Fractal

Τέσσερις συν ένας λόγοι για να διαβάσει κάποιος «Το χιόνι των αγράφων»

Του Γιώργου Χαρχαλάκη // *

 

 

«Το χιόνι των αγράφων», Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, εκδ. Κίχλη

 

Το ερώτημα που πρέπει να απαντάται σε μια βιβλιοκριτική είναι απλό: «Γιατί αξίζει να διαβάσει κάποιος το παρουσιαζόμενο βιβλίο»; Γιατί αξίζει να διαβάσει -στην περίπτωσή μας- ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που έχει ως θέμα στις έξι ιστορίες-αρμούς του ένα -έστω- μείζον γεγονός του εμφυλίου πολέμου: την πορεία (από την Ευρυτανία ως το Γράμμο) της ταξιαρχίας αόπλων του ΔΣΕ, τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1948;

– Γιατί να ασχοληθεί με τον δεκαεξάχρονο Κυριάκο, που εθελοντικά κατατάσσεται στο ΔΣΕ με σκοπό να «βρει το δίκιο» του βασανισμένου και δολοφονημένου από τις συμμορίες της «λευκής τρομοκρατίας» πατέρα του, για να εκτελεστεί τελικά από την αυθαίρετη Εξουσία του Αρχηγού, σαν ένοχος δήθεν κατασκοπίας («Οι ασύρματοι»);

– Γιατί να συγκινηθεί κάποιος το 2022 με την μισοσαλεμένη (με τα μέτρα της εποχής μας) ευαισθησία του δηλωσία (και άρα ξένου στο κόμμα) Χαραλάμπη, πρώην στελέχους των ανταρτών, ο οποίος αναζητά και φυλάει ευλαβικά στο μοναστήρι όπου τον έριξαν οι μισαλλόδοξες διώξεις των νικητών του εμφυλίου, τα οστά των συντρόφων του, που κατά δεκάδες χάθηκαν στις πλαγιές, τις λίμνες και τις χαράδρες της πορείας των αόπλων («Χειμερινή Ολυμπιάδα»);

Εύλογα ερωτήματα για τα οποία θα προσπαθήσω να εκφέρω γνώμη. Θα προσπαθήσω δηλαδή να εκθέσω όσο γίνεται πιο σύντομα τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να διαβάσουμε «Το Χιόνι των Αγράφων».

Πρώτος λόγος: Έχει νόημα να διαβαστεί «Το Χιόνι των Αγράφων» για τη λογοτεχνική του ποιότητα· γιατί αν δεν υπάρχει αυτή, δεν υπάρχει Τέχνη· κι αν δεν υπάρχει Τέχνη όλα τα υπόλοιπα περιττεύουν (εκτός αν είμαστε της λογοτεχνικής σχολής… του Γούσια – κακέκτυπο ακόμα και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού). Δεν είναι τυχαίο το βραβείο του περιοδικού Αναγνώστη που το «Χιόνι των Αγράφων» πήρε πρόσφατα. Έχει υψηλή πεζογραφική αξία που συνίσταται – κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον- στα εξής:

· η γλώσσα είναι φυσική, ρέουσα και ποιητική·

· υπάρχει στο μυθιστόρημα συνεχής συναισθηματική ένταση χωρίς αυτή να εκπίπτει σε μελοδραματισμό·

· οι χαρακτήρες είναι εναργείς και αυθεντικοί· πείθουν και κάνουν το δέκτη να συμπάσχει·

· υπάρχει άψογη χρήση των αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών, υποδειγματικός τρόπος διαχείρισης της χρονικής σειράς και του χρόνου εν γένει·

· οι πολλαπλές οπτικές της αφήγησης επιτρέπουν να παρατηρούμε με αυθεντικότητα κίνητρα συμπεριφορών, σκέψεις και αισθήματα·

· η σοφή διάταξη και πλοκή, η αυτονομία και ταυτόχρονα ενότητα των έξι ιστοριών υπηρετούν την ποιότητα του αισθητικού αποτελέσματος και καθηλώνουν τον αναγνώστη·

· ιδιαίτερα αξίζει να τονιστεί ο ρόλος του συνειρμού και η δύναμη του υπαινιγμού που αξιοποιούνται αποτελεσματικά από τον συγγραφέα: Χωρίς να κάνουν τον λόγο επιτηδευμένα αινιγματικό και εξεζητημένα δυσνόητο, κινητοποιούν τον δέκτη. Ταυτόχρονα συμβάλλουν στη σύνδεση του ατομικού με το συλλογικό, του πολιτικού με το υπαρξιακό αλλά και στην απόδοση όλης της εποχής μέσα από τις έξι προσωπικές ιστορίες του σπονδυλωτού μυθιστορήματος.

