Fractal

Η αποκατάσταση του δίκιου, μια ατελεύτητη περιπέτεια

Από την Άννα Ρω //

 

«Το δίκιο», Νίκος Αραπάκης, εκδόσεις Τόπος

 

Αναρωτιέται κανείς γιατί η περίοδος της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα είναι ένα θέμα που απασχολεί ακόμα και σήμερα μεγάλη μερίδα συγγραφέων και αναγνωστών. Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι μια εύκολη πεπατημένη. Γνωστό το θέμα, οικεία η ανάπτυξή του, εύπεπτη η ανάγνωση.

Δεν ανήκω σε αυτούς.

Πιστεύω ακράδαντα πως το μυθιστόρημα, αν αναπτυχθεί άρτια, πυροδοτεί τον δαυλό της μνήμης για να παραμένουν στο φως γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο, σε αντίθεση με την ιστορία η οποία πολλάκις χρησιμοποιείται ως θαμπό κάτοπτρο και εμποδίζει συνειδητά τη διαυγή παρουσία τους στον μέλλοντα χρόνο.

Αυτό ακριβώς ήταν και το κίνητρο που με ώθησε στην ανάγνωση του τιτλοφορούμενου μυθιστορήματος ως «Το δίκιο», του Νίκου Αραπάκη.

Ευτυχώς δεν απογοητεύτηκα.

Ο συγγραφέας σε δεκαοκτώ κεφάλαια 500ων σελίδων βιογραφεί την εποχή που εκτείνεται χρονικά από την έναρξη της γερμανικής απειλής στην Ελλάδα έως και την ανάπτυξη του εμφυλίου, ενώ στον ολιγοσέλιδο επίλογο αποδίδει με ευσπλαχνία προς τον αναγνώστη τους τίτλους τέλους, που καθαίρουν το πικρό απόσταγμα που έχει σταλάξει στη συνείδηση τους, εξαιτίας της πικρής διαπίστωσης πως το δίκιο ογδόντα χρόνια μετά την τέλεση τόσων εγκλημάτων δεν έχει κατ ουσία αποδοθεί.

Από την πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στην ατμόσφαιρα της εποχής. Οι ζωντανές εικόνες από τον σταθμό του τραίνου όπου επιβιβάζονται οι επιστρατευμένοι άντρες συνθέτουν το πρώτο πλάνο:

… Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί όλοι τριγύρω από τους δικούς τους για μια τελευταία αγκαλιά, ένα χάδι για να έχουν να θυμούνται. Λόγια λίγα, ελάχιστα, κάτι τέτοιες ώρες μιλούν τα μάτια, τα χέρια, τα χείλη. Η γλώσσα δεν είναι μαθημένη σε τόση συγκίνηση, δεν μπορεί να μεταφέρει με λόγια την τόση έξαψη, τον τόσο πόνο για τον αποχωρισμό. Το τρένο σφύριξε πάλι…

Χρειάστηκαν δυο χρήσιμα κεφάλαια προσήμανσης όσων θα επακολουθήσουν, για να μας συστήσει ο Ν.Α. τον κεντρικό του ήρωα, τον Μηνά, ένα νεαρό παιδί με κατακερματισμένη αθωότητα. Ο σκοτωμός των αδελφών του αλλά και το γενικότερο κλίμα που επικρατεί βαραίνουν στη συνείδησή του και οδηγούν τις αποφάσεις του. Όμως όσο κι αν τα νήματα που κινούνται τον ξεστρατίζουν από την πορεία προς την προσωπική του ουτοπία, εκείνος βαδίζει πάντα σε δυο δρόμους, εκείνον του χρέους και εκείνον του ονείρου του.

Κίνησαν πιασμένοι χέρι χέρι. Κουβέντα άλλη μέχρι που χώρισαν δεν αντάλλαξαν. Η γλύκα του φιλιού, η αγωνία της επανένωσης, η θλίψη του θανάτου, όλα μπλέχτηκαν μέσα τους. Δύσκολα χρόνια, χαρά και θλίψη, δάκρυ και γέλιο, αγωνία και προσμονή όλα μαζί ένα χαρμάνι αλλόκοτο. Να κλαις τη μια και να γελάς την άλλη, να θες να χαρείς και να φοβάσαι, όλο να φοβάσαι…

Ο Νίκος Αραπάκης γνέθει με μαεστρία τους ήρωές του. Χτίζει με απόλυτη φυσικότητα τη σχέση με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον τους, σκηνοθετώντας τις καθημερινές τους στιγμές ενώ κατορθώνει σε πολλά σημεία να μας καθηλώσει με τη δυναμική της δράσης και της παρουσίας τους στον μυθιστορηματικό του κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δεξιοτεχνίας είναι η ζύμωση του χαρακτήρα του Διονύση, του φθισικού αδελφού της Κρινιώς, αγαπημένης του Μηνά.

