Fractal

Το αίμα νερό… γίνεται!

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Χάρης Βλαβιανός «Το αίμα νερό», εκδ. Πατάκη, σελ. 74

 

Το Αίμα νερό είναι ένα ευσύνοπτο και αποσπασματικό βιβλίο που αποδεικνύει πως καθώς το έργο ενός συγγραφέα εξελίσσεται σε μια αυτοπροσωπογραφία, δηλαδή ένα έργο πιο προσωπικό, εξομολογητικό είναι λειτουργικό να κομματιάζεται σε θραύσματα. Με αυτό το βιβλίο συνομιλεί γόνιμα λοιπόν και με τα Σονέτα της Συμφοράς, αλλά και με προηγούμενα του βιβλία. Kυρίως στην πρώτη ενότητα του «Adieu» (1996). «Λεύκωμα» (Χρονικά αγάπης και απωλείας), αναφέρεται στις δύσκολες οικογενειακές του σχέσεις, όπως έχουμε ήδη επισημάνει στα πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνο το «συγγένεια σημαίνει θάνατος» (Pentimemto, σελ.23). Ο αναγνώστης που παρακολουθεί το έργο του γνωρίζει ήδη τον σκληρό και εγωιστή πατέρα, καθώς επίσης και την ανεύθυνη και εγωπαθή μητέρα, που παρουσιάζονται να αναιρούν εύκολα ή να αλλοιώνουν το γονεϊκό ρόλο και πρότυπο. Ο Βλαβιανός, μέσα στο μυαλό του οποίου δεν έπαψε ποτέ, απ’ ότι φαίνεται, να κουδουνίζει ενοχλητικά η λέξη «ματαίωση», ανακαλεί γεγονότα της ζωής του που μοιάζουν σαν σκηνές μιας κινηματογραφικής ταινίας με τον τρόπο που είναι δοσμένα. Μάλλον μοιάζουν με snaps-shots, με τα οποία συνθέτει μια αφήγηση στην οποία συναντάμε μια γλώσσα με μεγάλη πύκνωση, όπως συνηθίζεται και στη γλώσσα της ποίησης. Πετυχαίνει ακόμα μια γλώσσα που διαθέτει μεγάλη ακρίβεια, η οποία αποπνέει ποιητικότητα από τη μια, σου δίνει την αίσθηση ότι δεν κουβαλά πάνω της τίποτα περιττό από την άλλη. Μέσω αυτής καταφέρνει να εξωτερικεύσει κάτι τόσο προσωπικό χωρίς να γίνει κουραστικός, λίγος, ανούσιος, φλύαρος και στη χειρότερη περίπτωση μελό. Διότι τέτοιου είδους αφηγήσεις απαιτούν την τήρηση αποστάσεων ασφαλείας απ’ ότι βασανίζει το υποκείμενο της γραφής, ώστε να φτάσει όπως πρέπει να φτάσει στον αναγνώστη. Ο Βλαβιανός ξύνει παλιές πληγές, αλλά δεν το κάνει για πρώτη φορά. Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν έχει θάψει τους νεκρούς μέσα του ακόμα. Έχουμε στα πρώτα κεφάλαια υποστηρίξει ότι η πληγή είναι πηγή όπως έλεγε και ο Πεντζίκης, πρώτη ύλη για το έργο του. Κάθε οδυνηρή αναμόχλευση κρίνεται αναγκαία για τον δημιουργό και την εργασία του και αυτή η αναμόχλευση φωτίζεται διαφορετικά όταν εμπλέκεται με τις λέξεις, τα φίλτρα, την σχετική επεξεργασία μιας τέτοιας έμπνευσης και μπαίνει στο εργαστήρι του συγγραφέα και είναι γόνιμη, αφού αποδίδει καρπούς πνευματικούς και αποκτώντας άλλου είδους βαρύτητα.

Και δίνει φωνή πρώτα στο παιδί και έπειτα στον έφηβο που ήταν κάποτε για να μιλήσει ανοιχτά για την τραυματική σχέση που είχε με τους δύο γονείς του. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ξεπέρασε ή επούλωσε με τη γραφή τις πληγές του, σημαίνει όμως σίγουρα ότι έμαθε να τις αποδέχεται με όλο το βάρος τους, καθώς και ότι είναι πια σε θέση να τις σημασιοδοτεί αλλιώς, γνωρίζοντας πάντα πόσο μάταιο είναι να αναζητεί κανείς τη συγχώρεση ή τη λύτρωση. Αναζητεί τη συμφιλίωση με το παρελθόν και με όλες τις εκκρεμότητες που ο θάνατος έχει αφήσει ανοιχτές. Μάλιστα, το «Αίμα Νερό» το αφιερώνει στα παιδιά του γιατί αυτά, όπως λέει, θα γράψουν την τεσσαρακοστή έκτη πράξη αυτού του βιβλίου.