 

Δεύτερος λόγος: «Το Χιόνι των Αγράφων» αξίζει να διαβαστεί γιατί μάς βοηθά να διαχειριστούμε την πολύ δύσκολη ιστορική εμπειρία του Εμφυλίου.

Κάποιοι ίσως σκεφτούν: «πάλι ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο»; Το θέμα όμως δεν είναι αν γράφεται πάλι ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο· το θέμα είναι αν έχει αυτό κάτι να πει με όρους ποιότητας. Εξάλλου ο εμφύλιος – ιδωμένος υπό πρίσμα υπαρξιακό- είναι μια εμπειρία Πτώσης και Μεγαλείου, που πάντα δημιουργεί σκέψεις και έντονα συναισθήματα όχι κατ’ ανάγκην συγκρουσιακά. Έπειτα ο εμφύλιος είναι «ζωντανός» με την έννοια ότι επηρεάζει τη σημερινή ελληνική κοινωνία με άπειρους τρόπους.

«Το Χιόνι των Αγράφων» λοιπόν δεν είναι εύπεπτο και άνετο ιστορικό μυθιστόρημα απόδρασης· αντίθετα, συμβάλλει:

· να σκεφτούμε για τις αιμάσσουσες πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ της δεκαετίας ’40-’50·

· να προβληματιστούμε για τη φύση και τον ρόλο της Βίας και της Εξουσίας·

· να βγάλουμε, τελικά, ατομικά και συλλογικά συμπεράσματα, για την κοινωνία, την πολιτική αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Βέβαια το «Χιόνι των Αγράφων» είναι μυθιστόρημα, όχι ιστορία· είναι μυθοπλασία και αυτό χρειάζεται να το θυμάται κανείς πάντα όταν το διαβάζει. Όμως αυτή ακριβώς είναι και μια απόδειξη της αξίας του, ότι δρα συμπληρωματικά σε σχέση με την Ιστορία: Αν αυτή παίρνει απόσταση από το άτομο για να είναι επιστήμη, η λογοτεχνία -και εδώ «Το Χιόνι των Αγράφων»- έρχεται κοντά στην ατομική περίπτωση αναδεικνύει προσωπικά συναισθήματα, κίνητρα και πάθη (κάτι που η ιστορία δεν μπορεί να κάνει). Μάς επιτρέπει έτσι να σκεφτούμε, να κατανοήσουμε, να μπούμε στη θέση των ξεχωριστών ανθρώπων.

Όπως στην περίπτωση του Γιώργου Γεωργιάδη, του ταξίαρχου του ΔΣΕ που έγινε το εξιλαστήριο θύμα της αποτυχίας κατάληψης της Έδεσσας. Είναι αντικειμενικά πολύ ψυχρή αυτή η ιστορική αναφορά. Έρχεται όμως το «Χιόνι των Αγράφων» και αποδίδει με εκπληκτική ενάργεια όλη την υπαρξιακή αγωνία του αντάρτη πολεμιστή, που μετά από επτά σχεδόν χρόνια αγώνων αντιμετωπίζει μέσα στο κελί μοναχικά την εκτέλεση από τους συντρόφους του και μάχεται ως το τέλος για την αξιοπρέπειά του («Πιο θάνατος»).