Γενικά, ο συγγραφέας επιχειρεί να ανιχνεύσει το σκιώδες μέρος της προσωπικότητας των ηρώων του και να εξορύξει το καλό και το κακό που ελλοχεύει εντός του, αποφεύγοντας, ευτυχώς, τους αφορισμούς και την ισοπέδωση της θέσης τους στη συγκεκριμένη απαίτηση της ιστορίας. Ταυτόχρονα, «ντύνει» με αρμονία την εξωτερική εμφάνιση των προσώπων, τα οποία αποτυπώνονται στη συνείδηση του αναγνώστη ως κινηματογραφικές περσόνες. Παρόμοιας επιδεξιότητας είναι και η κατασκευή του σκηνικού που υποστηρίζει την ανάδειξη της εποχής καθώς και οι εμβόλιμες μουσικές αναφορές οι οποίες πολλές φορές προσδιορίζουν τον τόπο και τον χρόνο, τον οποίο -χρόνο- ο συγγραφέας αποφεύγει να αναφέρει κατά τη μετακύλιση των κεφαλαίων. Γεγονότα και καταστάσεις, ως πλάνα με ευρύ βάθος πεδίου εναλλάσσονται με ημερολογιακή διάταξη, αναδεικνύοντας τις σκληρές συνέπειες τους, με πιο σημαντική τη φαρμακερή διχόνοια που κατέφαγε για πολλές δεκαετίες την ελληνική κοινωνία.

Από τούδε εγώ ο Γιώργος Μαυράκος, του Κωνσταντίνου και της Ελένης κάτοικος Καλαμών, δηλώ υπευθύνως ότι ουδεμίαν σχέσιν έχω πλέον με τον υιόν μου, Μηνά Μαυράκο, ο οποίος παρασυρθείς παρά του καταστροφικού για το έθνος κομμουνισμού…

Όσο αφορά τη συνεπή καταγραφή αυτή των γεγονότων οφείλω να εμπιστευτώ τον συγγραφέα ο οποίος σε όλη την εξέλιξη της αφήγησης κρατά γερά τα σκοινιά όπου οι ήρωές του ακροβατούν, προσφέροντας αρκετές φορές ως θυμίαμα για την εξιλέωσή τους κάθε ανθρώπινη πτυχή του χαρακτήρα τους. Θα μπορούσα να τον φανταστώ επίσης – ομολογώ ότι ανήκω στους αναγνώστες που αναζητούν τον συγγραφέα στο παρασκήνιο- να κρατά τα βαρίδια των ευθυνών αυτού του κακού και να τα μετατοπίζει από το ένα τάσι στο άλλο, με εμφανή αγωνία να ισορροπήσει την πολύπαθη ζυγαριά.

Κατά τα άλλα, όλα όσα αναφέρονται, αφορούν τη δεκαετία του `40 στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης: γερμανική κατοχή, σύσταση του ΕΛΑΣ, θέση των στελεχών του ΚΚΕ, ίδρυση των ταγμάτων ασφαλείας, ΟΠΛΑ, συμμετοχή των κατοίκων, χαφιεδισμός, γολγοθάς των ανταρτών, μεταπτώσεις των ανθρώπινων σχέσεων τις οποίες η κάθε αιφνίδια εξέλιξη της ιστορίας τις ανατινάζει και τις γκρεμίζει όπως γκρέμιζαν τα πέτρινα γιοφύρια οι δυναμίτες των Γερμανών.

– Τόσο καιρό εδώ πάνω κι αν είδα πεθαμένους… Δεν συνηθιέται ο θάνατος, ρε Ιεροκλή. Άτιμο πράμα. Την πατάω την πουτάνα τη σκαντάλη, δεν είναι ότι δεν την πατάω, μα να κάθε που ζυγώνω τον πεθαμένο αγριεύομαι. Κι αν είναι Γερμαναράς, πάει στον διάολο, δεν καταλαβαίνεις και τι λέει. Μα τούτοι ήτανε δικοί μας… Ρε Ιεροκλή, μην είναι που δεν είμαι κομμουνιστής; Άμα είναι να μη με νοιάζει για τους πεθαμένους να γίνω. Να μη μου φορτώνεται και ο καπετάνιος.