 

Χάρης Βλαβιανός

 

Εδώ δεν υπάρχει κανένας, καμία οιμωγή. Προφανώς η εποχή του θρήνου έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στα παλιότερα ποιήματά του για την οικογένεια βέβαια νιώθεις ότι είναι πιο «θερμός» εκφραστικά. Για παράδειγμα σε ένα ποίημα που συναντάμε μέσα στην Εύθραυστη Επικράτεια των Λέξεων γράφει: «Τώρα που ο λυγμός / παλεύει ακόμη με τις λέξεις / κι η φαντασία δεν έχει τη δύναμη /να εξευγενίσει τη μνήμη, τώρα θα πρέπει να μιλήσω για σας /τρυφερές, σαρκοβόρες / γυναίκες της ζωής μου, / να γράψω γι’ αυτό που κάποτε είσαστε, / που ήμουν κάποτε / που οφείλω να γίνω και πάλι». (O υιός της απωλείας) Υπάρχει όμως στο «μυθιστόρημά» του μια μοιραία και διάχυτη πικρία που σου δημιουργεί την ισχυρή αίσθηση ότι το αίμα έγινε νερό σε αυτό το οικογενειακό δράμα που ανεβάζει επί σκηνής, σε μια προσπάθεια να λύσει τις εξισώσεις της ζωής του. Οι οικογενειακοί δεσμοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς, η ρήξη είναι εδώ πια. Για πάντα. Οι νεκροί δεν δικαιώνονται. Οι λέξεις έχουν την δύναμη να τιμωρούν. Η εμμονή του με τα «οικεία κακά» είναι πλέον το κλειδί για να εισχωρήσει κανείς σωστά στο έργο του. Όσα πράγματα κρύβει βαθιά μέσα του τα φέρνει στο φως, χαρίζοντάς τους ποιητική αίγλη, δημιουργώντας σχεδόν ένα δικό του σύμπαν, με ξεχωριστή θεματολογία και γλώσσα ιδιωτική.

«Μυθιστόρημα» το αποκαλεί ειρωνικά ίσως στον υπότιτλο, μπλέκει μέσα και τον θεατρικό όρο «πράξεις», προϊδεάζοντας έτσι τον αναγνώστη. Το κείμενό του δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο ένα είδος, ούτε στο άλλο, έχει και στοιχεία ποιητικότητας, όπως προαναφέραμε. Συνηθίζει να μην προσδιορίζει ακριβώς, ενώ χαρακτηρίζει. Συνηθίζει να επαναπροσδιορίζει τα Σονέτα, να ακυρώνει τα γραμματολογικά είδη. Έτσι σημειώνει κανείς: «Οιονεί Σονέτο, οιονεί μυθιστόρημα, οιονεί ποίημα. Κι είναι αυτό μια πάγια τακτική του, ένα στοιχείο Ποιητικής του, που τον διαχωρίζει από τους άλλους ποιητές της γενιάς του 80. Γενικά έχει το πάθος να εκφράζει μέσω της ποίησης αυτό που εχάθη από τη ζωή του. Με αναστοχαστική πάντα διάθεση και με ενδιαφέρον να βλέπει κάθε φορά πώς μπορεί η εμπειρία και κυρίως η σκέψη πάνω στην εμπειρία να μετουσιωθεί σε γλώσσα της ποίησης. Αφηγείται τον εαυτό του και την ιστορία του εαυτού του, βάζει το είναι του στο ντιβάνι της γραφής, εξιστορεί εμμονικά σχεδόν αυτό που απέμεινε από τις απώλειες, κάνοντας αλλεπάλληλες εγγραφές που επικοινωνούν μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Με στόχο τις εμπειρίες του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. Μπορούν να δουν μέσα στο Αίμα νερό κάτι από τη δική τους θλιβερή ιστορία; Μπορούν να κάνουν συνδέσεις με τη δική τους εμπειρία; Σίγουρα θα έχουν και κείνοι κάποιο κρυφό ή φανερό οικογενειακό δράμα, ή κάποια παρόμοια τραυματική εμπειρία. Οπότε ίσως βρουν μέσα στο βιβλίο αυτό τον ίδιο τους τον εαυτό, τα ίδια τους τα βιώματα. Ο Τσέχωφ στα σημειωματάριά του ισχυρίζεται ότι στην τέχνη δεν μπορείς να πεις ψέματα ούτε να επινοείς πόνους που δεν δοκίμασες ο ίδιος. Όμως ακόμα κι αν κλαίει ο συγγραφέας, δεν θα πρέπει να μεταφέρει σε καμία περίπτωση τον συναισθηματισμό του στον αναγνώστη. Έτσι, συμβουλεύει τους συγγραφείς να γράφουν ψυχρά, να μην γλυκαίνουν τα γραπτά τους. Θα χαιρόταν αν διάβαζε τα γραπτά του Βλαβιανού.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top