 

Το «Χιόνι των Αγράφων» αξίζει να διαβαστεί και για ένα τρίτο λόγο: Η λογοτεχνική αφήγηση δεν είναι ιστορικά ουδέτερη· δεν βγάζει μέσο όρο με εκπτώσεις ευθυνών· δεν χαρίζεται και δεν αποσιωπά, ούτε κινείται στη λογική του ιστορικού αναθεωρητισμού. Αντίθετα, σέβεται ή, καλύτερα, προσπαθεί να ανιχνεύσει, να πλησιάσει την ιστορική αλήθεια:

· η διάβρωση του ΚΚΕ από το Μανιαδάκη και οι δηλώσεις μετανοίας ως μέθοδος καταστολής και ως εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης·

· η συνεργασία με τους κατακτητές, ο δωσιλογισμός και τα ολοκαυτώματα της Κατοχής·

· η «λευκή τρομοκρατία» του 1945-46, το κράτος των δωσίλογων, οι διώξεις και τα βασανιστήρια από χίτες και παρακρατικούς, οι εμπρησμοί, η εθνικοφροσύνη, ο διχασμός των οικογενειών·

· η απάνθρωπη σκληρότητα του εμφυλίου· οι απίστευτες συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες πολεμούσαν οι αντάρτες – συνθήκες που κυριολεκτικά δεν μπορούμε χωρίς τη βοήθεια του μυθιστορήματος καν να φανταστούμε παρά μόνο με ώρες διαβάσματος απομνημονευμάτων και ιστορικών έργων·

· η εκκένωση χωριών για να μη βρίσκει στρατολογία και βοήθεια ο Δημοκρατικός Στρατός·

· το μετεμφυλιακό κράτος των παρακολουθήσεων, της επιτήρησης, της ψυχολογικής και ηθικής εκμηδένισης, του αποκλεισμού των ηττημένων του εμφυλίου·

· η ανάπηρη δημοκρατία από το ’49 ως το ’67 με την εκτέλεση του Μπελογιάννη ή τη δολοφονία του Λαμπράκη·

· η Χούντα που έδωσε πάλι ζωή στα εμφυλιακά συμπλέγματα των νικητών·

· ο ρόλος της Εκκλησίας στα μετεμφυλιακά χρόνια·

· οι επιβιώσεις αστυνομικής επιτήρησης ως τη δεκαετία του ’80.

Όλα αυτά τα γεγονότα παρουσιάζονται σαν σε ταινία στο βιβλίο, συνθέτουν και καθορίζουν τη ζωή των ηρώων.

«Το χιόνι των Αγράφων» αναδεικνύει ταυτόχρονα και άλλα πολύ σοβαρά ζητήματα:

· Και πρώτα πρώτα τη θέση των γυναικών, τη βία των αντρών και τη αιμομιξία, σε μια συγκλονιστική, χωρίς ωραιοποιήσεις παθολογία της πατριαρχικής ελληνικής υπαίθρου της δεκαετίας του ’40: Η Σωτηρία εντάσσεται στην ταξιαρχία των αόπλων για να γλυτώσει από τον βιαστή πατέρα της και τη σιωπή- συγκάλυψη της καταπιεσμένης μάνας της με την ελπίδα της Ελεύθερης Ελλάδας και στήριγμα τον Σωτήρη, τον δίδυμο αδελφό της («Μοναχά Σωτήρης»).

Στο χιόνι των Αγράφων παρακολουθούμε επίσης:

· τον έρωτα ως θεμελιώδες υπαρξιακά και ζωοποιό ανθρώπινο συναίσθημα στη μέχρι θανάτου αγάπη του Αποστόλη για τη Θεανούλα («Εκκαθαρίσεις») ·

· την ανάδειξη της ελληνικής φύσης και των δραστηριοτήτων των αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων χωρίς φολκλορισμό ή επιτήδευση αλλά με γνώση (και σίγουρα με ευρεία έρευνα από το συγγραφέα)·

· την ιδιαίτερη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα: παράδειγμα, Ο Αβράμης και η στάση του απέναντι στην Κικίτσα, τη γαϊδουρίτσα του και τα άλλα ζώα («Ολοκαυτώματα»).

· την προσφυγιά του 1922 αλλά και την μεταπολεμική μετανάστευση.