– … Δεν είναι θέμα ιδεολογίας, ρε Πάλα, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Πώς να σ` το πω…

Η ζωή βέβαια, ο κόσμος να χάνεται, διατηρεί τη δύναμή της και επιβάλλει στους ανθρώπους την παρουσία της. Ψηφίδα ψηφίδα, οι «δορυφόροι» των ηρώων στολίζουν τις τοιχογραφίες του μυθιστορήματος με ανεκπλήρωτους έρωτες, μεγάλες δόσεις αγάπης και τρυφερότητας, προσμονή και προσδοκίες ενώ δεν παραλείπονται κάποιες φωτεινές ακτίνες χαράς κι ελπίδας.

Αν μπορούσα να γράψω τη φωνή μου στο χαρτί, θα καταλάβαινες πόσο μου λείπεις.

(Γράφει η Κρινιώ στον αγαπημένο της Μηνά.)

Και η μυρωδιά της, μια περίεργη μυρωδιά, γλυκιά σαν γινωμένο σύκο.

(Αναφορά στην Μάγδα τον μεγάλο έρωτα του Στέλιου)

Με αυτά τα τερτίπια της ζωής και άλλες επιμέρους ιστορίες και αναφορές όπως: Μικρά Ασία, ολοκαύτωμα των Εβραίων και παλινόστηση στον τόπο τους, ολοκληρώνεται το παζλ της πλοκής η οποία είναι αλήθεια πως στάζει πικρό το αίτημα για το ΔΙΚΙΟ.

…Αν είχαν φωνή οι νεκροί, είναι σίγουρος ότι θα τους καταριούνταν όλους. Τι να την κάνει την εκδίκηση ο πεθαμένος∙ ένα καντηλάκι αναμμένο στον τάφο του είναι η ανάγκη του. Ρούφηξε μια γουλιά απ` το τσάι του βαρυγκωμώντας. Ναι, μα είναι και οι άλλοι οι πεθαμένοι άθαφτοι. Σπαρμένα τα βουνά με τα κόκαλά τους. Αν δεν μπορούν να ησυχάσουν πως να τους κατηγορήσεις. Μα τα εξηγούν όπως τους συμφέρουνε οι περισσότεροι. Δικαίωση ψάχνουν αυτοί που φύγανε∙ δικαίωση και όχι εκδίκηση∙ να μην πάει χαράμι η θυσία τους.

 

Νίκος Αραπάκης

 

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρω την ύπαρξη λυρικών λεκτικών οάσεων σε ένα μυθιστορηματικό περιβάλλον καμωμένο ρεαλιστικά και διατυπωμένο με καθαρό, ισορροπημένο λόγο που δεν πλατειάζει ούτε στα σημεία όπου η δράση αναγκαστικά ανοίγει την ψαλίδα των περιγραφικών στιγμιότυπων,

…Για τον Στέλιο το κόκκινο της φωτιάς, για τον Δαμιανό, το κίτρινο της λησμονιάς, για την Κρινιώ το γαλάζιο της θάλασσας και των ματιών της.

Κι αν ως αναγνώστη κάπως με ξένισαν κάποιες διάσπαρτες λέξεις λόγια ντυμένες, παράλληλα με γοήτευσε το ακόλουθο απόσπασμα με την επίταση του αν… της αμφιβολίας, της θλίψης, της ακύρωσης και με παρέσυρε σε ένα άλλο αγαπημένο κείμενο εκείνο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα από τη Δόνα Ροζίτα του.

…Αν δεν είχε σκοτώσει τον Δρογκάκο… Αν δεν είχε ανέβει στο βουνό… Αν δεν είχε επέμβει για να σώσει τον Διονύση… (Σκέφτεται ο Μηνάς)

Δεν μπορώ να ξέρω ποια θέση θα κατακτήσει ο Μηνάς στο θυμικό του αναγνωστικού κοινού, ούτε πως θα διαχειριστούν το παρόν βιβλίο οι ειδικοί της λογοτεχνίας, εκείνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως εμένα ως αναγνώστη με κέρδισε η λιτή και αφτιασίδωτη, σε γενικές γραμμές, αφήγηση και ως συγγραφέα με εντυπωσίασε η μελέτη του Ν.Α. για το θέμα που πραγματεύεται κάτι που στις μέρες μας δεν θεωρείται καθόλου αυτονόητο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top