Fractal

Η δαμάστρια των λάμψεων

Της Σοφίας Διονυσοπούλου //

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη: “Το δεν είμαι ακόμα”, Ποίηση, Εκδόσεις Ίκαρος 2022, σελ. 74

 

Εξόριστη τώρα η ποιητής μέσα στον τρόπο

στις αλύσους αλυχτά

ουρλιάζει, πενθεί

σάρκες γλωσσών μασάει ─ σχίζω

       κομματιάζω

       μήπως βρω

       το κάτι αυτό

 

 για να φτιάξω την ανοδική πορεία της ποιήσεως, μια

συναυλία πουλιών και σκύλων.

 

Η νέα ποιητική σύνθεση της Κλεοπάτρας Λυμπέρη «Το δεν είμαι ακόμα» είναι ένα φιλοσοφικό-ζωγραφικό τρίπτυχο που κλείνει ─ανοίγοντας δρόμο στο τοπίο της περαιτέρω ενόρασης─, με τα λόγια του Γκωγκέν: Je ferme les yeux pour voir (κλείνω τα μάτια για να δω). Αν και το πρώτο κομμάτι χαρακτηρίζεται περισσότερο από το μικροσύμπαν της λέξης, το δεύτερο από τη δημιουργία και το τρίτο από τον έρωτα, και τα τρία λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και επιπλέον συνομιλούν με άλλους συγγραφείς, ιστορικά πρόσωπα και κείμενα καθώς και με προγενέστερα της ίδιας της ποιήτριας. Έτσι, το κεντρικό θέμα της σύνθεσης μοιάζει να είναι το Εν, που εκφράζεται στο ποίημα «Ο θεός γλώσσα» και με έναν άλλο τρόπο στο ποίημα «Το δεν είμαι ακόμα», υπό τη μορφή του άρτιου: Ίσως το άρτιο είναι ο κορυδαλλός. / Ή μια κότα που γεννάει το αυγό της. / Ή το αυγό που έγινε από την κότα / και τώρα κυλάει σαν μπαλίτσα / ώς τα θεμέλια του σπιτιού. 

Τα γήινα, σωματικά υλικά της Λυμπέρη δίνουν την εντύπωση ότι γέρνουν προς τον υπαρξισμό, διαθέτουν όμως μιαν αρχέγονη, πρωτεϊκή δύναμη που συνθέτει μια προσωπική μυθολογία. Η αναζήτησή της έχει πόνο, σαρκασμό, αίμα, κατακερματισμό, δηλητήριο, συντριβή, καταβύθιση, αναγέννηση. Διαβάζουμε: Τα άδεια λόγια, ύλη βαριά, φαρμακερή / χύνονται σαν φίδια που ψάχνουν πόδι. Εδώ η ανυποταξία της λέξης γίνεται σαράκι που ταλανίζει τον ποιητή ή την ποιητή ή την Κ. ή την Κλεοπάτρα που παρίσταται αυτοπροσώπως περιπαιχτικά και απογυμνωτικά στις σελίδες.  Αλλού τα λόγια αποκτούν το διττό τους ρόλο και είτε απλώνονται σκοτεινά στη λευκότητα του χαρτιού, είτε γίνονται ύλη τετριμμένη: Τα λόγια άλλοτε μέλας οιωνός κατάλληλος για μελανοδοχεία, άλλοτε ψιχουλάκια για σπουργίτια και ανθρώπους.

Η σωματικότητα της ποίησης περνά μέσα από μιαν άλλη σωματικότητα: αυτήν του έρωτα: Ο έρως είναι το δεν είμαι, βεβαιωμένα ο έρως είναι / η επί του σώματος συντριβή. Αξίζει να σημειωθεί εδώ το σπάσιμο του στίχου. Δεν είμαι και είναι κρατιούνται στον πρώτο για να επακολουθήσει η συντριβή στον δεύτερο. Το Δεν είμαι λοιπόν είναι γνωστό. Το Δεν είμαι ακόμα και Το Εν, προς αναζήτηση.