Όμως «Το χιόνι των Αγράφων» κυρίως επικεντρώνει με έντονο τρόπο σε εγκλήματα – οι λέξεις πρέπει να ανταποκρίνονται στις πράξεις – από κάποια στελέχη του ΔΣΕ, που αποτελούν στίγμα στην ιστορία του. Επίσης αναδεικνύει προβληματικές πρακτικές και ενδογενείς παθογένειες μιας εξουσιαστικής δομής, έστω κι αν όλα έλαβαν χώρα σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου.

Έτσι επικεντρώνει:

· στη λεγόμενη υπόθεση των ασυρμάτων (περιπτώσεις βασανιστηρίων και εκτελέσεων στο ΔΣΕ της Ρούμελης λόγω υποτιθέμενης κατασκοπίας).

· στην εκτέλεση του Γεωργιάδη.

· στη βίαιη αντιμετώπιση της πολιτικής διαφοράς και την εργαλειοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης.

· στην καχυποψία, τη δυσανεξία και το συντηρητισμό απέναντι στη σεξουαλική διαφορετικότητα.

· στην περιθωριοποίηση όσων υπέγραφαν δήλωση.

· κυρίως αναδεικνύεται η ακραία συμπεριφορά του Γούσια, μέλους της ηγεσίας του ΔΣΕ, διοικητή Ρούμελης μέχρι το Φλεβάρη του 1948 και επικεφαλής της πορείας της ταξιαρχίας αόπλων από τη Ρούμελη ως την Ελεύθερη Ελλάδα: ακραίος αυταρχισμός, κατάχρηση εξουσίας, ατομισμός, αχαριστία, ιδιαίτερη μεταχείριση στο φαγητό και τις συνθήκες ζωής, έλλειψη στρατιωτικών ικανοτήτων, δειλία, σεξουαλική εργαλειοποίηση γυναικών του ΔΣΕ συνθέτουν τη συμπεριφορά του.

Είναι ανάγκη βέβαια να αποφύγουμε ως αναγνώστες το σφάλμα του ιστορικού αναχρονισμού και τις πρόχειρες κρίσεις για πρόσωπα (εύκολο είναι να καταδικάζουμε ύστερα από τόσα χρόνια και από την ασφάλεια του γραφείου μας). Όλα αυτά όμως που εμφανίζονται με μυθοπλαστικό τρόπο στο «Χιόνι των Αγράφων» προσεγγίζουν την αλήθεια.

Είναι γεγονός: πονάει πολύ να είναι η ζωή των ανταρτών μάχη, πορεία, ψείρα, πείνα, «λούφα», αγωνία θανάτου, θάνατος αλλά και θέληση, απόφαση και την ίδια στιγμή κάποιος αρχηγός (όχι όλοι – και η ιστορία έχει καταγράψει, στον αντίποδα του Γούσια, τον Διαμαντή ως καπετάνιο και ως άνθρωπο) να τρώει λαγό στιφάδο, να κοιμάται με αντάρτισσες, να εμφανίζεται αυταρχικός, άφιλος, ανάξιος και δειλός. Ιδιαίτερα πονάει όσους πίστεψαν και πιστεύουν στο ανθρωπιστικό απελευθερωτικό όραμα.

Ας μού επιτραπεί εδώ μια προσωπική σκέψη: το θέμα δεν είναι ο Γούσιας· το θέμα είναι να στοχαστούμε πάνω στις δομές που γεννούν τέτοιες συμπεριφορές· να πάμε ακόμα παραπέρα: να στοχαστούμε σχετικά με τον παραλογισμό του πολέμου (για να θυμηθούμε το Θουκυδίδη) και με την αντιφατικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν είναι φύσει ούτε καλός ούτε κακός· είναι φύσει αντιφατικός· κατόπιν οι πραγματικότητες της ζωής αναδεικνύουν αυτή ή την άλλη πλευρά του.

Και κάτι ακόμα: από τη στιγμή που «Το χιόνι των Αγράφων» αναφέρεται μυθοπλαστικά σε βίαιες πράξεις στελεχών των ανταρτών και πρακτικές αντιανθρώπινες το ενδιαφέρον επικεντρώνεται, αναπόφευκτα σχεδόν, σε αυτές. Κανείς όμως δε μπορεί να επιχαίρει ή -αντίθετα- να παραπονείται ότι δήθεν αυτό αποτελεί αντιαριστερή και αντικομμουνιστική τοποθέτηση. Πρώτο γιατί δίνονται στη διάσταση που έγιναν και δεύτερο γιατί αναδεικνύονται οι εφιαλτικές ευθύνες των κυβερνώντων τη δεκαετία ’40-’50.

