας μια παλιά θεολογική προσέγγιση του προβλήματος, δηλαδή μια οπτική η οποία θα αντιμετώπιζε τον ήρωά του ως άτομο που θα έπρεπε πρώτα να καταβυθιστεί στην αμαρτία για να κερδίσει την εσωτερική γαλήνη, διαχειρίζεται την ιστορία του έτσι ώστε το «αδέξιος» να μην ταυτίζεται με την έννοια του «αθώου», αλλά με αυτήν που προσπαθώ να περιγράψω: την έννοια του κατά ανάγκην ιδεαλιστή, κάτι που θεωρώ τολμηρό.

Και αυτό το επιτυγχάνει με το στοιχείο της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού που εισάγει. Ο Φάνης έχει σωματικές επιθυμίες ανικανοποίητες μέχρι  το φινάλε, από τις οποίες παίρνει τις αποστάσεις που του χρειάζονται ούτως ώστε να φτάσει στο έσχατο σημείο αυτοπαρατήρησης και ψυχαναλυτικής έκθεσης των συμπτωμάτων του: δηλαδή στο σημείο να γράψει αυτό το βιβλίο!!!

Δηλαδή να το γράψει ο Θόδωρος Σούμας για λογαριασμό και των δύο, στον βαθμό που κάθε κεντρικός ήρωας είναι και alter ego του δημιουργού του.

 

Είπα προηγουμένως ότι δεν θα μπω στο πειρασμό να αναφερθώ σε ταινίες οι οποίες έχουν λειτουργήσει ως συμφραζόμενα στην συγκεκριμένη γραφή, γιατί θα έπρεπε τότε (ας το προσθέσω αυτό γιατί το θεωρώ απαραίτητο) να προσεγγίσω κάθε περιστατικό της δράσης μέσα από την οπτική ταινιών, οι οποίες μου φαίνονται ότι συγγενεύουν με την προβληματική πλευρών της δράσης του βιβλίου.

Αν ήθελα π.χ. να χρησιμοποιήσω παραβιάζοντας τη δέσμευσή μου να μιλήσω για ταινίες- υποδείγματα , αμέσως αμέσως θα μιλούσα  για τα Εγκλήματα του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ του Μπουνιουέλ με την έννοια ότι έχω την εντύπωση ότι στην φαντασία του «αδέξιου» και «δειλού», να προσθέσω, Φάνη έχουν περάσει όλες αυτές οι ακραίες εικόνες σφαγής του άλλου φύλου, όπως συμβαίνει στον μπουνιουελικό ήρωα.

Γιατί ο τρόπος που εκθέτει και εκτίθεται ο ήρωας του Σούμα στο θέμα του ερωτισμού, προδίδει ένα βλέμμα που έχει επεξεργαστεί και μελετήσει εσωτερικά το θέμα ή αν θέλετε και αντίστροφα (γιατί  η αφήγηση μας δίνει αυτήν την άνεση): όσα εκθέτει γύρω από το σεξ το ημερολόγιο του Φάνη δείχνει μέσα από την σημειολογία του ότι προέρχονται από εξομολογήσεις πάνω στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι: ό,τι λέγεται δηλαδή είναι απωθημένες επιθυμίες οι οποίες βγαίνουν στο φως καθώς η μεταβίβαση επιτυγχάνεται…

Με ποιον τρόπο; Μα με την γραφή, τη λογοτεχνία…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top