Τόσες λάμψεις κατοικεί ο ποιητής κι όμως δεν μπορεί να τις γράψει ─λέει η Λυμπέρη αμέσως μετά το πρώτο ποίημα του δεύτερου μέρους, όπου η μούσα είναι άντρας─ δίνοντας ξανά τον τόνο και παραφράζοντας το μότο της. Η επανάληψη του λυρικού ανέφικτου αλλά και η ορυκτή και φλογοβόλα φύση του ποιήματος (το ποίημα είναι ένα γυμνό άστρο) αναμέλπουν ένα άσμα ποιητικής που έλκει τις αρμονίες του από το σύμπαν και από το σώμα. Γιατί το ποίημα είναι και σεξουαλικό: Η σεξουαλική ζωή της γραφής είναι θέμα προς επίλυση. / Η φόρμα έτσι κι αλλιώς επιδέχεται πολλές παρεμβάσεις / από τον κύριό της ─ την ιππέα με το μαστίγιο / που ενδιαφέρεται για την αληθινή ζωή του ποιήματος […] Η σάρκα πάντως μοιάζει να / εξημερώνεται / από το ποίημα, σιγά σιγά ─ όπως άλλωστε και το ελάφι. Το ποίημα θάλλει, πάλλεται, σκιρτά, πνίγεται, σφάζεται για να υπάρξει μέσα από το αίμα του και ο ποιητής είναι λάμα, σφαγέας, πουλί που βγαίνει από το ανθρώπινο σώμα του ή αυτοσχέδιος δύτης. Στο ποίημα «Κρέας» διαβάζουμε:  Ο ποιητής κάτι άλλο ζητάει∙ κάτι να βοά∙ / κάτι να ουρλιάζει μες στα βαθιά του τα νερά∙ στο αιμάτινο / σημείο της ζωής και του θανάτου. Και το ποίημα συμπληρώνεται με την εικόνα της σφαγής ενός χοίρου, σχεδόν ιερού μέσα στην κοσμοχαλασιά του ποιητή.

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

 

Στο τρίτο μέρος, τιτλοφορούμενο Remedia amoris, η Λυμπέρη συνθέτει ποιήματα αλαφροπάτητα, ιπτάμενα, περιπαιχτικά, ερωτικά, συνομιλώντας, μεταξύ άλλων με το «Άλμπατρος» και με το «Άσμα ασμάτων», μην ξεχνώντας όμως ποτέ τον βασικό πυρήνα της, τη λέξη. Έτσι, Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν / κι άλλοτε τρελός εραστής στη γη. Είναι άραγε ο παράδεισος «Το μηδέν σε φωλιά», προηγούμενο βιβλίο της ποιήτριας που κουρνιάζει στο ποίημα «Η κοινοτοπία του Παραδείσου»; Η λέξη όμως πια εδώ είναι αιχμηρή, είναι ορυκτό, επεξεργασμένο ή μη: σου έφερα σου φέρνω ένα νεκρό κοτσύφι ─ του λέει / (τη λέξη δηλαδή που / μαχαιρώνει / κατάστηθα το πρωινό ─της λέει─ / που κόβει τη γλώσσα κομματάκια ─ της λέει). Και η Λυμπέρη εδώ κατατέμνει το στίχο της. Για να κομματιάσει για άλλη μια φορά αργότερα τη σάρκα αποδίδοντας στον έρωτα τα εύσημα γιατί η ποίηση είναι έρωτας, ζωή στα ύψη μα και στα έγκατα: Ο αρχαίος ληστής, ο έρωτας, ας με κατέβει πάλι / ώς τη βαθύτερη ζωή […] (να τρέχουνε τα σάλια του, να τρέχουν τα αίματά μου). Το ερώτημα πού ζει / η αληθινή ζωή; απαντιέται ξεκάθαρα εδώ, ενώ ψήγματα απαντήσεων διατρέχουν όλο το βιβλίο.

Αξίζει τέλος να σταθούμε σε ένα άλλο σημείο που λειτουργεί σαν κλείσιμο ματιού στη θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων. Η μούσα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι αρσενική. Από την αρσενική φύση της όμως κρατιέται μόνο το άρθρο. Το ουσιαστικό δεν αναφέρεται, κυριαρχεί επί εφτά στίχους το άρθρο, ακολουθούμενο από προσδιορισμούς. Στον αντίποδα, η ποιήτρια  είναι η ποιητής. Θηλυκή με αρσενικό ουσιαστικό. Και οι δύο χαρακτηρίζονται από θηλυκά και αρσενικά στοιχεία, και οι δύο ρέουν, καίγονται και καίνε μέσα από τη μεταμόρφωση.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, πιστή στην φιλοσοφικά ποιητική πορεία της, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη με το «Το δεν είμαι ακόμα» παραδίδει το γλωσσικά, υφολογικά, δομικά και εννοιολογικά αρτιότερο κείμενό της, καταθέτοντας μια σπουδαία Ποιητική σε στίχους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top