Εξάλλου πώς πρέπει να χαρακτηριστεί κάποιος που τα ξέρει όλα αυτά και τα αποσιωπά; Και τι προσέφεραν στην υπόθεση της ανθρώπινης απελευθέρωσης αυτοί που τα έκαναν και αυτοί που τα αποσιώπησαν; Μήπως το ΚΚΕ δεν αποκατέστησε πλήρως τη μνήμη του Γεωργιάδη χαρακτηρίζοντάς τον «τίμιο και άξιο μέλος του»;

Συμπέρασμα: «Το Χιόνι των Αγράφων» προσπαθεί να προσεγγίσει την αλήθεια χωρίς να χαρίζεται. Επιτρέπει έτσι τη σκέψη ότι η κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση ή είναι πρωτίστως ανθρωπιά ή αλλιώς δεν υφίσταται.

 

Τέταρτος λόγος που το μυθιστόρημα αξίζει να διαβαστεί είναι ότι αποτελεί απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης:

· αποκαθιστά – θυμίζοντας τον καβαφικό Καισαρίωνα- την ιστορική αδικία σε βάρος των μικρών, των αφανών· τους δίνει το λόγο·

· δεν επιτρέπει στην ιστορία να γίνει οι μυλόπετρες που αλέθουν χωρίς έλεος και χωρίς αντίδραση τους ταπεινούς αυτού του κόσμου.

· μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στη σχέση της ατομικής ύπαρξης με τα κοινωνικά συστήματα και δομές.

· βάζοντας το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, δίνει στο απελευθερωτικό όραμα τη δυνατότητα να αναγεννηθεί μέσα από την κριτική θεώρηση του εαυτού του.

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 

 

Μετά από όλα αυτά μπορεί να αναδειχθεί ο πέμπτος και ίσως ο σπουδαιότερος λόγος που αξίζει να διαβαστεί «Το Χιόνι των Αγράφων»:

· Πάει κάτω από την επιφάνεια των ιστορικών γεγονότων και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κινήτρων που δεν είναι αμιγώς πολιτικά αλλά συνδέονται και με την κοινωνική πραγματικότητα, την ατομική και συλλογική ψυχολογία, το τυχαίο, το ένστικτο, το όνειρο.

· Τελικά αξίζει να διαβαστεί γιατί αναδεικνύει την Ανθρωπιά και τον Άνθρωπο, την τραγικότητα αλλά και το μεγαλείο του· είναι συγκλονιστικό μέσα σε μια εποχή πολεμικού παραλογισμού όπως ο εμφύλιος να βλέπεις το μεγαλείο του ανθρώπου. Αυτό αναδεικνύει την πραγματική ελπίδα για το είδος μας.

· Μέσα στις σελίδες του συνυπάρχουν και συγκρούονται:

– το μίσος και η αγάπη,

– η απογοήτευση και η ελπίδα,

– η παραίτηση αλλά και ο αγώνας,

– η βία και η ανθρωπιά,

– ο θάνατος αλλά και η ζωή.

Ο άνθρωπος προσπαθεί (οι αντάρτες δεν παραιτούνται από το στόχο τους να φτάσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα),

– ο άνθρωπος αδικεί αλλά και πολεμά την αδικία,

– υποτάσσεται στα ένστικτα αλλά και τα νικά,

– είναι μόνος αλλά είναι και μαζί με άλλους,

– οι άλλοι αποτελούν την κόλασή του αλλά και οι άλλοι αποτελούν τον παράδεισό του.

Όσο υπάρχει ως σκέλος αυτής της διαλεκτικής η Ανθρωπιά μπορούμε να ελπίζουμε. Επειδή έτσι ακριβώς είναι η ζωή πάντα, «Το χιόνι των Αγράφων» μάς αφορά και αξίζει να το διαβάσουμε.

 

 

 

* Ο Γιώργος Χαρχαλάκης είναι φιλολόγος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top